Κυριακή, Δεκεμβρίου 28, 2014

Ρωμιοπούλες

Π.Σ.ΔΕΛΤΑ
Ρωμιοπούλες
Α΄ Το ξύπνημα
Β΄ Λάβρα
Γ΄ Σούρουπο
Επιμέλεια Αλ. Π. Ζάννας
Ερμής, 2014

Βδομάδες τώρα ήμουν βυθισμένη σ' άλλους καιρούς και τόπους, σ' άλλες εποχές, στις ζωές άλλων ανθρώπων, πεθαμένων πια από χρόνια. Προσώπων μυθιστορηματικών, μα που πίσω από τη μυθιστορηματική τους ύπαρξη εύκολα αναγνωρίζονται ως πρόσωπα αληθινά, άνθρωποι που υπήρξαν κάποτε. Με δέος τους πλησιάζω, προσπαθώντας να δώσω μια αμυδρή εικόνα των σκέψεων και των συναισθημάτων που με πλημμύριζαν καθώς ξεφύλλιζα τις κάπου 1400 σελίδες των τριών τόμων που αποτελούν τις "Ρωμιοπούλες", το μοναδικό για ενήλικες μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα, που πρόσφατα εκδόθηκε.
Πηνελόπη Δέλτα! Τα παιδικά της μυθιστορήματα έθρεψαν τη γενιά μου, οι ήρωές της υπήρξαν παιδικοί μας φίλοι, η ζωή της και ο σχεδόν μυθιστορηματικός της θάνατος μας είναι γνωστά από πλήθος διαβάσματα, η επίσκεψή μου στο σπίτι όπου έζησε κι έγραψε, υπήρξε κάτι σαν προσκήνυμα για μένα πριν από μερικά χρόνια. Κι όμως δε χορταίνω να διαβάζω πάλι και πάλι γι' αυτή την υπέροχη γυναίκα.
Οι "Ρωμιοπούλες" είναι και δεν είναι μυθιστόρημα. Καθώς παρακολουθούμε τη ζωή της κεντρικής ηρωίδας, της Δέσποινας Κρινά-Δαπέργολα, στο νου μας δεν έχουμε άλλη από την Πηνελόπη Δέλτα. Τη νεανική της ζωή, την αυστηρότητα της ανατροφής της, τον αναγκαστικό με συνοικέσιο γάμο της, το μεγάλο της καημό, τον ανεκπλήρωτο έρωτά της  για τον Ίωνα Δραγούμη (εδώ με το όνομα Βάσος Γάβρας), την πατριδολατεεία της. Και ταυτόχρονα τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, το μεγάλο Βενιζέλο, το φοβερό διχασμό...
Το τεράστιο αυτό έργο άρχισε να γράφεται (όπως μας πληροφορεί ο επιμελητής) το 1926 και ολοκληρώθηκε το 1939. Η δράση της τριλογίας ξεκινά το 1895 και τελειώνει το Νοέμβριο  του 1920 με την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές και την αυτοεξορία του. 
Το σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφησιά
Στον πρώτο πρώτο τόμο (Το ξύπνημα) παρακολουθούμε τη ζωή της δεκαεννιάχρονης ηρωίδας, την οικογένεια, τους φίλους και συγγενείς που θα διαδραματίσουν ενεργότερο ρόλο στη συνέχεια. Χαρακτηριστικό της γραφής εδώ είναι οι πολλοί διάλογοι με πολύ λιγότερες περιγραφές ή αφήγηση. Βεγγέρες, χοροί, συγκεντρώσεις, συνοικέσια, αποτελούν τις κύριες ασχολίες της μεγαλοαστικής τάξης στην οποία ανήκει και η Δέσποινα. Ένας νεανικός έρωτας (πιθανότατα ο Αντώνης Μαυροκορδάτος) γίνεται αφορμή σφοδρών συγκρούσεων με τους γονείς της, ενώ η ιδέα της αυτοκτονίας κάνει την εμφάνισή της. Ο τόμος κλείνει με το γάμο (μετά από συνοικέσιο βέβαια) της Δέσποινας με τον Γρηγόρη Δαπέργολα, μυθιστορηματικό προσωπείο του Στέφανου Δέλτα.
Η δράση στο δεύτερο τόμο (Λάβρα) αρχίζει τον Ιούνιο του 1907 και τελειώνει τον Οκτώβριο του 1910. Εδώ κυριαρχεί η μορφή του Βάσου Γάβρα, που ασφαλώς δεν είναι άλλος από τον Ίωνα Δραγούμη. Τι πάθος! Τι εσωτερικές συγκρούσεις! Τι έρωτας ήταν αυτός που κράτησε ως το τέλος της ζωής της, αν και ποτέ δεν ολοκληρώθηκε σωματικά. "Είναι μια πληγή που δεν επουλώθηκε ποτέ", θα γράψει η ίδια. Φοβερή πάλη γίνεται μέσα της, γιατί το τίμημα, αν φύγει, θα είναι η στέρηση των παιδιών της, που ο άντρας της δεν είναι διατεθειμένος να της δώσει. Μια απόπειρα αυτοκτονίας αποτυγχάνει. Το καθήκον νικά. Ακολουθεί, όπως σ' όλη της τη ζωή, το ΠΡΕΠΕΙ. "Μας νίκησε και τους δυο το αμείλικτο Πρέπει", θα γράψει. Κι αλλού πάλι, "Εκείνο που διέπει, που ορίζει τις πράξεις μου, είναι το στεγνό, το αμείλικτο "Πρέπει"! Σκηνές που χαράσσονται ανεξίτηλα στη μνήμη του αναγνώστη. Η σκηνή όπου ομολογεί στον άντρα της τον έρωτά της και ζητά την  ελευθερία της ή η δραματική σκηνή όπου συναντώνται για τελευταία φορά σε μια ευρωπαϊκή λουτρόπολη οι δυο ερωτευμένοι αποφασίζοντας να χωρίσουν οριστικά, είναι δείγματα υψηλού λογοτεχνικού επιτεύγματος.
Ο τρίτος τόμος (Σούρουπο) καλύπτει τη χρονική περίοδο 1914-1920. Ο Γάβρας βέβαια δεν έχει ξεχαστεί. Συναντώνται σε ποικίλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Η ανάμνησή του, ο δεσμός του με την Ερατώ Κρεμονέζε (σαφής αναφορά στη Μαρίκα Κοτοπούλη) αναξέουν την αγιάτρευτη πληγή της. Μυθιστορηματικά τοποθετεί το θάνατο του Γάβρα στη Μακεδονία, όπου η Δέσποινα υπηρετεί ως εθελόντρια νοσοκόμα, αφού η Ελλάδα είχε μπει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα υπερτερούν των προσωπικών στον τρίτο τόμο. Κυρίαρχη η μορφή του Βενιζέλου, τον οποίο η Δέσποινα καθώς και όλη η οικογένειά της, αγαπά και θαυμάζει. Ο Διχασμός, τα έντονα πολιτικά πάθη, η διαφωνία Κωνσταντίνου-Βενιζέλου, τα Νοεμβριανά με τους διωγμούς και τις φυλακίσεις των Βενιζελικών, η περιγραφή του αναθέματος του Βενιζέλου το Δεκέμβριο του 1916, ζωντανεμένα μυθιστορηματικά από την Πηνελόπη Δέλτα, μας πλημμυρίζουν με άφατη θλίψη για τον Ελληνισμό. Λίγο θα κρατήσει η χαρά για τις επιτυχίες του Βενιζέλου με τη συνθήκη των Σεβρών, που δημιουργούσε τη Μεγάλη Ελλάδα. Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος δεν εκλέγεται ούτε βουλευτής. "Finis Greciae" τιτλοφορεί το τελευταίο αυτό κεφάλαιο της τριλογίας της η συγγραφέας.
Αγαπούσα και θαύμαζα πάντα την Πηνελόπη Δέλτα. Μ' αυτό το βιβλίο υψώθηκε ακόμα περισσότερο στη συνείδησή μου. Μια γυναίκα που διαβάζει φιλοσοφία, που χωρίς ν' ανήκει σε κανένα φεμινιστικό κίνημα υψώνει, με τη γραφή και τη στάση της, φωνή διαμαρτυρίας για τη θέση που βρισκόταν η γυναίκα. "Εμείς οι Ελληνοπούλες είμεθα, λες, σκλάβες", θα πει σε μια συνομιλία της. "Κι έχεις δίκαιο, σκλάβες όμως του αντρός που μας ορίζει., είτε πατέρας είναι, είτε αδελφός, είτε άντρας μας, ακόμα και του γιου μας, σαν ασπρίσουν τα μαλλιά μας! Ελεύθερες δεν είμαστε ποτέ!" (να είχε άραγε διαβάσει τη "Φόνισσα";) Αλλού πάλι θα πει: "Ακόμα και να πεθάνουμε την ώρα που θέλουμε δεν μπορούμε εμείς οι γυναίκες".
Κι όμως πάνω απ' όλες τις διακηρύξεις και τις διαμαρτυρίες της τοποθετεί το ΠΡΕΠΕΙ και την αγάπη των παιδιών της, για χάρη των οποίων τελικά δεν χωρίζει.
Σκέφτομαι την "Άννα Καρένινα". Πόση ομοιότης με την Πηνελόπη Δέλτα. Σπουδαίο έργο η Καρένινα. μα οι "Ρωμιοπούλες" μου φαίνεται ότι είναι ανώτερο.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 13, 2014

Θεοδούλου Λίμιτεδ

Αγγελική Σμυρλή
Θεοδούλου Λίμιτεδ
Κέδρος, 2014
"Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;", αναρωτιέται ποιητικά ο Σεφέρης. Μας έχουν αποδώσει αμέτρητους χαρακτηρισμούς: από το "νήσος των Αγίων", "αέρινη, μακαρία γη", "χρυσοπράσινο φύλλο", ως το "αβύθιστο αεροπλανοφόρο" και "πόρνη της Μεσογείου". Εμείς που το κατοικούμε εδώ και χιλιάδες χρόνια, με προγόνους που φτάνουν ως εκεί που δεν μπορεί να μας πάει η μνήμη, ό,τι και να μας πουν δεν θα πάψουμε ν' αγαπάμε αυτή τη βραχονησίδα τη ριγμένη στην Ανατολική Μεσόγειο και να μένουμε προσκολλημένοι σ' αυτήν, να την κρατάμε σφιχτά με τα χέρια κι αν μας τα κόψουν, σαν τον αρχαίο Κυναίγειρο, να την κρατήσουμε ακόμα και με τα δόντια.
Είναι γι' αυτό που η θλίψη για τη σημερινή  κατάντια των ανθρώπων της γίνεται θυμός,  οργή, αγανάκτηση, κάποτε απελπισία. Τούτες τις μέρες το κάθε σκάνδαλο που έρχεται στο φως ανασύρει μαζί του πλήθος άλλα. Απάτη, διαπλοκή, μίζες, το χρήμα βασιλιάς όλων και η με οποιοδήποτε τρόπο απόκτησή του κυρίαρχος στόχος. Πότε και πώς άρχισε τούτο το κακό; Πριν πενήντα μόλις χρόνια δίναμε αφειδώλευτα το αίμα μας για το ιδανικό της ελευθερίας κι απαντούσαμε στους κατακτητές με το στόμα των ηρώων μας, "ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής". Πώς αντιστράφηκε τώρα το ιδανικό μας;
Όλα αυτά τα συναισθήματα που πλημμυρίζουν όσους ακόμα δεν μολυνθήκαμε από τον ιό του με κάθε μέσο πλουτισμού, έρχεται να εκφράσει λογοτεχνικά με το καινούριο της βιβλίο η Αγγελική Σμυρλή. Γνήσιο τέκνο αυτής της γης, αγωνίστρια της ελευθερίας από τα εφηβικά της χρόνια, πλημμυρισμένη από θλίψη και οργή για όσα συμβαίνουν, προσπαθεί να ανιχνεύσει τις αιτίες, αλλά και να καταγγείλει και να καταδικάσει.
Το πρόσφατο βιβλίο της "Θεοδούλου Λίμιτεδ" γράφτηκε πριν ακόμα όλα αυτά τα σκάνδαλα βγουν στο φως. Ο ήρωάς της, ο Αντρέας Θεοδούλου, είναι αντιπροσωπευτικός τύπος αρριβίστα, καιροσκόπου, ανθρώπου που έχει θεοποιήσει το χρήμα, που χρησιμοποιεί κάθε μέσο, που δωροδοκεί, που εξαπατά, που οικοδομεί μια πολυτελή ζωή πάνω στο ψέμα και την απάτη. Η πορεία της ζωής του, καθώς από γιος ενός αγνού, ιδεολόγου αγωνιστή, οδηγήθηκε στην απάτη και τη διαπλοκή, μας δίνεται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τη γυναίκα του, την Κλειώ, μια ευαίσθητη, έντιμη, ιδεολόγο φιλόλογο. Το βιβλίο αρχίζει με την είδηση ότι ο Θεοδούλου, μετά το κούρεμα των καταθέσων, βρίσκεται στο νοσοκομείο έπειτα από απόπειρα αυτοκτονίας. Η Κλειώ ξαναγυρίζει με την ανάμνηση στο πααρελθόν. Τα μαθητικά τους χρόνια, τον έρωτα με τον Θεοδούλου, το γάμο και την απόκτηση της κόρης τους και προπάντων τη σταδιακή μεταμόρφωση του Αντρέα σε  κυνηγό του χρήματος. Η διαφορά αντιλήψεων και στόχων ζωής θα οδηγήσει στο χωρισμό του ζεύγους.
Η αναπόληση της ζωής αλλά και το παρόν, γίνονται αφορμή για σκέψεις, συζητήσεις, προβληματισμό. Συζητήσεις που δεν περιορίζονται στην οικονομική κατάρρευση του νησιού, αλλά επεκτείνονται και στο πολιτικό και το εθνικό θέμα, μέχρι και το σχέδιο Ανάν που προτάθηκε για λύση του κυπριακού το 2004.
Λόγος αποκαλυπτικός και καταγγελτικός, δοσμένος με τη λογοτεχνικότητα της Σμυρλή. Θα υπάρξει κάθαρση; Θα υπάρξει μεταμέλεια; Θα σωθεί τελικά αυτό το νησί οικονομικά, ηθικά, εθνικά; Το βιβλίο κλείνει μ' ένα ερωτηματικό. Το ερωτηματικό που ταλανίζει όλους μας.

