Πέμπτη, Δεκεμβρίου 31, 2015

Το φαράγγι

Ιωάννα Καρυστιάνη
Το φαράγγι
Καστανιώτης, 2015
 Μια μελαγχολία αποστάζουν όσα βιβλία της Καρυστιάνη έχω διαβάσει. "Η Μικρά Αγγλία", το "Κουστούμι στο χώμα" (το καλύτερό της για μένα) και τώρα "Το φαράγγι". Μια θλίψη, μια μελαγχολία, καθόλου ταιριαστή (σήμερα που το τελείωσα)  με την τελευταία μέρα του χρόνου και την αναμονή της έλευσης του καινούριου. Ή μήπως το αντίθετο; Ταιριαστή με τη θλίψη που νιώθουμε όσοι βλέπουμε τον χρόνο μας να λιγοστεύει ολοένα και πιο γρήγορα; Δεν έχει σημασία. "Το φαράγγι" είναι ένα υψηλό λογοτεχνικό επίτευγμα.
Σε παρασύρει εν πρώτοις το ύφος. Τι είναι, αλήθεια, το ύφος; Ένας γενικός και αόριστος ορισμός είναι, "ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο καθένας εκφράζεται", ή, κατά έναν άλλον ορισμό, "το ύφος είναι ο άνθρωπος". Ποια είναι όμως τα συστατικά του, τι συνθέτει ένα συγκεκριμένο ύφος, δεν είναι καθόλου εύκολο να οριστεί. Όπως και να 'χει, το ύφος της Καρυστιάνη με ελκύει. Κατ' αρχάς έχει μια αοριστία. Μιλάει για πρόσωπα και πράγματα θεωρώντας τα γνωστά και οικεία στον αναγνώστη, ο οποίος πρέπει να προχωρήσει παρακάτω για να διαλευκάνει στοιχεία που του φάνηκαν στην αρχή δυσνόητα. Για παράδειγμα: Το μυθιστόρημα ανοίγει με τον Αργύρη, για τον οποίο δεν ξέρουμε ακόμα τίποτα, να μπαίνει στην εκκλησία του Άι-Νικόλα, να δείχνει στον άγιο μια φωτογραφία και να ρωτάει οργισμένος: "Εσύ δεν έχεις τύψεις;" Σχεδόν ξεχνάμε αυτή τη σκηνή, ώσπου να φτάσουμε  στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όπου σ' ένα καταπληκτικό κρεσέντο θα μας αποκαλυφθεί αυτό που υπήρξε για πάντα το βάσανο και η τύψη του Αργύρη. Μια σκηνή τρομερή, διερωτώμαι πώς άντεξε να την περιγράψει η συγγραφέας, όταν καθώς τη διάβαζα, μονολογούσα δυνατά:" Όχι, όχι, δεν αντέχω".
Παρασύρθηκα όμως από τη φοβερή σκηνή και δεν άγγιξα ακόμα το θέμα του βιβλίου. Ο Αργύρης είναι ο μικρότερος από εφτά αδέλφια, τους Λιόδηδες. Ο μεγαλύτερος είναι ο Βαρδής που καλεί τα υπόλοιπα έξι αδέλφια του, τον Γεράσιμο, την Ευδοκία, την Ινώ, τον Ελισαίο, τη Θεώνη και τον Αργύρη να εκπληρώσουν ένα τάμα που είχαν κάνει στην κηδεία του πατέρα τους. Να συναντηθούν μια μέρα, χωρίς συζύγους, παιδιά κι εγγόνια και να διασχίσουν πεζοπορώντας ένα από τα πολλά φαράγγια της Κρήτης, σ' έναν απολογισμό ζωής. Η μέρα αυτή είναι η Κυριακή, 11 Μαΐου 2014. "Και οι εφτά είχαν βγει από την ίδια κοιλιά, είχαν βυζάξει το ίδιο γάλα, είχαν μοιραστεί εξίσου τη σούπα και τις ευχές της μάνας τους, κι όμως φεύγοντας από την πατρική εστία είχαν αλλάξει πόδι στο βηματισμό του βίου, οι δρόμοι τους ανόμοιοι και απομακρυσμένοι, Πάντα έτσι γίνεται μεγαλώνοντας, όμως παραμεγαλώνοντας, νά που γεννιέται η επιθυμία επικύρωσης της ζωής που έφυγε και η ανάγκη εγκαρτέρησης για τη ζωή που απομένει".
