Δευτέρα, Μαρτίου 27, 2017

Ρωγμές

Γαλάτεια Σαράντη
Ρωγμές
Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", 1979
Αναρωτιέμαι αν αυτή η επιθυμία αναγνωστικής αναδρομής που με κατέλαβε τον τελευταίο καιρό (Η μαύρη τουλίπα, Αστροφεγγιά και τώρα "Ρωγμές") οφείλεται στην απογοήτευσή μου από τη σύγχρονη λογοτεχνία που όλο και σπανιότερα μας δίνει καλά βιβλία, προσανατολισμένη περισσότερο στην εμπορευματοποίηση του βιβλίου ή αν αυτή μου η επιστροφή συνδέεται με την τάση επιστροφής στο παρελθόν, χαρακτηριστικό των μεγάλων ηλικιών! Αν δηλαδή, ξαναδιαβάζοντας βιβλία που με γοήτευσαν στο παρελθόν, αναζητώ προπάντων την εποχή της νιότης μου. Ό,τι και να 'ναι, το σίγουρο είναι πως το μυθιστόρημα της Σαράντη το ξανααπόλαυσα. Μπορώ μάλιστα να πω πως με τις εμπειρίες που μου φόρτωσε ο χρόνος το είδα τώρα με πιο ώριμη ματιά, πως εισχώρησα με περισσότερη κατανόηση στον κόσμο του.
Το έργο τοποθετείται στην Πάτρα, γενέθλιο τόπο της συγγραφέως και εν μέρει στην Αθήνα. Χρονικά αρχίζει τη δεκαετία του '30, πάλι κοντά στην ηλικία της συγγραφέως (γεν. 1920), και φτάνει ως τις αρχές της δεκαετίας του '60.
Η δράση είναι πολύ περιορισμένη. Κυριαρχεί η ψυχογραφία των προσώπων. Μέσα από τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τους περιορισμένους διαλόγους ξεδιπλώνεται η ιστορία, προβάλλει η ελληνική κοινωνία της εποχής. Ο αναγνώστης σκοντάφτει συνεχώς στη λέξη "ρωγμές", που αποτελεί και τον τίτλο του μυθιστορήματος. Ρωγμή ανάμεσα στις δυο οικογένειες, τα μέλη των οποίων αποτελούν τα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Από τη μια η οικογένεια ενός πλούσιου Πατρινού με τα τρία παιδιά του, τον Άγγελο, τον Νίκο και την Ελένη και από την άλλη η οικογένεια της φτωχιάς Άννας, της οποίας ο άντρας βρίσκεται στη φυλακή λόγω φόνου, που επίσης έχει τρία παιδιά, τον Ηλία, τη Μαρία και την Αγλαΐα. Μια φτωχή οικογένεια που στηρίζεται στη φιλανθρωπία των άλλων, ζώντας σ' ένα παραθαλάσσιο σπιτάκι που της παραχωρεί ο πλούσιος Πατρινός. Ρωγμές ανάμεσα στα αδέλφια που δεν ασπάζονται την ίδια ιδεολογία, ρωγμές ανάμεσα σε φίλους, ρωγμές ανάμεσα στον Άγγελο και τον πατέρα του που δεν εγκρίνει τη Λουκία, την κοπέλα που ο γιος του αγαπά.
Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο με ομιλούντα τον Άγγελο, γιο της πλούσιας οικογένειας, το δεύτερο μέρος, πιο ενδιαφέρον πιστεύω από το πρώτο, είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, με κεντρικό ήρωα τον Ηλία, της δεύτερης οικογένειας, που μόλις έχει γυρίσει από το Παραπέτασμα. Είχε μεταφερθεί εκεί χρόνια πριν, το 1944, μαζί με την αδερφή του Μαρία. Γυρίζει ενώ το κομμουνιστικό κόμμα είναι ακόμα παράνομο στην Ελλάδα. Ζητά τη βοήθεια του Άγγελου που έχει γίνει βουλευτής, σε λίγο ίσως και υπουργός, για να του βγάλει καινούρια ταυτότητα, να μπορέσει να βρει δουλειά, να ζήσει νόμιμα στην Ελλάδα. Του ζητούν να ηχογραφήσουν τις εμπειρίες του. "Είχε μια φωνή άχρωμη και μονότονη, καθώς τα διηγόταν. Κανείς δεν θα πίστευε πως μιλούσε για γεγονότα της ζωής του, της μοναδικής ζωής του, και δεν εξιστορούσε ένα ξένο, βαρετό κείμενο. Μας πήγαν εκεί, μας έδωσαν φαγητό, μας μάλωσαν, μας βάλανε στη σειρά, μας βάλανε να δουλέψουμε, μας χώρισαν με την αδερφή μου. Δούλεψα στη Ρουμανία, έπειτα στην Ουγγαρία, στη Γερμανία...Έμαθα γράμματα, είχα ευκολία. Ξενύχταγα τη νύχτα και διάβαζα. Έκανα και μουσική, είχα σωστή φωνή. Έμαθα ότι η Μαρία μας πέθανε. Είχαμε χρόνια να ιδωθούμε (...) με έστειλαν εκεί, με πήγαν αλλού. Δύο χρόνια δούλεψα και άλλα τρία χρόνια δούλεψα, δούλεψα, δούλεψα".
Το μυθιστόρημα της Σαράντη, παρ' όλο ότι σαφώς έχει και πολιτικό χαρακτήρα, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Εστιάζει στα πρόσωπα, στις ζωές των ηρώων της, στις σκέψεις, στα διλήμματα, στις αντιθέσεις, στις αμφιβολίες, στις αμφιταλαντεύσεις, τις ρωγμές, τις συνέπειες των γεγονότων για τον μεμονωμένο άνθρωπο. Κι ίσως το τέλος, με τον Ηλία να βρίσκει τον έρωτα σε μιαν άλλη Λουκία, να είναι ο τρόπος για να κλείσουν οι ρωγμές που δίχασαν πρόσωπα, φίλους, έναν ολόκληρο λαό.
Μπορεί σήμερα, χρόνια μετά τον Εμφύλιο, οι πληγές από τον διχασμό εκείνο να έχουν κλείσει. Αλλά οι κοινωνικές, οι πολιτικές, οι ιδεολογικές ρωγμές δεν έπαψαν να υπάρχουν. Γι' αυτό το μυθιστόρημα της Σαράντη προσλαμβάνει μια διαχρονικότητα που, πέρα από τη λογοτεχνική του αξία, το καθιστά διαρκώς επίκαιρο.

