Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2007

Ένα βιβλίο που μου άρεσε κι ένα που δεν μου άρεσε


Δυο βιβλία συντρόφεψαν την τριήμερη φυγή μου από τον πάνω από 40 βαθμούς καύσωνα της Λευκωσίας και την παραθαλάσσια καταφυγή μου (όχι πως κι εκεί ο καύσωνας ήταν μικρότερος). Ξεκινώ απ' αυτό που μου άρεσε.

Ο David Lodge είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Έχω διαβάσει σχεδόν όλα τα μεταφρασμένα στα Ελληνικά βιβλία του, με εξαίρεση το "Τον συγγραφέα, τον Συγγραφέα", το οποίο βρήκα βαρετό και ανιαρό και δεν κατάφερα να το τελειώσω. "ΤΟ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΦΤΕΙ", αν και πρωτοδημοσιευμένο το 1965, τώρα για πρώτη φορά εκδίδεται στα Ελληνικά (Bell, 2007) και βεβαίως έσπευσα στην ανάγνωσή του. Αν και σε μερικά σημεία γίνεται υπερβολικό και όχι στενά συνδεδεμένο με το θέμα του (π.χ. οι επισκέψεις και όσα συμβαίνουν στο σπίτι μιας ηλικιωμένης κυρίας η οποία υποτίθεται ότι κατέχει άγνωστα χειρόγραφα ενός συγγραφέα), εντούτοις γενικά, αν και πρώιμο έργο του Λοτζ, έχει όλα τα χαρακτηριστικά και των άλλων έργων του που καθιστούν τόσο απολαυστικό το διάβασμά τους. Έξυπνο χιούμορ, ήρωες που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τη λογοτεχνία, σάτιρα των πανεπιστημιακών πραγμάτων ή άλλων καταστάσεων κ.λπ.

Το μυθιστόρημα έχει δύο θέματα. Το ένα, αν και πιστεύω ότι έχει ξεπεραστεί από το 1965 ως σήμερα, εντούτοις είναι ενδιαφέρον και για το σημερινό αναγνώστη να γνωρίσει μια πτυχή του Καθολικισμού, που ταλαιπώρησε αρκετές γενιές ανθρώπων. Πρόκειται για το θέμα του ελέγχου των γεννήσεων, που για την Καθολική Εκκλησία έπρεπε να γίνεται μόνο με τη μέθοδο των "ασφαλών ημερών", με αποτέλεσμα άγχος, αγωνία, καταπίεση των ορμών ή...ένα κοπάδι παιδιά. Το δεύτερο θέμα είναι λογοτεχνικό. Δηλαδή, καθώς εξελίσσεται η υπόθεση, πολλά τμήματα της αφήγησης είναι γραμμένα με το ύφος άλλων γνωστών λογοτεχνικών έργων. Ο συγγραφέας στην εισαγωγή του φροντίζει να μας κατατοπίσει για τα σημεία αυτά, μερικά από τα οποία είναι άμεσα εμφανή. Για παράδειγμα, υπάρχει μια πολύ επιτυχημένη μίμηση των γραφειοκρατικών ταλαιπωριών των ηρώων του Κάφκα, όταν ο ήρωας του Λοτζ προσπαθεί να ανανεώσει την κάρτα αναγνώστη στη βιβλιοθήκη. Ή πάλι, για όποιον ξέρει τη Βιρτζίνια Γουλφ, είναι σαφέστατη η αναφορά στην "Κυρία Ντάλογουεϊ". Κι ένας πολύ ευρηματικός επίλογος "αντιγράφει" τον επίλογο του "Οδυσσέα" του Τζόις.

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο μεταπτυχιακός φοιτητής Άνταμ Άπλμπι που, αν και νεαρός, έχει ήδη τρία παιδιά, λόγω του ότι τόσο αυτός όσο και η γυναίκα του είναι πιστοί καθολικοί. Εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή μελετώντας κάθε μέρα στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου. Το μυθιστόρημα αποτελεί την εξιστόρηση μιας μόνο μέρας, κατά την οποία του συμβαίνουν διάφορα, ενώ συνεχώς τον βασανίζει η σκέψη μήπως η γυναίκα του είναι ήδη έγκυος το τέταρτο παιδί.