Κυριακή, Νοεμβρίου 30, 2014

Η αναλφάβητη που ήξερε να μετράει

Γιούνας Γιούνασον
Η αναλφάβητη που ήξερε να μετράει
Ψυχογιός, 2014
Μετ. Γρηγόρης Κονδύλης
Αγόρασα το καινούριο μυθιστόρημα του Γιούνας Γιούνασον για δυο λόγους: πρώτο, γιατί μου είχε αρέσει το πρώτο του, "Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε" και δεύτερο, γιατί το βρήκα σε ηλεκτρονική μορφή, κάτι που προτιμώ για πολλούς λόγους. Όμως η επιλογή μου με απογοήτευσε και με  πολλή δυσκολία έφτασα ως το τέλος (για να μην πάνε άδικα και τα 13 ευρώ!).
Συναντάμε βεβαίως όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής του Γιούνασον, δηλαδή τη σάτιρα, τις απίθανες περιπέτειες, την ανάμιξη ιστορικών προσώπων και γεγονότων με φανταστικά. Όμως, νομίζω, πως ήδη ο Σουηδός συγγραφέας έκανε το ύφος του μανιέρα και αν συνεχίσει έτσι, πιστεύω ότι το πολυπληθές κοινό σε όλο τον κόσμο που τον ακολουθεί, σταδιακά θα μειώνεται. Μου θύμισε ακριβώς τα sequel των ταινιών που ποτέ δεν υπήρξαν ισάξιες της πρώτης ταινίας.
Αυτή τη φορά η ιστορία αρχίζει το 1961 ταυτόχρονα στη Νότιο Αφρική και τη Σουηδία. Στην πρώτη γεννιέται ένα κορίτσι, η Νομπέκο, στις φτωχογειτονιές του Σοβέτο και στη δεύτερη δυο δίδυμοι, οι Χόλγκερ ένα και δύο. Η ζωή και η ακραία φαντασία του συγγραφέα θα κάνει ώστε κάποια στιγμή τα πρόσωπα αυτά να συναντηθούν στη Σουηδία. Η αναλφάβητη αλλά πανέξυπνη Νομπέκο, ένας μηχανικός της Ν. Αφρικής, οι δυο Χόλγκερ, δυο πράκτορες τη Μοσάντ, ο πρωθυπουργός και ο βασιλιάς της Σουηδίας και πλήθος άλλα πρόσωπα, πραγματικά και φανταστικά, θα εμπλακούν σε περιπέτειες με επίκεντρο μια ατομική βόμβα (!) που κατασκευάζεται στη Νότιο Αφρική και κατά λάθος βρίσκεται στη Σουηδία.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γραφής του Γιούνασον είναι ακριβώς αυτό. Οι ημερομηνίες, τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα είναι όλα ακριβή. Όπως το απαρντχάιμ, το εμπάργκο, ο πρωθυπουργός Μπότα, ο Μαντέλα και η φυλάκισή του στο νησί Ρόμπιν για 27 χρόνια, η δολοφονία του Όλαφ Πάλμε, ο τεννίστας Μπιοργκ και η τραγουδίστρια Καρόλα και πολλά άλλα. Όμως οι τόσο πολλές και τόσο απίθανες περιπέτειες των φανταστικών ηρώων μειώνουν κατά πολύ το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Πόσο μάλλον που παρακολουθούμε μια πανομοιότυπη τεχνική όπως στον "Εκατοντάχρονο...".
Το τέλος φυσικά happy end.
(ebook)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 19, 2014

Ο θησαυρός του χρόνου

Μένης Κουμανταρέας
Ο θησαυρός του χρόνου
Πατάκης, 2014
"Τότε νόμιζα πως ο χρόνος ήταν όλος δικός μου. Μα ως γνωστόν ο χρόνος δεν είναι ποτέ δικός μας, είναι δανεικός".
"Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες ο χρόνος".
"Δεν με παίρνει πια ο καιρός. Όσο πάει και ο χρόνος γίνεται χρυσάφι. Θησαυρός".
Μερικές μόνο αποφθεγματικές διατυπώσεις από όσες αφθονούν στο τελευταίο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα. Ένα βιβλίο μελαγχολικό έως καταθλιπτικό, που αμφιβάλλω αν οι νεότεροι αναγνώστες μπορούν να το νιώσουν, μπορούν να συμπορευθούν με τις σκέψεις και τα συναισθήματα του συγγραφέα-αφηγητή όπως εμείς, οι μεγαλύτεροι στην ηλικία αναγνώστες, για τους οποίους ο εναπομένων χρόνος γίνεται πραγματικά ανεκτίμητος θησαυρός. Ένα βιβλίο-απολογισμός ζωής, ένα βιβλίο όπου ο γοητευτικός λόγος του Κουμανταρέα συνδυάζει αριστοτεχνικά την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία. Άλλωστε, "ο καλός γραφιάς είναι αυτός που δεν ξεχωρίζει αυτά που συνέβησαν από εκείνα που επινόησε να του συμβούν-αρχή της μυθοπλασίας ιερή για όποιον γράφει".
Απευθύνεται σ' ένα "παλιό συνάδελφο και αδερφό", τον καθένα μας ίσως, διαλέγεται μαζί του, απαντά σε υποτιθέμενες ερωτήσεις και αντιρρήσεις του. Μέσα στο ατμοσφαιρικό κλίμα της σύγχρονης Αθήνας η αφήγηση μετατοπίζεται εναλλάξ μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. 
Επιστρέφει στο τόσο αλλαγμένο τώρα τοπίο της Στοάς, στο οποίο, νέος κάποτε, δούλευε σε μια ασφαλιστική εταιρεία, ενώ στο σπίτι περιμένει η Λιλή, η αγαπημένη, άρρωστη σύζυγός του. Η αφήγηση εναλλάσσεται. Την περιγραφή της αρρώστιας και την επιδείνωσή της ως το αναπόφευκτο τέλος, διαδέχονται οι αναμνήσεις της νεότητας. "Είμαι πια σε ηλικία να τα αναπαραγάγω όλα, ομολογημένα και ανομολόγητα-ιδίως αυτά", γράφει. Η ιδιομορφία της ερωτικής του ζωής κατέχει ιδιαίτερη θέση στην όλη αφήγηση. Από τα πορνεία στα στέκια ομοφυλοφίλων, στην αναζήτηση νεαρών, πρόσκαιρων ή μονιμότερων συντρόφων, ενώ διαχωρίζει τη σχέση αγάπης για τη γυναίκα από την ερωτική για τον άντρα.
Χροιά μεταφυσικής διάστασης παρέχει η εμφάνιση ενός παλιότερου υπαλλήλου που έρχεται ξαφνικά και αναπάντεχα, συνδιαλέγεται με τον αφηγητή, εξιστορεί τις δικές του εμπειρίες, τόσο από την υπηρεσία όσο και από την αναζήτηση της ομοφυλοφιλικής του ταυτότητας. Ίσως ο άγνωστος που χαρακτηριστικά ονομάζεται Αναγνώστου ή Αναγνωστόπουλος δεν είναι παρά ο εαυτός του ή η φωνή της συνείδησης.
Ποιητικοί και μουσικοί απόηχοι πλημμυρίζουν το βιβλίο. Καβάφης και Άμλετ, Βέρντι, Καρυωτάκης, Σολωμός, Λαπαθιώτης και Φίλιπ Ροθ κλείνουν το μάτι στον αναγνώστη, ενώ η άρια "eri tu" ηχεί σαν λάιτ μοτίβ, καθώς ο θάνατος, αυτός ο μέγας άγνωστος, παραμονεύει. "Άραγε, ποια να ήταν η τλευταία της σκέψη, το στερνό της όνειρο; Οι νεκροί παίρνουν τα μυστικά μαζί τους φεύγοντας-καμιά ανακάλυψη της επιστήμης δεν μπόρεσε ούτε θα μπορέσει να το εξιχνιάσει".
Βιβλίο-απολογία ζωής, βιβλίο αναστοχασμού, βιβλίο που τις περιπέτειες του βίου, τις χαρές και τις αμαρτίες, τα όσα ο συγγραφέας έζησε και τα όσα φαντάστηκε, τα μετουσιώνει σε λογοτεχνικές σελίδες με παναθρώπινη απήχηση. Συγκινητικό και απολαυστικό.
(ebook)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 12, 2014

Έγκλημα με υπογραφή

Sophie Hannah
Έγκλημα με υπογραφή
Διόπτρα, 2014
Μετ. Αύγουστος Κορτώ
Το με πιο έντονα στοιχεία γραμμένο όνομα της Agatha Christie στο εξώφυλλο, από το όνομα της συγγραφέως Sophie Hannah, δεν είναι καθόλου παραπλανητικό. Όσοι αγάπησαν τα μυθιστορήματα της "βασίλισσας του αστυνομικού μυθιστορήματος" και του ήρωά της Ηρακλή Πουαρό, θα βρουν σ' αυτό το βιβλίο όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής της Άγκαθα και του πανέξυπνου ντετέκτιβ, που εξιχνιάζει όλα τα εγκλήματα μόνο με τα κύτταρα της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου του.
Η Άγκαθα Κρίστι έγραψε το τελευταίο της μυθιστόρημα, στο οποίο ο Ηρακλής Πουαρό πεθαίνει ("Αυλαία" για τον Ηρακλή Πουαρό) με εντολή να δημοσιευτεί μετά το θάνατό της (1976), πράγμα που έγινε. Τώρα όμως, οι διαχειριστές της διαθήκης της επέτρεψαν στην επιτυχημένη Αγγλίδα συγγραφέα Sophie Hannah να χρησιμοποιήσει το μικρόσωμο Βέλγο ντετέκτιβ σε ένα δικό της μυθιστόρημα. 
Το έργο τοποθετείται στα 1929 με φόνους των οποίων η αρχή ανάγεται στο 1913. Ενώ ο Ηρακλής Πουαρό απολαμβάνει το δείπνο του σε μια καφετέρια στο Λονδίνο, μια αναστατωμένη νεαρή τον πλησιάζει λέγοντας ότι κινδυνεύει να δολοφονηθεί, αλλά παρακαλεί το δαιμόνιο ντετέκτιβ να μην προσπαθήσει να βρεί το δολοφόνο της, γιατί πιστεύει ότι της αξίζει μια τέτοια τιμωρία. Λίγο αργότερα ο Πουαρό πληροφορείται ότι σ' ένα πολυτελές ξενοδοχείο, τρεις ένοικοι βρέθηκαν δολοφονημένοι, ο καθένας σε διαφορετικό δωμάτιο και ..".η φαιά ουσία" αρχίζει δράση.
Ο Ποαρό της Hannah έχει το χαρακτηριστικό μουστάκι, αγαπά σε υπερβολή την τάξη (δεν μπορεί να δει ούτε ένα μαχαιροπίρουνο στραβά βαλμένο), πετάει κάποτε γαλλικές λέξεις (mon ami, non, je comprends κ.λπ.). Βοηθός και φίλος του δεν είναι πια ο Χέιστινγκς, αλλά ένας αστυνόμος της Σκότλαντ Γιαρντ, ο Έντουαρτ Κάτσπουλ που μιλάει στο μυθιστόρημα σε πρώτο πρόσωπο. Και φυσικά στο τέλος ο Πουαρό θα λύσει όλα τα μυστήρια.
Αν και η μίμηση της γραφής της Κρίστι είναι αρκετά επιτυχής και τα τυπικά χαρακτηριστικά της γραφής της διατηρούνται, λείπει εκείνη η ιδιαιτερότητα της ατμόσφαιρας που κάνει τα έργα με  πρωταγωνιστή τον Ηρακλή Πουαρό να διαφέρουν και να υπερέχουν. Ίσως όμως η εντύπωση αυτή να μου δημιουργήθηκε επειδή ξέρω ότι δεν το έγραψε η Άγκαθα. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα αναγνώριζα ότι δεν είναι δικό της, αν δεν το ήξερα.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2014