Η πεζοπορία αρχίζει. Μέσα από τους σύντομους διαλόγους, πιο πολύ μέσα από τις σκέψεις καθενός και την τριτοπρόσωπη αφήγηση της συγγραφέως μας αποκαλύπτονται οι ζωές των επτά, αποκαλύπτοντας και στους ίδιους μυστικά ως τώρα κρυμμένα, αλλά και κάποια που δεν θα βγουν ποτέ στο φως.  Τα επτά αδέλφια  εκπροσωπούν επτά διαφορετικές καταστάσεις ζωής. Είναι ο μεγάλος, ο πρωτότοκος, που έχει και το πρόσταγμα, λάτρης της Κρήτης και γνώστης των φαραγγιών "...που ένα προς ένα τα ευγνωμονούσε, καθώς βαδίζοντας κάποιες φορές ολομόναχος στα έγκατά τους μάθαινε πώς μπορούσε να ορίζει το κορμί και τις σκέψεις του". Είναι άλλος που τον έπληξε η κρίση, που έκλεισε την επιχείρησή του και δουλεύει ταξιτζής στην Αθήνα. Είναι ο τρίτος που αγωνίζεται να προσαρμοστεί και να γίνει δεχτός για την ιδιαιτερότητά του, είναι ο βασανισμένος πρώην ναυτικός και χρόνια τώρα απομονωμένος κλειδαράς στην Αλεξανδρούπολη. Και οι κόρες. Μια ζωγράφος ανύπαντρη στην Καστοριά, μια χήρα, μια ζωντοχήρα.
Μέσα από το μυθιστόρημα της Καρυστιάνη, καθώς οι εφτά διασχίζουν το φαράγγι, περνάνε "τα πάθια και οι καημοί" του Ανθρώπου, περνάει η Κρήτη με τη φύση και τους ανθρώπους της, περνάει κι η σύγχρονη Ελλάδα με τα προβλήματά της.
Χαλάλι η μελαγχολία που μου μετέδωσε το βιβλίο. Την ισοφάρισε η λογοτεχνική απόλαυση.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2015

Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα

Κρίστοφερ Ίσεργουντ
Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα
Μεταίχμιο 2013 (ψηφιακή έκδ. 2015)
Μετ. Ιωάννα Ηλιάδη
(ebook)
Οι αναρτήσεις των ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ  και Ray's Stories  μου είχαν δημιουργήσει περισσότερες αναγνωστικές προσδοκίες απ' αυτές που τελικά μου χάρισε το μυθιστόρημα του Κρίστοφερ Ίσεργουντ (1904-1986), "Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα". Βεβαίως, δεν μέμφομαι τους δύο συν-bloggers. Εγώ μάλλον φταίω που δεν βρήκα το μυθιστόρημα όπως το είχα φανταστεί. Με τράβηξαν σ΄ αυτό όχι μόνο οι πιο πάνω αναρτήσεις, αλλά και η αναφορά σε τρένα που πάντα με γοητεύουν τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή, καθώς και ο χωροχρόνος του έργου: Η Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η Γερμανία η κατεστραμμένη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οποία βρήκαν εύφορο έδαφος να αναπτυχθούν τόσο το κομμουνιστικό κόμμα (αν και υπό διωγμόν) και προπάντων το ναζιστικό κίνημα και ο Χίτλερ. Όλα αυτά πολύ με ενδιαφέρουν. Όμως  ο τρόπος που δίνονται στο μυθιστόρημα, σαν στιγμές μόνο στις προσωπικές ζωές των ηρώων, είναι αυτό που με άφησε ανικανοποίητη.