Πραγματικά το απόλαυσα κι αυτό το βιβλίο του Λοτζ.

Και τώρα αυτό που δεν μου άρεσε. Πρόκειται για το βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη "ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ" (Καστανιώτης, 2007). Το βιβλίο, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί χλομή απήχηση του "Καθένας" του Φίλιπ Ροθ (γύρο από το οποίο πρόσφατα αναπτύχθηκε μια γόνιμη συζήτηση στο blog του librofilo). Το "Χωρίς προστάτη" διαβάζεται μέσα σε δυο ώρες το πολύ, αλλά δεν σου αφήνει τίποτα. Ένας εξηντατριάχρονος οδοντίατρος υποβάλλεται σε εγχείρηση αφαίρεσης του προστάτη. Κι ενώ ονειρευόταν τις μέρες παραμονής στο νοσοκομείο ως μέρες απομόνωσης, ηρεμίας, διαβάσματος, καταφθάνουν ο ένας μετά τον άλλο συγγενείς και φίλοι. Καλή ως ιδέα για μυθιστόρημα, αλλά ο συγγραφέας αποτυγχάνει να την αξιοποιήσει. Οι διάλογοι που αναπτύσσονται με τους επισκέπτες του θίγουν ποικίλα θέματα της σύγχρονης ζωής στην Ελλάδα μ' ένα εντελώς επιφανειακό τρόπο: διαζύγια, ανατροφή των παιδιών, ο θάνατος, το λίφτινγκ, τα γεράματα, η αγενής συμπεριφορά, η τηλεόραση, η μετανάστευση, η εκκλησία, η πολιτική και άλλα ακόμη. Όλ' αυτά θίγονται ρηχά και κοινότοπα, σαν ν' ακούει κάποιος κουβέντες σε καφενείο (εκεί γίνονται συχνά σοβαρότερες συζητήσεις) ή κομμωτήριο! Απόπειρες τετριμμένου χιούμορ ("και γιατί τον λένε προστάτη, αφού σε αφήνει απροστάτευτο;" ή "Δε σ' αρέσει τ' όνομά σου; Χάρης-μια χαρά" και άλλα παρόμοια) δεν κατορθώνουν να αποσπάσουν ούτε καν ένα χαμόγελο από τον αναγνώστη.

Κρίμα που ο συγγραφέας δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί και να αξιοποιήσει μια καλή αρχική ιδέα.









Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2007

Δόκτωρ Ζιβάγκο

Πάνω από μια βδομάδα μου πήρε η ανάγνωση του πασίγνωστου και πολυσυζητημένου μυθιστορήματος του Μπόρις Πάστερνακ "ΔΟΚΤΩΡ ΖΙΒΑΓΚΟ" στη νέα του έκδοση (Ποταμός, 2006). Ποιος δεν ξέρει βέβαια την κινηματογραφική του μεταφορά; Ίσως ήταν κι αυτός ένας λόγος (εκτός από το ογκώδες του τόμου) που συνέβαλε στο να μείνει για μήνες στη στοίβα με τα αδιάβαστά μου βιβλία. Τώρα όμως, γυρίζοντας από το ταξίδι στη Ρωσία, θέλησα να παρατείνω λίγο ακόμα την παραμονή μου σ' αυτή την αχανή, μυστηριώδη, γοητευτική χώρα, έστω μέσα από τις σελίδες ενός ρωσικού μυθιστορήματος. Ενός μυθιστορήματος, του οποίου η έκδοση απαγορεύτηκε στην πατρίδα του, λογοκρίθηκε, ο συγγραφέας γλίτωσε την εξορία χάρις στη διεθνή του φήμη, αλλά δεν γλίτωσε ποικίλες άλλες διώξεις, ενώ η Δύση (όχι ανεξήγητα) του απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1958.
Διάβασα με εξίσου μεγάλο ενδιαφερον, τόσο τις 536 πυκνογραμμένες σελίδες του μυθιστορήματος όσο και το πολυσέλιδο επίμετρο, στο οποίο, εκτός από την εξιστόρηση της "Υπόθεσης Πάστερνακ" από την Jaqueline De Proyart, παρατίθενται έγγραφα από το αρχείο της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, που κατά διαταγή του Γιέλτσιν αποδεσμεύτηκαν μετά το 1991. Στη Ρωσία ο "Δόκτωρ Ζιβάγκο" εκδίδεται για πρώτη φορά μόλις το 1988, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά την έκδοσή του στη Δύση και 28 χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα του.
Όσοι θα θελήσουν να βρουν στο βιβλίο την ερωτική ιστορία της κινηματογραφικής μεταφοράς, θα απογοητευτούν. Είναι, βέβαια, κι αυτή, πώς θα μπορούσε να λείψει; Δεν έχει όμως ούτε την έκταση ούτε την έμφαση που της δίνεται στον κινηματογράφο. Αποτελεί ένα μικρό μέρος της όλης εποποιίας του κλασικού πια αυτού μυθιστορήματος, που θα 'λεγε κανείς πως συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων Ρώσων κλασικών του 19ου αι.
Ο "Δόκτωρ Ζιβάγκο" δεν είναι εύκολο βιβλίο. Δεκάδες πρόσωπα, πέρα από τα βασικά, περνούν μέσα από τις σελίδες του, πολλά αναφερόμενα μόνο μια φορά κι έτσι είναι αδύνατο να τα συγκρατήσει κανείς, προπάντων που ο Πάστερνακ, ακολουθώντας τη ρωσική συνήθεια, χρησιμοποιεί διαφορετικά ονόματα για το ίδιο πρόσωπο. Π.χ. η Λάρα αναφέρεται άλλοτε ως Λάρα, άλλοτε ως Λαρίσα Φιόντοροβνα και άλλοτε ως Αντίποβα (από το όνομα του συζύγου της Αντίποφ). Χρειάζεται ακόμα ο αναγνώστης να συγκεντρώνεται, να επιστρατεύει την προσοχή του, για να απολαύσει τις σκέψεις ή τους διαλόγους ή τις εκφραζόμενες απόψεις. Ομολογώ ότι συχνά ξαναδιάβαζα μια παράγραφο, για να κατανοήσω πλήρως το ιδεολογικό περιεχόμενό της.
