Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2008

Το όρος της σιωπής

Κυριάκος Μαρκίδης, Το όρος της σιωπής (Αναζητώντας την Ορθόδοξη Πνευματικότητα), Διόπτρα, 2004.
Το βιβλίο αυτό πρωτοεκδόθηκε στα Αγγλικά με τίτλο "The Mountain of Silence). Δεν είναι μυθιστόρημα, είναι, όπως λέει και ο υπότιτλος, ένα βιβλίο πνευματικής αναζήτησης. Ο συγγραφέας, Κύπριος, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Mein, αρχίζει το βιβλίο μιλώντας μας για την εσωτερική πορεία που ακολούθησε ο ίδιος, από τον αγνωστικισμό της πρώτης περιόδου της ζωής του, στις ανατολικές θρησκείες και στον υπερβατικό διαλογισμό, και από εκεί, μετά από μια επίσκεψη το 1991 στο Άγιον Όρος, στη χριστιανική πνευματικότητα. Η ζωή του, όπως λέει, άλλαξε άρδην μετά την επίσκεψή του εκεί και τη γνωριμία του μ' ένα Κύπριο, Αγιορείτη μοναχό, τον πατέρα Μάξιμο. Ψευδώνυμο, όπως και για πολλά άλλα πρόσωπα στο βιβλίο, αλλά που για μας εδώ στην Κύπρο είναι εύκολα αναγνωρίσιμα.
Ο Μαρκίδης αποφασίζει να επιστρέψει στο Άγιον Όρος και να μελετήσει σε βάθος τη μοναστική ζωή, πώς ζουν, τι πιστεύουν οι μοναχοί, τι είναι γενικά η χριστιανική μυστικιστική παράδοση. Στο μεταξύ ο πνευματικός του καθοδηγητής, π. Μάξιμος, έρχεται στην Κύπρο ως ηγούμενος μοναστηριού, κι έτσι ο Μαρκίδης, επωφελούμενος της εκπαιδευτικής του άδειας, το 1997 φθάνει κι εκείνος στο νησί. Συναντά τον Μάξιμο, γίνεται σωφέρ του και στις πολύωρες συζητήσεις τους, πότε οδηγώντας το αυτοκίνητο, άλλοτε σε μακρινούς περιπάτους, άλλοτε καθισμένοι ήρεμα στη σκιά ενός δέντρου, μυείται όλο και περισσότερο στην ορθόδοξη πνευματικότητα.
Εκείνο που καθιστά πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο του Μαρκίδη, είναι η σχεδόν μυθιστορηματική παρουσίαση των ιδεών του. Όχι μόνο γιατί διακρίνεται από έντονο βιωματικό χαρακτήρα, αλλά και γιατί είναι γεμάτο από ζωηρούς διαλόγους, περιγραφές χώρων, ακόμα και ιστορικά στοιχεία. Κυρίαρχη προσωπικότητα ο π. Μάξιμος, με τον οποίο ο συγγραφέας διαλέγεται, προβάλλει αντιρρήσεις, εκπροσωπώντας τον επιστημονικό ορθολογισμό, αλλά ταυτόχρονα ακούει προσεκτικά τον λόγο του, ενώ τον παρακολουθεί σ' όλη την πνευματική και κοινωνική του δράση στο νησί. Θέματα όπως η γνώση του Θεού, η αγιότητα και τα θαύματα, η δύναμη της προσευχής, οι άγγελοι και οι δαίμονες, οι κακοί λογισμοί και άλλα, συζητούνται μέσα στο ειδυλλιακό περιβάλλον των βουνών της Κύπρου.
Δεν μπορώ να πω ότι με έπεισε η επιχειρηματολογία του π. Μαξίμου, ούτε ότι μετέβαλα τον ορθολογιστικό τρόπο σκέψης μου. Όμως, βρήκα το βιβλίο ενδιαφέρον, γραμμένο με τρόπο ελκυστικό, με σχεδόν μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, με ωραίες περιγραφές, που μας βοηθά να κατανοήσουμε κάπως τον μοναστικό τρόπο ζωής και σκέψης.


Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2008

Ο κύριος Επισκοπάκης

Ανδρέας Μήτσου, Ο κύριος Επισκοπάκης-Η εξομολόγηση ενός δειλού, Καστανιώτης, 2007.
Διάβασα το σύντομο αυτό μυθιστόρημα (νουβέλα το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του), όταν πήρε το βραβείο αναγνωστών του Ε.ΚΕ.ΒΙ. για το 2007, περίεργη να δω γιατί το επέλεξαν οι αναγνώστες. Η απορία μου παραμένει και μετά την ανάγνωσή του, που γίνεται μέσα σε δυο ώρες το πολύ. (Να μην παρεξηγηθώ. Με κανένα τρόπο δεν συνδέω την αξία ενός βιβλίου με τον όγκο του).
Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο κεντρικός ήρωας, ο Άγγελος Επισκοπάκης, παντρεμένος σε δεύτερο γάμο και με μικρό παιδί, εξιστορεί την ερωτική σχέση του με την Αντιγόνη, μια οδοντίατρο, παντρεμένη και αυτή και με τρία παιδιά. Οι εβδομαδιαίες συναντήσεις τους κάθε Πέμπτη, που ο λιμενικός άντρας της έχει υπηρεσία, διακόπτονται από την παρεμβολή ενός Βούλγαρου μετανάστη, που με μαγνητοσκοπημένες τις συναντήσεις του παράνομου ζευγαριού, τους εκβιάζει, με αποτέλεσμα η Αντιγόνη να εγκαταλείψει τον Άγγελο και να στρέψει την εξωσυζυγική της δραστηριότητα στον αμόρφωτο, δύσμορφο, άξεστο Βούλγαρο. Κι όμως, δεν είναι ξεκάθαρο αν η στροφή της αυτή είναι αποτέλεσμα μόνο του εκβιασμού και όχι μιας πραγματικής προτίμησης. Θα επιστρέψει για λίγο και πάλι στον αφηγητή, αλλά στην πρότασή της να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους και να ζήσουν μαζί, εκείνος αρνείται. Η Αντιγόνη ξαναγυρίζει στον Βούλγαρο. Και ο σύζυγος, ειδοποιημένος από τον πρώτο εραστή, σκοτώνει το παράνομο ζευγάρι (Αντιγόνη-Βούλγαρο) καταλήγοντας στη φυλακή.
Δεν ξέρω γιατί άρεσε τόσο αυτό το βιβλίο. Παρά τις εγκωμιαστικές κριτικές, παρά το βραβείο αναγνωστών, αρνούμαι να δω σ' αυτό όλο το βάθος που του αποδίδουν, βρίσκοντας μάλιστα συμβολικότητα στα ονόματα (Άγγελος-άγγελος θανάτου, Επισκοπάκης-επισκοπεί τα πάντα, Αντιγόνη-αγέρωχη, αλαζονική [αλήθεια, τι ομοιότητα μπορεί να έχει η πολλαπλώς μοιχαλίδα με την αρχαία ηρωίδα (!)], ο Βούλγαρος Χελιδονόπουλος-φέρνει την Άνοιξη(!), Σωτήρης ο σύζυγος-ποιον σώζει;).
Κατά τη γνώμη μου είναι ένα ανάγνωσμα που κρατά μεν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αλλά μήπως το ενδιαφέρον των αναγνωστών ή ακροατών δεν κρατούν και όλα τα σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα και εκπομπές; Είμαι άραγε υπερβολικά αυστηρή στην κρίση μου, ή μήπως δεν κατάλαβα το "βαθύτερο νόημα" του βιβλίου; Είμαι έτοιμη να δεχτώ οποιοδήποτε αντίλογο.
Υ.Γ. Και μια άσχετη σκέψη που συχνά με απασχόλησε διαβάζοντας διάφορες κριτικές. Γιατί πρέπει να μπλεκόμαστε μέσα σε μαιάνδρους της σκέψης του κριτικού, γιατί λείπει η σαφήνεια και η απλότητα; Για παράδειγμα πόσες φορές πρέπει να διαβάσει κανείς την άποψη "η πικρή γεύση της αποτυχίας του ανθρώπου να ξεπεράσει την καρναβαλική έκφανση και να ουσιώσει το αγαθό είναι κι εδώ διάχυτη" και άλλες ανάλογες, για να καταλάβει τι θέλει να πει ο κριτικός;


