Πέμπτη, Απριλίου 24, 2008

Ο ήχος της σιωπής

"Αυτοί πού έχουν την ακοή τους", είπε η Φράι, "όποτε μας συναντούν ρωτούν πάντα το ίδιο:"Σου λείπει η μουσική;", "Σου λείπει το τραγούδι των πουλιών;" Σαν να μην υπάρχει τίποτα χειρότερο απ' αυτό".
μουσική και τα πουλιά έιναι σημαντικά γι' αυτούς που ακούν".
"Όταν είμαι στις κακές μου λέω:Πώς είναι δυνατό να μου λείπει κάτι που δεν γνωρίζω;"
Η Γκράνια δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να εξηγήσει στη Φράι πως πίστευε ή φανταζόταν ότι πίστευε ότι η μουσική και το τραγούδι υπήρχαν παντού. Όχι μόνο στα σύννεφα αλλά και στο πέταγμα των πουλιών, στα φύλλα της βελανιδιάς που χτυπούσαν απαλά στο παράθυρο του κοιτώνα, στα πόδια των παιδιών καθώς έτρεχαν πάνω στο γρασίδι".
Όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα (559η) του μυθιστορήματος της Καναδής συγγραφέως Φράνσες Ιτάνι (Λιβάνης, 2007), έκλεισα το βιβλίο μ' ένα αίσθημα ηρεμίας, απαλότητας και αθωότητας κι ας ήταν το μισό σχεδόν βιβλίο γεμάτο από πολεμικές σκηνές του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως κι αυτές ακόμα οι σκηνές, οι θάνατοι, οι ακρωτηριασμοί, η φρίκη του πολέμου, δίνονται μ' ένα τρόπο που δεν ενοχλεί, με μια ήρεμη θλίψη για το αναπόφευκτο της συμφοράς.
Το κύριο όμως θέμα του βιβλίου δεν είναι ο πόλεμος, αν και καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του, τόσο από την πρώτη γραμμή του μετώπου στη Γαλλία και στο Βέλγιο, όσο και στα μετόπισθεν, στο πώς βιώνουν τον πόλεμο στον Καναδά. Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η κωφότητα, κι έτσι είναι ο αγγλικός τίτλος (Deafening) που μεταφράστηκε στα ελληνικά (επί το εμπορικότερον υποθέτω) ως "Ο ήχος της σιωπής".
Αρχίζει το 1902 σε μια μικρή πόλη του Καναδά. Εκεί ζει η Γκράνια, ένα κωφό, λόγω οστρακιάς, κοριτσάκι, μαζί με τους γονείς, μια αδελφή και δυο αδελφούς. Στενά συνδεδεμένη μαζί της η γιαγιά, η νόνα, προσπαθεί να τη μάθει να διαβάζει τα χείλη αυτών που μιλούν και να μιλά και η ίδια, έστω κι αν δεν ακούει. Στα εννιά της χρόνια η Γκράνια μπαίνει σε ειδική σχολή κωφών για να πάρει πιο συστηματική μόρφωση. Εκεί διδάσκεται τόσο τη νοηματική όσο και την ομιλία. Αποφοιτώντας γίνεται νοσοκόμα και εργάζεται στο σχολικό νοσοκομείο. Τότε γνωρίζει ένα νέο, τον Τζιμ, που δεν είναι κωφός, αλλά την ερωτεύεται και παντρεύονται. Όμως η ευτυχία τους κράτησε πολύ λίγο. Κηρύσσεται ο πόλεμος και ο Τζιμ πρέπει να καταταγεί. Από κει και πέρα παρακολουθούμε τη χωριστή ζωή τους, τη ζωή του Τζιμ στον πόλεμο και τη ζωή της Γκράνια που τον περιμένει πίσω στην πατρίδα. Η αγάπη τους δεν σβήνει με το χωρισμό που κράτησε πάνω από τρία χρόνια. Την κρατάνε ζωντανή τα αραιά γράμματα και η σκέψη του ενός για τον άλλο.
Είναι ένα βιβλίο πολύ αργού ρυθμού, ίσως γιατί έτσι ήταν ο ρυθμός της ίδιας της ζωής τότε. Δεν έχει εντάσεις, ούτε κορυφώσεις, δεν είναι βιβλίο που θέλεις με αγωνία να δεις τι θα γίνει παρακάτω.
Ο φανομενικά αντιφατικός τίτλος αποδίδει με πειστικότητα το περιεχόμενο. Είναι ένα βιβλίο για την κωφότητα κι όμως είναι γεμάτο από ήχους όπως τους αντιλαμβάνονται ή τους φαντάζονται αυτοί που δεν τους γνώρισαν ποτέ. Η Ιτάνι έχει μια ευγένεια και μια λεπτότηα στη γραφή της. Στη μνήμη μου μένει μια σκηνή όπου η Γκράνια και ο Τζιμ (πριν εκείνος πάει στον πόλεμο) βρίσκονται σ' ένα πάρτι. Εκείνος κάποια στιγμή της δείχνει με νοηματική γλώσσα ότι θέλει να φύγουν, όχι απλώς για το σπίτι αλλά και...για το κρεβάτι. Κανένας άλλος δεν καταλαβαίνει βέβαια το νόημα της χειρονομίας του. Κι όμως εκείνη έγινε κατακόκκινη από ντροπή. Πόση απόσταση το λεπτό αυτό υπονοούμενο από την περιγραφή των σεξουαλικών σκηνών στη σύγχρονη λογοτεχνία...