Δεν αναφέρθηκα ως τώρα στην υπόθεση, στον "μύθο" του έργου, γιατί τον θεωρώ πάρα πολύ γνωστό. Ο κεντρικός ήρωας του Πάστερνακ είναι ο γιατρός Γιούρι Ζιβάγκο. Ορφανός από μικρός, γόνος μιας πλούσιας, αριστοκρατικής οικογένειας, παίρνει μέρος ως στρατιωτικός γιατρός στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο κι εκεί, ενώ είναι ήδη παντρεμένος με την Τόνια, γνωρίζει τη Λάρα, που κι εκείνη είναι παντρεμένη με τον παιδικό της φίλο Πάσα Αντίποφ η Πάβελ Πάβλοβιτς, που στην Επανάσταση θα γίνει ο τρομερός επαναστάτης Στρέλνικοφ. Έντονη συμπάθεια αναπτύσσεται μεταξύ του Ζιβάγκο και της Λάρας, αλλά τίποτα πέραν τούτου. Εκείνος γυρίζει στη γυναίκα του που υπεραγαπά και στο γιο του. Όταν η επανάσταση ξεσπά, ο γιατρός με την οικογένειά του ξεκινά σε μια πολυήμερη διαδρομή με το τρένο, για να πάνε σε μια ιδιοκτησία που είχαν, σ' ένα χωριό της Σιβηρίας. Στη γειτονική πόλη θα ξανασυναντήσει τη Λάρα που ζει εκεί με την κόρη της και μέσα σε τύψεις και ψυχολογικό διχασμό θ' αρχίσει μια σχέση μεταξύ τους. Τη μέρα ακριβώς που είχε πάρει απόφαση να διακόψει το δεσμό του με τη Λάρα, συλλαμβάνεται από τους αντάρτες του Κόκκινου Στρατού και θα τους υπηρετήσει υποχρεωτικά για δυο χρόνια. Όταν καταφέρνει να επιστρέψει, βρίσκει τη Λάρα, αλλά η οικογένειά του έχει ήδη φύγει για τη Μόσχα και από κει στη Γαλλία. Σύντομα και η Λάρα θα φύγει για το Βλαδιβοστόκ, όπου οι ηττημένοι Λευκοί σχεδιάζουν να δημιουργήσουν μια ανεξάρτητη πολιτεία. Θα συναντήσουμε τον Ζιβάγκο προς το τέλος της δεκαετίας του 1920 να πεθαίνει, έχοντας συζήσει με μια τρίτη γυναίκα και έχοντας αποκτήσει μαζί της άλλα δύο παιδιά.
Δεν ξέρω αν το μυθιστόρημα αυτό θα αποκτούσε τόση αξία και τόση φήμη, αν δεν το συνόδευε η όλη "Υπόθεση Πάστερνακ". Είναι γεγονός ότι έχει εξαιρετικά σημεία, ιδίως στις ποιητικές περιγραφές της ρωσικής φύσης, που αφθονούν στο βιβλίο, πράγμα που επισημαίνει στην κριτική της και η επιτροπή που απέρριψε την έκδοσή του. Η επιτροπή τονίζει ότι το έκρινε μόνο με πολιτικά κριτήρια και πιστεύω ότι με βάση αυτά είχε δίκαιο. Όχι δίκαιο στην απαγόρευσή του (δεν πιστεύω στην απαγόρευση κανενός λογοτεχνικού κειμένου, όσο οξύ και επικριτικό κι αν είναι), αλλά δίκαιο ως προς τις πολιτικές θέσεις του συγγραφέα. Ο Ζιβάγκο (και κατ' επέκταση ο Πάστερνακ) τηρεί μια κριτική στάση απέναντι στην Επανάσταση, προβάλλει το άτομο έναντι του συνόλου και πλήθος χωρία εμφαίνουν τη διάσταση των απόψεών του με το καθεστώς.
Κλείνοντας το βιβλίο μια φράση έμεινε να στριφογυρίζει στο μυαλό μου, μια φράση που λέει η Λάρα μπροστά στο νεκρό Ζιβάγκο:"Τι φοβερό πράγμα που είναι η ζωή!"
Ένα ωραίο αφιέρωμα για τον Πάστερνακ μπορούν να δουν όσοι ενδιαφέρονται στην "Ελευθεροτυπία"



