Τετάρτη, Αυγούστου 21, 2019

Ο ξένος

Αλμπέρ Καμύ
Ο ξένος
Καστανιώτης, 1998
(L' Etranger, 1942)
μετ. Νίκη Καρακίτσου-Ντούζε
        Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν
Δεν υπάρχει, νομίζω, βιβλιόφιλος ή γενικά άνθρωπος που ασχολείται με τα Γράμματα και ειδικά τη φιλοσοφία, που δεν έχει διαβάσει το περίφημο αυτό βιβλίο. Πλείστες μελέτες έχουν γραφτεί γύρω από αυτό, έχει αναλυθεί, έχει συζητηθεί. Θεωρείται ένα από τα κείμενα που έθεσαν τις βάσεις της θεωρίας του παραλόγου. Τελευταίως ακόμα μελετήθηκε από την άποψη της πάθησης του συνδρόμου του Asperger, καθώς θεωρήθηκε ότι ο βασικός του ήρωας, ο Μερσώ, πάσχει απ' αυτό το σύνδρομο.
Τι μπορώ εγώ λοιπόν να προσθέσω με την παρουσίασή μου σ' όλες αυτές τις αναγνώσεις και αναλύσεις; Τίποτα καινούριο ασφαλώς. Θέλησα απλώς να καταγράψω κάποιες σκέψεις, να καταθέσω τις δικές μου εντυπώσεις. Βεβαίως δεν είναι η πρώτη φορά που το διαβάζω. Και λυπάμαι που έχασα (ή δεν βρήκα μέσα στο χάος των βιβλίων μου) την παλιά έκδοση από την οποία το πρωτοδιάβασα κι έτσι το ξαναγόρασα.
Δεν θυμάμαι ακριβώς τις τότε μου σκέψεις. Σίγουρα μια μελαγχολία πρέπει να με είχε καταλάβει. Το ίδιο και τώρα, αλλά για άλλους νομίζω λόγους. Τότε ήταν μια μελαγχολία, μια απαισιοδοξία. Ένας άνθρωπος, ο Μερσώ, που ζει στο Αλγέρι (ο Καμύ, 1913-1960, είναι Γαλλο-Αργερινός) σκοτώνει χωρίς ουσιαστικό λόγο έναν Άραβα. Συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Γύρω από αυτό και μόνο το περιστατικό χτίζεται όλο το σύντομο μυθιστόρημα. Μέσα από ελάχιστα περιστατικά, τον θάνατο της μητέρας του με τον οποίο και αρχίζει το έργο, τη συνάντηση με το κορίτσι του, αργότερα με έναν γέρο συγκάτοικο που βγάζει περίπατο τον σκύλο του, μετά έναν φίλο του, τέλος μια εκδρομή με φίλους στη θάλασσα, τελικά τον φόνο. Το δεύτερο μισό του βιβλίου καταλαμβάνει η δίκη. Γύρω απ' αυτά τα βασικά περιστατικά πλέκονται οι αντιδράσεις και οι σκέψεις του που χαρακτηρίζονται από μια ακραία αδιαφορία. Καλά-καλά δεν ξέρει πότε πέθανε η μητέρα του ("σήμερα, μπορεί και χτες, δεν ξέρω"). Όταν ένας φίλος του  ζητάει μια βοήθεια, δεν αρνείται ("εμένα το ίδιο μου έκανε"), λέει. Όταν ο προϊστάμενός του του ανακοινώνει την μετάθεσή του στο Παρίσι "κατά βάθος το ίδιο μου έκανε", ομολογεί. Όταν η φιλενάδα του, η Μαρί, τον ρωτάει αν ήθελε να παντρευτούν, της απάντησε ότι το ίδιο του έκανε και πως θα μπορούσαν να παντρευτούν αν εκείνη το ήθελε. Όταν ο δικαστής τον ρωταέι γιατί έκανε το έγκλημα, λέει: "...το έκανα εξαιτίας του ήλιου". Καμιά συνειδητή πρσπάθεια δικαιολόγησης του εγκλήματος. Όταν ζητά ο ιερέας να τον επισκεφθεί στη φυλακή, τρεις φορές αρνείται, "δεν έχω όρεξη να μιλήσω". Αυτή η αδιαφορία κορυφώνεται στην αντιμετώπιση του θανάτου:"Τι σημασία έχει αν πεθάνω σήμερα ή ύστερα από τριάντα χρόνια;".
Δεν μου είναι εύκολο να εξηγήσω γιατί η θλίψη (ίσως και κατάθλιψη) που ένιωσα διαβάζοντας τον ¨Ξένο" στα νιάτα μου, μετατράπηκε τώρα στην ώριμη (!) ηλικία σε μια εγκαρτέρηση, σε μια ήρεμη αποδοχή του αναπόφευκτου ζωής και θανάτου. Κι ίσως θα πρέπει, εκτός από όλες τις ερμηνείες και αναλύσεις που συσσωρεύτηκαν με τα χρόνια, να διαβάζουμε τον "Ξένο" έχοντας πρωτίστως υπ' όψιν τα λόγια του ίδιου του Καμύ: "...Αυτό που θα διαβάσει ο αναγνώστης στον Ξένο είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δίχως τίποτα ηρωικό στη συμπεριφορά του, δέχεται να πεθάνει για την αλήθεια. Ένιωσα εξάλλου την ανάγκη να πω, κι ας μοιάζει παράδοξο, πως προσπάθησα να αποδώσω με τον ήρωά μου το μόνο Χριστό που μας αξίζει. Είναι φανερό λοιπόν, μετά τις εξηγήσεις μου, ότι το είπα χωρίς πρόθεση βλασφημίας, απλώς και μόνο με την κάπως ειρωνική τρυφερότητα που δικαιούται να νιώθει ένας καλλιτέχνης για τα πρόσωπα που δημιουργεί".

