Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα, μαθηματικά και λογοτεχνία

Αν και στο σχολείο δεν ήμουν ξεφτέρι στα μαθηματικά, πάντα ασκούσαν σε μένα μια γοητεία. Που στις μέρες μας, με την εμπλοκή τους στη λογοτεχνία, αύξησαν ακόμα περισσότερο την έλξη που μου ασκούσαν. Εκτός από το "Θεώρημα του παπαγάλου" του Ντενί Γκετζ, είχα πέρσι απολαύσει και τα "Μαθηματικά επίκαιρα" του Τεύκρου Μιχαηλίδη. Έτσι, με πολλή χαρά είδα την έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του, "Πυθαγόρεια εγκλήματα" (Πόλις, 2006). Το διάβασα μέσα σε δυο μέρες. Γραφή απλή, ξεκάθαρη, διαυγής, ακόμα κι όταν διατυπώνει μαθηματικά προβλήματα (πώς αλλιώς θα μπορούσε να γράψει ένας μαθηματικός;) Οι δυο λογοτεχνικοί του ήρωες, ο Μιχαήλ Ιγερινός και ο Στέφανος Κανταρτζής, δυο μαθηματικοί, κινούνται σ' ένα απόλυτα τεκμηριωμένο ιστορικά, υπαρκτό πλαίσιο. Στην αρχή κάπως μπορεί να συγχιστεί ο αναγνώστης. Αρχίζει με ένα σύντομο "πρελούδιο", χρονικά τοποθετημένο στη σχολή του Πυθαγόρα, ακολουθεί ένα επίσης σύντομο κεφάλαιο στο οποίο πληροφορούμαστε τον αιφνίδιο θάνατο του Στέφανου και στη συνέχεια βρισκόμαστε στο Παρίσι του 1900. Τότε, παρακολουθώντας τις εργασίες ενός διεθνούς συνεδρίου μαθηματικών, είχαν γνωριστεί και είχαν γίνει φίλοι οι δυο νέοι. Από κει και πέρα ξεχνάμε και τους Πυθαγόρειους και το θάνατο του Κανταρτζή. Θα περιπλανηθούμε στο Παρίσι, θα τριγυρίσουμε στα μπιστρό, στο Μουλέν Ρουζ και στην Μονμάρτρη, θ' ακούσουμε μαθηματικές συζητήσεις και προβλήματα, θα γνωρίσουμε μαθηματικούς όπως τον Χίλμπερτ, τον Πουανκαρέ και τον Πεάνο, θα δούμε τον Τουλούζ Λωτρέκ και τον Πικάσο. Με απαράμιλλη τέχνη, χωρίς λογοτεχνικές περικοκλάδες, ο Τεύκρος Μιχαηλίδης μας μεταφέρει όλη τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, τις πνευματικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις των αρχών του νέου αιώνα. Με την ίδια μαθηματική συντομία και σαφήνεια θα παρακολουθήσουμε τον ήρωά του στο γυρισμό στην Ελλάδα και τη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Τα "ευαγγελικά", οι Βαλκανικοί πόλεμοι, οι Βενιζελικοί και οι Βασιλόφρονες, η καταστροφή της Σμύρνης, δίνονται σύντομα και λιτά, καθορίζοντας το χρονικό πλαίσιο της ζωής των ηρώων του. Θα φτάσουμε στη σ. 212, λίγο πριν το τέλος του μυθιστορήματος, για να ξανασυνδεθούμε με την αρχή, με το θάνατο του Κανταρτζή, που θα αποδειχτεί ότι ήταν δολοφονία. Και τα μαθηματικά; Τα άφησα τελευταία να τα σχολιάσω. Με συγγραφική πονηριά ο Μιχαηλίδης μας εισάγει στον κόσμο των μαθηματικών, μας πληροφορεί για στοιχεία της ιστορίας των μαθηματικών, κατορθώνει να μας προκαλέσει το ενδιαφέρον γι' αυτή την "επιστήμη των επιστημών". Αλγόριθμος, απειροστικός λογισμός, πολυωνυμικές εξισώσεις, αξιωματικό σύστημα και άλλα παρόμοια, μπορεί να μην είναι...και το καλύτερό μου, αλλά συνέλαβα τον εαυτό μου να γοητεύεται από τις μαθηματικές συζητήσεις. Για παράδειγμα, ένα απλό πρόβλημα που τίθεται στη συντροφιά:"Με ποια κανονικά πολύγωνα μπορούμε να γεμίσουμε το επίπεδο;" Τα μαθηματικά στάθηκαν η αιτία μιας δολοφονίας στην αρχαιότητα, τα μαθηματικά θα οδηγήσουν στο έγκλημα και στο μυθιστόρημα του Μιχαηλίδη. Ένα βιβλίο-ιδανικό δώρο σε μαθηματικούς που διαβάζουν λογοτεχνία και όχι μόνο βέβαια.

Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2006

Το "Σουέλ" της Ιωάννας Καρυστιάνη

Αν και ο παράξενος, ακατανόητος (πριν διαβάσω το βιβλίο) τίτλος δεν με ενέπνεε καθόλου, το όνομα της συγγραφέως ήταν αρκετό για να αγοράσω το βιβλίο. Έχοντας διαβάσει και τα τρία προηγούμενα μυθιστορήματά της ήμουν σίγουρη ότι δεν θα με απογοήτευε. Και δεν με απογοήτευσε. Βέβαια, ψηλά στην προτίμησή μου εξακολουθεί να παραμένει το "Κουστούμι στο χώμα", αλλά και το "Σουέλ" έχει πολλές λογοτεχνικές αρετές. Έχω διαβάσει δυο κριτικές ήδη, μια στα "Νέα" (27/10/2006), που δεν του βρίσκει κανένα ψεγάδι (εκτός ίσως τη θέση των γυναικών στο έργο) και στην "Καθημερινή" (21/11/2006), που του βρίσκει πολλά τρωτά. Η δική μου άποψη είναι κάπου ανάμεσα. Το "Σουέλ" (που σημαίνει βουβό κύμα) είναι ένα αφιέρωμα, θα έλεγα, στους Έλληνες ναυτικούς, στον αγώνα με τη θάλασσα, στην αγάπη της θάλασσας, στοιχείο σύμφυτο με τον Ελληνισμό. Για μήνες ταξιδεύουμε στο φορτηγό ATHOSIII με καπετάνιο τον Μήτσο Αυγουστή, έναν 75χρονο θαλασσόλυκο, που έχει 12 χρόνια να πατήσει στεριά. Από λιμάνι σε λιμάνι της Άπω Ανατολής κυρίως, φορτώνουμε και ξεφορτώνουμε εμπορεύματα, ακούμε τις κουβέντες των ναυτικών, ζούμε με τον γέρο καπετάνιο, την αχώριστη γάτα του και τον πιστό, αφοσιωμένο μάγειρα, ένα γεροντοπαλίκαρο που μαγειρεύει λες για πρώτης τάξεως εστιατόριο. Η εταιρεία ζητάει επίμονα από τον Αυγουστή να γυρίσει, να αφυπηρετήσει επιτέλους, το ίδιο ζητάει και η γυναίκα του (με την οποία είχε φτάσει στα πρόθυρα διαζυγίου και παρά τα τρία παιδιά τους δεν τους ενώνει τίποτα) που καταφθάνει μια μέρα ξαφνικά στην Ιαπωνία για να τον μεταπείσει. Μάταια όμως. Το μόνο που ανακαλύπτει η Φλώρα είναι ότι ο καπετάνιος είναι πια τυφλός. Κανένας δεν το έχει πάρει είδηση. Δεν ξέρω πόσο πειστικό ακούγεται, αφού συνεχίζει για μήνες να κυβερνάει το καράβι, καταφέρνει ακόμα και να το οδηγήσει με την όπισθεν, όταν η προπέλα παθαίνει βλάβη! Ας μην αποκαλύψω και το άλλο μυστικό που κρύβει η επιβίβαση στο πλοίο ενός νέου ναυτικού και που θα συμβάλει στην απόφαση του καπετάνιου να "αποστρατευτεί" επιτέλους. Η ζωή των ναυτικών απασχόλησε την Καρυστιάνη και στην "Μικρά Αγγλία", αλλά εκεί υπήρχε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και η στεριά. Εδώ η στεριά είναι μόνο στις αναμνήσεις και στις κουβέντες των ναυτικών. Είναι σελίδες που μοιάζουν με "προσκλητήριο" ναυτικών (π.