Πέμπτη, Απριλίου 30, 2015

Εγκλήματα δημοσιονομικής προσαρμογής

Τεύκρος Μιχαηλίδης
Εγκλήματα δημοσιονομικής προσαρμογής
(Επτά φωτογραφίες της κρίσης)
Πόλις, 2015
Έχω διαβάσει σχεδόν όλα τα (λογοτεχνικά) βιβλία του Τεύκρου Μιχαηλίδη, ξεκινώντας από τα "Μαθηματικά επίκαιρα" που μου γνώρισε η αείμνηστη θεία του (καθηγήτριά μου πρώτα και μετά φίλη μου) Μαρίκα Ρώσου. Παρ' όλη τη γοητεία που μου ασκεί η μαθηματική λογοτεχνία, δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσαν όλα εξίσου. Μερικά μάλιστα υπήρξαν δυσνόητα για μένα, όπως για παράδειγμα το "Μιλώντας στην Άννα για τα μαθηματικά", το οποίο και δεν μπόρεσα να τελειώσω.
Όμως, το τελευταίο του βιβλίο, μια ευσύνοπτη συλλογή επτά διηγημάτων, πραγματικά το απόλαυσα. Μπορεί το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος να μην είναι ιδιαίτερα δημοφιλές ανάγνωσμα, όμως τα επτά διηγήματα του Τεύκρου έχουν μια συνάφεια που τα κάνει μάλλον να μοιάζουν με επτά κεφάλαια ενός μυθιστορήματος. Έχουν συνάφεια, αφενός γιατί αναφέρονται σε πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ζωής πολύ καλά γνωστές σε όλους μας, αλλά και γιατί λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος η κεντρική ηρωίδα.
Είναι η υπαστυνόμος Όλγα Πετροπούλου. Ωραία, έξυπνη, με ιδιαίτερη προτίμηση στον Μπόρχες και τον Χατζηδάκι, καλή μαθηματικός, έντιμη, αδέκαστη, ευσυνείδητη, αστυνομικός από επιλογή και όχι κατά τύχη, επιδεικνύει ιδιαίτερες ικανότητες και επιλύει, βεβαίως, επιτυχώς οποιαδήποτε υπόθεση της ανατεθεί. Η τελειότητα με την οποία την προίκισε ο συγγραφέας-δημιουργός της δεν μας ξενίζει, πολλοί ήρωες αστυνομικών ιστοριών είναι παρόμοιοι. Τη δεχόμαστε κατά λογοτεχνική συνθήκη ή ως ιδεατή αστυνομικό, τέτοια που θα θέλαμε όλους να είναι.
Μέσα από τις επτά ιστορίες και τις επτά αστυνομικές υποθέσεις  που η ωραία αστυνομικός αναλαμβάνει να διαλευκάνει, συναντούμε οικείες πτυχές της ελληνικής κοινωνίας. Οι μετανάστες, οι ακροδεξιές οργανώσεις, οι χρηματιζόμενοι εφοριακοί, οι εκμεταλλευτές κτηματομεσίτες, οι γιατροί και τα φακελάκια, η πανεπιστημιακή αντιζηλία κ.ά. φωτίζονται μέσα από τις ιστορίες, για να επικρατήσει τελικά η δίκαιη τιμωρία των ενόχων, αν και κάποτε εμφανίζεται ως αυτοδικία.
Δεν είναι μόνο το σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που προβάλλονται από τον Τεύκρο Μιχαηλίδη. Είναι και το φυσικό περιβάλλον. Μετακινώντας την ηρωίδα του άλλοτε με δυσμενή μετάθεση, άλλοτε για να αναλάβει ειδική αποστολή και μια φορά για να απολαύσει την άδεια και τις διακοπές της, βρίσκει την ευκαιρία να μας μεταφέρει σε όμορφα μέρη της ελληνικής γης, πράγμα που φανερώνει μια ιδιαίτερη αγάπη του συγγραφέα γι' αυτήν. Έχουμε ασφαλώς την Αθήνα, αλλά κι ένα χωριό στους πρόποδες του Ολύμπου, τη Χίο, τη βόρειο Εύβοια, την Τήνο.
-Στα πόδια της απλώνονταν τα σπίτια της Λεπτοκαρυάς κι ακόμα παραπέρα η θάλασσα, που ο ήλιος, καθώς ετοιμαζόταν να αναδυθεί από μέσα της, την έβαφε κατακόκκινη.
-Γαλήνια, φιλόξενη, ακύμαντη, η θάλασσα χρύσιζε κάτω από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Απέναντι, το Αργυρονήσι ήταν λουσμένο στο πρωινό φως".
-Δυο ξύλινες πέργκολες, φορτωμένες με ανθισμένες μπουκαμβίλιες, απομόνωναν το μπαλκονάκι τους από τα διπλανά.
Τέτοιες εικόνες αφθονούν στις σύντομες περιγραφές του τοπίου.
Έγκλημα και ευχαρίστηση; Κρίση και απόλαυση; Κι όμως, το βιβλίο του Τεύκρου Μιχαηλίδη μπορεί να αποτελέσει μια ευχάριστη αναγνωστική συντροφιά για ένα από αυτά τα όμορφα, ανοιξιάτικα-καλοκαιρινά σαββατοκύριακα.