Σάββατο, Ιανουαρίου 19, 2008

Αντισταθείτε με ένα ποίημα

Ανταποκρινόμενη στην ευγενική πρόσκληση της Εαρινής Συμφωνίας να αναρτήσουμε το αγαπημένο μας ποίημα, γράφω ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα. Είναι τόσο πολλά αυτά που αγαπώ, που δυσκολεύτηκα πολύ στην επιλογή. Κατέληξα όμως σ' ένα ποίημα του δικού μας (Κύπριου) Κώστα Μόντη που σε λίγο κλείνουν τέσσερα χρόνια από το θάνατό του.
ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΣΤΙΧΟΥΣ
όλοι εμείς που γράφουμε στίχους,
όλοι εμείς το διαμπερές τραύμα της Γης,
λευκοί και μαύροι και κίτρινοι,
"ανεπτυγμένοι" κι "υποανάπτυκτοι",
πλούσιοι και φτωχοί,
που τους γράφουμε απάνω στο χιόνι,
που τους γράφουμε απάνω στην άμμο,
απάνω στον ήλιο, απάνω στη βροχή,
απάνω στο πεζοδρόμιο,
απάνω στους χαρταετούς της καρδιάς μας,
απάνω στα υπόγεια της καρδιάς μας,
στα σαλόνια και στις σοφίτες,
με πέννα και με κάρβουνο,
όλοι εμείς που γράφουμε στίχους,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε στον ανοιχτό πίνακα,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε στον υπαίθριο πίνακα,
με τις κιμωλίες μας στεγνές ή βρεγμένες,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε με το αίμα μας
σε μια παντιέρα που δεν τη γνωρίσαμε ακόμα,
σε μια παντιέρα που τη ψάχνουμε ψηλαφητά μες στους αιώνες,
σε μια παντιέρα που μας αποκρύβεται
για να μην τελειώσει,
που μας ξέρει κι αποκρύβεται
για να μην την παρατήσουμε,
σε μια παντιέρα που δεν τη βλέπουμε
μα σφιγγόμαστε γύρω της,
που δεν τη βλέπουμε μα κρεμαζόμαστε απάνω της,
που δεν ξέρουμε αν υπάρχει μα δεν το συζητάμε.
Όλοι εμείς που γράφουμε στίχους
μποστά στο φεγγάρι ή στο εχτελεστικό απόσπασμα
κι ανακυκλωνόμαστε και δεν εκλείπουμε
απ' τον Όμηρο ή και πιο πριν ή και πάντα
μέχρι τον τελευταίο μας άσημο,
όλοι εμείς-τι σύμπτωση!
Χωρίς καμιά προσυνεννόηση,
χωρίς καμιά προεπαφή!
Τι παράξενη σύμπτωση, αδελφοί μου!

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2008

Το τελευταίο παραμύθι του Μιγκέλ Τόρρες ντα Σίλβα

Πρωτάκουσα γι΄αυτό το βιβλίο του Γερμανού Thomas Vogel (Κριτική, 2003) σε μια συναρπαστική διάλεξη του Τεύκρου Μιχαηλίδη (συγγραφέα του "Πυθαγόρεια εγκλήματα") που έδωσε πριν από λίγο καιρό εδώ στην Κύπρο και που είχε θέμα τη Μαθηματική Λογοτεχνία. Διάβασα ύστερα την παρουσίαση της Χριστίνας Παπαγγελή που στο σχόλιό μου ότι ψάχνω το βιβλίο κάπως με απογοήτευσε λέγοντάς μου ότι η έκδοση είναι εξαντλημένη. Το βρήκα όμως τελικά. Το διάβασα ένα κρύο γενναριάτικο απόγευμα απολαμβάνοντάς το στη ζεστασιά του σπιτιού, μια ατμόσφαιρα σε τέλεια αρμονία με το βιβλίο. Ένα βιβλίο που σε μεταφέρει στη χώρα των παραμυθιών ξανακάνοντάς σε παιδί. Νόμιζα πως άκουα τη γιαγιά μου ή μια θεία μου που διηγόταν πολύ όμορφα φανταστικές ιστορίες. Ένιωσα διαβάζοντάς το σαν να έπινα καθαρό, δροσερό νερό από βουνίσια πηγή. Έχει μια αθωότητα, μια αγνότητα καιρού αλλοτινού. Κι ανάμεσα στα παραμύθια μπλεγμένη και η γοητεία των αριθμών.
Τοποθετείται χρονικά στα 1770 περίπου. Ένας νεαρός, ο Μανουέλ, από τη Βόρεια Πορτογαλία έρχεται στην Κοΐμπρα να σποδάσει μαθηματικά με τη σκέψη ακόμα στον παππού του Μιγκέλ, που ήταν ένας καταπληκτικός παραμυθάς και που είχε πρόσφατα πεθάνει. (Τι σύμπτωση κι αυτή, να συναντώ μυθιστορηματικά την Πορτογαλία για δεύτερη φορά μέσα σε λίγο διάστημα μετά το εξαιρετικό "Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα!)
Ο Μανουέλ αναπτύσσει μια ιδιαίτερα φιλική σχέση με τον καθηγητή του και οι συζητήσεις τους πλημμυρίζουν πότε από μαθηματικά και πότε από τις ιστορίες του παππού, που ο εγγονός διηγείται εξίσου ωραία. Ο νεαρός είχε πάντα την περιέργεια να μάθει πώς τέλειωνε η τελευταία ιστορία που ο παππούς δεν πρόλαβε να τελειώσει, καθώς πέθανε ενώ τη διηγόταν. Θα μάθει το τέλος στην τελευταία σελίδα, όταν ζωή και φαντασία, μύθος και πραγματικότητα γίνονται ένα, "Το ένα συναντάει το άλλο", όπως συνήθιζε να λέει ο καθηγητής του.
Πέρα από τις όμορφες συζητήσεις δασκάλου-μαθητή γύρω από την αφήγηση και τα μαθηματικά, τα κεφάλαια του βιβλίου είναι επίσης τιτλοφορημένα με αριθμούς σύμφωνα με την ακολουθία του Φιμπονάτσι (κάθε αριθμός είναι το άθροισμα των δύο προηγούμενων: 1,2,3,5,8,13 κ.ο.κ. Δεν κατάλαβα όμως την παρεμβολή των αριθμών 10 και 15 που σπάζουν την ακολουθία).
Και τελικά, πώς συνδέονται τα μαθηματικά με τη λογοτεχνία; "Ο παππούς συμπλήρωσε με σιγανή και βαθιά φωνή, σαν να του έλεγε ένα μυστικό:"Με τα γράμματα και τις λέξεις φτιάχνουμε παραβολές, με τους αριθμούς στα μαθηματικά φτιάχνουμε εξισώσεις. Και στις δύο περιπτώσεις το πρόβλημα είναι να βρούμε τη λύση".


