Σάββατο, Ιουλίου 16, 2011

Στο τέλος της γης

Είναι περίεργο και παράδοξο πώς λειτουργεί η μνήμη, πώς επιλέγει τι θα κρατήσει και τι θα απορρίψει, πώς συνδέει και πώς ανακαλεί  φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους γεγονότα.
 Πολλά βιβλία έχουν συνδεθεί άρρηκτα με συγκεκριμένες στιγμές της ζωής μου, αν και δεν σχετίζονταν μ' αυτές, παρά μόνο ως προς τη χρονική συγκυρία της ανάγνωσής τους. Για παράδειγμα, θυμάμαι ότι διάβαζα "Το Μαγικό Βουνό" καθισμένη για ώρες σ' ένα παλιό μπαλκόνι αντικρίζοντας τη θάλασσα, κι αυτή η εικόνα έρχεται πάντα στη σκέψη κάθε φορά που θυμάμαι το συγκεκριμένο βιβλίο. Όταν γίνεται λόγος για "Τα σταφύλια της οργής" ξαναθυμάμαι τη γέννηση του πρώτου μου παιδιού, γιατί αυτό το βιβλίο διάβαζα όταν άρχισαν οι πόνοι (και βεβαίως ποτέ δεν τέλειωσα, ίσως είναι καιρός να το κάνω). Πλάι στο κρεβάτι του βαριά άρρωστου συζύγου μου θυμάμαι ότι διάβαζα την ιστορία του Εδουάρδου και της Γουόλις Σίμσον (δεν θυμάμαι τον τίτλο, δεν βρίσκω το βιβλίο, ίσως να ξέμεινε στο δωμάτιο του νοσοκομείου του Λονδίνου).
Και τώρα, τώρα πώς θα μπορέσω να ξαναπάρω στα χέρια μου, ή να δω ή ν' ακούσω για το μυθιστόρημα του Ισραηλινού Νταβίντ Γκρόσμαν χωρίς να αναπολήσω το μαύρο πρωινό της 11ης Ιουλίου, όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του τόπου μας; Οι στίχοι του Νικηφόρου Βρεττάκου στριφογυρίζουν από κείνο το πρωινό αδιάκοπα στη σκέψη μου:
"...Κύπρος εσύ, παραφόρτωσες την καρδιά μου μ' ερείπια και με άτακτα ριγμένους νεκρούς..."
Κι όταν τα ερείπια και οι νεκροί είναι σε καιρό πολέμου, κάπως μπορεί να γίνουν αποδεκτά. Αλλά όταν συμβαίνουν σε καιρό ειρήνης, όταν οφείλονται στην ανευθυνότητα, στη βλακεία, στις λανθασμένες πολιτικές εμμονές, τότε αγανακτείς, επαναστατείς, δεν μπορείς να δεχτείς το ασύλληπτο γεγονός. Νέοι άνθρωποι κομματιασμένοι, νεκροί, πάνω από τη μισή μας ηλεκτρική ενέργεια χαμένη, τεράστια οικονομική και οικολογική καταστροφή. Οι τηλεοπτικές μας οθόνες μέρες τώρα γεμίζουν από κηδείες, από θρήνο, από το μαύρο του πένθους και τους αχρείαστους τσακωμούς των πολιτικών.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα συνέχισα να διαβάζω το "Στο τέλος της γης" (Καστανιώτης 2011, μετ. Λουίζα Μιζάν). Ίσως γιατί ταίριαζε τόσο πολύ με ό, τι συνέβαινε γύρω μου. Ένα βιβλίο 752 σελίδων χωρίς ουσιαστικά υπόθεση, εννοώ χωρίς δράση, με κεντρικό πρόσωπο μια μάνα που ο γιος της, έχοντας τελειώσει την τρίχρονη στρατιωτική του θητεία, ξαναπάει να συμμετάσχει εθελοντικά σε μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση. Πρόκειται για "τον πόλεμο των έξι ημερών", όπως έγινε γνωστή εκείνη η φάση του ισραηλινού πολέμου με την Αίγυπτο.
