Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

Έλλη Λαμπέτη-μια ζωή

Σπάνια βρίσκω βιβλίο που να με καθηλώσει, να με απορροφήσει πλήρως σε βαθμό που να εγκαταλείψω τα πάντα, να βυθιστώ με απόλαυση στο διάβασμά του και να μη σηκώσω κεφάλι μέχρι να το τελειώσω. Το παθαίνω (αραιά και πού) κυρίως με αληθινές ιστορίες, προπάντων όταν αφορούν γνωστά πρόσωπα. Ένα τέτοιο βιβλίο υπήρξε από την πρόσφατη εσοδεία η βιογραφία της Έλλης Λαμπέτη του Φρέντυ Γερμανού (Καστανιώτης, επανέκδοση, 2006). Δεν σχολιάζω τη λογοτεχνική γραφή του Φρέντυ, γνωστότατη και οικειότατη σε όλους όσοι διαβάζουν. Μιλάω για τη ζωή ενός ανθρώπου, μιας ηθοποιού που τη λατρέψαμε στις ταινίες της, που κάποιοι τυχεροί ανάμεσά μας πρόλαβαν να τη δουν στη σκηνή.
Ολόκληρη εποχή ζωντανεύει με το χαρακτηριστικό λόγο του Γερμανού, αλλά και με τις δεκάδες μονόχρωμες, καλλιτεχνικές φωτογραφίες και σκίτσα που συνοδεύουν σχεδόν κάθε σελίδα του βιβλίου. Απεικονίσεις όχι μόνο της ίδιας της μεγάλης ηθοποιού, αλλά και πολλών άλλων προσώπων που άγγιξαν τη ζωή της.
Η γέννησή της στο χωριό Βίλλια, η οικογένεια, η θεατρική και κινηματογραφική της πορεία, ο ερωτισμός, οι δεσμοί και οι γάμοι της, το πάθος για το θέατρο, οι θάνατοι στην οικογένεια, η πολύκροτη υπόθεση με τη μικρή Ελίζα και η δίκη, η ανάμιξη του ονόματός της με το "σκάνδαλο της βίλας", η δική της επώδυνη αρρώστια και η πορεία προς το τέλος στα 57 μόλις χρόνια της, και πάνω απ' όλα οι θεατρικοί ρόλοι τους οποίους ερμήνευσε, ζωντανεύουν με τρόπο μοναδικό. Δεν διαβάζουμε πια, συνεπαρμένοι θεατές παρακολουθούμε με κρατημένη την ανάσα την παράσταση μιας ζωής και μιας εποχής. Η "Πεγκ, καρδούλα μου", η "Αντιγόνη" του Ανούιγ, ο "Ματωμένος γάμος", ο "Γυάλινος κόσμος, το "Νυφικό κρεβάτι", η "Δεσποινίς Μαργαρίτα" και τέλος η κωφάλαλη Σάρα των "Παιδιών ενός κατώτερου Θεού", πόσοι και πόσοι ρόλοι, πόσες θεατρικές ηρωίδες! Τανίες αγαπημένες όσες φορές κι αν τις δούμε: Το κορίτσι με τα μαύρα, Το κυριακάτικο ξύπνημα, Η κάλπικη λίρα, το τελευταίο ψέμα...
Μια γλυκόπικρη γεύση μου έμεινε κλείνοντας το βιβλίο. Ξανάζησα ωραίες στιγμές του θεάτρου και του κινημτογράφου, αλλά και τις δραματικές στιγμές μιας πολύπλαγκτης ζωής κι ενός οδυνηρού θανάτου.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Ο Γαλάζιος Δράκοντας