Η ζωή είναι αγάπη

Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου
Η ζωή είναι αγάπη
Ψυχογιός, 2014


Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία της Γιόλας κι έχω γράψει για αρκετά από αυτά. Νομίζω πως το «Η ζωή είναι αγάπη» είναι το πιο «εσωτερικό», το πιο ώριμό της βιβλίο. Την υπόθεση θα μπορούσαμε να την πούμε με τρεις γραμμές. Άλλωστε, μας τη δίνει και το οπισθόφυλλο και εν μέρει την πληροφορούμαστε από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο. Ένα νέο κορίτσι, με όλη τη ζωή και όλα τα όνειρα μπροστά του, μια βραδιά χαράς και διασκέδασης, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, σ’ ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, γίνεται τετραπληγική, καρφωμένη για πάντα σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι. Αυτό είναι όλο κι όλο το θέμα. Ποια στάδια όμως περνάει, πώς διαμορφώνεται η ζωή της από δω και πέρα, πώς αντιμετωπίζει αυτό που της έτυχε; Μπορεί μια τετραπληγική να γνωρίσει τον έρωτα; Να γευτεί τη χαρά της μητρότητας; Πώς μπορεί να γίνει ευτυχισμένη μια κοπέλα που ακινητοποιείται για πάντα; Όλα αυτά και πολλά ακόμα θέματα θίγονται, προβληματίζουν, κάνουν τον αναγνώστη να γυρίζει ανυπόμονα τις σελίδες, παρασυρμένος από την αφήγηση της Ιάνθης.
Ιάνθη λέγεται  η ηρωίδα του μυθιστορήματος. Το 1986 ήταν ένα δεκαεννιάχρονο ωραίο κορίτσι γεμάτο όνειρα για τη ζωή. Μαζί με τέσσερις αχώριστες φίλες ζουν ξένοιαστα τα χρόνια της εφηβείας και της ενηλικίωσης. Μαζί με τα όνειρα και τα σχέδιά τους για το μέλλον, νιώθουν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, διασκεδάζουν τα βράδια, χορεύουν στα «ορθάδικα», βλέπουν με αισιοδοξία τη ζωή που απλώνεται μπροστά τους. Ειδικά η Ιάνθη ονειρεύεται να γίνει δημοσιογράφος, ήδη αρχίζει να δημοσιεύει χρονογραφήματα σε μια εφημερίδα, ενώ συχνά καταφεύγει και στην ποίηση. Όμως όλα αυτά τα όνειρα και τα σχέδια, όλη αυτή η χαρά και η αισιοδοξία της ζωής, μέσα σε μια μόνο στιγμή συντρίβονται και γίνονται κομμάτια. Το σταματημένο ρολόι του οπισθόφυλλου, μια εικόνα που επαναλαμβάνεται στην αρχή κάθε κεφαλαίου, συμβολίζει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το σταμάτημα, το πάγωμα του χρόνου σε μια μόνο στιγμή. Φεύγοντας από μια νυχτερινή διασκέδαση, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο αγαπημένος της, αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα, προσκρούει σ’ ένα πάσσαλο κι όλα τελειώνουν για την Ιάνθη.
Από την παρουσίαση του βιβλίου στη Λευκωσία
Πολύ συχνά, δυστυχώς, ακούμε παρόμοιες ειδήσεις. Λυπούμαστε, ακόμα κι αν πρόκειται για άγνωστά μας πρόσωπα, όταν το αποτέλεσμα τέτοιων δυστυχημάτων είναι ο θάνατος. Κι όταν ακούσουμε ότι κάποιος μόνο  «τραυματίστηκε σοβαρά», αισθανόμαστε σίγουρα μια ανακούφιση. Σκεφτόμαστε άραγε πως αυτό το «τραυματίστηκε σοβαρά» μπορεί κάποτε να είναι χειρότερο και από το θάνατο; Σκεφτόμαστε τι σημαίνει να είσαι ακινητοποιημένος, να εξαρτάσαι απόλυτα από τους άλλους, να μην έχεις ποτέ μια ιδιωτική στιγμή;
Τα πρώτα συναισθήματα, όταν η Ιάνθη συνειδητοποιεί την κατάστασή της είναι θυμός (γιατί να μου συμβεί εμένα αυτό;) άρνηση (όχι, δεν είναι δυνατό να μείνω έτσι, θα γίνω καλά) και απόρριψη του οίκτου. Δεν θέλει να δει κανένα, ούτε τις αχώριστες φίλες της, δεν μπορεί να ανεχτεί το να τη λυπούνται. Όταν μεταφέρεται σε νοσοκομείο της Αγγλίας, την περιμένει ένα άλλο σοκ. Το σοκ από τη δήλωση του Άγγλου γιατρού ότι δεν υπάρχει περίπτωση αλλαγής της  κατάστασής της. Ότι είναι τετραπληγική και θα μείνει για πάντα έτσι. Θα πρέπει, επομένως, να μάθει να ζει με την κατάστασή της. «Ο χώρος γύρω μου έγινε ξαφνικά πολύ μικρός. Η ψύχρα της φωνής του σκόρπισε παγωνιά στους τοίχους, στις πόρτες και εισχωρούσε μέσα μου σαν καταψύκτης, σαν βοριάς που παγώνει. Ένα μουγκρητό πόνου βγήκε απ’ το στέρνο μου και μετά έμεινα λιπόθυμη. Δε θυμάμαι πολλά από τις επόμενες ώρες, από τις επόμενες μέρες. Ήταν σαν να πετούσα σ’ ένα ακαθόριστο σκοτάδι… Είναι τρομακτικό να σκοτώνεις την ελπίδα, να κλειδώνεις τα όνειρα, να διαγράφεις τη ζωή. Ποια ζωή; Δεν υπήρχε ζωή! Ήμουν είκοσι χρόνων και δεν μπορούσα να περπατήσω, δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τα χέρια μου, και το κεφάλι μου ήταν δεμένο με γάντζους  για να μένει όρθιο!»
Όμως, αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας είναι που τη βοήθησε ώστε να μάθει όχι μόνο να ζει αλλά και να ξεπεράσει το πρόβλημά της. Ανεκτίμητη υπήρξε η βοήθεια του γιατρού της, του νοσηλευτικού προσωπικού, των άλλων παραπληγικών που ζούσαν εκεί. Μήνες μένει στο αγγλικό νοσοκομείο. Γυρίζει στην Κύπρο χωρίς να φορά τις γόβες που τόσο αισιόδοξα είχε πάρει μαζί της προσμένοντας το θαύμα. Μήπως όμως δεν είναι θαύμα αυτά που κατάφερε μετά στη ζωή της; Μαθαίνει να χειρίζεται τον υπολογιστή με μια ανεπαίσθητη κίνηση του μικρού δαχτύλου του αριστερού χεριού (τη μόνη κίνηση που μπορεί να κάνει), ξαναπαίρνει τη στήλη της στην εφημερίδα και αφοσιώνεται στον αγώνα για βελτίωση των συνθηκών ζωής των  παραπληγικών, συνθηκών τόσο δυσμενών στον τόπο μας. Κι όλα αυτά ενώ δεν παύει να ανεβαίνει τον προσωπικό της Γολγοθά. Δεν είναι μόνο η ακινησία. Η ακινησία συνεπάγεται πολλά άλλα προβλήματα. Προβλήματα στα νεφρά, πυρετούς, μολύνσεις. Αλλά και ψυχολογικά. Πότε μελαγχολεί, πότε οργίζεται ή γίνεται δύστροπη. Άλλοτε πάλι αναρωτιέται: «Υπάρχει Θεός; Κι αν υπάρχει γιατί δε μ’ άφησε να πεθάνω ή να με άφηνε παραπληγική… θα μπορούσα τουλάχιστον να χρησιμοποιώ τα χέρια μου». Μήπως υπάρχει μια μοίρα που καθορίζει τη ζωή μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε; Αναρωτιέται. Όμως τις στιγμές αυτές δεν αργεί να διαδεχτεί η αισιοδοξία, η αγάπη για τη ζωή, ο αγώνας για τη δική της πρόοδο και το γενικότερο καλό. Κι όταν ο έρωτας θα χτυπήσει την πόρτα της καρδιάς της δυσκολεύεται να το πιστέψει. Κι όμως είναι αλήθεια. Όχι μόνο παντρεύεται, αλλά αποκτά κι ένα παιδί και τη βλέπουμε στο πρώτο κεφάλαιο να ετοιμάζεται για να πάει στην αποφοίτηση του γιου της από το Πανεπιστήμιο. Το θαύμα που οι δικοί της και η ίδια περίμεναν να γίνει δεν έγινε. Μήπως όμως είναι μικρότερο θαύμα ο έρωτας, ο γάμος, η γέννηση του παιδιού της;
Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας μετουσίωσε λογοτεχνικά μια πραγματική ιστορία. Πρότυπό της υπήρξε, όπως ομολογεί στον πρόλογό της, ένα κορίτσι που είχε τη μοίρα της Ιάνθης. Μίλησε για ώρες μαζί της, επισκέφθηκε το κέντρο παραπληγικών, έμαθε πολλά για τη ζωή τους, για τη ψυχολογία τους. Δεν είναι βιογραφία, δεν καταγράφει απλώς τη ζωή της κοπέλας που γνώρισε. Αυτό θα ήταν πιθανόν δημοσιογραφία, όχι όμως λογοτεχνία. Ταυτίστηκε με την ηρωίδα της, μπήκε στη θέση της και απέδωσε με τρόπο λογοτεχνικά άρτιο όλα τα συναισθήματα, τις σκέψεις, την πορεία της ζωής μιας τετραπληγικής που δεν τα έβαλε κάτω, που αγωνίστηκε και βίωσε την ευτυχία. Ρεαλισμός και λυρισμός, εξωτερικές περιγραφές και εσωτερικότητα συνδυάζονται αρμονικά στο βιβλίο. Ένα βιβλίο που θα πρέπει να διαβαστεί όχι μόνο από τους νέους που ασυλλόγιστα διακινδυνεύουν τη ζωή τους, όχι μόνο από όσους η μοίρα καθήλωσε σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι, αλλά από τον καθένα μας. Γιατί μέσα από την τραγική ιστορία αναδύεται μια απέραντη αισιοδοξία, γιατί διαβάζοντάς το συνειδητοποιούμε πως «Η δύναμη του ανθρώπου δεν έχει όρια».
Παρουσίαση του βιβλίου στη Λευκωσία. Βιβλιοπωλείο "Πάργα", 5/11/2014




Παρασκευή, Οκτωβρίου 31, 2014

Κύριε Διοικητά

Romain Slocombe
Κύριε Διοικητά
Πόλις, 2014
Μετ. Έφη Κορομηλά
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος φαίνεται πως θα παραμείνει ακόμα για πολύ πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης. Αμέτρητα βιβλία έχουν γραφτεί, στηριγμένα σε πτυχές αυτού του πολέμου. Κι όμως υπάρχουν ακόμα πλευρές λογοτεχνικά ανεξερεύνητες.
Μια τέτοια πτυχή έρχεται να μας αποκαλύψει ο Γάλλος συγγραφέας Romain Slocombe. Συνηθίσαμε ως τώρα να διαβάζουμε ή να παρακολουθούμε (κινηματογραφικά) έργα που εκθειάζουν τη Γαλλική Αντίσταση. Τη σκοτεινή πλευρά του δωσιλογισμού και της ταύτισης με το ναζιστικό καθεστώς δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει σε τόση έκταση και τόσο αποκαλυπτική ερμηνεία όσο στο βιβλίο του Slocombe.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα αποτελείται από μια επιστολή, εξού και ο τίτλος "Κύριε Διοικητά". Την επιστολή απευθύνει ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Πωλ-Ζαν Υσσόν, το Σεπτέμβριο του 1942 στον Γερμανό Διοικητή της Νομαρχίας, στην οποία υπάγεται η μικρή πόλη Αντινύ, στην οποία ζει ο Υσσόν. Ο επιστολογράφος είναι συγγραφέας, διανοούμενος, Ακαδημαϊκός, ήρωας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υποστηρικτής και θαυμαστής του Πεταίν, φανατικός αντισημίτης, που με άρθρα και δημοσιεύματα καταφέρεται εναντίον των Εβραίων. Τα κίνητρά του είναι καθαρά ιδεολογικά. Πιστεύοντας ότι "οι Εβραίοι αποτελούν σε κάθε χώρα εθνικό και κοινωνικό κίνδυνο", τάσσεται υπέρ της "καθαρότητας" της Γαλλίας. Μπορούμε να υποθέσουμε ποιο θα είναι το τραγικό δίλημμα στο οποίο θα βρεθεί, όταν διαπιστώνει ότι η ωραία γυναίκα του γιου του, η Γερμανίδα ηθοποιός  Ίλσε, ξανθή και γαλανομάτα, είναι Εβραία! Και ακόμα χειρότερα, όταν την ερωτεύεται! Ταυτόχρονα με τα τρομερά διλήμματα και τα οικογενειακά δράματα που αντιμετωπίζει (θάνατος της κόρης και της γυναίκας του, φυγή του γιου του για να ενταχθεί στην Αντίσταση), μέσα από τη μακροσκελή επιστολή (ουσιαστικά ολόκληρο το βιβλίο) παρακολουθούμε την κατάληψη της Γαλλίας, την Κατοχή, τη δράση παρακρατικών ομάδων που συντάσσονται με το ναζιστικό καθεστώς, που απειλούν, εκβιάζουν και υποβάλλουν αγωνιστές σε φρικτά βασανιστήρια.
Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, του οποίου το τέλος, στο οποίο τότε μόνο μαθαίνουμε τι ζητά ο Υσσόν από τον Κύριο Διοικητή, εκπλήττει τον αναγνώστη.
Μειονέκτημα και κάπως κουραστικό βρήκα το πλήθος των αναφορών σε πρόσωπα και γεγονότα όχι και τόσο γνωστά, εξού και οι πολλές σημειώσεις, των οποίων η παράθεση στο τέλος και όχι στο κάτω μέρος των σελίδων δυσχεραίνει τον αναγνώστη.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2014