Κυριακή, Μαρτίου 19, 2017

Ηλέκτρα

Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου
Ηλέκτρα
[Το δάκρυ της Αφρικής]
Ψυχογιός, 2017
"Ηλέκτρα" τιτλοφορεί το πιο πρόσφατο βιβλίο της η πολυγραφότατη, καταξιωμένη, δημοφιλής συγγραφέας Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου. Ηλέκτρα ονομάζεται το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο σ' όλο το βιβλίο. Όμως, πλάι στην Ηλέκτρα, θα 'λεγα πως συμπρωταγωνιστής είναι η ίδια η Αφρική. Η χώρα στην οποία η συγγραφέας έζησε για χρόνια, που την αγάπησε με πάθος, που οι εμπειρίες της από τη ζωή της εκεί στάθηκαν πηγή έμπνευσης για μερικά από τα καλύτερά της μυθιστορήματα και διηγήματα.
Ξεκινώντας από το 2014 η εξηνταεφτάχρονη τώρα Ηλέκτρα, αιχμάλωτη της Μπόκο Χαράμ, της εγκληματικής αυτής Ισλαμικής οργάνωσης, μετατοπίζεται από το παρόν στο παρελθόν παρασύροντάς μας σε μια ανάγνωση περιπέτειας, ενδοσκόπησης, ανάμνησης  ενός ειδυλλιακού παρελθόντος και εμπειρίας ενός σκοτεινού, επίφοβου παρόντος. Οι πληροφορίες για την ίδρυση, τους στόχους και τη δράση της Μπόκο Χαράμ που δρα κυρίως στην πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής, τη Νιγηρία, εναλλάσσονται με περιγραφές της σαγηνευτικής φύσης της Αφρικής, με ένα ρομάντζο και προπάντων με την τρομακτική περιπέτεια μιας ομάδας τελειοφοίτων μαθητών της Αμερικανικής Ιεραποστολικής Σχολής, όπου η Ηλέκτρα διδάσκει Τέχνη. Σε μια εκδρομή αυτών των παιδιών "μαχητές" της Μπόκο Χαράμ επιτίθενται στην κατασκήνωσή τους, σκοτώνουν τα αγόρια και απάγουν τα κορίτσια, μαζί και τη δασκάλα τους, την Ηλέκτρα, που αρνείται να δραπετεύσει μαζί με δυο από τα παιδιά που το κατάφεραν, μένοντας να προστατεύει τις μαθήτριές της. Με αποτροπιασμό παρακολουθούμε στη συνέχεια τα όσα διαδραματίζονται, αλλά και με θαυμασμό για την αγωνιστικότητα, το θάρρος, την προσπάθεια επιβίωσης. Στο στρατόπεδο, όπου τις μεταφέρουν, πολλές άλλες γυναίκες είναι συγκεντρωμένες, άλλες αιχμάλωτες κι άλλες που ανήκουν στην οργάνωση. Βιασμοί, πώληση των κοριτσιών που θα καταλήξουν στα χαρέμια σεΐχηδων ή οίκους ανοχής, εξαναγκασμός άλλων να ζωστούν τα εκρηκτικά και να γίνουν ζωντανές βόμβες περιγράφονται με δυνατές, ρεαλιστικές εικόνες. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον αγωνιώντας κι αυτός μαζί με τις αιχμάλωτες μαθήτριες. Θα μπορέσουν να σωθούν; Όλες ή μερικές; Τι θα απογίνει η Ηλέκτρα; Θα προλάβει να επέμβει έγκαιρα ο στρατός της χώρας;
Όμως πλάι στην τραγική περιπέτεια προβάλλει πάντα η Αφρική. Με εναλλασσόμενη αφήγηση από το παρόν στο παρελθόν, πότε σε πρώτο και άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο, η συγγραφέας μας μεταφέρει χρόνια πίσω, όταν η Ηλέκτρα, νέα κοπέλα, παντρεύτηκε τον Ηλία και τον ακολούθησε στη Νιγηρία κι όπως πολλοί άλλοι μαγεύτηκε απ΄ αυτή τη χώρα. "Για κάποιον παράξενο λόγο τα μάγια της Αφρικής κρατούν δεμένο κάθε λευκό που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του σ' αυτή την ήπειρο", γράφει στην εισαγωγή της.
Αυτά τα "μάγια" κατορθώνει να μας μεταγγίσει η Γιόλα. Η Αφρική προβάλλει σε κάθε σχεδόν σελίδα του βιβλίου. Η φύση της, τα φαγητά, οι φυλές, η διαφορετική νοοτροπία, η θέση της γυναίκας. η μαύρη μαγεία, η ένοπλη ληστεία, κίνδυνοι και ομορφιά συνθέτουν την εικόνα που κρατά αιχμάλωτο τον λευκό όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η επιστροφή στην πατρίδα που όλοι νοσταλγούν δεν τους δίνει την ικανοποίηση που περίμεναν. Μπορεί ακόμα κάποτε να πεθάνει κάποιος από μαρασμό, όπως ο Ηλίας.
Η δράση της Μπόκο Χαράμ δεν στέκεται ικανή να ακυρώσει τη γοητεία που η Αφρική ασκεί σε όσους έζησαν εκεί. "Αφρική είναι η γοητεία να προσπαθείς να κατακτήσεις το άγνωστο, αυτό που σου αντιστέκεται, να το καταλάβεις και να ζυμωθείς μαζί του... Να ζεις επικίνδυνα. Είναι η περιπέτεια, είναι οι φιλίες που δημιουργείς με ανθρώπους από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, είναι οι γνώσεις και οι εμπειρίες που κερδίζεις από έναν τρόπο ζωής που δεν συναντάς πουθενά. Είναι τα αθώα μάτια ενός παιδιού που δεν έχει τίποτα και δεν ζητά τίποτα παρά μόνο λίγο φαΐ, ένα παιχνίδι, μια αγκαλιά, και σου χαρίζει χιλιάδες φωτεινά χαμόγελα. Είναι όλα αυτά και κάτι παραπάνω που δεν μπορείς να το εκφράσεις με λόγια".
Η "Ηλέκτρα" είναι ένα ωραίο, δυνατό μυθιστόρημα, στο οποίο ο συνδυασμός ρεαλισμού και μυθοπλασίας, εγκληματικής δράσης και ρομαντισμού, επικινδυνότητας και ομορφιάς, συνθέτουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, γοητευτικό ανάγνωσμα.