Κυριακή, Ιουλίου 22, 2007

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Θα ήθελα με αυτό το ποστ να εκφράσω και δημόσια τις ευχαριστίες μου στη "Λαρισαία καθηγήτρια" με τις οδηγίες της οποίας έμαθα να βάζω λινκς. Γι' αυτό, σε ένδειξη των ευχαριστιών μου, παραπέμπω πρώτα απ' όλα στο δικό της ωραίο μπλογκ.

Πέμπτη, Ιουλίου 19, 2007

Γι' αυτούς που αγαπούν τα ταξίδια

Σε αντίθεση με τον αγαπητό Librofilo που, όταν ταξιδεύει, γεμίζει τη βαλίτσα του με βιβλία, εγώ παίρνω σε κάθε ταξίδι μόνο ένα βιβλίο κι αυτό πολλές φορές δεν καταφέρνω να το τελειώσω. Βέβαια, εγώ δεν ταξιδεύω τόσο συχνά ούτε επομένως περνώ τόσες ώρες στα αεροδρόμια και στα αεροπλάνα. Τα ταξίδια μου είναι κατά κανόνα ταξίδια αναψυχής, με παρέα φίλων, στοιχείο αποτρεπτικό της απομόνωσης που απαιτεί το διάβασμα.
Έτσι και στο φετινό ταξίδι στη Ρωσία, μόνο ένα βιβλίο κατάφερα να διαβάσω, βιβλίο μάλιστα που δεν απαιτούσε τη συνεχή ανάγνωση, αλλά επέτρεπε το επιλεκτικό διάβασμα των κεφαλαίων. Είναι το βιβλίο του Αλαίν Ντε Μοττόν "Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ" (Πατάκης, 2005). Νομίζω πως ο Μποττόν ανακάλυψε τον τρόπο να γράφει πρωτότυπα πράγματα στηριγμένος σε άλλους συγγραφείς. Ξεκινώντας από δικές του, προσωπικές ταξιδιωτικές εμπειρίες (π.χ. ένα ταξίδι στα νησιά Μπαρμπέιντος ή στη Μαδρίτη), ανατρέχει σε συγγραφείς ή καλλιτέχνες αλλοτινών εποχών που το έργο τους σχετίζεται με το ταξίδι και με οδηγό αυτούς ερευνά τις ποικίλες πτυχές των ταξιδιών με μια φιλοσοφική διάθεση. Χωρισμένο σε πέντε μέρη και 9 κεφάλαια, το βιβλίο καλύπτει τα εξής: Αναχώρηση (Σχετικά με την προσμονή, Σχετικά με τους ταξιδιωτικούς χώρους), Κίνητρα (Σχετικά με το εξωτικό, Σχετικά με την περιέργεια), Τοπίο (Σχετικά με την εξοχή και την πόλη, Σχετικά με το Υψηλό), Τέχνη, (Σχετικά με την τέχνη "που τα μάτια μας ανοίγει"), Σχετικά με την ομορφιά και την πρόσκτησή της), Επιστροφή (Σχετικά με τη συνήθεια).
Σε κάθε κεφάλαιο μας "ξεναγεί" ένας γνωστός συγγραφέας ή καλλιτέχνης. Π.χ. στο κεφάλαιο "Σχετικά με το εξωτικό" ξεναγός μας είναι ο Φλωμπέρ, στο "Σχετικά με την τέχνη" ο Βαν Γκογκ κ.ο.κ. Ο αναγνώστης ας μη περιμένει ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Είναι περισσότερο η φιλοσοφία του ταξιδιού. Για παράδειγμα, γιατί διαλέγουμε αυτό τον προορισμό και όχι άλλο, ή πώς ένας ζωγραφικός πίνακας ενός τοπίου μας κάνει να βλέπουμε αλλιώς το τοπίο αυτό στην πραγματικότητα.
Βρήκα το βιβλίο του Μοττόν ενδιαφέρον. Θα ήθελα όμως να μην είναι όλοι οι "ξεναγοί" τους οποίους χρησιμοποιεί περασμένων (και μάλιστα πολύ περασμένων) εποχών, αλλά να έχει και συγγραφείς πιο κοντά στην εποχή μας. Το ίδιο και για τις εικόνες που αφθονούν στο βιβλίο. Ένα μικρό δείγμα από το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου: "Η απόλαυση που αντλούμε από τα ταξίδια μας εξαρτάται μάλλον από τη νοοτροπία με την οποία ταξιδεύουμε παρά από τον εκάστοτε προορισμό μας. Αν καταφέρναμε να ζήσουμε με τη νοοτροπία του ταξιδιώτη στον τόπο διαμονής μας, είναι πιθανόν ότι θα βρίσκαμε το μέρος αυτό εξίσου ενδιαφέρον με τα ορεινά μονοπάτια ή με τις ζούγκλες της Νότιας Αμερικής".


