Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2015

Μια χαρά

Χρίστος Κυθρεώτης
Μια χαρά (διηγήματα)
Πατάκης, 2014
Ο τίτλος, "Μια χαρά", ηχεί κάπως ειρωνικός, αν σκεφτούμε, καθώς τελειώνουμε την ανάγνωση των έξι διηγημάτων της συλλογής, πως τίποτα δεν ήταν μια χαρά. Έξι πρόσωπα στα ισάριθμα διηγήματα ιχνηλατούν στιγμές της ζωής τους, αυτοαναλύονται, μετανιώνουν ή παίρνουν αποφάσεις, καθώς στέκονται σε καίρια σημεία της βιοτικής τους διαδρομής. Αναλογίζονται, προβληματίζονται μπροστά σε διλήμματα, ανατέμνουν τον ψυχικό τους κόσμο, διυλίζουν τις σκέψεις τους και εντέλει καταλήγουν σε επιλογές που άλλοτε τους ικανοποιούν κι άλλοτε τους αφήνουν και πάλι μετέωρους.
Τους έξι μονολόγους εκφέρουν τέσσερις άνδρες και δύο γυναίκες. Στο πρώτο διήγημα με τίτλο "Σκόνη από κιμωλία", ο αφηγητής είναι ένας νεαρός χούλιγκαν που απευθυνόμενος σ' ένα (όχι παρόντα στο διήγημα) δημοσιογράφο και εξιστορώντας συμπλοκές μεταξύ ποδοσφαιρόφιλων οπαδών, επικεντρώνεται στην περίπτωση ενός "κολλητού' του, ενός Αλβανού που δεν ήθελε να είναι Αλβανός και που άδικα χάνει τη ζωή του.
Στο δεύτερο διήγημα, "Το ραντεβού", επίκεντρο γίνεται το αίσθημα μειονεξίας ενός νεαρού φοιτητή λόγω της εμφάνισής του κι ο έρωτάς του για μια πανέμορφη συμφοιτήτριά του.
Στο τρίτο, "Μια χαρά", μια νεαρή σπουδάστρια, κόρη χωρισμένων γονιών, καταγράφει τη ψυχολογική της κατάσταση μια παραμονή Πρωτοχρονιάς
Στο τέταρτο, "Σημάδι στο μπράτσο", μια τραγική και κάπως θριλερική ιστορία, ένας νεαρός παρίσταται στην εκταφή της σορού της γιαγιάς του, που δεν έχει όμως λιώσει, ενώ πλάι στο μακάβριο υπάρχουν οι τρυφερές αναπολήσεις από τη ζωή του με τη γιαγιά.
Στην πέμπτη ιστορία, "Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί", γινόμαστε κοινωνοί των διλημμάτων ενός επιτυχημένου επαγγελματικά άντρα, που τον περιμένει κι ένας καλός γάμος. Όμως, πόσο επιφανειακά είναι όλ' αυτά το δείχνουν οι προβληματισμοί, η έλλειψη ικανοποίησης, το ότι τίποτε από αυτά δεν του δίνει χαρά ή ευτυχία κι αποφασίζει να τα απαρνηθεί όλα.
Τέλος, στο "Απλά ο χρόνος κυλάει", μια γυνακεία φωνή κλείνει τη συλλογή. Κι εδώ μια προβληματισμένη, κοντά στα σαράντα γυναίκα, ενώ δηλώνει ανεξάρτητη κι ευτυχισμένη με τη μοναξιά της, αποδεικνύεται κι αυτή εντέλει εξαρτημένη από μια αδιέξοδη σχέση μ' έναν παντρεμένο.
Με εντυπωσίασε όχι μόνο η ικανότητα του συγγραφέα να μεταδίνει τους προβληματισμούς του μέσα από αληθινές εικόνες ζωής, αλλά με γοήτευσε και η πειστική διαφοροποίηση λεξιλογίου και ύφους από διήγημα σε διήγημα, ώστε να συνάδουν με το ομιλούν πρόσωπο. Για παράδειγμα, στο πρώτο διήγημα σύντομες, κοφτές φράσεις, γλώσσα των γηπέδων, θα λέγαμε, ορολογία εν πολλοίς ασυνήθιστη και ενίοτε άγνωστη στους μεγαλύτερους σε ηλικία (μπάφος, τσουτσέκι, τσαμπουκαλεύομαι, χαπακωμένα, μπατσόσκυλα κ.λπ.). Ενώ στα διηγήματα όπου οι αφηγήτριες είναι γυναίκες, τόσο ο λόγος ταυτίζεται με τη σκέψη και το γυναικείο λεκτικό, που σε κάνει να ξεχνάς ότι ο υποδυόμενος το ρόλο είναι άντρας. Μόνη μου ένσταση στο "Μια χαρά", όπου ο αφελής αφηγηματικός λόγος προσιδιάζει, πιστεύω, σε  μικρότερης ηλικίας κοπέλα απ' ό,τι η ηρωίδα.
Νομίζω πως εν μέρει αδικώ τα διηγήματα του Χρίστου Κυθρεώτη (μερικά σε έκταση νουβέλας), γιατί καθένα από αυτά μπορεί να γίνει αντικείμενο πολύ εκτενέστερης ανάλυσης τόσο ως προς τη θεματολογία όσο και ως προς τον τρόπο έκφρασης. 
Ας ελπίσουμε πως η ωραία συγγραφική του δουλειά θα έχει ευτυχή συνέχεια.
(ebook)
Υ.Γ. Ευχαριστίες στο φίλο Γ.Τ. που μου υπέδειξε τη συλλογή.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 17, 2015