Παρασκευή, Μαρτίου 10, 2017

Αστροφεγγιά

Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου
Αστροφεγγιά
(Η ιστορία μιας εφηβείας)
Εκδόσεις της Σχολής ΙΜΠ
Αθήνα 2011
Πρώτη έκδοση, 1945
Αν ήθελα να δώσω τον πιο σύντομο χαρακτηρισμό γι' αυτό το βιβλίο, θα έλεγα: " Ένα βιβλίο που στάζει θλίψη". Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1945, το χρονικό πλαίσιο όμως της υπόθεσης είναι τα χρόνια λίγο πριν και λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.
Παρ' όλο που οι ήρωές του είναι νέα παιδιά που τελειώνουν το σχολείο το 1919, ταυτόχρονα σχεδόν με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, παρ' όλο που τα νέα αυτά παιδιά διακατέχονται από τη χαρά της ζωής και κάνουν όνειρα για το μέλλον, εντούτοις η θλίψη, η μελαγχολία, η διάψευση, ο θάνατος, είναι διάχυτα στο βιβλίο.
Κεντρικός ήρωας, που με τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει συμβάλλει στη δημιουργία αυτής της μελαγχολίας, είναι ο Άγγελος Γιαννούζης. Άριστος μαθητής, αλλά φτωχός και άσχημος, νιώθει πολύ μειονεκτικά απέναντι στην ομάδα των συμμαθητών και φίλων του, παρ' όλο που εκείνοι τον δέχονται στην παρέα τους. Ιδιαίτερα λειτουργεί μια σχέση έλξης-απώθησης με τον φίλο του, το πλουσιόπαιδο Νίκο Στέργη. Ο Στέργης τον βοηθά οικονομικά, θα του βρει και μια θέση στις επιχειρήσεις του πατέρα του, αλλά ίσα-ίσα γι' αυτό τα συναισθήματα μειονεκτικότητας του Γιαννούζη γίνονται ακόμα εντονότερα. Αγαπά την ωραία της συντροφιάς, τη Δάφνη, πώς μπορεί όμως να ανταγωνιστεί τον Στέργη;
Πολλά άλλα πρόσωπα πλαισιώνουν τους τρεις νέους. Είναι ο αμοραλιστής Πετρόπουλος, ο Αργύρης που ονειρεύεται να μπαρκάρει για τις μακρινές θάλασσες, είναι η Λένα, η Δάφνη, η Έρση, ο φυματικός Πασπάτης, ο Αλέξης, παθιασμένος με το θέατρο και πολλοί άλλοι. Συναντάμε και το καφενείο "Ο Μαύρος Γάτος" με συζητήσεις για ποίηση. Καταφανής η παρουσία του Καρυωτάκη, αν και βέβαια δεν κατονομάζεται.
Μια αστροφώτιστη νύχτα, σε μια σύναξή τους στο κτήμα του Στέργη τα νέα παιδιά διαλέγουν το άστρο τους. "Η λαμπρότατη στροφεγγιά γεμίζει ευλογίες τα όνειρά τους".
Όταν αποφοιτούν, οι δρόμοι τους χωρίζουν. Πολλοί γράφονται στο Πανεπιστήμιο, όχι όλοι στις ίδιες σχολές. Ο Άγγελος γράφεται στη φιλολογία. Με χίλιες δυο στερήσεις, δουλεύοντας ταυτόχρονα, προσπαθεί να πάρει το πτυχίο του. Μα ο πόλεμος που τέλειωσε το '18, θα συνεχιστεί για τα  νιάτα της Ελλάδας με άλλη μορφή. Με μεγάλη συντομία, γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος του, ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος αναφέρεται στη Μικρασιατική Εκστρατεία, στη συμμετοχή του Γιαννούζη σ' αυτήν, απ' όπου γυρίζει με φυματίωση, στην προσφυγιά που κατακλύζει την Ελλάδα.
Το βιβλίο είναι πλημμυρισμένο από θλίψη, αλλά ταυτόχρονα και από τη χαρά και τα όνειρα της νιότης, που ο συγγραφέας εκφράζει με την ποιητικότητα που της ταιριάζει: "Όλος ο δρόμος σπάρθηκε κόκκινα γέλια, λουλούδια της νιότης, που πέφταν ανέμελα δω και κει-κ' οι λόφοι κατέβαζαν δροσιά κ' ήταν τόσο γλυκό να νιώθει κανένας τα δεκαοχτώ του χρόνια να πιπερίζουν!"  "Ο κόσμος όλος είναι δικός μας. Θ' ανοίξουμε τα χέρια, θα τ' ανοίξουμε πολύ, για να τον χωρέσει η αγκαλιά μας".
Ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει στον πρόλογό του: [θέλησα να δώσω] την πονεμένη ψυχογραφία της  γενιάς, που βγήκε από την κόλαση του πρώτου παγκόσμιου πολέμου βαθιά πληγωμένη, αλλά και με μια σφραγίδα προσδοκίας στο μέτωπο".
Ασφαλώς υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο. Μικρή όμως θα ήταν η αξία τους αν ήταν αποκλειστικά βιογραφικά ή αν αφορούσαν μόνο τη γενιά εκείνη. Γράφει, πολύ σωστά, ο επιμελητής της τελευταίας έκδοσης, Θεοδόσης Πυλαρινός: "Έτσι, κλιμακωτά, από το απτό και συγκεκριμένο η Αστροφεγγιά κορυφώνεται στο παναθρώπινο, ως μήνυμα αγάπης για τον πάσχοντα άνθρωπο (...) και μέσα από την Αστροφεγγιά του ακούγεται σπαρακτικά η κραυγή για την τραγική μοίρα του ανθρώπου κάθε εποχής, όλων των εποχών".