Σάββατο, Απριλίου 19, 2008

Με τη φλόγα στην καρδιά

Λίγες μέρες προτού πέσει τυχαία στα χέρια μου το εκδομένο από το 2002 στα ελληνικά βιβλίο "Με τη φλόγα στην καρδιά" (Ωκεανίδα), προσπέρασα χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία μια είδηση που μιλούσε για κάποια Μπετανκούρ, η οποία κρατείται αιχμάλωτη από το 2002, από ένοπλες ομάδες της χώρας της, της Κολομβίας, και ότι καταβάλλονται διεθνώς πολλές προσπάθειες για απελευθέρωσή της, καθώς μάλιστα η υγεία της έχει κλονιστεί. Όταν όμως διάβασα το βιβλίο, τότε η κρατούμενη έπαψε να είναι "κάποια Μπετανκούρ". Ήταν πια για μένα ένα αληθινό πρόσωπο, μια αγωνίστρια που έπεσε θύμα του αγώνα της ενάντια στη διαφθορά και τα καρτέλ των ναρκωτικών στην Κολομβία και για επικράτηση της πραγματικής δημοκρατίας στη μακρινή και άγνωστή μας αυτή χώρα.
Το βιβλίο της, που εκδόθηκε λίγο προτού εκείνη απαχθεί, είναι πραγματικά γραμμένο "με τη φλόγα στην καρδιά". Με πάθος, με αγάπη για την πατρίδα της, με αφοσίωση σ' ένα αγώνα που ξέρει ότι βάζει σε κίνδυνο τη ζωή της και τη ζωή της οικογένειάς της. Γεννημένη το 1961 στην Μποκοτά, ακολουθεί μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια τον πατέρα της στη Γαλλία, όπου εκέινος στέλλεται ως πρέσβυς της Ουνέσκο. Μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον πολιτικών και διανοουμένων (ο πατέρας της θα γίνει αργότερα υπουργός και η μητέρα της γερουσιαστής), παίρνει γαλλική παιδεία, παντρεύεεται ένα Γάλλο διπλωμάτη και αποκτά δυο παιδιά. Δεν διαστάζει όμως να τα διακινδυνέψει όλα και ν' αρχίσει να αγωνίζεται για την εξυγίανση της πολιτικής ζωής της χώρας της. Βάζει πρώτα υποψηφιότητα για βουλευτής. Είναι εντυπωσιακή η προσπάθειά της που ξεκινά από το μηδέν, χωρίς κόμμα, χωρίς οικονομικούς πόρους, χωρίς πολιτικό γραφείο. Στην προεκλογική της εκστρατεία στέκεται στους δρόμους και μοιράζει...προφυλακτικά. "Η διαφθορά είναι το AIDS των Κολομβιανών", ο κόσμος θα κάνει αμέσως τη σύγκριση και θα πάρει το μήνυμα.
Η καμπάνια πετυχαίνει. Εκλέγεται. Καινούριος αγώνας μέσα στη βουλή, όπου η πλειοψηφία των βουλευτών είναι αγορασμένοι από τους εμπόρους ναρκωτικών. Την απειλούν, φοβάται για τα παιδιά της, τα φυγαδεύει στη Ν. Ζηλανδία, όπου ζει ο άντρας της (έχει στο μεταξύ χωρίσει) και συνεχίζει. Αργότερα θα εκλεγεί γερουσιαστής, για τις ιδέες και τα πιστεύω της θα κηρύξει κάποια στιγμή και απεργία πείνας, θα εκθέσει όχι μόνο με τις αγορεύσεις της, αλλά και με το πρώτο της βιβλίο ("Ναι, γνώριζε") τους διεφθαρμένους πολιτικούς και τον ίδιο τον πρόεδρο της χώρας, τον Ερνέστο Σαμπέρ. Δυο φορές η μαφία προσπάθησε να τη σκοτώσει, όμως εκέινη εξακολούθησε τον αγώνα, για να απαχθεί τελικά, όταν έβαλε υποψηφιότητα για την προεδρία της χώρας.
Το "Με τη φλόγα στην καρδιά" δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι ένα συναρπαστικό αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο, γραμμένο με ύφος λογοτεχνικό, με ζωντάνια και με το πάθος μιας γυναίκας που έβαλε πάνω από τον εαυτό της την πατρίδα της, πάνω από το άτομο το σύνολο.