Κυριακή, Ιουλίου 08, 2007

ΚΑΛΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

Φίλοι, γεια σας. Φεύγω για το καθιερωμένο, καλοκαιρινό ταξίδι. Στη Μόσχα και Αγία Πετρούπολη φέτος. Βεβαίως αυτό δεν είναι διακοπές ούτε ξεκούραση. Είναι η προσπάθεια ικανοποίησης της τάσης για φυγή, για γνωριμία άλλων τόπων κι άλλων λαών, είναι η δίψα για το "αλλού", η λαχτάρα της, έστω και πρόσκαιρης, λησμονιάς των δικών μας καθημερινών, τετριμμένων και βασανιστικών. Ο πανάρχαιος πρόγονος, ο Οδυσσέας, ξυπνάει και πάλι μέσα μας και μας εξωθεί σ' αυτή την περιπλάνηση, να δούμε, όπως κι εκείνος, "πολλών ανθρώπων τα άστεα", να αναλογιστούμε και να στοχαστούμε μπροστά στα μνημεία του πολιτισμού τους, να μελετήσουμε την ιστορία τους, να "μπούμε σε λιμένας πρωτοειδωμένους", ν' αφήσουμε την "εκλεχτή συγκίνηση το πνεύμα και το σώμα μας ν' αγγίζει" και να γυρίσουμε στην πτωχική μας Ιθάκη σοφότεροι. Οι πραγματικές διακοπές θ' αρχίσουν γυρίζοντας, όταν θα βρεθούμε στην αγκαλιά της αγαπημένης θάλασσας του νησιού μας.
ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Ένας άντρας και πολλές γυναίκες


Ομολογώ ότι ίσως να μην αγόραζα ποτέ το βιβλίο του Χρήστου Φασούλα "Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΓΙΑ ΠΙΛΟΤΟΣ" (Μίνωας, 2005) βλέποντάς το απλώς στον πάγκο του βιβλιοπωλείου, γιατί από το ξεφύλλισμά του, το οπισθόφυλλο, τον τίτλο κ.λπ. δεν θα το κατέτασσα στα βιβλία που προτιμώ. Το πήρα όμως γιατί γνώρισα τον συγγραφέα ως blogger και ήθελα να έχω άποψη για το βιβλίο του. Τελικά βέβαια, δεν πέρασα άσχημα μαζί του. Είναι ένα βιβλίο "της πλάκας". Ένα βιβλίο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αν κρίνουμε από το βιογραφικό του συγγραφέα. Ο ήρωας του βιβλίου, ο Χάρης, γεννήθηκε σ' ένα χωριό του Βόλου, όπως και ο συγγραφέας, το 1961. Και οι δυο, συγγραφέας και μυθιστορηματικός ήρωας, ακολούθησαν τους μετανάστες γονείς τους στη Γερμανία για τέσσερα χρόνια, τελείωσαν το Λύκειο στην Αθήνα, πήραν πτυχίο της Παντείου, ασχολήθηκαν με τα Μ.Μ.Ε., έχουν τον ίδιο πιστό, παιδικό φίλο, τον Ηλία και μόνο για τις γυναίκες του βιβλίου δεν μπορώ να πω αν ταυτίζονται και με τις γυναίκες στη ζωή του συγγραφέα.