Το έργο αρχίζει με τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή, τον Ουίλλιαμ Μπράντσο που ταξιδεύει με το τρένο για το Βερολίνο όπου θα διδάξει Αγγλικά, να γνωρίζεται με έναν κάπως ιδιότυπο συνταξιδιώτη, τον κύριο Άρθουρ Νόρις. Εξαρχής ο Νόρις δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται, αλλά δεν έχουμε άλλα στοιχεία. Η τυπική γνωριμία του τρένου θα συνεχισεί στο Βερολίνο και θα καταλήξει σε στενή φιλία.
Ένας μυστήριος γραμματέας του Νόρις, δουλειές για τις οποίες δεν δίνει πολλές εξηγήσεις, μια καθημερινή εξεζητημένη περιποίηση του εαυτού του, ζωή με διασκεδάσεις σε ύποπτα νυχτερινά κέντρα, συνθέτουν μια προσωπικότητα σκοτεινή και κάπως ακαθόριστη, της οποίας ο ρόλος θα φανεί στο τέλος. Απλός, ειλικρινής και ανυποψίαστος ο Γουίλλιαμ. Και στο φόντο το Βερολίνο, αντιπροσωπευτικό της όλης κατάστασης στη Γερμανία. "Το Βερολίνο ήταν σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου. Η έκρηξη μίσους ερχόταν ξαφνικά, από το πουθενά. Στις γωνιές του δρόμου, στα εστιατόρια, στους κινηματογράφους, στις αίθουσες χορού, στα λουτρά. Τα μεσάνυχτα, μετά το πρωινό, στα μισά του απογεύματος. Μαχαίρια τραβιόνταν, χτυπήματα δίνονταν με ακιδωτά δαχτυλίδια. με μπιροπότηρα, με πόδια από καρέκλες, με μολυβένια ματσούκια".
Ο Νόρις μιλά σε μια σσυγκέντρωση κομμουνιστών και η αστυνομία τον καλεί για ανάκριση. Δεν του προσάπτεται κατηγορία, αλλά αρχίζει να παρακολουθείται. Εμφανίζονται οι Ναζί και η αποδοχή τους είναι σχεδόν καθολική. "Ένστολοι ναζί σουλατσάριζαν πέρα δώθε, με σοβαρά, ασάλευτα πρόσωπα, θαρρείς κι εκτελούσαν κάποια βαριά αποστολή. Οι αναγνώστες των εφημερίδων δίπλα στα καφέ γύριζαν το κεφάλι τους να τους δουν να περνάνε και χαμογελούσαν, δείχνοντας ευχαριστημένοι. 
Χαμογελούσαν επιδοκιμαστικά σε τούτους τους νεαρούς με τις μεγάλες, αλαζονικές μπότες που θα ποδοπατούσαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ήταν ευχαριστημένοι επειδή σύντομα θα ήταν καλοκαίρι, επειδή ο Χίτλερ είχε υποσχεθεί να προστατεύσει τους μικρεμπόρους, επειδή οι εφημερίδες τους τους έλεγαν ότι έρχονταν καλύτερες μέρες". 
Αν ο συγγραφέας έδινε περισσότερες εικόνες της τότε Γερμανίας, στην οποία είχε ζήσει κάποια χρόνια της δεκαετίας του '30 και δεν έδινε τόση έμφαση στην ατομική περίπτωση του κυρίου Νόρις, πιστεύω θα είχε γράψει ένα πολύ πιο ενδιαφέρον μυθιστόρημα.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 14, 2015

Γράμμα στον Κωστή

Ξένια Καλογεροπούλου
Γράμμα στον Κωστή
Πατάκης, 2015
(ebook)
Πόσες φορές, όσοι έχουμε χάσει ένα πολύ κοντινό, αγαπημένο πρόσωπο, σκεφτήκαμε: "Θα ήθελα να του έχω πει αυτό, μα δεν πρόλαβα, λογάριαζα να κάνουμε το άλλο, αλλά ο χαμός του δεν μας άφησε". 'Η, πάλι συχνά, ξεχνώντας την οριστική απουσία, μονολογούμε: "Όταν θα γυρίσω σπίτι θα του πω..." και σε λίγο η συνειδητοποίηση της παντοτινής απουσίας μας επαναφέρει στη θλιβερή πραγματικότητα.