Παρασκευή, Απριλίου 11, 2008

Μέρες Αλεξάνδρειας

"Η πόλη της Αλεξάνδρειας είναι Παρίσι, Βιέννη, Λονδίνο και Ρώμη μαζί. Δύσκολο να σ' το περιγράψω. Πρέπει να το ζήσεις".

"...η διπροσωπία αυτής της πόλης με το ευρωπαϊκό πρόσωπο από τη μια και τη μυθολογία των μιναρέδων και της κελεμπίας από την άλλη".

"Μεγάλη ξελογιάστρα η Αλεξάνδρεια! Ουρανός, θάλασσα και έρημος-ένα κινηματογραφικό σκηνικό με την ευρωπαϊκή πρόσοψη της Κορνίς, σαν φλούδα εξωτικού φρούτου που η σάρκα του είχε τη γεύση του Ισλάμ".

"...καταραμένη πόλη, που υπνώτιζε τους πάροικούς της και έτρεφε τις ψευδαισθήσεις τους με το φιλόξενο προσωπείο της".

Είναι μερικές μόνο από τις απόψεις για την Αλεξάνδρεια, την πρωταγωνίστρια, θα μπορούσαμε να πούμε, του ογκώδους (652 σελίδες) μυθιστορήματος του Δημήτρη Στεφανάκη (Πατάκης, 2007). Ένα μυθιστόρημα που σε περιφέρει σε χρόνους και τόπους, που ξεκινά από την Αλεξάνδρεια τον Αύγουστο του 1914, τη μέρα που η Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία και τελειώνει το 1950 με τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ. Αλλά στο μεταξύ μας έχει ταξιδέψει, μεταφέροντας εκεί τη δράση κάποιων από τους ήρωές του, στην Κωνσταντινούπολη, στο Βερολίνο, στο Μόναχο, στο Παρίσι, στη Βιέννη, στην Ιταλία, στην Αθήνα και αλλού, ζωντνεύοντας με τρόπο πειστικό και ελκυστικό την ατμόσφαιρά τους.
Κεντρικά πρόσωπα του έργου είναι τα μέλη της οικογένειας ενός πλούσιου καπνοβιομήχανου, του Αντώνη Χάραμη, που ζει με τη σύζυγό του, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, και τους δυο γιους του, στην αριστοκρατική συνοικία Καρτιέ Γκρεκ. Πλάι σ' αυτούς, δυο άλλα πρόσωπα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και είναι από τα λίγα που θα διασχίσουν όλο αυτό το χρονικό διάστημα των 40 περίπου χρόνων και θα φτάσουν ως το τέλος του μυθιστορήματος, ενώ πολλά από τα άλλα πρόσωπα θα έχουν πεθάνει ή χαθεί. Είναι ο Ελιάς Χούρι, Γάλλος υπήκοος από λιβανέζικη οικογένεια, γεννημένος στη Βηρυτό, μαρωνίτης στο θρήσκευμα. Με ύποπτες διασυνδέσεις, τον βρίσκουμε αναμεμιγμένο παντού, αλλά ποτέ δεν μαθαίνουμε τι ακριβώς κάνει για να διατηρεί ένα κομψό διαμέρισμα, μια εξαιρετικά φροντισμένη εμφάνιση και σχέσεις με τους πάντες στην Αλεξάνδρεια. Το άλλο πρόσωπο είναι η Υβέτ Σαντόν, μια ωραία Γαλλο-ελβετίδα, που γίνεται ερωμένη του Χάραμη, διατηρεί μια ιδιότυπη σχέση με τον Χούρι, θα δημιουργήσει και θα διευθύνει μαζί του ένα πολυτελή οίκο ανοχής, αλλά οι ερωτικές της προτιμήσεις δεν θα αποκλείσουν τις γυναίκες.