Τρίτη, Απριλίου 21, 2015

Κάθε στιγμή μετράει

Lisa Genova
Κάθε στιγμή μετράει (Still Alice)
Λιβάνης, 2015
Μετ. Χρήστος Καψάλης
Το βιβλίο αυτό το ρουφάς, το καταπίνεις αμάσητο κι ύστερα ξαναγυρίζεις για να το διαβάσεις αργά, να εμβαθύνεις, να προσπαθήσεις να κατανοήσεις πώς είναι να  διαγνωστείς στα πενήντα σου χρόνια με πρώιμο Αλτσχάιμερ. Ποια είναι τα πρώτα συμπτώματα, πώς γίνεται η διάγνωση, πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η αρρώστια, τι αισθάνεται μια νέα γυναίκα που από τη μια στιγμή στην άλλη βλέπει να ανατρέπεται η ζωή της.
Το βιβλίο έγινε πιο γνωστό από την κινηματογραφική του μεταφορά, που χάρισε και το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου στην Julianne Moore που υποδύθηκε την Άλις. Δεν είδα την ταινία ούτε θέλω να τη δω. Καμιά ταινία δεν μπορεί νομίζω να αποδώσει όλες τις λεπτομέρειες, όλες τις σκέψεις, όλα τα στάδια που περνά το άτομο που διαγνώσκεται με Αλτσχάιμερ. Προπάντων όταν αυτό το άτομο είναι μια νέα, επιτυχημένη επιστήμονας που μπορεί να αυτοπαρατηρείται και να περιγράφει. Η Άλις Χάουλαντ είναι καθηγήτρια γνωστικής ψυχολογίας στο Χάρβαρτ καθώς και γλωσσολόγος που μελετά τους μηχανισμούς της γλώσσας, παντρεμένη με ένα επίσης καταξιωμένο επιστήμονα βιολόγο, τον Τζον. Έχουν τρία ενήλικα παιδιά που ζουν τη δική τους ζωή, νομικός η μια κόρη, γιατρός ο γιος, με κλίση στα καλλιτεχνικά και κυρίως την υποκριτική, η μικρότερη κόρη. Μια αρμονική, ευτυχισμένη οικογένεια.
Τα πρώτα σημάδια, το να ξεχάσει πού άφησε το φορτιστή της, το να μη μπορεί να θυμηθεί μια συγκεκριμένη λέξη σε μια διάλεξή της και άλλα παρόμοια περιστατικά δεν  την ανησυχούν ιδιαίτερα. Σ' όλους συμβαίνουν. Όταν όμως, ενώ βρίσκεται σε μια πολύ γνωστή της πλατεία την οποία καθημερινά διασχίζει και ξαφνικά δεν ξέρει πού βρίσκεται και χάνει τον προσανατολισμό της, τότε καταφεύγει στη γιατρό της. Εκείνη την παραπέμπει σε νευρολόγο. Μετά από πλήθος εξετάσεις η διάγνωση τη χτυπά σαν κεραυνός: Αλτσχάιμερ. Η Άλις είναι επιστήμονας, ξέρει τι σημαίνει αυτό. Ξέρει την πορεία της αρρώστιας και πού τελικά θα καταλήξει. Και δεν την τρομάζει μόνο αυτό. Φοβάται μήπως το μεταλλαγμένο γονίδιο στο οποίο οφείλεται η δική της πάθηση έχει μεταδοθεί και σε κάποιο από τα παιδιά της, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό θα έχει 50% πιθανότητες να αναπτύξει Αλτσχάιμερ. Ξέρει ότι θεραπεία δεν υπάρχει. Για την ώρα