Κάτι τέτοιο πρέπει να αισθάνθηκε και η Ξένια Καλογεροπούλου λίγο μετά τον θάνατο του επί τριανταεπτά χρόνια συζύγου της, του Κωστή Σκαλιόρα. Έτσι αποφάσισε, έστω και ξέροντας ότι εκείνος δεν μπορεί πια να επικοινωνήσει μαζί της, να του γράψει ένα εκτενές γράμμα, για να του πει όσα δεν πρόλαβε, να του θυμίσει πράγματα, να του μιλήσει για το παρελθόν και το παρόν της. Το γράμμα εξελίσσεται αυθόρμητα και συνειρμικά. Από το τέλος στην αρχή και από κει πάλι στις αναμνήσεις, όπως έρχονται βιαστικά και την πλημμυρίζουν.
Το "Γράμμα στον Κωστή" είναι πολλά πράγματα μαζί. Είναι αυτοβιογραφία της συγγραφέως, αλλά αναπόφευκτα είναι και μια αναφορά στην ιστορία του θεάτρου στην Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η Ξένια θυμάται. Και γράφει όπως θυμάται. Τα παιδικά της χρόνια (γεννημένη το 1936), την Κατοχή, τον χωρισμό των γονιών της, τις σπουδές της στην Αγγλία, θυμάται ρόλους που ερμήνευσε, τις δύσκολες αλλά και τις ευτυχισμένες περιόδους της ζωής της. Μέσα από τις αναμνήσεις προβάλλει όχι μόνο η ίδια, αλλά και η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας του Κωστή. Ο Κωστής Σκαλιόρας, διανοούμενος δημοσιογράφος, μεταφραστής και κινηματογραφικός κριτικός, λειτουργεί σαν ο αντίποδας της Ξένιας. Χαμηλών τόνων, σοβαρός και λογικοκρατούμενος, έρχεται με τον έρωτά του να συμπληρώσει την αυθόρμητη, ευαίσθητη, συναισθηματική Ξένια. Τα σπίτια στα οποία έζησε, η οικογένειά της, οι φίλοι της, βρίσκουν τη θέση τους στη μακρά αφήγηση. Ξανά και ξανά επανέρχεται στον αγαπημένο  χώρο, στο σπίτι της στις Μηλιές του Πηλίου, όπου έζησε πάμπολλες ευτυχισμένες ώρες. Ο πρώτος της σύζυγος, ο επίσης ηθοποιός Γιάννης Φέρτης, βρίσκει κι αυτός τη θέση του στην εκτενή αναφορά, χωρίς θυμό ή πίκρα, μάλλον με μια νοσταλγική αναπόληση, αν και εκείνος την είχε εγκαταλείψει.
Ανάμεσα στην καταγραφή και εξιστόρηση γεγονότων αναφύονται σκέψεις και συναισθήματα. "Σκεφτόμουν ότι εσύ είσαι εκεί που δεν είσαι, αλλά και ότι εγώ έχω μπροστά μου πολύ λιγότερα χρόνια να ζήσω απ' όσα πέρασα μαζί σου. Κι αυτό με παρηγορεί λιγάκι. Μου φαίνεται λιγότερο τρομερό τα χρόνια που θα ζήσω χωρίς εσένα να μην είναι πια τόσο πολλά. Άσε που τώρα που γερνάω τα χρόνια περνούν πολύ πιο γρήγορα".