Τα κεντρικά αυτά πρόσωπα πλαισιώνουν δεκάδες άλλα, συγγενείς, συνεργάτες, φίλοι, υπηρετικό προσωπικό, άλλα με μικρότερο και άλλα με μεγαλύτερο ρόλο στο μυθιστόρημα, τόσα που ο αναγνώστης δεν μπορεί να τα θυμάται, ακόμα και ενώ διαβάζει το μυθιστόρημα. Πλάι στα φανταστικά υπάρχουν και τα ιστορικά πρόσωπα, ο Βενιζέλος, ο Ρούντολφ Ες, ο Χίτλερ, ο Τσουδερός, ο Φαρούκ και άλλοι, όχι ως απλές αναφορές, αλλά ως χαρακτήρες του έργου.
Οι περιγραφές του Στεφανάκη, κινηματογραφικές σχεδόν, μας μεταφέρουν πότε στα πολυτελή σπίτια της παροικίας, πότε στις φτωχογειτονιές, κάποτε στα αριστοκρατικά μέγαρα της Βαυαρίας κι άλλοτε στις φοιτητικές γειτονιές του Παρισιού ή στα χρώματα κι αρώματα μιας λαϊκής αγοράς του Καΐρου.
Είναι αδύνατο να αποδώσει κανείς την "υπόθεση" του βιβλίου, γιατί η υπόθεση ακολουθεί τις τύχες δεκάδων προσώπων που πορεύονται μέσα στον τόπο και το χρόνο. Παρακολουθούμε τη ζωή τους καθώς αυτή εκτυλίσσεται παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα, επηρεαζόμενη από αυτά. Εμπορικές δοσοληψίες και αντιζηλίες, βενιζελικοί και βασιλικοί, ο ανερχόμενος ναζισμός και οι θιασώτες του, δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο ισπανικός εμφύλιος, η γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, η έναρξη δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ, η βρετανοκρατούμενη Αίγυπτος, οι εθνικοποιήσεις είναι μερικά μόνο από τα ιστορικά σημεία του βιβλίου. Και ασφαλώς έρωτες, έρωτες, έρωτες. Έρωτες νόμιμοι και παράνομοι, ορθόδοξοι και ανορθόδοξοι, εφηβικοί και της ώριμης ηλικίας, έρωτες που δημιουργούν ή διαλύουν σχέσεις.
Η πολυδιαφημιζόμενη στην εποχή μας πολυπολιτισμικότητα υπήρξε στην Αλεξάνδρεια δεκαετίες πριν. Έμπρακτα την αποτυπώνει ο συγγραφέας με τη γλώσσα. Αγγλικές και Γαλλικές, πολύ λιγότερες Αραβικές φράσεις (ευτυχώς δεν επεξηγούνται στις υποσημειώσεις) αποδίδουν όλη αυτή την πανσπερμία λαών στην Αλεξάνδρεια.
Είναι στιγμές που το πληθωρικό αυτό μυθιστόρημα μου θύμισε τις "Ακυβέρνητες πολιτείες" του Τσίρκα. Αν και το βρίσκω ένα πολύ αξιόλογο μυθιστόρημα, για το οποίο ο συγραφέας του πρέπει πολύ να μελέτησε, βρίσκω ότι σε σχέση με αυτό του Τσίρκα υστερεί σε βάθος, στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και συζητήσεις, στην ανάλυση σκέψεων και συναισθημάτων. Είναι πιο "επιδερμικό", αν και δεν παύει να προκαλεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον.