υπάρχουν μόνο φάρμακα που επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου. Το μέλλον την τρομάζει. Τρομάζει προπάντων με την απώλεια της αξιοπρέπειας που επέρχεται στα τελευταία στάδια, μια απώλεια που δεν γνωρίζουν άλλοι ασθενείς, οι καρκινοπαθείς για παράδειγμα. "Χίλιες φορές καλύτερα να είχε καρκίνο. Θα αντάλλαζε το Αλτσχάιμερ με τον καρκίνο χωρίς δεύτερη σκέψη", σκέφτεται και συγχρόνως ντρέπεται που κάνει αυτή τη σκέψη. 
Η χρονική διάρκεια του έργου είναι δυο χρόνια, από το Σεπτέμβριο του 2003 ως το Σεπτέμβριο του 2005. Σ' αυτό το διάστημα η αρρώστια προχωρεί, έχει όμως διαλείμματα διαύγειας. Σε μια συγκινητική ομιλία της μπροστά σ' ένα πολυπληθές ακροατήριο, αφού ήδη έχει διαγνωστεί, μας δίνει την  εικόνα του πώς αυτοί οι άνθρωποι αισθάνονται: "Εμείς, οι άνθρωποι που βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια του Αλτσχάιμερ, δεν είμαστε ακόμα ολότελα ανήμποροι. Δεν έχουμε απολέσει την ικανότητα να μιλάμε ή να διαμορφώνουμε απόψεις με σημασία, ούτε στερούμαστε παρατεταμένες περιόδους διαύγειας. Κι όμως δεν είμαστε αρκετά ικανοί ώστε να συνεχίσουμε να επωμιζόμαστε τις απαιτήσεις και τις ευθύνες της προηγούμενης ζωής μας. Αισθανόμαστε ότι δε βρισκόμαστε ούτε στη μια ούτε στην άλλη πλευρά, θυμίζοντας ίσως χαρακτήρες ενός παραμυθιού που διαδραματίζεται σε κάποια αλλόκοτη χώρα. Είναι ένας τόπος όπου κυριαρχούν η μοναξιά και ο εκνευρισμός". Και καταλήγει μ' ένα εξαιρετικό επίλογο: "Το χθες εξαφανίζεται και το αύριο είναι αβέβαιο, οπότε για ποιο λόγο συνεχίζω να ζω; Ζω για την κάθε ημέρα. Ζω για την κάθε στιγμή. Κάποια στιγμή, σύντομα, θα ξεχάσω ότι εμφανίστηκα μπροστά σας και έδωσα αυτή την ομιλία. Όμως το γεγονός πως αύριο θα ξεχάσω κάποια πράγματα δε σημαίνει πως δεν έζησα κάθε δευτερόλεπτο του σήμερα. Θα ξεχάσω το σήμερα, όμως αυτό δε σημαίνει ότι το σήμερα δεν είχε σημασία".
Ενόσω ακόμα έχει, έστω και με διαλείμματα, συνείδηση του εαυτού της, μη θέλοντας να καταλήξει έχοντας χάσει πλήρως την αξιοπρέπειά της, επινοεί ένα σχέδιο που ακόμα και στο έσχατο στάδιο της νόσου θα τη βοηθήσει να έχει ένα αξιοπρεπές τέλος στη ζωή της. Όμως η αγάπη των παιδιών και του άντρα της θα δώσουν ένα άλλο, αισιόδοξο τέλος.
Εντέλει, ένα ωραίο βιβλίο. Βιβλίο που αν και στηρίζεται σε πραγματικά ιατρικά δεδομένα δεν γίνεται βαρετό. Ένα βιβλίο πλημμυρισμένο από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή.