Πέμπτη, Αυγούστου 08, 2019

Καρκίνος

Περικλής Σφυρίδης
Καρκίνος
Εστία, 2018
Απορώ πώς στις λογοτεχνικές μου αναζητήσεις, στην περιδιάβασή μου σε βιβλιοπωλεία, blogs, ηλεκτρονικές σελίδες κ.λπ. δεν έτυχε να συναντήσω τον Θεσσαλονικιώτη γιατρό-συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη, που έχει ένα πλουσιότατο λογοτεχνικό έργο: Ποίηση, διηγήματα, μυθιστορήματα, ανθολογίες, μελέτες, είναι είδη με τα οποία έχει ασχοληθεί. Ούτε τώρα θυμάμαι ποια σύμπτωση έφερε στα χέρια μου το τελευταίο του μυθιστόρημα "Καρκίνος", το οποίο λόγω του ολιγοσέλιδου διάβασα μέσα σε μια μέρα.
 Το χαρακτηρίζει μυθιστόρημα, όμως πιστεύω ότι τα περισσότερα γεγονότα που αναφέρονται σ' αυτό είναι πραγματικά γεγονότα της προσωπικής του ζωής. Η όλη αφήγηση είναι δοσμένη σε πρώτο πρόσωπο, σαν μια συνέντευξη που δίνεται σε κάποιον, πιθανότατα δημοσιογράφο, που την ηχογραφεί. Τα περιστατικά δεν έχουν μεγάλη ενότητα μεταξύ τους. Αρχίζει με την ανάμνηση της πρώτης εμπειρίας καρκίνου που είχε ως νεαρός, ειδεικευόμενος γιατρός και που αφορούσε μια πολύ ωραία, νέα κοπέλα. Συνεχίζει με πολλά άλλα ιατρικά περιστατικά που δεν αφορούν μόνο τον καρκίνο. Συγχρόνως παρεμβάλλει ποκίλες σκέψεις, αναφέρεται επικριτικά στις φαρμακοβιομηχανίες, σε γιατρούς που χρηματίζονται, σε διλήμματα όπως για παράδειγμα αν πρέπει ο γιατρός να λέει την αλήθεια στον άρρωστο, ποιος ο ρόλος του περιβάλλοντος του αρρώστου, συγκρίνει τα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία και τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια κ.λπ. Συχνότατα αναφέρεται στο οικογενειακό του περιβάλλον, τη γυναίκα, τα παιδιά, τους φίλους και στη Σκύρο, όπου έχουν το εξοχικό τους. Πολύ φαίνεται να αγαπά το νησί, στο οποίο και μας ξεναγεί. Κι όταν η ξενάγηση αυτή γίνεται ακόμα κι όταν η γυναίκα του παλεύει με τον καρκίνο, αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογηθεί: "Πώς να σου εξηγήσω με λόγια που δεν μπορώ να βρω ότι αυτές οι βόλτες μου με τον ποιητή, τη γυναίκα του και την καθηγήτρια ήταν η ψυχική μου αποφόρτιση στο νησί από τον καρκίνο της γυναίκας μου; Πώς να σου εξηγήσω με λόγια που δεν μπορώ να βρω ότι στις ώρες αυτής της περιδιάβασής μας στα αξιοθέατα της Σκύρου ο καρκίνος της έφευγε από το μυαλό μου και επανερχόταν με την επιστροφή στο σπίτι;"