Παρασκευή, Απριλίου 04, 2008

Ο χορός των μυστικών

Ποια οικογένεια δεν έχει τους δικούς της "σκελετούς στη ντουλάπα", ποιο σπίτι δεν κρύβει τα δικά του μυστικά που ποτέ δεν αποκαλύπτονται, που κάποτε οι κάτοχοί τους τα παίρνουν μαζί τους στον τάφο;
Τα μυστικά τεσσάρων γενιών γυναικών μας αποκαλύπτει στο καινούριο της μυθιστόρημα (τρίτο κατά σειρά) η Ελένη Τσαμαδού. Σ' ένα "Χορό των μυστικών" (Ψυχογιός, 2008) η Τσαμαδού εξιστορεί τη ζωή τεσσάρων γενιών, επικεντρώνοντας το θέμα της κυρίως στους γυνακείους χαρακτήρες. Ξεκινώντας από το 1880 φτάνει ως το 1943, ενώ το σύντομο προλογικό και επιλογικό κεφάλαιο τοποθετούνται στο σήμερα του 2000.
Ασφαλώς οι ήρωες και οι ηρωίδες της δεν κινούνται στο κενό. Ζουν και επηρεάζονται από τις ιστορικές περιπέτειες του συνόλου, του τόπου και του καιρού τους. Ο πόλεμος του '97, Βαλκανικοί, Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική καταστροφή, Β΄ Παγκόσμιος, εμφύλιος, που για ένα σχεδόν αιώνα ταλανίζουν την κατακαημένη Ελλάδα, είναι ο ιστορικός περίγυρος, που όμως δεν καθιστά το μυθιστόρημα ιστορικό, απλώς "είναι ο κήπος όπου ανθίζει η ζωή και ξετυλίγονται τα έργα των ηρώων", όπως λέει η ίδια η συγγραφέας.
Αυτός είναι ο χρόνος. Ο χώρος είναι κυρίως μια κωμόπολη στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, η Αμερική, και για λίγο η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη.
Κέντρο βάρους η γυναίκα. Η γυναίκα και η μοίρα της. Υποβαθμισμένη, υποταγμένη στη θέληση του άντρα, είτε αυτός είναι ο πατέρας είτε ο σύζυγος κι όμως αναγκασμένη να φορτωθεί όλα τα βάρη και να μεγαλώσει μόνη τα παιδιά της, μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, όταν τύχει ο άντρας να λείψει. Πώς να μην αναγκαστεί να αναπτύξει όλες εκέινες τις ιδιότητες του χαρακτήρα για τον οποίο συχνά κατηγορείται, την πονηριά, τη δολιότητα, τα μυστικά που κρύβει...
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες ξεκινάει τη ζωή της η πρώτη της γενιάς των μυστικών, η Ανέζω, κόρη μιας παμπόνηρης και δυναμικής μαμής, της Βούλας, που ο άντρας της την άφησε χήρα με τέσσερα κορίτσια. Η Ανέζω εξαναγκάζεται να παντρευτεί τον Γιάννη τον Μπούρμπουλη, τριάντα χρόνια μεγαλύτερό της, δυο φορές