χ. σ.141) και καταγραφή της πορείας της ζωής ή του θανάτου τους. Άλλες σελίδες (238-39) μας αραδιάζουν λιμάνια και εμπορεύματα, ενώ ο εξωσυζυγικός δεσμός του με μια κοπέλα από την Ελευσίνα που κρατάει εδώ και σαράντα χρόνια, διανθίζουν το βιβλίο με λυρικά κομμάτια- επιστολές που απευθύνονται στο γιο του (στο βιβλίο με κυρτά γράμματα και πρωτοπρόσωπη γραφή), πράγμα που ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει αμέσως. Είναι η εξιστόρηση ενός έρωτα, είναι η έκφραση των συναισθημάτων της γυναίκας που αγαπά και περιμένει, στο περιθώριο της επίσημης συζυγικής και οικογενειακής ζωής. Κάπως απίθανο, βέβαια, μια αμόρφωτη κοπέλα να εκφράζεται όπως την παρουσιάζει η Καρυστιάνη, αλλά "λογοτεχνική αδεία" ας το δεχτούμε. Η ένστασή μου είναι κυρίως για το τέλος του μυθιστορήματος, που καταντάει μελό. Θα προτιμούσα να αφήσει τον γέρο καπετάνιο, που τόσο ωραία ζωγράφισε, αν όχι στο καράβι του, τουλάχιστον στο αεροπλάνο που τον γύριζε στην πατρίδα. Από κει και πέρα το μυθιστόρημα νομίζω χάνει, στην προσπάθεια της συγγραφέως να δώσει ένα happy end.
Το ύφος της Καρυστιάνη, γοητευτικό όπως πάντα, δεν σηκώνει επιπόλαιο διάβασμα, απαιτεί την προσοχή του αναγνώστη. Η αοριστία του προσώπου που μιλά διαπλέκεται με εσωτερικό μονόλογο, με διάλογο, με ανάμνηση, το πρώτο με το τρίτο πρόσωπο. Ένα δείγμα:"Στην τραπεζαρία των αξιωματικών δεν άγγιξε το πιάτο του και ο Σιακαντάρης που παραφύλαγε τα βλέμματα και τα επιφωνήματα επιδοκιμασίας των αντρών για το χταπόδι με το κοφτό μακαρονάκι, κάθισε κοντά του, βαρέθηκε την ερμητική σιωπή του, πέταξε κάτι για τη δική του μαμά, μ' αρέσει να κόβω το κρέας μερίδες, έλεγε η κυρά-Δέσποινα, θεός σχωρέσ' την και, το δεξί χεράκι του αρνιού έχει πιο νόστιμο ψαχνό, καμία αντίδραση από τον άλλο, πού να βρω τώρα φράουλες κι αυτά τα κοριτσίστικα φρούτα που σ΄αρέσουνε, απολογήθηκε, στείλε μου αργότερα κάτι, τον καταδέχτηκε επιτέλους ο Αυγουστής με τον καινούργιο, το τόνισε αυτό και σηκώθηκε".