Σημ. Το μυθιστόρημα έχει οριστεί ως λογοτεχνικό βιβλίο για τη Γ' Λυκείου των σχολείων της Κύπρου για την επόμενη σχολική χρονιά. Είναι άραγε το καταλληλότερο;

Παρασκευή, Μαρτίου 03, 2017

Επιβάτες φορτηγών

Κώστας Λυμπουρής
Επιβάτες φορτηγών
Πάπυρος, 2017
"Στα φορτηγά, ανεβείτε στα φορτηγά". Είναι η διαταγή που δίνεται το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 στους συγκεντρωμένους εφέδρους στο χωριό Δίκωμο. Φορτηγά που θα διέσχιζααν το βουνό, θα πήγαιναν εκεί που γινόταν η εισβολή, με τους άντρες χωρίς στρατιωτική στολή, χωρίς όπλα, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Επιβάτης των φορτηγών και ο συγγραφέας, ξαναγυρίζει με τη μνήμη 42 χρόνια πίσω. Θυμάται, καταγράφει...
Στο μυθιστόρημα θα ταίριαζε ο τίτλος "Πόλεμος και ειρήνη". Ο κεντρικός ήρωας, ο Στέφανος, σε μια επίσκεψη στο κατεχόμενο χωριό του μαζί με τη γυναίκα του, στέκεται μπροστά στο σπίτι του. "Φαινόταν κατοικίσιμο. Παλιό σπίτι, φτιαγμένο με πλιθάρι, συντηρημένο κάπως, έστεκε καλά. Με την πρώτη ματιά του φάνηκε μικρότερο απ' ό,τι το θυμόταν. Ήταν η ίδια βέβαια αίσθηση που ένιωσε και για τα άλλα σπίτια, τους δρόμους, τις πλατείες, το σχολείο, την εκκλησία. Συνηθισμένος τώρα πια με άλλα μεγέθη, όλα του φαίνονταν μικρότερα. Θυμήθηκε τον στίχο του Σεφέρη "τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση", από το ποίημα "Ο γυρισμός του ξενιτεμένου". 
Και τότε οι αναμνήσεις τον πλημμυρίζουν. Τα ανέμελα παιδικά χρόνια, η ζωή στο χωριό, οι φίλοι, τα παιγνίδια, τα πρώτα διαβάσματα, η οικογένεια, ο άρρωστος αδελφός, η γειτονιά, οι γυναίκες που "έκοβαν φιδέ", ο αργαλειός και η υφαντική, οι μεταξοσκώληκες, το μάζεμα των ελιών και η μυρωδιά του φρέσκου ελαιόλαδου, ο σκύλος και οι κότες, τα δέντρα της αυλής, οι πρώτοι δειλοί εφηβικοί έρωτες, το νεανικό ημερολόγιο, οι αγαπημένες μορφές του εργατικού πατέρα και της αεικίνητης μάνας, όλα ξανάρχονται με μια διαύγεια που ξαφνιάζει και τον ίδιο.