Η Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου, με αρκετά πλούσιο λογοτεχνικό έργο στο ενεργητικό της, μυθιστορήματα εκδομένα από την «ΑΓΚΥΡΑ» (Ο ψίθυρος του δάσους, Το ταξίδι της καρδιάς μας, Το πεπρωμένο μιας ζωής), τη συλλογή διηγημάτων Όλου του κόσμου τα παιδιά από τον Πατάκη και άλλα ακόμα έργα, μας έδωσε πρόσφατα το μυθιστόρημα νεανικής λογοτεχνίας Ο Γαλάζιος Δράκοντας, αυτή τη φορά εκδομένο στην Κύπρο από τις εκδόσεις «Εν τύποις».
Στηριγμένη σε στοιχεία και πληροφορίες που αντλούσε από εφημερίδες της Σρι-Λάνκα και που της μετέφραζε η Σριλανκέζα Μανόρη, αλλά και μέσα από αφηγήσεις της ίδιας κοπέλας, μας έδωσε ένα μυθιστόρημα που όχι μόνο απεικονίζει τη φοβερή θεομηνία που έπληξε τη χώρα αυτή το 2004, το τσουνάμι, αλλά μας μεταφέρει και τον τρόπο ζωής, το χαρακτήρα, τις συνήθειες, γενικά τη φυσιογνωμία αυτού του φτωχού, αλλά αισιόδοξου και αξιοπρεπούς λαού.
Κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος μια οικογένεια: πατέρας, μητέρα, γιαγιά και τρία παιδιά. Η μέρα της φοβερής καταστροφής, 26 Δεκεμβρίου 2004, βρίσκει την οικογένεια χωρισμένη. Ο πατέρας, όπως κάθε μέρα, από νωρίς στο ψάρεμα, η μητέρα σε κάποια άλλη δουλειά, ενώ τα δυο μικρότερα αδέλφια πάνε για να αποχαιρετήσουν κάποιους φίλους τους που ξεκινάνε για μια εκδρομή. Έτσι, η συγγραφέας δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ετοιμάζει το σκηνικό, για να μας περιγράψει μέσα από διάφορες οπτικές την αναπάντεχη, πρωτοφανή τραγωδία της χώρας, την οποία έντεχνα έχει προοικονομήσει. Σκηνές που όλοι είδαμε ξανά και ξανά να προβάλλονται στην τηλεόραση, παίρνουν με τη λογοτεχνική τους αποτύπωση τη μονιμότητα και τη διαχρονικότητα του γραπτού λόγου: Παιδιά που ενώ έπαιζαν ξέγνοιαστα στην ακρογιαλιά, τώρα τρέχουν έντρομα να σωθούν. Παιγνιδιάρικα κύματα μετατρέπονται στον γαλάζιο δράκοντα που ξεβράζει στην ακτή τα πάντα και απειλεί να καταπιεί τα πάντα. Τρόμος, αγωνία, αλλά και θάρρος, ψυχραιμία, αλτρουισμός, αλληλοβοήθεια χαρακτηρίζουν τα παιδιά-ήρωες της Γιόλας. Κάποια θα χαθούν, τα περισσότερα θα επιζήσουν και μαζί με τις οικογένειές τους θα προσπαθήσουν να ξαναφτιάξουν από την αρχή τη ζωή τους.
Διάσπαρτες στο βιβλίο βρίσκουμε πολλές πληροφορίες για τη χώρα. Για τα επαγγέλματα, τις ασχολίες των παιδιών, τα έθιμα, τη θρησκεία. Χριστιανοί και βουδιστές συμβιώνουν ειρηνικά, πάνε στα ίδια σχολεία, πλήττονται εξίσου από τη συμφορά και κοινός γίνεται ο αγώνας για την επιβίωση. Έμμεσα το βιβλίο δίνει στα παιδιά το καλύτερο μάθημα ανεξιθρησκίας, ανοχής του διαφορετικού και πανανθρώπινης αγάπης.
Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται ως « Σύγχρονη νεανική λογοτεχνία». Πιστεύω ότι ο ηλικιακός διαχωρισμός «παιδική» ή «νεανική» λογοτεχνία είναι κάπως συμβατικός. Ένα καλογραμμένο βιβλίο δεν γνωρίζει ηλικιακούς χαρακτηρισμούς, άνετα μπορεί να διαβαστεί από όποιον αγαπά το διάβασμα και τη λογοτεχνία. Και τέτοιο είναι το βιβλίο «Ο γαλάζιος δράκοντας».

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Μια συλλογή διηγημάτων από την Κύπρο

Κώστα Λυμπουρή, «Προσωρινά κλειστό», διηγήματα, εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 2006