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006

Η καλοσύνη των ξένων

Γύρισα απ' την Αθήνα έχοντας διαπιστώσει (όχι για πρώτη φορά) ότι πια δεν είμαι 18 χρονών, αλίμονο, ούτε 28, με μια ελαφριά "τενοντίτιδα" και με διαβασμένο το τελευταίο βιβλίο του Τατσόπουλου "Η καλοσύνη των ξένων" (Μεταίχμιο, 2006). Εκτός από την "Καρδιά του κτήνους", δεν είχα διαβάσει άλλο βιβλίο του. Μου άρεσε η "Καλοσύνη". Μου αρέσουν οι αληθινές ιστορίες και "μια αληθινή ιστορία" είναι ο υπότιτλος του βιβλίου. Θα έλεγα ότι αποτελεί την αυτοβιογραφία του Τατσόπουλου, αν δεν ήταν τόσο νέος (47 χρονών) και αν το βιβλίο δεν ήταν γεμάτο με χίλια δυο άλλα στοιχεία πέραν των αυτοβιογραφικών. Βέβαια, το κύριο θέμα είναι η αποκάλυψη τόσο για τον ίδιο όσο και για μας, του γεγονότος ότι ήταν υιοθετημένο παιδί. Το όλο θέμα αντικρίζεται ανάλαφρα, εύθυμα, με χιούμορ θα έλεγα. Δεν μας το παρουσιάζει σαν ένα συγκλονιστικό γεγονός που αναστάτωσε τη ζωή του, έστω κι αν θέλησε, όπως όλοι οι υιοθετημένοι, να βρει τη φυσική του μητέρα, όχι και τον πατέρα, μια και ήταν εξώγαμο παιδί και θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Ίσως, επειδή τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε σε ίδρυμα και αργότερα σε ανάδοχη οικογένεια, κατά βάθος να υποψιαζόταν την αλήθεια, που επιβεβαιώθηκε στα 19 του χρόνια. Όμως, το βιβλίο δεν περιορίζεται στο θέμα της υιοθεσίας, παρόλο που διαρκώς επανέρχεται σ' αυτό. Γράφει για τις σπουδές του, για τα πρώτα του κείμενα, για τη συνάντησή του με τον Σαμαράκη, για λογοτεχνία και για ταινίες, για αναμνήσεις και διαβάσματα, για φιλίες, για πρόσωπα και γεγονότα των τελευταίων 40 χρόνων, για τα ετεροθαλή του αδέλφια και τη ζωή τους στα ιδρύματα, για το παιδομάζωμα και τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, για τη λογοτεχνική του πορεία και τους φίλους του, ακόμα και για ένα ταξίδι στην Ονδούρα. Ειρωνικός, ενίοτε αυτοσαρκαστικός, αλλά εν γένει απολαυστικός, δίνει ένα καινούργιο λογοτεχνικό είδος, μια γραφή που μοιάζει να την τραβά συνειρμικά η μνήμη από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, μια γραφή που σφύζει από ζωή αληθινή.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Αθήνα, έρχομαι!

Αύριο πάω στην Αθήνα. Πόσες φορές έχω πάει ως τώρα; Δεκάδες. Κι όμως, η ανάμνηση εκείνων των έντονων συναισθημάτων της πρώτης φοράς, όταν, δεκαοχτάχρονοι έφηβοι, πηγαίνοντας για να σπουδάσουμε, την αντικρίζαμε για πρώτη φορά απ' το κατάστρωμα ενός πλοίου (ουσιαστικά βέβαια τον Πειραιά) δεν λέει να φύγει. Σαν μυρωδιά από ένα παλιό άρωμα στο ντουλάπι μας που κρατάει ακόμα, κάθε φορά οι αναμνήσεις και η συγκίνηση ζωντανεύουν. Για μας, την "παλιά φρουρά", όπως λέει και ο Καίσλερ, για μας που μεγαλώσαμε με το όραμα της Ένωσης, που ο Εθνικός Ύμνος και η γαλανόλευκη μας φέρνουν ακόμα δάκρυα στα μάτια, για μας που ζήσαμε αντί της πραγματοποίησης του ονείρου την ίδρυση ενός "ανεξάρτητου" κράτους, η Αθήνα εξακολουθεί να είναι η ανέφικτη ουτοπία. Κι ας έχουν αλλάξει τόσα πράγματα από τότε. Η Αθήνα δεν είναι ό, τι ήταν τότε. Τις ζούμε, τις ξέρουμε τις αλλαγές, μια και τώρα έχουμε πολύ πιο συχνή επαφή. Για μας όμως η Αθήνα διατηρεί ακόμα κάτι απ' το ιδανικό που ονειρευτήκαμε, στην ατμόσφαιρά της πλανιέται ακόμα κάτι απ' την ανεμελιά και την αισιοδοξία της νιότης μας, συναισθήματα που δεν μπορούν να νιώσουν ούτε όσοι γεννήθηκαν και ζουν εκεί, ούτε και η νεότερη γενιά των παιδιών μας. Θα πάω, λοιπόν, αύριο στην Αθήνα. Θα τριγυρίσω στους δρόμους της (μερικοί δεν άλλαξαν καθόλου), θα περάσω ώρες στα βιβλιοπωλεία, θα δω θέατρο, θα συναντηθώ με φίλους. Για άλλη μια φορά μέσα από το παρόν θ' αναζητήσω και θα ξαναζήσω το παρελθόν, αυτό το παρελθόν που μας έχει σημαδέψει για πάντα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