Ένα

Πασχάλης Λαμπαρδής
Ένα
Πατάκης, 2014
Αμφιβάλλω αν ακόμη και ο ίδιος ο συγγραφέας είχε υπ' όψιν, όταν άρχιζε το μυθιστόρημά του, προς τα πού θα πήγαινε και πού θα κατέληγε. Αγόρασα (σε ebook που μου αρέσουν για πολλούς λόγους) το τελευταίο  του μυθιστόρημα "Ένα", γιατί θυμάμαι ότι το "Φύλακες της Ανατολίας", το μόνο δικό του που είχα διαβάσει, μου άρεσε. Όμως εδώ η απογοήτευση με περίμενε. Κι αν έφτασα ως το τέλος ήταν, α) για να μην είμαι άδικη με την παρουσίασή μου και β) για να αξιοποιήσω (!) τα 11 ευρώ που μου στοίχισε.
Πρόκειται για μια επιφανειακή εξιστόρηση, με φτωχό και τετριμμένο λεξιλόγιο, αφήγηση που θα μπορούσε να γίνει ως μια δημοσιογραφική ιστορία ή ένα πρωτόλειο διήγημα. Αρχίζει με ένα ερωτευμένο ζευγάρι, τη Φανή και τον Χάρη. Εκείνη δημοσιογράφος, εκείνος καλλιτεχνική φύση με κύρια ασχολία τα ξυλόγλυπτα και την αγιογραφία. Τίποτα στο χαρακτήρα του δεν προετοιμάζει τον αναγνώστη και δεν δικαιολογεί την ανάμιξή του σε μια απαγωγή για να ζητηθούν λύτρα, τη σύλληψη, τη δίκη, την καταδίκη και τη φυλάκισή του.
Η υπόθεση στη συνέχεια μετατοπίζεται στο πρόσωπο του αντιεισαγγελέα Ευγένιου και στην έρευνά του για την καταγωγή του, μια και ήταν υιοθετημένος, τον οποίο όμως θα ξεχάσουμε για μεγάλο μέρος του βιβλίου, ώσπου να τον ξανασυναντήσουμε για λίγο στο τέλος του έργου.
Η φυλακή στην οποία καταλήγει ο Χάρης γίνεται ο χώρος για να εμφανιστούν  άλλα πρόσωπα. Ένας ψυχίατρος, ο Σωκράτης, κι αυτός κατάδικος, και άλλοι φυλακισμένοι, με τους οποίους ο ψυχίατρος θα επιχειρήσει να πειραματιστεί, οδηγώντας τους στην αυτογνωσία και στην αλλαγή του τρόπου ζωής τους. Μια φιλία θα συνδέσει τις συζύγους Χάρη-Σωκράτη,  σχέση που συνεχίζεται και όταν οι δυο κατάδικοι αποφυλακίζονται.
Ένα ακόμα πρόσωπο θα γίνει πρωταγωνιστής στη συνέχεια του βιβλίου. Είναι ο γιος του Σωκράτη, ονόματι Αλέξανδρος (τυχαίο το όνομα;), επιτυχημένος πολιτικός και βουλευτής. "Είχε εξαγγείλει στον προεκλογικό του αγώνα ότι θα επαναδιαπραγματευθεί τους τυφλούς όρους των μνημονίων και θα άρει τις όποιες συμφωνίες αφορούν την υποθήκευση των περιουσιακών στοιχείων της χώρας προς τους δανειστές μας. Ένα καυτό ζήτημα που τώρα καλούνταν ο Αλέξανδρος να διαπραγματευτεί". ( Όχι, δεν έκανα λάθος. Είναι απόσπασμα από το κείμενο!). Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια ανατροπή που σχεδόν αγγίζει τα όρια της μεταφυσικής και την οποία ασφαλώς δεν θα αποκαλύψω.
Κρίμα, γιατί ήλπιζα (και νομίζω ο Λαμπαρδής είχε την ικανότητα) για κάτι πολύ καλύτερο.
(ebook)