Τρίτη, Ιανουαρίου 08, 2008

Ελ Γκρέκο, Ο ζωγράφος του Θεού

Δημήτρης Σιατόπουλος, Ελ Γκρέκο, ο ζωγράφος του Θεού, Καστανιώτης, 2007 (πρώτη έκδοση 1977)
Δεν είδα την πολυδιαφημισμένη ταινία, προτίμησα να διαβάσω το βιβλίο πάνω στο οποίο είναι βασισμένη. Παρόλο ότι μου αρέσουν πολύ οι βιογραφίες, η συγκεκριμένη δεν μπορώ να πω ότι με άγγιξε ιδιαίτερα, αν και αναφέρεται σ΄ένα καλλιτέχνη που πολύ με συγκινεί. Δεν λέω ότι το βιβλίο είναι χωρίς ενδιαφέρον, θα πω όμως στο τέλος τις επιφυλάξεις μου.
Ο συγγραφέας αρχίζει παρουσιάζοντάς μας το νεαρό Δομήνικο (ή Μενέγο, όπως τον έλεγαν στην Κρήτη) να έχει ήδη αποκτήσει φήμη καλού ζωγράφου στο Ηράκλειο της βενετοκρατούμενης Κρήτης. Ήδη ζει από την τέχνη του, που πρωτοδιδάχτηκε στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης. Έχει δεσμό με μια όμορφη νεαρή, την Αρετή, αλλά ούτε γι' αυτήν ούτε για καμιά άλλη γυναίκα ως το τέλος της ζωής του θα δεχτεί να δεθεί με τα δεσμά του γάμου, παρόλο ότι στην Ισπανία θα συνδεθεί με τη Χουανίτα, θα ζήσει μαζί της σχεδόν 40 χρόνια και θ' αποκτήσει ένα γιο.
Ήδη όμως η αφοσίωση στην τέχνη, η λαχτάρα για νέους ορίζοντες τον οδηγεί το 1566 από την Κρήτη στη Βενετία. Ο ξακουστός ζωγράφος Τιτσιάνο, στον οποίο απευθύνεται αρχικά, αρνείται να τον δεχτεί ως μαθητευόμενο στο εργαστήρι του, λέγοντας: "Βρίσκεται μακριά, πολύ μακριά η ζωγραφική σου από τις δικές μας τεχνοτροπίες. Βλέπω σ' αυτήν τα δεσμά της μάνας σου γης. Ολόκληρη την κρητοβυζαντινή παράδοση. Με τα πολυαγαπημένα σας κίτρινα και τις τέμπερες. Δεν μπορείς να δουλέψεις μαζί μας, νέε μου. Έχεις ταλέντο. Κι αν αλλάξεις γραμμή κάποια μέρα κάπου θα φτάσεις. Τα φτερά των αγγέλων δεν χρειάζεται να είναι τόσο γνήσια, φτάνει να φαίνονται ωραία."
Η γνωριμία και ο δεσμός του με μια άλλη κοπέλα, τη Λάουρα, θα σταθεί αφορμή να γνωρίσει έναν άλλο μεγάλο ζωγράφο, τον Μπασάνο, κοντά στον οποίο και θα εργαστεί. Θα τον δεχτεί αργότερα και ο Τιτσιάνο, ενώ παράλληλα ο Δομήνικος δουλεύει και μόνος του, στο δικό του εργαστήρι, με τη δική του τεχνοτροπία.