Ξαναδιαβάζοντας ένα παλιό βιβλίο

Τι αναγνωστική ευδαιμονία, τι ξέπλυμα της ψυχής από την ανία και την κενότητα των prada, versace και λοιπών ανάλογων συνομοταξιών, τι ευφροσύνη να βυθίζεσαι στην ανάγνωση ενός βιβλίου όπως "Το μηδέν και το άπειρο" του Άρθουρ Καίσλερ! Δεν ξέρω γιατί επίμονα μου είχε κολλήσει εδώ και μέρες η ιδέα να ξαναδιαβάσω αυτό το βιβλίο. Την πρώτη φορά που το διάβασα (εδώ και ...μερικές δεκαετίες) το είχα δανειστεί, δεν ήταν δικό μου. Δεν ήξερα καν αν κυκλοφορεί. Κι όμως το βρήκα. Και το ξαναδιάβασα, όχι μόνο πιο ώριμη, αλλά και με εντελώς διαφορετικές συνθήκες, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, Κι όμως, αυτό το βιβλίο, γραμμένο το 1949 και αναφερόμενο στις δίκες της Μόσχας της δεκαετίας του '30, εξακολουθεί να προκαλεί το ίδιο ενδιαφέρον στον αναγνώστη, κι ας έχουν αλλάξει τόσα πράγματα από τότε. Όπως κάθε μορφή αληθινής τέχνης, αγγίζει ερωτήματα και θέτει προβληματισμούς που ανάγονται στη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου. Το έργο τοποθετείται χρονικά στα 1938. Αρχίζει με τη σύλληψη του Ρουμπασόφ, ενός αγωνιστή της "παλιάς φρουράς", απ' αυτούς που έφαγαν τη ζωή τους στους αγώνες, στις φυλακίσεις, στα βασανιστήρια, μιας θρυλικής μορφής της ρωσικής επανάστασης. Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από την επανάσταση. Η χώρα δεν αναφέρεται ποτέ με το όνομά της, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι πρόκειται για τη Ρωσία. Το ίδιο και ο Πρώτος, που ολοφάνερα υποδηλοί τον Στάλιν. Ο Ρουμπασόφ κατηγορείται για αντιπολιτευτική και αντεπαναστατική δραστηριότητα. Πριν από τη δημόσια δίκη του, γίνεται η ανάκριση, με σκοπό να τον κάνουν να ομολογήσει. Αναμνήσεις από το παρελθόν, όταν ο ίδιος συμπεριφερόταν σε συντρόφους του όπως τώρα συμπεριφέρονται σ' αυτόν, τύψεις, αμφιβολίες και προπάντων οι διανοητικοί διαξιφισμοί με τον ανακριτή παρασύρουν τον αναγνώστη. Ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος σε μια επανάσταση; Ήταν αναγκαίες οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για να μπορέσει να επιβληθεί; Ποιο προέχει, το άτομο, ή το σύνολο; Μήπως κάποτε χρειάζεται η θυσία του ατόμου για να προχωρήσει το σύνολο; Δεν ξέρω τι προβληματισμούς θα είχε σήμερα ο Καίσλερ αν ζούσε (αυτοκτόνησε το 1983 μαζί με την τρίτη σύζυγό του). Το βέβαιο είναι ότι το μυθιστόρημα αυτό δεν θα πάψει ποτέ να είναι επίκαιρο, όσο κι αν έχει αλλάξει η ιστορική πραγματικότητα. Θα αναζητήσω και την "Ισπανική διαθήκη", που επίσης είχα διαβάσει πριν από χρόνια. Κάποτε αξίζει νομίζω να ξαναδιαβάζουμε τα παλιά, καλά βιβλία αντί να πειραματιζόμαστε με αμφίβολα καινούργια.