Αρκετά ως εδώ



Λάιονελ Σράιβερ
Αρκετά ως εδώ (So Much for That)
Μεταίχμιο 2012
Μετ. Γωγώ Αρβανίτη
Μετά το συγκλονιστικό "Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν", αναζήτησα άλλα βιβλία της ίδιας συγγραφέως. Το μόνο που βρήκα ήταν το "Αρκετά ως εδώ". Όχι τόσο δυνατό έργο όσο ο "Κέβιν", αλλά εξίσου ογκώδες (607 σελίδες) και εξίσου ενδιαφέρον.
Πρόκειται για μια εικονογραφία της σύγχρονης Αμερικής, μιας πλευράς της τουλάχιστον, που αφορά τον τρόπο ζωής, τις δυσκολίες, τα οικονομικά προβλήματα, την κρατική καταδυνάστευση με τις απίστευτες φορολογίες και προπάντων το απάνθρωπο σύστημα υγείας, όπως όλα αυτά τα βιώνει ένα ζευγάρι, ο Σεπ Νάκερ και η σύζυγός του Γκλίνις και όχι μόνο αυτοί  βέβαια. Είναι ένας λόγος καταγγελτικός που αφήνει να ξεχύνεται ένας θυμός, διανθισμένος εντούτοις με χιούμορ, μαύρο χιούμορ. Είναι μια προσπάθεια αντίδρασης στην καταπίεση του σύγχρονου πολιτισμού και μια διακήρυξη για ανάγκη επιστροφής σε απλούστερους τρόπους ζωής.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Σεπ Νάκερ, που είχε μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς στήσει μια επιχείρηση για μαστορέματα κάθε είδους, ονειρεύεται πάντα τη Μετέπειτα Ζωή, δηλ. να μπορέσει κάποτε να φύγει για έναν άλλο τόπο, ένα τόπο που το κόστος ζωής θα ήταν ελάχιστο και να ζήσει εκεί όλη την υπόλοιπη ζωή του. Με τη γυναίκα του είχαν κάμει πολλά αναγνωριστικά ταξίδια και είχαν καταλήξει ότι ο ιδανικός τόπος γι' αυτό που ονειρεύονταν ήταν ένα μικρό νησί, η Πέμπα, στα ανοιχτά της Τανζανίας. 
Όταν ο Σεπ πουλάει την επιχείρησή του για ένα εκατομμύριο δολάρια, νιώθει έτοιμος για τη φυγή. Το βράδυ όμως που ανακοινώνει στη Γκλίνις την οριστική απόφασή του, την ίδια ώρα εκείνη τον πληροφορεί ότι μια επίσκεψη στο γιατρό έδειξε ότι πάσχει από ένα σπάνιο και ανίατο είδος καρκίνου, το μεσοθηλίωμα. Τα πάντα πλέον ανατρέπονται. Για ένα χρόνο παρακολουθούμε τη σταδιακή επιδείνωση της Γκλίνις, τις χημειοθεραπείες με όλες τις παρενέργειές τους και ταυτόχρονα την οικονομική αφαίμαξη του Σεπ, γιατί η ασφάλεια πληρώνει μέρος μόνο της ιατρικής περίθαλψης.
Τα δυο κεντρικά πρόσωπα του έργου πλαισιώνονται από πλήθος άλλα, που συμβάλλουν στο να φωτιστούν πολλές άλλες πλευρές του σύγχρονου τρόπου ζωής. Είναι τα δυο παιδιά του ζεύγους, είναι η αδελφή του που κι αυτή εξαρτάται οικονομικά από τον Σεπ, ο ηλικιωμένος πατέρας του, για την παραμονή του οποίου σε ίδρυμα επίσης πληρώνει ο Σεπ, οι αδελφές και η μητέρα της Γκλίνις και προπάντων ένα άλλο ζευγάρι, αχώριστοι φίλοι του Σεπ και της Γκλίνις, ο Τζάκσον και η Κάρολ. Κι αυτοί ανεβαίνουν το δικό τους Γολγοθά, με ένα κορίτσι που πάσχει από μια σπάνια ασθένεια του νευρικού συστήματος, την οικογενή δυσαυτονομία (το έψαξα αλλά πάλι δεν κατάλαβα τι ακριβώς είναι).
Μέσα από τους χαρακτήρες και τις ζωές όλων αυτών των προσώπων προβάλλει μια ζοφερή, σκληρή εικόνα της Σύγχρονης Αμερικής, κάθε άλλο παρά πραγματοποίηση του Αμερικανικού ονείρου. Προβάλλουν όμως και ζητήματα και προβληματισμοί που αφορούν κάθε άνθρωπο, όπου κι αν ζει: Πώς αντιμετωπίζει το περιβάλλον κάποιον με ανίατη ασθένεια; Πώς αντιμετωπίζεται ο θάνατος από τον ίδιο τον άρρωστο; Είναι σωστό να ξέρει και ο ίδιος πόσος καιρός του μένει; Τι ρόλο παίζει στη ζωή μας η φιλία, η αγάπη, η υπευθυνότητα; 
Μια ανατροπή στο τέλος δίνει στο μυθιστόρημα μια αισιόδοξη κατάληξη. Στη σκέψη όμως του αναγνώστη επικρατεί μάλλον η ιδέα της ματαιότητας και της απαξίωσης του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ίσως κι ένας προβληματισμός για την ανάγκη αναθεώρησης της ζωής μας. "Τα λίγα χρόνια που είμαστε ικανοί να απολαύσουμε τη ζωή δουλεύουμε σαν σκλάβοι. Και τι μας απομένει; Τα χρόνια που είμαστε γέροι και άρρωστοι. Όταν σταματάμε επιτέλους τη δουλειά, αρρωσταίνουμε. Έχουμε ελεύθερο χρόνο όταν μας είναι βάρος. Όταν μας είναι άχρηστος. όταν ο ελεύθερος χρόνος παύει να είναι ευκαιρία και γίνεται εμπόδιο".

Δευτέρα, Οκτωβρίου 06, 2014

Η καρδερίνα

Ντόνα Ταρττ
Η καρδερίνα (The goldfinch)
Λιβάνης, 2014
Άργησα πολύ να μπω στο ρυθμό γραφής της Ντόνα Ταρττ, να συγχρονιστώ με τον αργό βηματισμό της, σε σημείο που σκεφτόμουν μήπως ήταν υπερβολικές οι ενθουσιώδεις κριτικές και το βραβείο Pulitzer με το οποίο τιμήθηκε. Όταν όμως, επιμένοντας προσαρμόστηκα, το βιβλίο απέκτησε μια ακαταμάχητη γοητεία κι ας μου πήρε κάπου δυο βδομάδες να διεξέλθω τις 989 πυκνογραμμένες σελίδες του.
Δε θα έλεγα πως δεν έχει μειονεκτήματα. Αυτός ο όγκος γραφής θα μπορούσε να είχε περιοριστεί. Υπάρχουν πολλές αναφορές σε παρόμοια περιστατικά, όπως για παράδειγμα η επίδραση των ναρκωτικών που αναφέρεται ξανά και ξανά. Όμως γενικά είναι ένα εντυπωσιακό συγγραφικό επίτευγμα, ενδιαφέρον από πάρα πολλές απόψεις.
Πολλές πτυχές της σύγχρονης Αμερικής είναι αριστοτεχνικά δοσμένες. Η ατμόσφαιρα των πόλεων, ειδικά της Νέας Υόρκης και του Λας Βέγκας, όπου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του έργου, οι δρόμοι τους, οι κάτοικοί τους, οι θεσμοί, οι απατεώνες αλλά και οι ακέραιοι χαρακτήρες, η δύναμη της φιλίας και η αποξένωση, τα ναρκωτικά, η τέχνη και η εμπορία της, η λογοτεχνία, βρίσκουν τη θέση τους στη μακροσκελέστατη αφήγηση του κεντρικού ήρωα, του Θίο Ντέκερ. Ο ήρωας της Ταρττ αποτελεί μια σύγχρονη εκδοχή άλλοτε του Όλιβερ Τουίστ του Ντίκενς, άλλοτε του Χόλντεν Κώλφηλντ του "Φύλακας στη σίκαλη" και άλλοτε του Χάρυ Πότερ, εξού και ο αχώριστος φίλος του, ο δευταραγωνιστής του βιβλίου, ο Μπόρις, σχεδόν πάντα τον αποκαλεί Πότερ.
Το μυθιστόρημα αρχίζει από το τέλος. Ο Θίο βρίσκεται μόνος και άρρωστος σ' ένα ξενοδοχείο στο Άμστερνταμ. Είναι Χριστούγεννα και για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια βλέπει στο όνειρό του τη νεκρή πια μητέρα του. Η σκέψη και η αφήγησή του πάει 14 χρόνια πίσω, όταν, δεκατριάχρονος, είχε πάει μαζί με τη μητέρα του στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης για να δουν μια έκθεση Ολλανδών ζωγράφων. Ανάμεσα στους πίνακες βρισκόταν και ο αγαπημένος πίνακας της μητέρας του, η "Καρδερίνα", έργο του Ολλανδού,  ζωγράφου Φαπρίτσιους, μαθητή του Ρέμπραντ. Ο Φαπρίτσιους σκοτώθηκε το 1654 σε μια έκρηξη εργοστασίου πυρίτιδας, από την οποία καταστράφηκαν και όλα τα έργα του, εκτός από τον μικρό αυτό πίνακα, την "Καρδερίνα". "Ήταν μικρός, ο πιο μικρός στην έκθεση, και ίσως ο πιο απλός: ένα κίτρινο πουλάκι σε ένα γυμνό, άχρωμο φόντο, με μια αλυσίδα να το κρατάει δεμένο στην κούρνια του από το σαν κλαράκι αδύνατο ποδαράκι".
Ενώ ο Θίο βρίσκεται στο μουσείο, παρατηρώντας όχι μόνο τους πίνακες αλλά κι ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι που θα γίνει ο  έρωτας της ζωής του, μια έκρηξη από τρομοκρατική ενέργεια καταστρέφει μερικές αίθουσες. Ανάμεσα στα θύματα και η μητέρα του. Εκείνος επιζεί και φεύγοντας, σε μια ενστικτώδη παρόρμηση, παίρνει μαζί του το μικρό πίνακα που θα γίνει το επίκεντρο του μυθιστορήματος.
Πεντάρφανος ο Θίο, με τον πατέρα του να τους έχει εγκαταλέιψει από καιρό, με κάποιους παππούδες να μη δείχνουν καμιά προθυμία να τον αναλάβουν, βρίσκει φιλόξενη στέγη στην πλούσια οικογένεια ενός φίλου και συμμαθητή του. Το δαχτυλίδι που του είχε εμπιστευτεί πριν πεθάνει, στην αίθουσα του Μουσείου ένας ηλικιωμένος, γίνεται αφορμή να γνωρίσει τον πιο ακέραιο ίσως τύπο του βιβλίου, τον Τζέιμς Χόμπαρτ. Είναι ένας έμπορος επίπλων, κατ' ακρίβεια αναπαλαιωτής επίπλων, αντικέρ,  με αφοσίωση στην τέχνη, ένας ευπατρίδης θα 'λεγε κανείς, που θα γίνει ο αγαπημένος προστάτης του Θίο, ο μέντοράς του και θα τον μυήσει σε πολλά μυστικά της τέχνης.
Στο μεταξύ όμως άλλες περιπέτειες περιμένουν τον Θίο. Ο πατέρας του που μετά τη φυγή του έμενε με τη φιλενάδα του στο Λας Βέγκας, ζώντας από το τζόγο και μικροαπάτες, έρχεται και τον παίρνει μαζί του. Με τον πίνακα της καρδερίνας πάντα σαν φυλαχτό, χωρίς ποτέ να έχει πει τίποτα σε κανένα, ο μικρός Θίο θα ζήσει για καιρό στο Λας Βέγκας. Εκεί θα γνωρίσει το συμμαθητή του Μπόρις, που θα γίνει ο αχώριστος σύντροφός του. Ο Μπόρις, με καταγωγή από την Ανατολική Ευρώπη, ορφανός κι αυτός από μητέρα, έχει ζήσει με τον πατέρα του σε πολλές χώρες του κόσμου. Μιλάει Ρωσικά, Ουκρανικά, Πολωνικά, είναι ένας τύπος μικρού μποέμ που εισάγει τον Θίο στον κόσμο του αλκοόλ, των ναρκωτικών και της μικροαπατεωνιάς. Το σχολείο δεν τους ενδιαφέρει, ζώντας ουσιαστικά και οι δυο χωρίς οικογενειακή επίβλεψη, κλέβουν, καπνίζουν, χωρίς στόχο και σκοπό στη ζωή τους.
Όταν ο πατέρας του Θίο σκοτώνεται σε τροχαίο, τίποτα πια δεν τον κρατάει εκεί. Με τα ελάχιστα υπάρχοντά του, ανάμεσα στα οποία πάντα κρυμμένη η "Καρδερίνα", ένα σκυλί και το βιβλίο του Σαιντ Εξιπερί "Άνεμος, άμμος και αστέρια" (στα ελληνικά "Γη των ανθρώπων"), διασχίζει με λεωφορείο την  Αμερική και καταφεύγει στη Ν. Υόρκη, στον Χόμπαρτ. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, με την ανάμνηση της μητέρας του και τον ανεκπλήρωτο έρωτά του να τον συνοδεύουν, ο μικρός, καλά κρυμμένος πίνακας θα βρεθεί και πάλι στο επίκεντρο της ζωής του Θίο με απρόβλεπτες εξελίξεις. Τότε θα βρεθεί στο Άμστερνταμ και το τέλος συνδέεται με την αρχή.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι τόσο πλούσιο σε θέματα που το αργό διάβασμα καθίσταται αναγκαίο. Ο αναγνώστης ξαναθυμάται έργα τέχνης, μουσικά ακούσματα, κινηματογραφικά έργα και προπάντων λογοτεχνία. Ντοστογιέφσκι, Πόε, Προυστ, Εξιπερί κ.ά. αναφέρονται όχι απλώς ως ονόματα αλλά κάποτε και με σχολιασμό απόψεών τους. Οι περιγραφές του πώς αισθάνεται ο χρήστης ναρκωτικών ή η κατάσταση του στερητικού συνδρόμου, όταν κάποιος αποφασίσει να απεξαρτηθεί, είναι τόσο πειστικές, ώστε δημιουργούν την υποψία της προσωπικής εμπειρίας.
Εν τέλει, μια σύγχρονη εκδοχή των ογκωδών μυθιστορημάτων του 19ου αι. που αξίζει τον κόπο που θα του αφιερώσει ο αναγνώστης.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2014