Δευτέρα, Απριλίου 06, 2015

Το φως ανάμεσα στους ωκεανούς

Μ. Λ. Στέντμαν
Το φως ανάμεσα στους ωκεανούς
Πατάκης, 2014
Μετ. Νίνα Μπούρη
Στο επίμετρο του μυθιστορήματος "Ο φάρος" της Alison Moore, η μεταφράστρια Αθηνά Δημητριάδου αναφέρεται σε άλλα μυθιστορήματα που έχουν σχέση με φάρο και ασφαλώς πρώτα-πρώτα στον Φάρο της  μοναδικής Βιρτζίνια Γουλφ. "Ο φάρος στη λογοτεχνία", γράφει η Δημητριάδου, "έχει συχνά συμβολίσει το φως που διαπερνά το σκοτάδι, την ελπίδα που απαλύνει τη δυστυχία, την υπόσχεση για επικοινωνία σε ώρες μοναξιάς".
Ένα ακόμα μυθιστόρημα με επίκεντρο το φάρο έρχεται να προστεθεί στη λογοτεχνία. Ένα φάρο τοποθετημένο σ' ένα μικρό, ερημικό νησί, το Τζέινους, στα δυτικά της Αυστραλίας, ανάμεσα στον Ειρηνικό και το Νότιο ωκεανό. Πρώτο μυθιστόρημα της Αυστραλής Μ.Λ.Στέντμαν που, ομολογώ, με επιφυλάξεις άρχισα να διαβάζω. Επιφυλάξεις, και γιατί αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα μιας άγνωστής μου συγγραφέως και γιατί τα βιβλία περιπέτειας (όπως το φαντάστηκα) δεν είναι στις προτιμήσεις μου. Όμως σύντομα η γραφή της Στέντμαν με παρέσυρε. Οι χωρίς μακροσκελείς περιγραφές ωραίες εικόνες της φύσης, η ρεαλιστική απεικόνιση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος της δεκαετίας του '20, ο απόηχος των συνεπειών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που όχι μόνο διαρκώς επανέρχεται αλλά και επηρεάζει τις τύχες των χαρακτήρων του έργου, γίνονται πόλος έλξης για τον αναγνώστη. Κι όταν από κάποιο σημείο και μετά παρεμβαίνουν και ηθικά διλήμματα για τους πρωταγωνιστές, τότε είναι που το ενδιαφέρον κορυφώνεται.
Με πολλή συντομία η υπόθεση είναι η εξής: Ο νεαρός Τομ Σέρμπουρν με το τέλος του πολέμου στον οποίο είχε πάρει μέρος και μάλιστα είχε διακριθεί, μετά από αυτά "τα τέσσερα χρόνια αίματος και τρέλας", εκπαιδεύεται ως φαροφύλακας. Ήταν εποχή όπου η ανθρώπινη παρουσία και συμβολή ήταν απαραίτητη για τη λειτουργία των φάρων. Αναλαμβάνει λοιπόν υπηρεσία στο νησί Τζέινους. Μια ζωή σε πλήρη απομόνωση, μ' ένα πλοίο να έρχεται κάθε τρεις μήνες για να φέρει προμήθειες, ενώ ο φαροφύλακας μόνο στους έξι μήνες θα είχε ολιγοήμερη άδεια στην απέναντι ακτή και στην πόλη.
Αυτή τη μοναχική ζωή δέχεται κάποια στιγμή να μοιραστεί μαζί του η Ίζαμπελ, που τον ερωτεύτηκε και τον παντρεύτηκε. Μόνη σκιά στην ευτυχία τους η έλλειψη παιδιών και η συνειδητοποίηση ότι η Ίζαμπελ, μετά από τρεις αποβολές, δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει μητέρα. Ώσπου, μια μέρα, εξοκέλλει στο νησί μια βάρκα στην οποία βρισκόταν ένας νεκρός άντρας κι ένα ζωντανό βρέφος. Μ' αυτή τη σκηνή αρχίζει το βιβλίο, για να μας γυρίσει ύστερα στο παρελθόν και στη συνέχεια να μας συνδέσει ξανά με το παρόν. Αλλά δεν θα πω τίποτε άλλο για την υπόθεση, που από το σημείο αυτό και μετά γίνεται ολοένα και πιο ελκυστική και η αγωνία για το ποιο θα είναι το τέλος ξεπερνά ακόμα και την αγωνία για το τέλος ενός αστυνομικού μυθιστορήματος.
Το μυθιστόρημα της Στέντμαν διακρίνεται από μια ευγένεια, μια αθωότητα, θα έλεγα, μια ατμόσφαιρα ήθους και καλοσύνης. Χαρακτηριστικά που πολύ απέχουν από τη δική μας εποχή και κοινωνία.

Σημ. Ευχαριστίες στο εξαιρετικό βιβλιοπωλείο Rivergate για την ευγενική προσφορά.