Παρόλο ότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται από ένα αγχώδη, βιαστικό ρυθμό ζωής,
προσιδιάζοντα σ’ ένα εξίσου βιαστικό και με προτίμηση στα σύντομα κείμενα αναγνωστικό ρυθμό, εντούτοις η συνοπτικότητα του διηγήματος, σε αντίθεση με το απαιτητικό, πολύωρο, συνεχές διάβασμα του μυθιστορήματος δεν ασκεί, όπως θα περίμενε κανείς, ιδιαίτερη έλξη στο αναγνωστικό κοινό. Κι όμως, ένα ωραίο διήγημα δεν παύει πέρα από γοητευτικό και απολαυστικό, να είναι και χρηστικά πρακτικό, καθώς μπορεί να διαβάζεται μέσα σε λίγο χρόνο. Μια συλλογή διηγημάτων μπορεί να διαβάζεται διακεκομμένα, όποτε έχουμε καιρό. Αν και, μια αξιόλογη συλλογή, όπως αυτή του Κώστα Λυμπουρή, σε παρασύρει να τη διαβάσεις χωρίς διακοπή, σαν να διάβαζες ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα.
Δεκαέξι διηγήματα την αποτελούν. Αντλημένα όλα από την πρόσφατη, επώδυνη ιστορία του τόπου μας, γέννημα μιας βαθιάς και γνήσιας αγάπης για τον τόπο, για την παράδοση, για τους ανθρώπους αυτής της γης, έκφραση ευαισθησίας και πίστης στην ειρηνική συμβίωση, φαίνεται (παρόλο ότι είναι η πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του γνωστού από άλλες εργασίες του συγγραφέα), να κυοφορούνταν και να ωρίμαζαν καιρό πολύ μέσα του, πριν βγουν στο φως.
Οι ήρωές του, ατόφιο γέννημα της κυπριακής γης, διακρίνονται για την άκρα αθωότητά τους, που συχνά τους καθιστά «σαλούς», διακατεχόμενους από την ιερή τρέλα. Θύματα των περιπετειών της ζωής, παράξενοι κι απροσάρμοστοι, κυκλοφορούν πράοι και άκακοι ανάμεσά μας. Ο Μάριος, με σαλεμένο το μυαλό από τραυματικές εμπειρίες της εισβολής του 1974, φτιάχνει ροδόσταγμα και με τις «μερρέχες» του ραντίζει όποιον συναντά. Ο Αντρίκκος αγωνίζεται όλη νύχτα να στυλώσει τους «αόρατους», τα πολύκλαδα, χαμηλά κυπαρίσσια που σχημάτιζαν αψίδα στο δρόμο προς τον Απόστολο Ανδρέα, για να μην περάσουν από κάτω θριαμβευτές οι Τούρκοι. Ο γερο-Ηλίας, που κουβεντιάζει με τον αγνοούμενο γιο του σαν να είναι ακόμα ζωντανός, καίει την έκθεση των επιστημόνων που πιθανόν να επιβεβαίωνε το θάνατο του γιου του. Τρεις μάνες κάνουν οι ίδιες εκταφή λειψάνων, για να ευαισθητοποιήσουν τους αρμοδίους. Πολλοί άλλοι τύποι, ένας παράξενος δάσκαλος, που σαν μπήκαν οι Τούρκοι αγωνίστηκε μόνος να σώσει το Καράβι της Κερύνειας και ζει τώρα με τις αναμνήσεις της ομορφιάς της πόλης, ο χορευτής του πηλού, η τρελο-Άρτεμη, ο γερο-Χριστόδουλος με το γαϊδούρι του, όλοι χαρακτήρες ολοζώντανοι, περιδιαβάζουν στη σκέψη μας ώρες και μέρες αφότου κλείσουμε το βιβλίο.
Ιδιαίτερα αξίζει να σχολιαστεί η τεχνική των διηγημάτων του Λυμπουρή. Διατηρούν την κλασική φόρμα του διηγήματος, πολύ συχνά όμως χρησιμοποιείται το flash-back, η αναδρομή στο παρελθόν, είτε ως τριτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα είτε ως ενδόμυχες σκέψεις του ήρωα. Ιδιαιτερότητα διακρίνει και τους επιλόγους, πολλούς από τους οποίους χαρακτηρίζει το εξωλογικό στοιχείο. Για παράδειγμα, από τον τάφο της «αρχόντισσας» ακούγονται τα βράδια μικρασιάτικα τραγούδια. Εκεί που θάφτηκαν τα κόκαλα του αγνοούμενου αθλητή, οι τριανταφυλλιές παίρνουν ένα υπερφυσικό ύψος. Η μαύρη μαντίλα της μάνας λύνεται ξαφνικά και ανεξήγητα την ώρα που πεθαίνει ο γιος της.
Από τα διηγήματα δεν λείπει ούτε η λεπτή ειρωνεία. Στο διήγημα «Το φεστιβάλ» σατιρίζεται η προσποιητή, επιφανειακή, τεχνητή συντήρηση της παράδοσης, καθώς και η υποκρισία και ο καιροσκοπισμός των πολιτικών, σε αντιδιαστολή με τη γνησιότητα που ενσαρκώνει ο γερο-Χριστόδουλος. Η ειρωνεία, μαζί με τη διακωμώδηση του παραλογισμού των πολέμων, των στρατών και του διαχωρισμού των ανθρώπων, συνδυασμένα με τον έρωτα, την ευαισθησία, την αγνότητα των νέων, δίνεται σ’ ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής, το «Στην πράσινη γραμμή». Εξίσου ψηλά στην προτίμησή μου στέκεται και το διήγημα «Οι φοινικιές». Μέσα σε λίγες σελίδες απεικονίζεται μια χαρακτηριστική γειτονιά της Λευκωσίας, αναβιώνουν παιδικές μνήμες, αναπολείται μια άλλη, ειρηνική ζωή, παρεμβαίνει το φυλετικό μίσος, αλλά επιλογικά και συμβολικά σμίγουν « η ψαλμωδία από τη διπλανή εκκλησιά και η φωνή του χότζα από τον απέναντι μιναρέ».

Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006

Ο μωβ μαέστρος

Τη Σοφία Νικολαΐδου την ήξερα μόνο από τη θαυμάσια διαδικτυακή πύλη που διατηρεί μαζί με την Τερέζα Γιακουμάτου (www.netschoolbook.gr)καθώς και το ομότιτλο (Διαδίκτυο και διδασκαλία) βιβλίο (Κέδρος,2001). Όμως λογοτεχνικά πρώτη φορά τη συναντώ τώρα, στον "Μωβ μαέστρο". Και δεν μου άρεσε. Δεν ξέρω γιατί το έγραψε. Τι ήθελε να δείξει; Τον κόσμο της νύχτας στη Θεσσαλονίκη; Ένα κόσμο που λίγο πολύ είναι ίδιος παντού. Τις χαλασμένες οικογενειακές σχέσεις; Καμιά πρωτοτυπία. Την άφιξη μεταναστών στην Ελλάδα; Πάλι κοινότοπο θέμα. Ένας ιδιοκτήτης δυο νυχτερινών κέντρων πεθαίνει. Tα δυο κέντρα τα αφήνει κληρονομιά στην κόρη του, που ούτε στα τελευταία του δεν πήγε να τον δει. Τον λόγο της μεταξύ τους έχθρας δεν κατάλαβα, ίσως να αφαιρούμουν πότε-πότε καθώς διάβαζα. Η μάνα είχε πεθάνει πριν, βυθισμένη στην κατάθλιψη. Η κόρη, η Λίζα, τριαντατετράχρονη μαθηματικός, αποφασίζει να κρατήσει τα μαγαζιά, με τη βοήθεια ενός παλιού φίλου του πατέρα, του δικηγόρου Σουγλέ, ενός Ρώσου που τους προμήθευε ουίσκι και όπλα, και του μπάρμαν, του επιλεγόμενου Μωβ, επειδή κάποτε από το πολύ όπιο που είχε πιει μια φορά, τα έβλεπε όλα μωβ. Δυο άλλες γυναικείες μορφές, η Μπίλλυ, κάτι σαν οικονόμος του σπιτιού και η Ταμάρα, οικιακή βοηθός και πρώην γυναίκα του Ρώσου, συμπληρώνουν τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας. Α, ναι και ο Ψυ, ο ψυχίατρος τον οποίο η Λίζα συναντά δυο φορές τη βδομάδα για δύο χρόνια. Η Λίζα ερωτεύεται τον Μωβ, κάνει όμως ένα γρήγορο σεξ με τον Ρώσο! Και η ιστορία τελειώνει αισιόδοξα, με τη Λίζα στο Παρίσι. Αν έχει κάποια αξία το βιβλίο της Νικολαΐδου, αυτό πιστεύω είναι η γλώσσα και το ύφος. Γλώσσα (ιδίως στους διαλόγους)-αποτύπωμα του σύγχρονου ιδιόλεκτου του κόσμου τον οποίο περιγράφει, φράση σύντομη, κοφτή, λαχανιαστή, κι ίσως ήταν αυτό που μ' έκανε να φτάσω το βιβλίο ως το τέλος.