Καλοκαίρια στα νησιά, θεατρικές περιοδείες, θέατρο και κινηματογράφος της εποχής, ζωντανεύουν μια Ελλάδα που οι νεότεροι δεν μπορούν να ξέρουν, μα που σε μας τους μεγαλύτερους γεννούν νοσταλγικές αναμνήσεις.
Ξεχειλίζει ο πόνος όταν περιγράφει τις αποτυχημένες προσπάθειες να γίνει μητέρα, αλλά ισοφαρίζεται από τη χαρά της δικής της δημιουργίας, του θεάτρου για παιδιά. Φίλοι και συνεργάτες τη συνοδεύουν σ' αυτές τις αναμνήσεις. Η στενή της φίλη Μαρίνα Καραγάτση, η κουμπάρα της Άλκη Ζέη, η Αμαλία Φλέμινγκ, ο Παύλος Ζάννας, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Νίκος Καββαδίας, ο Ροζέ Μιλλιέξ, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Θωμάς Μοσχόπουλος είναι ελάχιστα μόνο από τα ονόματα που συνάντησε στο διάβα της. Τα διαβάσματά της, οι γραφές και οι μεταφράσεις της και πάνω απ' όλα το θέατρο. Έργα, παραστάσεις, αποτυχίες κι απογοητεύσεις, χρέη, αλλά και επιτυχίες και ενίοτε οικονομική άνεση.
Δεν κρίνω τη λογοτεχνικότητα του κειμένου, που  ούτε σ' αυτό υστερεί. Όμως, πιστεύω, είναι μια κατάθεση ψυχής που οι νεότεροι ηθοποιοί αλλά και όσοι ενδιαφέρονται για το νεοελληνικό θέατρο θα ΄ξιζε να διαβάσουν.
 

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2015

Άθος, ο δασονόμος

Μαρία Στεφανοπούλου
Άθος, ο δασονόμος
Το ροδακιό, 2014
Στις 13-12-43 διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα ναζιστικά εγκλήματα στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ελλάδα. Όλος ο ανδρικός πληθυσμός της πόλης των Καλαβρύτων, όλοι οι άνδρες από 14 ετών και άνω (περίπου 500) εκτελέστηκαν ως αντίποινα για τη θανάτωση 77 Γερμανών από τους  αντάρτες. Η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες και καταστράφηκε ολοσχερώς.
Αυτό το ιστορικό γεγονός αποτελεί τον πυρήνα του μυθιστορήματος της Μαρίας Στεφανοπούλου. Παρά τον ιστορικό πυρήνα, δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, ούτε νομίζω μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο συγκεκριμένο είδος. Είναι ένα μυθιστόρημα που χωρίς να έχει αυστηρή ενότητα (αρκεί να πούμε πως ορισμένα κεφάλαιά του θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανεξάρτητα διηγήματα), χωρίς να δημιουργεί στον αναγνώστη την περιέργεια για να θέλει να δει "τι θα γίνει παρακάτω", ασκεί μια ακαταμάχητη γοητεία. Πατά πάνω  σε γεγονότα για να αναχθεί σε σκέψεις, σε εξύμνηση της αγαθότητας και της ενότητας της φύσης, σε αντίθεση με την κακία και τις χωριστικές τάσεις του ανθρώπου. "Ο κόσμος της φύσης είναι ένας. Η καταστρφή τον ανανεώνει, δεν τον κόβει στα δύο. Ακόμα κι αν βαθιές χαράδρες, άβυσσοι και φαράγγια χωρίζουν τον ένα τόπο από τον άλλο. Οι άνθρωποι διχάζονται, όχι τα βουνά. Τα βουνά μένουν στέρεα, πιστά, ακέραια, όσες νάρκες κι αν εκραγούν στις πλαγιές τους, όσες βόμβες κι αν τρυπήσουν τα εδάφη τους. Τα βουνά! Ναι! αυτά είναι που αγαπούν τον ουρανό. Και του μοιάζουν." (σ.156).