Εγκαταλείπει τη Λάουρα και τη Βενετία και με μια άλλη γυναίκα τώρα, τη Φραντζέσκα, φεύγουν για τη Ρώμη. Σύντομα κι εκεί στερεώνεται κι απλώνεται η φήμη του. Κι είναι ανάμεσα στους ζωγράφους που συνεδριάζουν για να αποφασίσουν πάνω στην επιθυμία του Πάπα να σκεπαστούν τα γυμνά σώματα που παριστάνονται στα φρέσκο της Καπέλα Σιξτίνα! Η αιρετική άποψη του Θεοτοκόπουλου και η εξαιτίας της διαγραφή του από το συνδικάτο των ζωγράφων ίσως στάθηκε η αφορμή για να εγκαταλείψει τη Ρώμη για τη Μαδρίτη και την Ισπανία. Εκεί θα ζήσει ως το τέλος της ζωής του ζωγραφίζοντας αδιάκοπα, πότε για προσωπικές παραγγελίες, πότε για το ανεγειρόμενο τότε μοναστηροπάλατο, το Εσκοριάλ (τι κρίμα που όταν πήγα εκεί ή δεν μας δόθηκε αυτή η πληροφορία ή εγώ δεν έδωσα σημασία, να προσέξω καλύτερα το ναό του Αγίου Λαυρεντίου κι όλα τα άλλα έργα του μεγάλου Κρητικού) και πότε βέβαια στο Τολέδο, το οποίο γίνεται η μόνιμη πατρίδα του ως το 1614 που πεθαίνει.
Από τα θετικά του βιβλίου είναι η αναφορά σε πάρα πολλούς πίνακες. Ωραίες στιγμές είναι επίσης οι απόψεις του για την τέχνη του (σ. 245) ή ακόμα οι σκηνές όπου υπερασπίζεται αυτή την τέχνη τόσο στη συζήτηση για την Καπέλα Σιξτίνα, όσο και κατά τη δίκη στην οποία βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τη Μητρόπολη του Τολέδο, που αρνείτο να τον πληρώσει για τη σύνθεση "Εσπόλιο".
Οι επιφυλάξεις μου για το βιβλίο αφορούν δύο σημεία: Πρώτο, τους διαλόγους που υπεραφθονούν στο μυθιστόρημα. Η αφθονία τους νομίζω μειώνει την αξιοπιστία της βιογραφίας. Ίσως να οφείλεται στα τόσο ελλιπή στοιχεία που έχουμε για τη ζωή του Θεοτοκόπουλου ή γιατί αρχικά το μυθιστόρημα παρουσιάστηκε ως θεατρικό κείμενο για το ραδιόφωνο (1975).
Η δεύτερη επιφύλαξή μου αφορά το ύφος και τη γλώσσα. Δεν με βρίσκει σύμφωνη η ανάμειξη Κρητικών λέξεων και εκφράσεων, τη στιγμή που δεν μπορούμε να αναπλάσουμε ακριβώς τον προφορικό λόγο. Ούτε συμφωνώ με την εν μέρει ποιητική γραφή του Σιατόπουλου (π.χ. λέξεις όπως "θαμεύτηκε", "ανιδέαστη", "θραψεράδα¨" ή το υπερβατό σχήμα κ.λπ.). Γενικά θα προτιμούσα λιγότερο φανταστικό στοιχείο και περισσότερο ρεαλιστικό, επικεντρωμένο στους πίνακες, αδιάψευστους, διαχρονικούς μάρτυρες του μεγαλείου του Ελ Γκρέκο.