Έτσι λοιπόν, παρακολουθούμε αυτή την πορεία του Χάρη-Χρήστου με μια αέναη χιουμοριστική διάθεση, με λογοπαίγνια σε βαθμό υπερβολής, με σάτιρα από την οποία δεν ξεφεύγει ούτε ο ίδιος ο εαυτός του. Το πρώτο ερωτικό ξύπνημα για την παιδική του φίλη Λίνα, γίνεται νεανικός έρωτας για την Αλίκη, την οποία γνώρισε στη Γερμανία, για να καταλήξει ερωτικός δεσμός και πενταετής συμβίωση με τη Χριστίνα, την οποία εγκαταλείπει για να παντρευτεί την Αλίκη, ενώ σχεδόν σε όλη του τη ζωή "συνευρίσκεται" με τη Γωγώ!
Το όλο μυθιστόρημα, η εξιστόρηση δηλ. της ζωής του ήρωα από τη γέννηση ως τα 42 του χρόνια, εμφανίζεται ως η κινηματογραφική αναπόληση της ζωής του καθώς πέφτει από το δωδέκατο όροφο, όπου βρίσκονταν τα γραφεία του καναλιού στο οποίο εργαζόταν. Θα επιζήσει; Αυτό θα το μάθει ο αναγνώστης στο τελευταίο κεφάλαιο. "Ο έρωτας δεν κάνει για πιλότος" είναι ένα βιβλίο ανάλαφρο και διασκεδαστικό για όποιον αγαπά το είδος αυτό. Ένα από τα θετικά του στοιχεία είναι ότι, διατηρώντας πάντα το ίδιο ανάλαφρο, σαρκαστικό ύφος, μας περνάει μέσα από σημαντικά πολιτικά και άλλα γεγονότα των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών. Μοιάζει σαν μέσα στο ζωγραφικό πίνακα της ζωής του να ρίχνει σκόρπιες πινελιές από τη ζωή της Ελλάδας. Για παράδειγμα, τη δικτατορία, τους σεισμούς στο Βόλο ή στην Αθήνα, την πτώση της Χούντας και την επιστροφή του Καραμανλή, τις φοιτητικές διαδηλώσεις, την άνοδο του Ανδρέα, τις "ανίερες συμμαχίες" του '89 και τα ειδικά δικαστήρια κ.ο.κ.
Βρίσκω όμως πως η διαρκής προσπάθεια να κρατηθεί σ' αυτό το παιγνιώδες, σαρκαστικό ύφος, οδηγεί κάποτε το συγραφέα σε εξυπνακίστικες ατάκες. Φράσεις όπως "Το '96 έπνεε τα λοίσθια, η Αλίκη ανέπνεε στο πλευρό μου και μ' ενέπνεε, εγώ εισέπνεα διαρκώς τον άνεμο της αναζωογόνησης" αφθονούν στο βιβλίο. Επίσης πιστεύω ότι πολλές αναφορές και υπαινιγμοί που λειτουργούν για το σύγχρονο αναγνώστη, δεν θα λένε τίποτα σ' ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον (ακόμα και τώρα σε μια γενιά που δεν έζησε τα γεγονότα). Για παράδειγμα "τη μέρα που στήθηκαν οι τέντες στο Ωνάσειο" (πετυχημένη ειρωνική αναφορά στην αρρώστια του Παπανδρέου) ή "Άνοιξε τη τσάντα της-καμιά σχέση με τη τσάντα της Γιάννας" και αρκετά άλλα παρόμοια απευθύνονται και γίνονται κατανοητά μόνο από τους ανθρώπους της εποχής μας. Αποκτά δηλ. το βιβλίο ένα πολύ επικαιρικό χαρακτήρα.
Η συνέχεια θα δείξει αν ο Χρήστος Φασούλας (που ήδη εξέδωσε και δεύτερο μυθιστόρημα) θα δώσει κάτι ουσιαστικότερο και ωριμότερο από το πρώτο του βιβλίο.