Κι ανάμεσα σ' όλη αυτή την ευτυχισμένη ζωή που η αναπόληση την κάνει να φαντάζει ακόμα πιο ευτυχισμένη ξεπροβάλλουν τα ιστορικά ορόσημα: Ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ο ηρωικός θάνατος του Κυριάκου Μάτση όπως τον έζησε ο οχτάχρονος τότε Στέφανος, οι τουρκικές προετοιμασίες και τα απειλητικά σύννεφα που πλησίαζαν. Κι ύστερα η σκέψη του Στέφανου ανεξέλεγκτη πετάει στο '74, στο πραξικόπημα, στην προδοσία, τη θυσία τόσων παλικαριών, στους αιχμαλώτους, στους αγνοούμενους.
Με ιδιαίτερη συγκίνηση στάθηκα σε δυο σκηνές. Στην πρώτη ο Στέφανος βρίσκεται τον Σεπτέμβρη του '74 στη Ξενοδοχειακή Σχολή στη Λευκωσία, όπου θα κατέφθαναν οι πρώτοι αιχμάλωτοι που άφησαν ελεύθερους οι Τούρκοι. Η εικόνα του συγκεντρωμένου πλήθους, η αγωνία, οι ανυψωμένες φωτογραφίες, η χαρά της απελευθέρωσης, αλλά και η απελπισία όσων δεν είδαν τους δικούς τους να επιστρέφουν, έχουν τόση περιγραφική δύναμη που ξεπερνά ακόμα και τη δύναμη της εικόνας. Αδύνατο να μείνει κανείς ασυγκίνητος.
Η δεύτερη σκηνή διαδραματίζεται στο εργαστήριο της Διερευνητικής Επιτροπής για τους αγνοουμένους. Εκεί όπου, δεκαετίες μετά την εισβολή, οι επιστήμονες προσπαθούν να αναγνωρίσουν τα οστά και να τα αποδώσουν στους συγγενείς για την ταφή.
"Ξέρετε αν είναι Έλληνες ή Τούρκοι;" ρωτά ο Στέφανος την υπεύθυνη που τον ξεναγεί στον χώρο.
"Σ' αυτό το τραπέζι δεξιά, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι είναι Έλληνες. Βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο κοντά στη Μια Μηλιά και δεν υπάρχουν πληροφορίες ότι έγιναν εκεί άλλες ταφές. Στο άλλο τραπέζι, εκεί στη γωνιά, υποθέτουμε ότι είναι μόνο Τουρκοκύπριοι, αφού βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο, κοντά σε χωριό, έξω από τη Λεμεσό, και πάλι σύμφωνα με πληροφορίες. Εδώ όμως, μπροστά μας, στο ένα τμήμα, τα κόκαλα είναι μεικτά, γιατί προήλθαν από πηγάδι όπου ρίχτηκαν και δικοί μας και Τουρκοκύπριοι".
Στάθηκα με δάκρυα ώρα πολλή σ' αυτή τη σκηνή. Πόσο θα 'θελα να μπορούσαν να τη διαβάσουν και να τη νιώσουν όλοι οι "πατριώτες", Έλληνες και Τούρκοι, όλοι οι πολιτικοί, αν είναι δυνατό όλου του κόσμου.
"Τα ματσικόριδα ευδοκιμούν πάντα στο Δίκωμο και μυρίζουν πάντα τόσο μεθυστικά". Όμως κάποιοι δεν θα ξανανιώσουν ποτέ αυτή τη μυρωδιά.
Οι "Επιβάτες φορτηγών" είναι ένα βιβλίο που υπομιμνήσκει "οικεία κακά". Αλλά πάνω απ' όλα είναι ένα βιβλίο αγάπης για τον τόπο και τον Άνθρωπο.