Εκτός νόρμας

Στέφανος Παντελίδης
Εκτός νόρμας
bookworm publication, 2014

Με την ποίηση ελάχιστα ασχολήθηκα σ' αυτό εδώ το blog, αφού έχω μόνο 5 ποιητικές αναφορές σε σύνολο 474 αναρτήσεων. Όχι γιατί δεν μου αρέσει ή γιατί δεν διαβάζω ποίηση, αλλά γιατί άλλο η ανάγνωση και άλλο η παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής. Η ποίηση νιώθεται, δεν εκλογικεύεται ("δεν υπάρχει "άρα" στην ποίηση", για να θυμηθούμε  τον Ελύτη). Όταν εκλογικεύσεις (πράγμα που δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε όταν διδάσκουμε), κάτι απ' την αδιόρατη κι άπιαστη μαγεία της χάνεται. Ο φόβος λοιπόν μήπως προδώσω την ποίηση είναι που με συγκρατεί ώστε να την απολαμβάνω χωρίς να μιλώ πολύ γι' αυτήν, ο φόβος μήπως δεν μπορέσω να μεταδώσω αυτά που ένιωσα. 
Κι όμως πάλι κάποιοι στίχοι μου αναμοχλεύουν τέτοιες σκέψεις και συναισθήματα που πιεστικά γυρεύουν διέξοδο έκφρασης. Αυτό μου συνέβη με μια πρόσφατη ποιητική συλλογή. Τίτλος της, "Εκτός νόρμας", πρώτη ποητική συλλογή του Στέφανου Παντελίδη. Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση σ' αυτή την ολιγοσέλιδη συλλογή είναι μια ορμητικότητα, μια βίαιη λεκτική έκρηξη. Μου φάνηκε πως έμοιαζε με τον ατμό που ξεπηδάει ορμητικός σαν ξεσκεπάζουμε μια κατσαρόλα όπου για ώρα έβραζε νερό. Σαν να κουβαλούσε καιρό μέσα του σκέψεις και συναισθήματα και τώρα απότομα τα αφήνει να ξεπηδήσουν. Δεν ξέρω τι μου δημιούργησε αυτή την εντύπωση. Ίσως είναι το ολιγόστιχο των ποιημάτων, όπου το συναίσθημα γνωρίζει μια άκρα συμπύκνωση (πολλά ποιήματα αποτελούνται από ένα ή δύο ή τρεις το πολύ στίχους), ίσως είναι η διαμαρτυρία που έντονα ξεχύνεται ακόμη και προς το Θεό ή η ειρωνεία, κάποτε και ο αυτοσαρκασμός. Κάποια ποιήματα σε κάνουν να χαμογελάσεις, άλλοτε να δακρύσεις κι άλλοτε να ταυτιστείς με τη φωνή διαμαρτυρίας του ποιητή.
Ο Στέφανος μοιάζει οργισμένος, Η οργή της διαμαρτυρίας του απευθύνεται συχνά και στο Θεό. "Πού ήσουν;" ρωτάει το Θεό για δυο αδερφάκια που πέθαναν κλεισμένα στο ασανσέρ. Κι αλλού πάλι διαμαρτύρεται γιατί "Εκείνος έφυγε νύχτα, ενώ άφησε τ' άλλα παιδιά να σφαγούν απ' τον κτηνώδη βασιλιά", θυμίζοντάς μας τη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη. Κι όμως δεν δηλώνει άθεος. Γιατί, αν δεν πίστευε, "δεν θα Του απηύθυνε το λόγο, δεν θα Του ζητούσε εξηγήσεις", δικαιολογείται ειρωνικά και παραπονεμένα.
Με τρυφερότητα και αγάπη γράφει ειδικά για τα παιδιά. Άλλωστε αφιερώνει τη συλλογή "Στο γιο μου Γιώργο, που η ιδιαιτερότητά του μου ανοίγει ορίζοντες".
Καταφανείς οι επιδράσεις που δέχτηκε ο Στέφανος, με κυρίαρχες την ποίηση του Μόντη και του Καβάφη. Όχι μόνο γιατί ονομαστικά τους αναφέρει σε αντίστοιχα ποιήματα, αλλά και για άλλους λόγους. Η φιλοσοφική διάθεση, η ειρωνεία, ο χωρίς ψιμμύθια λόγος που διακρίνει τους δυο ποιητές είναι χαρακτηριαστικά και του "Εκτός νόρμας". Παρόμοια με την τεχνική του Μόντη είναι και οι παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα. Π.χ. "Τα μάτια", "Τα μάτια[2]", "Τα μάτια [3]" κ.λπ..
Εξαιρετικό το ποίημα "Για το έτος Καβάφη 2013". Ποίημα συνθεμένο, θα 'λεγε κανείς, από στίχους του ίδιου του Αλεξανδρινού, που ο Στέφανος απευθύνει στον εαυτό του και στον καθένα μας.

Αφήστε τον τον Αλεξανδρινό,
στις σκοτεινές τις κάμαρές του,
πίσω απ' τα κλειστά παράθυρα,
πίσω απ' των κεριών το χαμηλό το φως.

Αφήστε τον, πολύ σπανίως,
να κατεβαίνει τα σκαλιά,
και στα κρυφά να δοκιμάζει,
τα δυνατά κρασιά της ηδονής.

Βρείτε το δικό σας δρόμο, τον Ιωνικόν,
φτιάξε τα σπασμένα τα αγάλματά των.
Βγείτε στο δικό σας πηγαιμό.
σταθείτε στις δικές σας Θερμοπύλες.
Δείτε πόσο γρήγορα σας σβήνουν τα κεριά.
Κι όσο μπορείτε προσπαθείστε,
έτοιμοι να είστε,
σαν έρθει κι η σειρά σας να ακούσετε από τα μακριά,
το μουσικό το θίασο να περνά.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 12, 2014

Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν

Λάϊονελ Σράιβερ
Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν
Μεταίχμιο, 2012
Μετ. Γωγώ Αρβανίτη
(Lionel Shriver, We need to talk about Kevin, 2003)
Σ' όλη την ως τώρα αναγνωστική μου πορεία, λίγα υπήρξαν τα βιβλία, όσο ενδιαφέροντα κι αν ήταν, που μ' έκαναν να ξενυχτήσω ως το πρωί. Τελευταίο, το "Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν". Προσπαθώ να αναλύσω τους λόγους. Το κεντρικό θέμα, το ότι δηλαδή ένας δεκαπεντάχρονος έφηβος σκότωσε επτά συμμαθητές του, μια καθηγήτρια κι έναν υπάλληλο της σχολικής καντίνας, αφενός το έχουμε ξανασυναντήσει (π.χ. "Δάσκαλος και μαθητής") αφετέρου το ξέρουμε τόσο από το οπισθόφυλλο του βιβλίου όσο και από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Τι ήταν λοιπόν αυτό  που με έκανε άπληστα να προχωρώ και να μη θέλω να διακόψω την ανάγνωση των 579 σελίδων;
Δεν είναι ασφαλώς μόνο η δικαιολογημένη περιέργεια να μάθω το "γιατί". Είναι το όλο ύφος της συγγραφέως, είναι αυτά τα μικρά, ασήμαντα υπονοούμενα που σου ρίχνει σαν δόλωμα, είναι ο εξομολογητικός τόνος που κάνει τη γραφή να μοιάζει με μια εκμυστήρευση φίλης που δεν θέλεις να διακόψεις, είναι σκηνές και γεγονότα κοινής εμπειρίας και ασφαλώς και το μεγάλο "γιατί". Πώς μπορεί ένα παιδί ενός ευκατάστατου, ερωτευμένου ζευγαριού, που ζει σ' ένα άνετο, μεγάλο σπίτι, που δεν βιώνει καμιά στέρηση στη ζωή του, να φτάνει στο σημείο να γίνει δολοφόνος;
Η μορφή του μυθιστορήματος είναι επιστολική. Αρχίζοντας από το Νοέμβριο του 2000, δυο χρόνια μετά το μακελιό, η Ίβα Κατσατουριάν, αφηγήτρια και μητέρα του Κέβιν, απευθύνει εκτενείς επιστολές στον απόντα σύζυγό της Φράνκλιν, εν γνώσει της ότι δεν πρόκειται να τις διαβάσει ποτέ. Είναι η προσπάθειά της να καταλάβει η ίδια πώς και γιατί συνέβη κάνοντας μια αναδρομή στην κοινή τους ζωή, στον έρωτά τους, στη συνειδητή απόφαση να αποκτήσουν παιδί. Είναι η καταβύθιση στο δικό της ψυχικό κόσμο, η λεπτομερής εξιστόρηση της ζωής πριν και μετά τη γέννηση του Κέβιν, ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται και στις επισκέψεις της στη φυλακή, όπου ήδη βρίσκεται ο γιος της. Προσπαθεί να καταλάβει αν ο Κέβιν γεννήθηκε ως φορέας του κακού ή αν η ίδια έφταιξε σε κάτι. Με άλλα λόγια να βρει απάντηση στο ερώτημα, ο εγκληματίας γεννιέται ή γίνεται; Ερώτημα διαχρονικό και αναπάντητο.
Ο Κέβιν από τη γέννησή του φανέρωσε μια ιδιαιτερότητα. Αρνήθηκε να θηλάσει, δεν έμαθε να χρησιμοποιεί την τουαλέτα και φορούσε πάνες ως τα έξι του χρόνια, άργησε πολύ να μιλήσει, ενώ κατανοούσε τα πάντα και άλλες ενέργειές του φανέρωναν μια ιδιαίτερη ευφυΐα. Τα άπειρα περιστατικά στα οποία εκδήλωνε μια ανεξήγητη κακία, το ότι π.χ. καμιά μπέιμπι σίτερ δεν μπορούσε να τον ανεχτεί, το ότι κατέστρεφε με μανία τα πράγματα που τα άλλα παιδάκια αγαπούσαν, το ότι μεγαλώνοντας δεν είχε φίλους, το ότι πολύ συχνά βρέθηκε κοντά σε γεγονότα βίας, χωρίς τίποτα να μπορεί να αποδειχτεί, ο πατέρας τα δικαιολογούσε και φαινόταν να αναπτύσσει ένα ιδιαίτερο δεσμό με το γιο του. Μάταια η Ίβα προσπαθούσε να αποδείξει στον Φράνκλιν αυτή την αποκλίνουσα συμπεριφορά του γιου τους. Ο πανέξυπνος Κέβιν καταλαβαίνει τη διαφορά. Ξέρει πως η μάνα του είναι αυτή που τον καταλαβαίνει, ίσως γι' αυτό κάποια στιγμή της φωνάζει "σε μισώ". Κι εκείνη όμως, ανατρέποντας την εμπεδωμένη πεποίθηση για τη μητρότητα και την απέραντη και ανιδιοτελή μητρική αγάπη, δεν διστάζει να ομολογήσει τα αρνητικά της συναισθήματα για το γιο της, σε αντίθεση με την τρυφερότητα και την προσκόλληση που  δείχνει στη μικρή της κόρη που απέκτησε επτά χρόνια μετά τη γέννηση του Κέβιν.
Το μυθιστόρημα της Σράιβερ πάει πολύ πιο πέρα από την ανατομία των οικογενειακών σχέσεων, προπάντων των σχέσων γονιών-παιδιών. Είναι και μια κριτική της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας με τις αντιθέσεις της, τον πλούτο της, την υποκρισία, την υπεροψία, την έλλειψη ουσιαστικής παιδείας. Το εξομολογητικό ύφος της συγγραφέως πουθενά δεν γίνεται συναισθηματικό, οι σκληρές σκηνές περιγράφονται ρεαλιστικά χωρίς συγκινησιακή φόρτιση, γι' αυτό και συγκλονίζουν περισσότερο τον αναγνώστη, ενώ όχι σπάνια ένα πικρό χιούμορ, ή μάλλον σαρκασμός, παρεμβαίνει στην αφήγηση.
Δεν υπάρχει ίσως προσφυέστερος χαρακτηρισμός για το βιβλίο από τα λόγια της ίδιας της συγγραφέως: "Το βιβλίο θέτει σιωπηρά το ερώτημα: "Στράβωσε ο Κέβιν από την ψυχρότητα της μητέρας του ή γεννήθηκε στραβός;" Ελπίζω το βιβλίο να μη δίνει απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, έτσι όπως δεν απαντώνται στην πραγματική ζωή βασικά ερωτήματα του τύπου "η ανατροφή νικάει τη φύση ή αντίστροφα;". Όπως πολλές υπαρκτές μητέρες που αναγκάζονται να συμβιώσουν με το γεγονός ότι τα παιδιά τους έγιναν δολοφόνοι, ναρκομανείς ή κακοί άνθρωποι, καμιά γυναίκα στη θέση της Ίβα δεν πρόκειται ποτέ να συρθεί ένα πρωί μέχρι το γραμματοκιβώτιο και ν' ανοίξει το φάκελο με την "απάντηση" για το αν οι αδυναμίες του παιδιού της είναι αποκλειστικά δικό της φταίξιμο.
Είναι ο Κέβιν εκ γενετής κακός ή πρέπει να κατηγορηθεί τελικά μόνο η Ίβα -που ομολογεί: "Ήμουν φρικτή μητέρα"- για το πώς εξελίχθηκε ο γιος της; Δεν ξέρω. Εσείς να μου πείτε".