χήρο, κακό, άσχημο αλλά πλούσιο! Η ζωή πλάι του ήταν ένα μαρτύριο και η ατεκνία του ζεύγους, όπως άλλωστε κατά κανόνα συνέβαινε τότε, αποδιδόταν σε ευθύνη της γυναίκας. "Τι μπορεί να κάνει, τι μέσα πρέπει να μεταχειριστεί μια γυναίκα για να βγάλει από πάνω της το στίγμα της ατεκνίας;" αναρωτιέται η συγγραφέας. Και παρακάτω θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: Και τι πρέπει να κάνει μια γυναίκα όταν νόμος περί κληρονομικής διαδοχής που θεσπίστηκε επί Ιουστινιανού και ίσχυε στην Ελλάδα μέχρι το 1920, της στερούσε το δικαίωμα της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου; Και δικαιολογούμε ή όχι τις πονηριές της Ανέζως και κάθε Ανέζως για να εξασφαλίσει αυτό το δικαίωμα;
Η Ανέζω αποκτά ένα γιο, τον Γιώργη (το πώς είναι μια άλλη ιστορία, από τις πιο ωραίες σκηνές του βιβλίου, σ.38-40). Ο Γιώργης μεγαλώνοντας φεύγει μετανάστης στην Αμερική και μας ανοίγεται έτσι μια άλλη πληγή της Ελλάδας και της φτώχιας της, αυτή της μετανάστευσης. Παντρεύεται μια κοπέλα από τον τόπο του που από καιρό αγαπούσε, την πανέμορφη Σοφούλα, στη ζωή της οποίας άλλες πτυχές της μοίρας της γυναίκας μας αποκαλύπτονται. Η ιστορία της οικογένειας συνεχίζεται με την κόρη της Σοφούλας, την Ανέζω ή Τζούλη, που έρχεται στην Ελλάδα. Ένας καινούριος έρωτας, ένας δυστυχισμένος γάμος, μια μοίρα που σφραγίζεται μέσα στα πάθη του εμφύλιου και μια νέα γενιά γυναικών εκπροσωπείται στο πρόσωπο της κόρης της Τζούλης, της Αναστασίας-Στείσι και τελειώνει με πολύ σύντομη αναφορά στην κόρη της Αναστασίας-Στέισι, όπου ξανασυναντάμε το όνομα Ανέζω-Ανεζίνα.
Γενιές και γενιές γυναικών, βασανισμένες, καταπιεσμένες αλλά και καταπιεστικές, φορτωμένες μ' όλα τα βάρη και τον πόνο που έδινε η υποβαθμισμένη θέση, η φτώχια, ο πόλεμος, πιο τραγικός γι' αυτήν που είναι προορισμένη να δίνει τη ζωή, παρά για τον άντρα. Και να σκεφτεί κανείς πως σε πολλά μέρη του κόσμου η μοίρα της γυναίκας δεν έχει αλλάξει...
Ένα ωραίο ελληνικό μυθιστόρημα μας έδωσε η Τσαμαδού. Έρωτες, πάθη, βάσανα, πόλεμοι, φτώχια, λίγη χαρά και πολύς πόνος, η μοίρα της Ελλάδας και η μοίρα της γυναίκας και μια ευτυχισμένη κατάληξη στο τέλος, σαν για να "καθάρει" τα έντονα συναισθήματα που είχαμε νιώσει.