Σάββατο, Νοεμβρίου 04, 2006

Ο διάβολος φοράει prada

Έχω ένα νεαρό φίλο, συγγραφέα αλλά και φανατικό αναγνώστη, που αρνήθηκε να διαβάσει τον "Κώδικα ντα Βίντσι", όταν (και επειδή) τον διάβαζαν στις παραλίες, ακόμα και άνθρωποι που μπορεί να μην είχαν πιάσει στα χέρια τους άλλο βιβλίο. Το ίδιο, είμαι σίγουρη, θα κάνει και με τον "Διάβολο (που) φοράει prada". Ως τώρα είχα άλλη θεωρία. Πάντα ήθελα να έχω προσωπική άποψη για πολυσυζητημένα βιβλία. Η ανάγνωση όμως του prada με έκανε να αρχίσω να αναθεωρώ (λέω να αρχίσω, γιατί δεν ξέρω αν δεν θα ξαναϋποκύψω στον πειρασμό!) Πέστε μου, όμως, ένα βιβλίο που μεταφράζεται σε 27(!) γλώσσες, που γίνεται ταινία, που για 6 μήνες βρίσκεται στην κορυφή των ευπώλητων στην Αμερική, που κάνει πασίγνωστη τη νεαρή, μόλις 23 χρονών συγγραφέα του, την Lauren Weisberger, δεν θα σας κινούσε την περιέργεια; Μια περιέργεια που έγινε ακόμα μεγαλύτερη, μετά που με κόπο και μόχθο τελείωσα το βιβλίο. Τι του βρήκαν; Και καλά η Αμερική, μια και σ' αυτό είναι ο δικός της κόσμος (μια τουλάχιστον πτυχή του) που περιγράφεται. Ο άλλος κόσμος όμως; Τι ενδιαφέρει τους Κινέζους, τους Αλβανούς, τους Ρουμάνους και όλους τους άλλους λαούς στη γλώσσα των οποίων μεταφράστηκε, αυτός ο γκλαμουράτος κόσμος της μόδας, οι Prada, Armani, Versace και όλοι οι άλλοι οίκοι μόδας που συνεχώς αναφέρει η συγγραφέας, τα λιμοκτονούντα μοντέλα, οι γόβες στιλέτο που προκαλούν αφόρητους πόνους στα πόδια, οι τσάντες των πέντε χιλιάδων δολαρίων ή οι τουαλέτες των σαράντα χιλιάδων, οι επιδείξεις μόδας που για τον κόσμο αυτό είναι κοσμοϊστορικά γεγονότα; Αυτά όλα περιγράφονται ξανά και ξανά στις 557 σελίδες του βιβλίου, σε πρώτο πρόσωπο, από την κεντρική ηρωίδα, την Άντρεα Ζαξ, που, έχοντας μόλις τελειώσει το κολλέγιο, προσλαμβάνεται ως βοηθός της παντοδύναμης, φοβερής, διαβολικής αρχισυντάκτριας του περιοδικού μόδας Runway. Ουσιαστικά γίνεται σκλάβα της αλαζονικής, υπεροπτικής, σαδιστικής, ιδιότροπης Μιράντα Πρίστλι, προσπαθώντας ν' αντέξει ένα χρόνο, για να μπορέσει μετά να πρσληφθεί ως δημοσιογράφος στο New Yorker. Το βιβλίο είναι επίπεδο, χωρίς κορυφώσεις ή ανατροπές, μια ανιαρή περιγραφή φορεμάτων, παπουτσιών, τσαντών και ιδιοτροπιών της Μιράντα Πρίστλι. Να είναι άραγε το βιβλίο αυτό η έμπρακτη απόδειξη της δύναμης της δαφήμισης, του marketing, της ικανότητας προώθησης προϊόντων, ή μήπως ο πολύς κόσμος αρέσκεται σε τέτοιου είδους αναγνώσματα, που απλώς αναπαράγουν μια πραγματικότητα;