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 06, 2014

Είμαστε ακόμα εδώ

Δημήτρης Γιατρέλλης
Είμαστε ακόμα εδώ
Ωκεανίδα, 2014
Το πιθανότερο είναι πως, αν έβλεπα αυτό το βιβλίο στο βιβλιοπωλείο, μάλλον δεν θα το είχα επιλέξει. Τι θα είχε άραγε να μου πει ένας άγνωστος συγγραφέας, ένα ακόμα όνομα μέσα στη σύγχρονη ελληνική πλημμυρίδα των συγγραφέων ή των "συγγραφέων"; Γι' αυτό ιδιαίτερα ευχαριστώ το Δημήτρη Γιατρέλλη που είχε την καλοσύνη να μου στείλει το βιβλίο του, το οποίο αιχμαλωτίζοντας το ενδιαφέρον μου από τις πρώτες σελίδες, μου χάρισε ώρες αναγνωστικής απόλαυσης.
Αξιόλογο το "Είμαστε ακόμα εδώ" από πολλές απόψεις. Για τα θέματα που θίγει, για τον επιτυχή συνδυασμό του παρόντος με την αναπόληση μιας εποχής περασμένης, αλλά οικείας στους ...κάπως μεγαλύτερους, για τους ολοκληρωμένους χαρακτήρες που στήνει, για την τεχνική που ακολουθεί.
Ο μύθος περιστρέφεται γύρω από τέσσερα βασικά πρόσωπα. Αρχίζει με τον Νίκο Πολίτη, έναν πενηντάχρονο υπάλληλο εταιρείας που κοντά στα επαγγελματικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, προστίθενται τα οικογενειακά και σε λίγο και τα προβλήματα υγείας. Ο δεύτερος χαρακτήρας είναι μια ώριμη, ωραία γυναίκα, η Ελένη Καμπά. Ανύπαντρη, μοναξιασμένη, που είτε από επιθυμία της ανθρώπινης επικοινωνίας είτε αναζητώντας σκοπό στη ζωή της, παρασύρεται σε μια παράνομη οργάνωση. Το τρίτο πρόσωπο είναι ο Βασίλης Σγουρός, αστυνομικός, στέλεχος της Αντιτρομοκρατικής, που κι αυτός κουβαλάει τα δικά του προβλήματα. Και τέλος ο Σωτήρης. Ένας νέος τρομοκράτης, ένας "αντάρτης των πόλεων", που με πάθος υπερασπίζεται τις απόψεις του.
Καθένα από τα κεφάλαια του βιβλίου επικεντρώνεται σε ένα από τα βασικά πρόσωπα. Πολύ σύντομα όμως οι ζωές τους θα διασταυρωθούν και το παρελθόν θα συνδυαστεί με το παρόν. Οι τρεις, ο Πολίτης, ο Σγουρός και η Καμπά υπήρξαν συμμαθητές και μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας με την ωραία Ελένη, διαφιλονικούμενο έπαθλο μεταξύ των δύο νεαρών. Η ζωή και οι συνθήκες τους χώρισαν, για να συναντηθούν τώρα, δεκαετίες μετά, σε διαφορετικούς ρόλους ο καθένας. Ποια θα είναι η εξέλιξη; Τι κατάληξη θα έχει αυτή η απρόσμενη συνάντηση ύστερα από τόσα χρόνια; Είναι οι  άνθρωποι ίδιοι με αυτούς που υπήρξαν κάποτε στα νιάτα τους;
Πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα και η τεχνική του συγγραφέα. Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, η αναφορά όμως στο παρελθόν γίνεται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθενός από τα κύρια πρόσωπα, ξεδιπλώνοντας έτσι σκέψεις και συναισθήματα, αλλά και στιγμές του κοινού τους παρελθόντος.
Έχω την εύλογη υποψία πως ένας από τους λόγους που μου άρεσε τόσο αυτό το βιβλίο, είναι η ταύτιση και η αναπόληση δικών μου βιωμάτων. Αν και... ολίγον παλαιότερη από τους ήρωες του Γιατρέλλη, ξανάζησα μαζί τους τα φοιτητικά πάρτυ, ("τα πιο ωραία λαϊκά σε σπίτια με μωσαϊκά τα είχαμε χορέψει" που τραγουδά και η Πρωτοψάλτη), τα κορίτσια που περίμεναν να τα ζητήσει για χορό κάποιο αγόρι, τα αγόρια μες στη δική τους εφηβική δειλία, τις ιδεολογικές συζητήσεις, τα μουσικά ακούσματα της εποχής. Βρίθουν στο βιβλίο οι μουσικές από Jim Morison ως Μητροπάνο. Άλλωστε ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου είναι παρμένος από το ομώνυμο τραγούδι των αδελφών Κατσιμίχα, στίχους του οποίου ο συγγραφέας προτάσσει του βιβλίου:
Ακόμη κι αν αυτοί που θέλαμε δε γίναμε
ακόμη κι αν αυτοί που ήμασταν δε μείναμε.
Είμαστε ακόμα εδώ, είμαστε ακόμα εδώ,
ψάχνοντας στα  τυφλά καινούριους τρόπους.

Τρίτη, Αυγούστου 26, 2014

'Αρια. Ο κόσμος από την αρχή.

Δημήτρης Στεφανάκης
'Αρια.Ο κόσμος από την αρχή.
Ψυχογιός, 2013
Δεν ξέρω αν έφταιγαν τα σαραντάρια της θερμοκρασίας με τα οποία μας αποχαιρετά ο φετινός Αύγουστος ή η συνήθης καλοκαιρινή ραστώνη ή η σαγήνη της θάλασσας ή το ότι η "Άρια. Ο κόσμος από την αρχή", το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη είναι  ένα μυθιστόρημα "flat", χωρίς ανατροπές, χωρίς απρόοπτα, που συνέβαλαν ώστε το διάβασμά μου να μην προχωρεί, να μην ανυπομονώ για τη συνέχεια, να μη μου διεγείρει το ενδιαφέρον για το παρακάτω. Δεν είναι κακό μυθιστόρημα. Είναι μια αξιοπρεπής  δουλειά που προϋποθέτει έρευνα και μελέτη ιστορικών πηγών. Όμως ο συγγραφέας δεν ανατέμνει, καταγράφει, δεν προβληματίζει, ενημερώνει.
Βρισκόμαστε  ξανά στο κλίμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, πηγή αναρίθμητων λογοτεχνικών έργων. Εδώ έχουμε και μια πτυχή πολιτιστικού πολέμου, θα λέγαμε, ανάμεσα στους συμμάχους (Άγγλους-Έλληνες) και τους Γερμανούς ως προς την οικειοποίηση αρχαιολογικών ευρημάτων. Το έργο αρχίζει το 1939, πριν ακόμη από την κήρυξη του πολέμου. Ο νεαρός διπλωμάτης Στέφανος Μαυροειδής, που είναι και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, στέλλεται από το Λονδίνο, όπου υπηρετεί, στην Ελλάδα, για να βοηθήσει στον εντοπισμό ενός διάσημου αρχαιολόγου, του Λόρδου Λόριμερ, του οποίου  η τύχη αγνοείται. Μ' ένα πάρτυ αρχαιολόγων στη Τζια αρχίζει το έργο και με μια ερωτική σκηνή με τη Μάρθα Γκράχαμ, γραμματέα της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Σύντομα όμως ο Στέφανος θα ερωτευτεί μια άλλη κοπέλα, την πανέμορφη γαλλοαγγλίδα αρχαιολόγο Ρόζμαρι, που υπήρξε ερωμένη του εξαφανισμένου αρχαιολόγου. Οι ερωτικές τους συνευρέσεις πλημμυρίζουν το βιβλίο. Άλλοτε στις Μυκήνες όπου συνεχίζονται οι ανασκαφές, άλλοτε σ' ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι, άλλοτε στο πλοίο που αργότερα θα τους μεταφέρει στην Αίγυπτο, όπου, όταν πια οι Γερμανοί πλησιάζουν στην Αθήνα, ο Στέφανος στέλλεται  για να προετοιμάσει την άφιξη του βασιλιά και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ο πόλεμος συνεχίζεται αλλά οι δυο ερωτευμένοι σαν να ζουν σε άλλο κόσμο. Βεβαίως ο Στέφανος έχει και υπηρεσιακά καθήκοντα αλλά παράλληλα πάει κρουαζιέρα στο Νείλο, παίζει τένις ή πίνει τα ποτά του στη Λέσχη.
Κάποια στιγμή ο Στέφανος και η Ρόζμαρι αναλαμβάνουν μια μυστική αποστολή. Από το Κάϊρο, περνώντας από την Άκαμπα, την Πέτρα της Ιορδανίας, τη Δαμασκό, την Έφεσο, θα φτάσουν κρυφά στην Πελοπόννησο για να προστατεύσουν από τους Γερμανούς τις αρχαιότητες της Άριας, μιας μικρής Μυκηναϊκής πόλης στην Αργολίδα. Όλα αυτά βέβαια τα γεγονότα τοποθετούνται στο κλίμα, την ατμόσφαιρα και τα γεγονότα του  πολέμου. Πλήθος τα ιστορικά πρόσωπα που πλάι στα μυθιστορηματικά δρουν στο έργο, εξίσου ιστορικά και μυθιστορηματικά γεγονότα συνθέτουν το μυθιστόρημα. Η κήρυξη του πολέμου, ο Μεταξάς και ο θάνατός του, η Κατοχή, η αυτοκτονία του Αλέξανδρου Κορυζή, η Αντίσταση, η κυβέρνηση Τσουδερού, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο Γεώργιος Παπανδρέου, τα σπέρματα του Εμφυλίου που ήδη διαφαίνονται και οι προσπάθειες για αποτροπή του, η απελευθέρωση, όλα τα σημαντικά γεγονότα που συνθέτουν την ιστορία των ετών 1939-1944 περνούν μέσα στο μυθιστόρημα.
Για αναγνώστες που δεν έχουν εμπειρία από ανάλογα έργα, η "Άρια" είναι ένα καλό ανάγνωσμα. Για όσους έχουν διαβάσει και αγαπήσει τις "Ακυβέρνητες πολιτείες" του Τσίρκα, αποτελεί μια χλομή αντανάκλαση.
(ebook)