Ο Άθος, καταγόμενος από την Ευρυτανία, πριν από τον πόλεμο σπούδασε δασονομία στη Βυτίνα και διορίστηκε δασονόμος στην περιοχή των Καλαβρύτων. Εκεί γνωρίζει και παντρεύεται τη Μαριάνθη και αποκτούν δυο παιδιά, τον Γιάννο και τη Μαργαρίτα. Στη σφαγή των Καλαβρύτων υπήρξε ένας από τους δεκατρείς επιζήσαντες, ενώ ο γιος του που, αν και μικρός, τον είχε ακολουθήσει, εκτελείται. Με χαμένη τη μνήμη του ο Άθος αποσύρεται στη μοναξιά του δάσους, σε μια καλύβα, από όπου δεν φεύγει κι όταν ακόμα ανακτά τη μνήμη του. Αφοσιώνεται στη φύση και στο να παρέχει βοήθεια σ' όποιον τη χρειάζεται είτε ανήκει στους αντάρτες είτε στον κυβερνητικό στρατό. Εκεί θα έρθει,  θα είναι μαζί του και θα βοηθά κατά τον Εμφύλιο και ο Γερμανός γιατρός Κουρτ, διασωθείς κι αυτός από την εκτέλεση των 80 περίπου Γερμανών. Η μορφή του Άθου κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το μη πραγματικό. Είναι ένας επιζήσας που κινείται στη ζωή και στον θάνατο. "Ποιος ήταν λοιπόν ο Άθος; Ένας άνθρωπος μόνος: ούτε ένοχος ούτε ήρωας. Ο τρίτος άνθρωπος. Εκείνος που αρνήθηκε τη θέση του θύματος. Ίσως ήταν εκείνος που ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον να  προστατεύει τον κορμό του ξενιστή από τα ανεπιθύμητα αναρριχητικά φυτά". (σ. 110)
Η οπτική από την οποία αντικρίζονται τα γεγονότα προέρχεται κυρίως από τα γυνακεία πρόσωπα του έργου. Μαριάνθη, Μαργαρίτα, η κόρη της, Λευκή η εγγονή, Ιοκάστη η δισεγγονή. Μα και πολλά άλλα πρόσωπα κάνουν την εμφάνισή τους στο πολυφωνικό αυτό μυθιστόρημα. Τον Άθο  τον παρακολουθούμε μέσα από "Τα κατάλοιπα της Λευκής", όπως επιγράφεται το πρώτο κεφάλαιο, τον παρακολουθούμε και από το τελευταίο, "Από τα τετράδια της Ιοκάστης". 
Πολύ συχνά επανέρχεται στο βιβλίο η διάκριση ανάμεσα στη θυσία και το έγκλημα. Η συγγραφέας, σύμφωνα και με δική της ομολογία (σε εκπομπή του Amagi radio στις 16/5/15) τονίζει πως στα Καλάβρυτα διαπράχθηκε ένα έγκλημα, όχι θυσία. "Η θυσία σε κρατάει παθητικό, ισχυριζόταν [η Λευκή] με θυμωμένο στόμα, "φέρνει ενοχές, σε κρατά υπόλογο στο ανεκπλήρωτο χρέος, στο ανεξιλέωτο πένθος, στερώντας σου τη ζωή. Αλλά το πραγματικό έγκλημα, το χωρίς νόημα κακό που πράττει ο άνθρωπος εις βάρος άλλου ανθρώπου τρέφει την επαγρύπνηση και τη μέριμνα για δικαιοσύνη και ανανέωση της ζωής." (σ. 64).
 Μαζί με τον Άθο ζει και ο αναγνώστης αφενός τα δεινά που προκαλεί ο άνθρωπος και αφετέρου τη σοφία του δάσους και της φύσης, που είναι ό,τι κυρίως προέχει μέσα σ' αυτό το πρωτότυπο μυθιστόρημα, που ο συνδυασμός ιστορικότητας, ποιητικότητας, αποφθεγματικού λόγου και φιλοσοφικότητας δημιουργεί ένα ανεπανάληπτα γοητευτικό αποτέλεσμα.