Η μάνα είναι η Όρα. Ο σύζυγός της, που την έχει εγκαταλείψει, και ο μεγαλύτερος γιος της τριγυρίζουν κάπου στη Νότιο Αμερική. Η Όρα, όταν ο μικρότερος γιος της, ο Όφερ, πάει να υπηρετήσει ξανά, δεν μπορεί να ησυχάσει. Αγωνιά, φοβάται, τρέμει στην πιθανότητα να της ανακοινώσουν το θάνατο του γιου της. Και τότε μια ιδέα αστράφτει μέσα της: "...αυτή η πόρτα όμως θα παραμείνει κλειστή και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα και την άλλη βδομάδα και τις άλλες δυο βδομάδες, και τα μαντάτα δεν θα παραδοθούν, γιατί για να παραδοθούν μαντάτα χρειάζονται πάντα δύο, σκέφτηκε η Όρα, ένας που τα δίνει κι ένας που τα λαμβάνει, κι αυτά τα μαντάτα δεν θα υπάρχει κανένας να τα λάβει, και γι' αυτό δεν θα παραδοθούν, κι αυτή η σκέψη άστραψε ξαφνικά με μια λάμψη που όλο και δυνάμωνε από τη μια στιγμή στην άλλη πετώντας σπίθες σαν βελόνες σε μια έξαλλη χαρά, αφού το σπίτι είναι ήδη κλειστό και ασφαλισμένο πίσω της".
Και φεύγει. Μ' ένα εκδρομικό σακίδιο και μ' ένα δεύτερο που θα δώσει στον Άβραμ, παλιό φίλο και εραστή της, τριγυρίζει για μέρες στη χώρα. Κουβεντιάζει, σκέφτεται, κάποτε γράφει. Μέσα από τη σκέψη προσπαθεί να ξαναζήσει όλη τη ζωή του γιου της και να τον κρατήσει έτσι ζωντανό. Όλο το βιβλίο είναι αυτή η περιπλάνηση, η σκέψη και η ανάπλαση της ζωής της, με κέντρο πάντα τον Όφερ.
Είναι ένα βιβλίο που χρειάζεται πολύ χρόνο και πολλή υπομονή για να το τελειώσει κανείς. Ο Γκρόσμαν γράφει όπως θα κεντούσε ένα λεπτοδουλεμένο κέντημα. Είναι απίστευτες οι λεπτομέρειες με τις οποίες περιγράφει αναμνήσεις, σκηνές από τη ζωή του παιδιού της, χωρίς να γίνονται κουραστικές για τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, η περιγραφή της μέρας που ο Όφερ έκανε τα πρώτα του βήματα κρατάει πέντε σελίδες (!) γεμάτες από λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις.
Το "Στο τέλος της γης" δεν είναι ένα βιβλίο που περιγράφεται. Είναι ένα βιβλίο που νιώθεται. Βαθύτατα αντιπολεμικό, ανατρέπει την εικόνα που συνήθως έχουμε για τους σκληρούς, τιμωρούς Ισρηλινούς που με προθυμία πάνε στον πόλεμο. Είναι η ανθρώπινη πλευρά της μάνας, της κάθε μάνας που αγωνιά για τη ζωή του παιδιού της.
Εν τέλει γίνεται ένα βιβλίο τραγικό καθώς, ενώ ο Γκρόσμαν το έγραφε, ο μικρότερος γιος του σκοτώθηκε. Γράφει σ' ένα σύντομο επίλογο: "Στις 12 Αυγούστου 2006, τις τελευταίες ώρες του Δεύτερου Πολέμου στο Λίβανο, ο Ούρι σκοτώθηκε στο νότιο Λίβανο (...) Με τη λήξη του επταήμερου πένθους στο σπίτι, επέστρεψα στο βιβλίο. Το μεγαλύτερο μέρος του είχε ήδη γραφτεί. Αυτό που άλλαξε, πάνω απ' όλα, ήταν ο απόηχος της πραγματικότητας μέσα στον οποίο γράφτηκε η τελική εκδοχή του".


Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2011

Ίχνη ρήγματος

Το "Ίχνη ρήγματος" της Nancy Huston (Άγρα, 2008, μετ. Ειρήνη Τσολακέλλη) είναι μια ιστορία τεσσάρων γενεών, αφηγημένη από εξάχρονα παιδιά, ένα από κάθε γενιά. Η αφήγηση γίνεται σε παροντικό χρόνο, ένα παρόν διαφορετικό για κάθε παιδί,  που πάει αντίστροφα στο χρόνο.
Αφηγητής στο πρώτο κεφάλαιο είναι ο Σολ, ένα ιδιοφυές, χαρισματικό παιδί του 2004. Το δεύτερο κεφάλαιο καλύπτει η αφήγηση του Ράνταλ, πατέρα του Σολ, τοποθετημένη το 1982, όταν ο Ράνταλ ήταν έξι χρόνων. Η τρίτη στη συνέχεια αφήγηση είναι της Σέιντυ, μητέρας του Ράνταλ, όταν εκείνη το 1962 ήταν έξι χρόνων και, τέλος, οπισθοδρομώντας φτάνουμε στο 1944-45, όταν η προγιαγιά, η Κριστίνα, ήταν στην ίδια ηλικία.
Υπάρχει ομολογουμένως μια πρωτοτυπία στην ανάδρομη αυτή αφήγηση. Η περιέργεια και το ενδιαφέρον του αναγνώστη διεγείρεται για το παρελθόν των προσώπων που στο πρώτο κεφάλαιο εμφανίζονται ενήλικες ή υπερήλικες. Προπάντων γιατί αφήνονται υπονοούμενα για οικογενειακά μυστικά που θα αποκαλυφθούν στο τέλος.
Η παιδική ηλικία κάθε γενιάς έχει ασφαλώς κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και πλήθος διαφορές, οφειλόμενες στο διαφορετικό χρονικό, τοπικό ή οικογενειακό περιβάλλον. Το παιδί του 2004 δεν είναι όμοιο  με το παιδί του 1944, όπως και η προσωπική μας εμπειρία διδάσκει. Κι αυτό κατορθώνει να το αποδώσει με επιτυχία η συγγραφέας.
Μέσα από τις τέσσερις αφηγήσεις περνάνε τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν μισό αιώνα ζωής. Ο Σολ του 2004 παίζει με τους υπολογιστές, θυμάται την 11η Σεπτεμβρίου, ζει τον πόλεμο του Ιράκ. Ο Ράνταλ του 1982 παίζει με Playmobil  και lego κι όταν η οικογένεια μετακομίζει για ένα χρόνο στο Ισραήλ, εικόνες από την εκεί ζωή και τον πόλεμο Ισραηλινών-Αράβων προστίθενται στην αφήγηση. Οι δραστηριότητες ενός εξάχρονου κοριτσιού του 1962 και σημαντικά γεγονότα της εποχής μας δίνονται μέσα από την αφήγηση της Σέιντυ: "(Ο παππούς) ανοίγει την τηλεόραση για να παρακολουθήσει το βραδινό δελτίο ειδήσεων. Μαθαίνουμε (...) ότι το τείχος του Βερολίνου αποπερατώθηκε και ότι ο πρόεδρος Κέννεντυ θέλει να τιμωρήσει την Κούβα επειδή αιχμαλώτισε όλα τα γουρούνια που έστειλε πέρυσι εκεί. Ξεσπούν διαρκώς διαμάχες, σχεδόν παντού στον κόσμο, δεν μπορώ να τις καταλάβω, αλλά κάθε φορά που είναι εδώ η μαμά πυροδοτούν έναν καβγά, για παράδειγμα εκείνη αγανακτεί που η Αμερική ξοδεύει μια περιουσία για να στείλει πυραύλους στο διάστημα, ενώ εκατομμύρια πολίτες της είναι φτωχοί και άνεργοι και μαύροι, θα είχα την τάση να συμφωνήσω μαζί της, αλλά οι γονείς της διαφωνούν και τη ρωτούν μήπως κατά τύχη έχει σκοπό να γίνει μια τιποτένια κομμουνίστρια".
Το βιβλίο κλείνει με την τέταρτη αφήγηση, της Έρρα (ή Κλαρύσα ή Κριστίνα) που μας μεταφέρει στις σκοτεινές μέρες του πολέμου στη Γερμανία και σε μια μαύρη σελίδα των Ναζί, όχι και τόσο γνωστή, αυτή του προγράμματος "γερμανοποίησης" ξένων παιδιών, αρπαγμένων από την Πολωνία, την Ουκρανία και αλλού.
Ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Η συγγραφέας βλέπει τα πράγματα μέσα από την αθώα ματιά εξάχρονων παιδιών, διατυπώνοντας με φαινομενική αφέλεια βαθείς προβληματισμούς είτε αυτοί αφορούν τις σχέσεις γονιών-παιδιών, είτε τη θρησκεία, τη γλώσσα ή τον πόλεμο. Γράφει: "Στην προσευχή ο παππούς ζητάει από το Θεό να προστατεύει τον πατέρα και τον Λόταρ από τον εχθρό και αυτό με ενοχλεί, διότι σίγουρα υπάρχουν οικογένειες στη Ρωσία οι οποίες του ζητούν να προστατεύσει τους δικούς τους άνδρες από τον εχθρό, μόνο που όταν λένε εχθρό, αναφέρονται σε μας, και στην εκκλησία όταν ο ιερέας λέει ότι πρέπει να προσευχόμαστε για τον Χίτλερ, σκέφτομαι τους ανθρώπους στις ρώσικες εκκλησίες οι οποίοι προσεύχονται για το δικό τους Ηγέτη και μπορώ να φανταστώ το δυστυχή Θεό, εκεί ψηλά στα σύννεφα, να πιάνει το κεφάλι του και να προσπαθεί να ευχαριστήσει όλο τον κόσμο και να αντιλαμβάνεται ότι απλούστατα αυτό είναι αδύνατο".
Υπάρχουν βέβαια στο βιβλίο σημεία κοινότοπα ή ανιαρά. Για παράδειγμα, η λεπτομερής περιγραφή του πώς τρώει το αυγό του ένα παιδί ή πώς αλλάζονται ή διπλώνονται τα σεντόνια δεν προσθέται τίποτα, εκτός από επέκταση της αφήγησης. Επίσης νομίζω θα μπορούσε η συγγραφέας να εκμεταλλευτεί περισσότερο τα ιστορικά στοιχεία κάθε εποχής. Δεν παύει όμως το "Ίχνη ρήγματος" να είναι ένα αξιόλογο ανάγνωσμα.