Πέμπτη, Αυγούστου 07, 2014

Νίκη

Χρήστος Χωμενίδης
Νίκη
Πατάκης, 2014
Διερωτήθηκα, καθώς τέλειωνα το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη "Νίκη", χωρίς να το έχω αφήσει από τα χέρια μου από τη στιγμή που το ξεκίνησα, τι ήταν αυτό που έδινε την ιδιαιτερότητα σ' αυτό το βιβλίο που αντλεί το θέμα του από μια συγγραφική δεξαμενή, απ' την οποία δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες βιβλία νεολληνικής λογοτεχνίας έχουν εμπνευστεί και από τα οποία πάμπολλα έχουμε διαβάσει. Οι ιστορικές περιπέτειες της Ελλάδας τον εικοστό αιώνα, Μικρασιατική καταστροφή, δικτατορίες, Β΄ Παγκόσμιος, Κατοχή, Εμφύλιος (για να σταματήσω στους κυριότερους σταθμούς) έχουν δώσει έμπνευση σε πλήθος έργα. Κι όμως έρχεται ο Χωμενίδης μ' ένα καινούριο βιβλίο να ρίξει μια εντελώς ιδιαίτερη ματιά, μ' ένα ύφος που κάνει τη γραφή του ακαταμάχητη. Πιστεύω ότι η ιδιαιτερότητα του βιβλίου έγκειται κυρίως στο ύφος του. Ένα ύφος που ενώ αναφέρεται σε "βαριά" γεγονότα, έχει μια ελαφράδα, μια ζωντάνια, ένα ρυθμό που τρέχει, αναγκάζοντάς σε να τον ακολουθήσεις σ' αυτό το ζωηρό βήμα.
Το δεύτερο στοιχείο που καθιστά αυτό το βιβλίο τόσο ξεχωριστό πιστεύω είνει το ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται (μυθιστορηματική αδεία)  από τη νεκρή πια μητέρα του συγγραφέα. Έτσι τα γεγονότα φαίνονται από μια απόσταση, με την αντικειμενικότητα που χαρίζει ο χρόνος και η ύπαρξη πέρα από τα γήινα. Λέει η ίδια αρχίζοντας την εξιστόρηση της ζωής της: "...τώρα νιώθω πιο ελεύθερη από ποτέ. Ελεύθερη να τριγυρίσω τα εβδομήντα χρόνια της ζωής μου. Να πάω εμπρός και πίσω, να σταθώ σε γεγονότα-σταθμούς, κρίσιμες αποφάσεις που πήρα εγώ ή που έλαβαν άλλοι για μένα, να τα αντικρίσω όλα σφαιρικά και πεντακάθαρα. Να μεγεθύνω επίσης και να εξετάσω τις μικροσκοπικές λεπτομέρειες, να ξεχωρίσω τις πιο αδιόρατες αποχρώσεις, οι οποίες ίσως τελικά και να 'καναν τη διαφορά".
Η αφήγηση αρχίζει με τον παππού της Νίκης (από την πλευρά του πατέρα της), τον Ανέστη Αρμαόυ, από τα Μουδανιά της Μικρασίας. Λίγο πριν την καταστροφή μετακομίζει με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κατεστρραμμένος οικονομικά καταλήγει στην Αθήνα. Ένα από τα έξι παιδιά του είναι ο Αντώνης, πατέρας της Νίκης, χωρίς μόρφωση, αλλά ωραίος, έξυπνος, εργατικός, μελετηρός, εντάσσεται στο κομμουνιστικό κόμμα και σε πολύ νεαρή ηλικία εκλέγεται, πριν τη δικτατορία Μεταξά, βουλευτής του Κ.Κ..Ε. Ο συγγραφέας απλώνει την αφήγησή του καλύπτοντας, πάντα με συνοπτικότητα και γοργό ρυθμό, τις ζωές και των υπολοίπων μελών της οικογένειας, καθώς και της πλευράς της μητέρας της Νίκης, της Άννας. Το 1938 γεννιέται η Νίκη. Βρέφος ακόμα θα βρεθεί στην εξορία με τη μητέρα της, ενώ ο πατέρας της στη φυλακή.
Για μεγάλο διάστημα η Νίκη ζει  με τη γιαγιά Σεβαστή, μητέρα του πατέρα της, μια από τις πιο ωραίες μορφές του βιβλίου. Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος καταγράφονται όχι ως ιστορικά γεγονότα αλλά ως το πλαίσιο της ζωής των ηρώων. Πολυπρόσωπο έργο, θείοι και  θείες,  οι γάμοι τους, οι απώλειες στον πόλεμο, κατατρεγμοί, φυλακίσεις, εξορίες αλλά και δωσιλογισμός περνούν μέσα από την αφήγηση. Μέσα όμως σ' όλο αυτό το πλήθος των προσώπων και των γεγονότων ξεχωρίζει η ωραία μορφή του Αντώνη Αρμάου. Πιστός στην ιδεολογία του ακόμα κι όταν το κόμμα τον διαγράφει (ο συγγραφέας δεν επιμένει στους λόγους  της διαγραφής) θα βρεθεί κάποια στιγμή παγιδευμένος. Προς το τέλος του Εμφυλίου, διαγραμμένος από το κόμμα, κυνηγημένος από τις κρατικές δυνάμεις, μη έχοντας οδό διαφυγής, καταφεύγει με τη γυναίκα και την κόρη του, τη Νίκη, μεταμφιεσμένοι, με αλλαγμένα ονόματα, σε μια αυλή στη Νέα Σμύρνη, όπου ζουν πολλές άλλες οικογένειες. Άλλες ιστορίες προστίθενται στο βιβλίο, που φωτίζουν το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον της εποχής. Θα μείνουν εκεί επτά χρόνια, με τη μικρή Νίκη να διδάσκεται "κατ' οίκον" από τον πατέρα της. Θα βγουν από την κρυψώνα τους το 1955, με τα πρώτα μέτρα επιείκειας για τους κομμουνιστές. Η Νίκη είναι πια μια ωραία, νεαρή γυναίκα. Ο έρωτας δεν αργεί να χτυπήσει την πόρτα της καρδιάς της. Κι εκεί μας την αφήνει ο συγγραφέας, όταν αποφασίζει να ακολουθήσει τον αγαπημένο της.
Είχα καιρό να διαβάσω ένα τόσο ωραίο βιβλίο ελληνικής λογοτεχνίας. Η ατμόσφαιρα της εποχής, δοσμένη με πειστικότητα και ρεαλισμό, οι ολοζώντανοι χαρακτήρες, συμπαθείς ακόμα και όσων οι πράξεις θα έπρεπε να τους καθιστούν αντιπαθητικούς, η αντικειμενικόττηα στις ιδεολογίες, το χιούμορ και η μόλις διαφαινόμενη ειρωνεία που διανθίζουν το βιβλίο είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν ένα καταπληκτικό ανάγνωσμα. Τέτοιο επιτυχημένο συνδυασμό ιστορίας και μυθοπλασίας χωρίς να προδίδεται ούτε η μια ούτε η άλλη, δεν συναντάμε συχνά.
(ebook)

Παρασκευή, Αυγούστου 01, 2014

Αρμενία; Πού είναι αυτή η χώρα;