Τρίτη, Ιουλίου 03, 2007

Στην εποχή του Ναπολέοντα

Το μυθιστόρημα αυτό θα άρεσε σε όποιον θα ήθελε να μετακινηθεί με τους αργούς ρυθμούς των αρχών του 19ου αι., τότε που για να πάει κανείς από το Παρίσι στην Αγία Πετρούπολη ταξιδεύοντας με άμαξες χρειαζόταν 3-4 εβδομάδες, τότε που η Ενωμένη σήμερα Ευρώπη σπαραζόταν από πολέμους, τότε που ο Ναπολέων διάσχιζε θριαμβευτής τον κόσμο, ώσπου νικήθηκε όχι από ένα λαό, αλλά από μια χώρα, τη Ρωσία. Εντούτοις το πολυσέλιδο (616 σελ.) μυθιστόρημα "ΑΝΝΑ" της Σύνθια Χάρροντ-Ήγκλς (Ωκεανίδα, 2007) δεν είναι ιστορικό. Η ιστορία αποτελεί μόνο το φόντο στο οποίο διαδραματίζεται η αισθηματική υπόθεση, η οποία αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα του έργου. Η συγγραφέας φαίνεται να έχει μελετήσει σε βάθος την τόσο ενδιαφέρουσα ιστορική αυτή περίοδο και είναι κρίμα που οι ιστορικές της αναφορές είναι πολύ περιορισμένες. Μόνο προς το τέλος του βιβλίου αφιερώνει αρκετές σελίδες στη μάχη του Μποροντίνο (στο βιβλίο, δεν ξέρω γιατί, αναφέρεται ως Μπαραντινό), τη μάχη που έκρινε και την όλη εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία, αυτήν που τόσο αριστορτεχνικά ζωντάνεψε και ο Τολστόι στο "Πόλεμος και ειρήνη". Υπάρχουν βέβαια και άλλες, σκόρπιες ιστορικές αναφορές, π.χ. στη συνθήκη του Τίλσιτ, αλλά βρίσκω ότι οι αναφορές αυτές είναι ελάχιστες σε σχέση και με τον όγκο του μυθιστορήματος, αλλά και με τις γνώσεις που φαίνεται να διαθέτει η συγγραφέας.
Το μυθιστόρημα αρχίζει στο Παρίσι το 1803, όπου η νεαρή Αγγλίδα Αν Πίτερς, ορφανή, μόνη στον κόσμο, εργάζεται ως γκουβερνάντα των παιδιών ενός Άγγλου διπλωμάτη. Εκεί, στο χορό των Πρεσβειών, γνωρίζει το Ρώσο κόμη Νικολάι Κίροφ και τον ακολουθεί στη Ρωσία ως γκουβερνάντα των δικών του παιδιών. Η ζωή της ρωσικής αριστοκρατίας με το πλήθος των υπηρετών, με τα εξοχικά στην ύπαιθρο, με τους χορούς, τις επισημότητες και τις τυπικότητες, αποδίδονται πολύ παραστατικά από τη συγγραφέα.
Η νεαρή Αγγλίδα προσαρμόζεται γρήγορα στη νέα ζωή και στη νέα πατρίδα, ενώ τιμητικά "ρωσοποιούν" και το όνομά της, αποκαλώντας την Άννα Πετρόβνα. Από την πρώτη στιγμή που είχε γνωρίσει τον κόμη, ένιωσε γι' αυτόν μια ακατανίκητη έλξη, που σιγά-σιγά μεταβάλλεται σε ένα βαθύ, ανομολόγητο έρωτα. Η έλξη είναι αμοιβαία. Αλλά εκείνος είναι ήδη παντρεμένος για δεύτερη φορά, έχει ένα μεγάλο γιο, τον Σεργκέι, και μια κόρη, τη Γελένα, από τον πρώτο γάμο και δυο άλλα παιδιά από το δεύτερο γάμο του με την Ιρίνα, μια κάπως ιδιόρρυθμη Καυκασιανή, από την οποία φάινεται να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο.
Πολυπρόσωπο έργο, πολλοί συγγενείς, πολλοί γνωστοί, πολλές μετακινήσεις, από την Πετρούπολη στην εξοχή της, άλλοτε στη Μόσχα, στον Καύκασο, σ' ένα χωριό των Τσετσένων ή στη Βίλνα της Λιθουανίας. Οι ήρωες μετακινούνται, πότε ζώντας ήσυχες οικογενειακές στιγμές και πότε περιπέτειες, αρρώστιες, θανάτους. Περιττό να πούμε ότι την Άννα την ερωτεύονται όλοι, όπως κατά κανόνα συμβαίνει σ' αυτού του είδους τα μυθιστορήματα! Την ερωτεύεται πρώτα -πρώτα ο εργοδότης της, ο κόμης, την ερωτεύεται όμως και ο γιος του, την ερωτεύεται ακόμα κι ένας Τάταρος πρίγκιπας, αλλά κι ένας άλλος Ρώσος ευγενής, ο Μπαζίλ Τσαϊκόφσκι, τον οποίο και θα δεχτεί να παντρευτεί, βλέποντας το αδιέξοδο του έρωτά της για τον Κίροφ. Βεβαίως η τελική κατάληξη μέσα από πολλά επεισόδια και περιπέτειες, θα είναι η ένωση επιτέλους των δυο ερωτευμένων, της Άννας και του κόμη.
Πιστεύω ότι το έργο απέδωσε πολύ επιτυχημένα την εποχή, το χώρο και γενικά τη ρωσική κοινωνία. Ο αργός ρυθμός του μυθιστορήματος συνάδει με τον αργό ρυθμό της εποχής. Κι αν φρόντιζε η συγγραφέας να εμπλέξει στο μύθο της περισσότερα ιστορικά στοιχεία, θα ήταν ένα ωραίο, ενδιαφέρον μυθιστόρημα.