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 06, 2015

Σκοτεινός τόπος

Gyllian Flynn
Σκοτεινός τόπος
Ψηφιακή έκδοση, Μεταίχμιο, 2014 (α΄έκδοση 2009)
Μετ. Γωγώ Αρβανίτη
"Έχω βάλει ταμπέλα στις αναμνήσεις μου, σαν να είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη περιοχή: Σκοτεινός τόπος (...) Παρανοϊκές  μουντζούρες από άλικο κόκκινο ήχο μέσα στη νύχτα. Εκείνο το μοιραίο, ρυθμικό τσεκούρι να ανεβοκατεβαίνει μηχανικά σαν να έκοβε ξύλα. Πυροβολισμοί από κυνηγετικό όπλο σ' ένα στενό διάδρομο. Τις πανικόβλητες άναρθρες κραυγές της μητέρας μου που ακόμη προσπαθούσε να σώσει τα παιδιά της με το μισό της κεφάλι λιώμα".
Μιλάει η Λίμπι, η μόνη επιζήσασα από τη δολοφονία της μητέρας της και των δυο αδελφών της. "Σκοτεινός τόπος". Αλλά σκοτεινός τόπος θα μπορούσαν να ονομαστούν όλα τα μυθιστορήματα της Τζίλιαν Φλιν, τόσο τα  "Αιχμηρά αντικείμενα" όσο και "Το κορίτσι που εξαφανίστηκε". Όλα έχουν κάτι το νοσηρό ως προς τους ήρωές τους και τις υποθέσεις των έργων. Μήπως όμως δεν είναι γενικότερα νοσηρό, κάτι που εκφεύγει της ομαλότητας και της ψυχικής υγείας, το έγκλημα;
Ο "Σκοτεινός τόπος" μου θύμισε το "Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν", αν και βεβαίως οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Όμως και στα δυο μυθιστορήματα έχουμε να κάνουμε με εφήβους, με τον ψυχισμό τους, με το περιβάλλον ή τις εκ γενετής καταβολές που τους ωθούν στο έγκλημα.
Στον "Σκοτεινό τόπο" τα πράγματα έχουν τεθεί εξαρχής. Ο Μπεν Ντέι είναι τώρα (το 2008) στη φυλακή, καταδικασμένος για τη δολοφονία των δυο αδελφών του, της Μισέλ που τη στραγγάλισε, της Ντέμπι που τη σκότωσε με τσεκούρι και της μάνας του που την πυροβόλησε. Οι δολοφονίες αυτές έγιναν το βράδυ της 2ας προς την 3η Ιανουαρίου 1985. Μόνη επιζήσασα η επτάχρονη τότε Λίμπι, που υπήρξε και η κύρια μάρτυρας κατηγορίας. Είναι όμως άραγε έτσι τα πράγματα; Και γιατί ο Μπεν δεν έκανε ποτέ έφεση;
Πολύ ενδιαφέρουσα η τεχνική της Τζίλιαν Φλιν (αν και όχι ασυνήθιστη). Η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ του παρόντος, όπου ακούμε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της περίπου τριαντάχρονης τώρα Λίμπι και της τριτοπρόσωπης, λεπτομερέστατης εξιστόρισης της ημέρας των δολοφονιών. Ώρα την ώρα, λεπτό προς λεπτό, θα λέγαμε, παρακολουθούμε τα γεγονότα της μοιραίας εκείνης ημέρας, ενώ η αγωνία κορυφώνεται καθώς προχωρούμε στη στιγμή των δολοφονιών. Στο τώρα, η Λίμπι τραυματισμένη σωματικά και ψυχολογικά, έχοντας άμεση οικονομική ανάγκη, με χρηματοδότηση ενός Ομίλου Δολοφονιών, δηλ. μιας ομάδας που πιστεύει ότι ο Μπεν είναι αθώος και ότι άδικα καταδικάστηκε, βασανιζόμενη και η ίδια η Λίμπι από ενοχές, γιατί με τη δική της κυρίως μαρτυρία καταδικάστηκε ο αδελφός της, αρχίζει να ανασκαλεύει το παρελθόν.
Παρακολουθούμε μια αγροτική Αμερική της δεκαετίας του '80, κάθε άλλο παρά την Αμερική του ονείρου και του πλούτου. Φτώχεια, υποθήκες, απώλεια περιουσιών, απελπισία, ναρκωτικά, μια ανερμάτιστη, παραπαίουσα νεολαία. Το βιβλίο έχει ένα αργό ρυθμό,  στοιχεία που κάποτε μπορεί να κουράζουν. Διαρκής αναφορά στο χιόνι, στις ενδυματολογικές περιγραφές, στο αχανές, έρημο τοπίο, στην αθλιότητα του σπιτιού, ακόμα και ενοχλητικές έως αηδιαστικές λεπτομέρειες, που όμως όλες συμβάλλουν στη δημιουργία ατμόσφαιρας, που "καρφώνονται" στη μνήμη του αναγνώστη. Δημιουργούν μια επιβράδυνση και σταδιακά κορυφώνουν την αγωνία καθώς προχωρούμε στη στιγμή των δολοφονιών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τζίλιαν Φλιν έχει δημιουργήσει ένα καθαρά δικό της ύφος στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Όσοι αγαπούν το είδος, σίγουρα το απολαμβάνουν.
(ebook)
Σημ. Παρουσίαση και στο Βιβλιοκαφέ