(Στιγμές του Αρμενικού ταξιδιού)
-Στην Αρμενία; Πού είναι αυτή η χώρα;
Δυο τουλάχιστον φίλες μου έκαναν αυτή την ερώτηση, όταν τους είπα ότι προορισμός του καθιερωμένου καλοκαιρινού ταξιδιού θα ήταν φέτος η Αρμενία.
- Και τι θα πάτε να δείτε στην Αρμενία; Ήταν η απορία άλλων φίλων.
Όλοι όσοι πήραμε μέρος σ’ αυτό το ταξίδι (μια ομάδα 35 ατόμων) είχαμε τις επιφυλάξεις και τις απορίες μας. Πού ακριβώς βρίσκεται αυτή η χώρα; Πόση είναι η έκταση και ο πληθυσμός της; Ποια η φύση και η ιστορία της; Πώς μοιάζει η γλώσσα της; Τι το ενδιαφέρον μπορούσαμε να δούμε;
Το πάρκο Καφετζιάν
Αρμενία. Μια άγνωστη χώρα. Κι ας ζούμε χρόνια τώρα πλάι σε Αρμένιους-Κύπριους, φερμένους, αυτούς ή τους προγόνους τους, ποιος ξέρει από ποια κύματα διωγμών κι εκτοπισμών.
Είχε κάποτε το ελληνικό Έθνος χαρακτηριστεί ως «ανάδελφο». Μα μου φαίνεται πως πιο «ανάδελφο» είναι το Αρμενικό. Πανάρχαιο έθνος, αλλά νεότατο (μόλις το 1991) κράτος. Χώρα χωρίς θάλασσα, τριγυρισμένη από λαούς όχι μόνο αλλόθρησκους αλλά κι εχθρικούς, περιορισμένη στο ένα δέκατο απ’ ό,τι υπήρξε κάποτε, γλώσσα που δεν μοιάζει με καμιά άλλη, θρησκεία χριστιανική κι όμως ιδιότυπη, φύση παράξενη, εκκλησιές και μοναστήρια με το μοναδικό, δικό τους στυλ, κορίτσια πανέμορφα, με λευκή επιδερμίδα, μαύρα μαλλιά και μεγάλα, κατάμαυρα μάτια, μουσική συγκινητικά θλιμμένη. Κι όμως όλ’ αυτά συνθέτουν την μοναδική ομορφιά και μαγεία αυτής της μικρής χώρας.
Άποψη του Γιερεβάν
***
Σύμβολο της Αρμενίας, δεμένο αναπόσπαστα με την ιστορία της, το πανύψηλο, μονίμως χιονισμένο Αραράτ. Όταν, μικροί στο δημοτικό, ακούγαμε απ’ τους δασκάλους την ιστορία του Κατακλυσμού και του Νώε, όταν με χαρά μαθαίναμε πως η Κιβωτός του, διασώζοντας όλα τα ζωικά είδη, προσάραζε στο όρος Αραράτ, ρωτούσαμε: «Και πού είναι αυτό το όρος;» «στην Αρμενία», απαντούσαν οι δάσκαλοι. Το πού ήταν η Αρμενία δεν ξέραμε βέβαια κι ούτε ρωτούσαμε. Ήταν μια μυθική, μακρινή χώρα. Τώρα όμως το Αραράτ δεν είναι πια στην Αρμενία. Δεν μετακινήθηκε το βουνό. Μετακινήθηκαν τα σύνορα της χώρας και το Αραράτ βρίσκεται στην Τουρκία.
Το μοναστήρι Khor Virap (στο βάθος το Αραράτ)
Το Αραράτ, η Κιβωτός, ο Νώε ζωντανεύουν όχι μόνο λόγω του χώρου και της γλαφυρής ξενάγησης. Το περιστέρι που έστειλε ο Νώε για να δει αν αποσύρθηκαν τα νερά είναι ακόμα εδώ! Νεαροί Αρμένιοι μας υποδέχονται, καθώς φτάνουμε στο σημείο απ’ όπου φαίνεται καλύτερα το ιερό βουνό, προσφέροντας άσπρα περιστέρια. Έναντι 2000 ντραμς (3,5 περίπου ευρώ) σου δίνουν ένα περιστέρι προτρέποντάς σε να το αφήσεις να πετάξει κάνοντας μια ευχή που θα πραγματοποιηθεί. Περιττό  να πούμε ότι τα περιστέρια γρήγορα ξανάρχονται στο κλουβί τους και φυσικά ξαναπουλιούνται!
Τα ... περιστέρια του Νώε
Αντικρίζουμε το μυθικό βουνό από μακριά, καθώς υψώνεται πίσω από ένα ιερό προσκύνημα των Αρμενίων, το Khor-Virap, ίσως το ιερότερό τους προσκύνημα, γιατί εδώ, μέσα σε μια τρύπα στη γη, φυλακίστηκε για 13 χρόνια ο Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής.  Γιάτρεψε όμως από μια ασθένεια το βασιλιά, ο οποίος όχι μόνο έγινε Χριστιανός, αλλά το 301 αναγνώρισε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Πολλές φορές στις ξεναγήσεις ακούσαμε με υπερηφάνεια να τονίζεται πως η Αρμενία υπήρξε το πρώτο χριστιανικό κράτος στον κόσμο.
Τον Νώε λες και τον συναντάμε σε κάθε μας βήμα. Τον συναντάμε στα αμπέλια που πλημμυρίζουν την περιοχή αυτή της Αρμενίας (θυμόμαστε ότι κατά την Παλαιά Διαθήκη, όταν βγήκε από την κιβωτό φύτεψε αμπέλια κι απ’ το κρασί τους ήπιε και μέθυσε), τον θυμηθήκαμε στο μουσείο του Echmiatsin, του Πατριαρχείου της Αρμενίας, όπου σώζεται ένα κομμάτι της Κιβωτού, την ιστορία του και πάλι ακούσαμε στην ερμηνεία του ονόματος της πρωτεύουσας: Γιερεβάν ή Ερεβάν. Λέγεται πώς μόλις η Κιβωτός προσάραξε στο Αραράτ κι ο Νώε είδε ξηρά, «Yerevants», φώναξε, δηλ. «εμφανίστηκε». Κι απ’ εδώ το όνομα της πόλης.
Στην Πλατεία Δημοκρατίας
***
Αν η ύπαιθρος και τα χωριά της Αρμενίας απέχουν ακόμα πολύ από την ανάπτυξη, αν οι περισσότεροι δρόμοι είναι στενοί και δύσβατοι, το Γιερεβάν δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από καμιά μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη. Ένα ταξίδι στην Αρμενία αξίζει και μόνο γι’ αυτή την πόλη. Με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους παραμένει μια πόλη πεντακάθαρη (άδικα ψάχνουμε για κάποιο γκράφιτι στους τοίχους), με πλατιές λεωφόρους, καταπράσινες δεντροστοιχίες, όμορφες πλατείες που σφύζουν από κίνηση και ζωή, ειδικά τα βράδια, με δροσερά σιντριβάνια, με λουλουδισμένα πάρκα, με κτήρια στην πλειοψηφία τους κτισμένα με μια ειδική ροζ πέτρα που τους δίνει μια όψη παραμυθένια.
Βράδυ στην Πλατεία Δημοκρατίας με πανσέληνο
Κάθε βράδυ, ντόπιοι και ξένοι ζούμε σε μια ονειρώδη ατμόσφαιρα στην τεράστια, κεντρική πλατεία, την Πλατεία Δημοκρατίας. Τριγύρω πανέμορφα κτήρια, ξενοδοχεία, μουσεία, Υπουργεία, με το φωτισμό να αυξάνει την ομορφιά και τη γοητεία τους. Πολύχρωμοι πίδακες, νερά που χορεύουν στους ρυθμούς μαγευτικής μουσικής, πότε βαλς του Στράους, πότε η γλυκιά φωνή της Εντίθ Πιάφ, άλλοτε το χορωδιακό του Ναμπούκο ή πιο μοντέρνοι ρυθμοί, μας κρατούν καθηλωμένους στη μαγεία της βραδιάς.
Κυριακάτικη  λειτουργία
Παραδοσιακά τραγούδια στο Garni
Η μουσική μας χαρίζει μοναδικές στιγμές απόλαυσης. Γλυκές φωνές  κοριτσιών συνοδεύουν τις πρωινές λειτουργίες, παραδοσιακά τραγούδια από ζωντανές ορχήστρες σκορπούν μια γλυκιά μελαγχολία, μουσική τζαζ αλλά και όπερα προσφέρονται αφειδώλευτα στον επισκέπτη. Και με τι καμάρι μας υποδέχονται σ’ ένα ωραίο, παραδοσιακό εστιατόριο λέγοντας ότι σ’ αυτό γιόρτασε ο (Αρμένιος βέβαια) Σαρλ Αζναβούρ τα ενενηκοστά του γενέθλια!
Η είσοδος του μουσείου χειρογράφων
Όσο για μουσεία, οι φίλοι τους δεν θα βρουν χρόνο να τα επισκεφθούν όλα. Επισκεπτόμαστε τρία μόνο. Το Ιστορικό, όπου η ιστορία της χώρας προβάλλει μέσα από τα αδιάψευστα ιστορικά τεκμήρια, το Μουσείο Τέχνης που διαθέτει μια τεράστια συλλογή έργων Τέχνης και το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα, το Μουσείο Χειρογράφων, το Ματεναταράν. Πουθενά αλλού δεν έχουμε δει μια τόσο μεγάλη συλλογή χειρογράφων. Χιλιάδες χειρόγραφα καλύπτουν κάθε τομέα της γνώσης. Θρησκευτικά βέβαια, αλλά και φιλοσοφικά, λογοτεχνικά, μαθηματικά και άλλα κείμενα μαρτυρούν την αγάπη του ανθρώπου για τη γνώση, αλλά και την αγάπη και την έγνοια των Αρμενίων να διαφυλάξουν μέσα από τους αιώνες όλο αυτό τον κόσμο του γραπτού λόγου. Στην είσοδο του καταπληκτικού αυτού μουσείου δεσπόζει το άγαλμα του ανθρώπου που τον 5ο αι. μ.Χ. επινόησε το αρμενικό  αλφάβητο, του μοναχού Μεσρόπ Μαστότς, όνομα που έχει και μια από τις μεγαλύτερες και ωραιότερες λεωφόρους του Γιερεβάν. Παράξενο αλφάβητο, 38 ψηφία που δεν μοιάζουν με καμιάς άλλης γλώσσας.
Ωραίο χειρόγραφο ευαγγέλιο
***
Δροσερό, αν και ηλιόλουστο πρωινό. Από μακριά αντικρίζουμε ήδη να υψώνεται πάνω στο λόφο η πανύψηλη στήλη στο σημείο όπου το 1968 αναγέρθηκε το μνημείο της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Πεζοί διασχίζουμε το ήρεμο πάρκο, πλάι στις δεντροστοιχίες που κάθε επίσημος ξένος μεγαλώνει με το φύτεμα ενός δέντρου. Μπροστά μας το απέριττο μνημείο. Δώδεκα ψηλές, λίθινες στήλες βαλμένες κυκλικά, γέρνουν ελαφρά προς τα μέσα, σαν να υποκλίνονται στην άσβεστη φλόγα που ανάβει στο κέντρο του μνημείου. Στο πλάι λουλούδια αφημένα από ευλαβικούς επισκέπτες.
Σιωπηλοί μπροστά στην άσβεστη φλόγα
Το μνημείο Γενοκτονίας
Η ήρεμη, απαλή φωνή της νεαρής ξεναγού είναι ο μόνος ήχος που διακόπτει τη στοχαστική σιωπή. Αφηγείται τα πάθη της φυλής της, πάθη που η ίδια ασφαλώς δεν γνώρισε, μα που σίγουρα σημάδεψαν τις γενιές των προγόνων της.  Οι διωγμοί άρχισαν από το τέλος του 19ου αι., μα εντάθηκαν με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η 24η Απριλίου είναι η ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας. Ολόκληρα χωριά αφανίστηκαν, οικογένειες ξεκληρίστηκαν, σφαγές, βιασμοί, διωγμοί σ’ ένα εθνικό ξεκαθάρισμα της Τουρκίας. Μας μιλάει κι ο νους μας ταξιδεύει στις αιματοχυσίες των αιώνων, στα ανάλογα δικά μας πάθη, στην αγριότητα  του ανθρώπου. Μας μιλάει για μια μάχη στην οποία ο αδύναμος Αρμενικός στρατός αντιμετώπισε με γενναιότητα, αν και ήξερε ότι θα ηττηθεί (πού είσαι Λεωνίδα!) τους Τούρκους. Πριν από τη μάχη πήγαν οι αρχηγοί να ζητήσουν την ευλογία του Πατριάρχη τους. Εκείνος δεν μπορούσε να τη δώσει. Μικρή παύση. Απορημένοι περιμένουμε τη συνέχεια. «Δεν μπορούσε να τους ευλογήσει. Στο ένα χέρι κρατούσε το Ευαγγέλιο και στο άλλο το όπλο. Πήγαινε κι αυτός να πολεμήσει».
Άθελα τα μάτια βουρκώνουν. Σιωπηλοί οδεύουμε προς την έξοδο.
***
Στο ναό της αγίας Hripsime
Γεμάτη η Αρμενία από εκκλησίες και μοναστήρια, δεμένα με θρύλους και παραδόσεις, τα πιο πολλά ερειπωμένα, καθώς είχε απαγορευτεί η λειτουργία τους κατά τη Σοβιετική περίοδο. Έχουμε δει τόσα πολλά που χρειάζεται προσπάθεια (κι οι φωτογραφίες ασφαλώς) για να τα επαναφέρουμε στη μνήμη.
Ακόμα ένα πανέμορφο μοναστήρι
Μια αγία που ιδιαίτερα τιμάται είναι η Αγία Xripsime, που μαρτύρησε γύρω στο 300 μ.Χ. μαζί με 35 άλλες νέες για να μην αρνηθούν την πίστη τους. Στον κομψό ναό της ακούμε με άκρα αγαλλίαση μια ωραία γυναικεία χορωδία σε μια πρωινή λειτουργία.
Στο λαξευμένο σε βράχους μοναστήρι Gueghard, σπηλιά μάλλον, φυλασσόταν τμήμα της λόγχης με την οποία τρύπησαν την πλευρά του Χριστού (τώρα φυλάσσεται στο μουσείο του Πατριαρχείου, του Ejmiatzin). Καθώς γυναικείες γλυκές φωνές συνοδεύουν την κυριακάτικη λειτουργία στη μισοσκότεινη σπηλιά, τριγυρίζει διαρκώς στο νου μου το «εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης»… Έξω μικροπωλητές εκθέτουν τα τοπικά τους προϊόντα: αποξηραμένα φρούτα, μαρμελάδες, είδος σουτζούκου και άλλα.
Η είσοδος στο Πατριαρχείο
Διασχίζουμε ένα άγριο τοπίο, ένα φαράγγι με ψηλούς κατακόρυφους βράχους που έχουν μια ιδιαίτερη, άγρια ομορφιά, για να φτάσουμε σ’ ένα ακόμα μοναστήρι, το Noravank. Πιο πολύ νομίζω άξιζε η διαδρομή παρά το ίδιο το μοναστήρι, απομονωμένο μέσα στην άγρια αυτή ερημιά.
Και βεβαίως δεν μπορούσαμε να παραλείψουμε το Πατριαρχείο, στο Ejmiatjin, πνευματικό κέντρο όλων των Αρμενίων. Απέραντο πάρκο περιβάλλει τον Καθεδρικό ναό, κτισμένο σύμφωνα με την παράδοση στο σημείο που υπέδειξε στον Άγιο Γρηγόριο χτυπώντας με ένα χρυσό σφυρί ο ίδιος ο Χριστός.
Ο ελληνιστικός ναός του Garni
Και μια απρόσμενη έκπληξη. Ξαφνικά μας φαίνεται πως μεταφερθήκαμε από την Αρμενία στην αρχαία Ελλάδα. Ένας θαυμάσιος ελληνιστικός ναός προβάλλει μ’ όλη την απλότητα και την ομορφιά του μέσα σ’ ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, σ’ ένα μικρό χωριό, το Garni, που υπήρξε κάποτε θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Όπου και να ταξιδέψουμε η Ελλάδα παρούσα…
***
Γεύμα σε αγροτόσπιτο

Άποψη της Λίμνης Σεβάν
Και γεύμα σε...σπηλιά

Φαράγγι με άγρια ομορφιά
.
Στο Dilijan
 

Στα ταξίδια είναι πράγματα που τα βρίσκεις ανώτερα από τις προδοκίες σου κι άλλα που σε απογοητεύουν. Περίμενα πως η πολυδιαφημισμένη πόλη
Dilijan, η περίφημη λουτρόπολη της Αρμενίας, η αποκαλούμενη και «Μικρή Ελβετία», θα με γοήτευε πολύ περισσότερο. Δεν ξέρω, ίσως η σύντομη παραμονή μας εκεί να μη μας έδωσε το χρόνο να τη γνωρίσουμε καλύτερα. Όμως ασφαλώς χαρήκαμε τη δροσιά, ψύχρα μάλλον, που έστω και για λίγο μας χάρισε, μετά από τον καύσωνα άλλων περιοχών της Αρμενίας. Χαρήκαμε το ομιχλώδες τοπίο που της έδινε μια όψη παραμυθένια και τα καταπράσινα τριγύρω βουνά.
Αποκλεισμένη από θάλασσα η Αρμενία, έχει για παρηγοριά την τεράστια λίμνη της με τα 70 χμ. μήκος της και σε σπάνιο για τέτοια λίμνη υψόμετρο (1900 μ.). Το γεύμα, ψάρι της λίμνης ασφαλώς, πλάι στην ομορφιά του γαλάζιου ήταν από τις πιο όμορφες στιγμές του Αρμενικού ταξιδιού.
Επίσκεψη στο εργοστάσιο του περίφημου Αρμενικού κονιάκ

Κι ένα μάθημα για το πώς πρέπει να πίνεται το κονιάκ!
***
Καθώς αποχαιρετούμε την Αρμενία, αναλογιζόμενοι τα όσα είδαμε, τα όσα ζήσαμε, τα όσα μάθαμε, προπάντων την ιστορία του πολύπαθου αυτού λαού, οι σκέψεις του Αρμένιου συγγραφέα Γουίλιαμ Σαρογιάν ξανάρχονται στη σκέψη:
«Εμπρός, λοιπόν, καταστρέψτε την Αρμενία! Δοκιμάστε να το κάνετε. Στείλτε τους στην έρημο. Στερήστε τους το ψωμί και το νερό. Κάψτε τα σπίτια και τις εκκλησίες τους. Τότε θα δείτε αν το χαμόγελό τους ανθίσει ξανά, αν ξανατραγουδήσουν ή αν προσευχηθούν και πάλι. Γιατί αρκεί να συναντηθούν δύο απ’ αυτούς, δεν έχει σημασία σε ποιο μέρος του κόσμου, για να δημιουργήσουν μια νέα Αρμενία»