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αφορά αυτό ακριβώς, τον καρκίνο της γυναίκας του. Πώς άρχισε, πώς εξελίχθηκε, την πορεία της θεραπείας κι όσο πλησιάζει το τέλος, μήνα με τον μήνα, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα όλη την εξέλιξη.
Μας εντυπωσιάζει το ότι η περιγραφή αυτή, ακόμα και το τέλος, γίνεται χωρίς συναισθηματισμό. Άραγε γιατί επικράτησε ο ορθολογισμός του γιατρού ή μήπως γιατί θεώρησε βεβήλωση την έκθεση των συναισθημάτων του μπροστά στα μάτια του κάθε αναγνώστη; Ποιος ξέρει...
Είναι ένα βιβλίο που μας εξοικειώνει (όσο αυτό είναι δυνατό) με την αρρώστια και τον θάνατο και μας κάνει να αναρωτηθούμε πάνω στο μεγάλο μυστήριο της ζωής και του θανάτου.

Τρίτη, Αυγούστου 06, 2019

Στη ζωή νωρίς νυχτώνει

Ελένη Πριοβόλου
Στη ζωή νωρίς νυχτώνει
Καστανιώτης, 2019
Τόσο κοντά και τόσο μακριά μας! Ο Λίβανος, η Βηρυτός, μισή ώρα πτήση από την Κύπρο, ένα ευχάριστο σαββατοκυρίακο αναψυχής υπήρξε συχνά για μας κι όμως ποτέ δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε την  ταραγμένη ιστορία αυτής της λωρίδας γης. Ακούγαμε πάντα για τον πόλεμο στον Λίβανο, δεχτήκαμε κατά καιρούς Λιβανέζους πρόσφυγες, οι πιο πολλοί από μας επισκεφθήκαμε τη γειτονική χώρα κι όμως εξακολουθεί να είναι ένα μυστήριο.
Λίγο φως σ' αυτό το μυστήριο προσπαθεί να ρίξει με το ενδιαφέρον μυθιστόρημά της η Ελένη Πριοβόλου, αλλά ούτε κι αυτή το κατορθώνει νομίζω. Ίσως, αν δεν επεκτεινόταν χρονικά από το 1963 ως το 2015, ούτε τοπικά από Αθήνα ως Καναδά, ως Βηρυτό, ούτε σε τόσο πλήθος προσώπων, αν έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην ιστορία του Λιβάνου, την οποία φαίνεται πολύ να μελέτησε, ίσως τότε να μας έδινε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα. Ίσως όμως πάλι ο στόχος της να μην ήταν αυτός, αλλά να θέλησε να μας δώσει την επίδραση και τις συνέπειες που έχουν οι εποχές και τα πολιτικά γεγονότα στις απλές, ανθρώπινες ζωές.
Το μυθιστόρημα αρχίζει αρχές της δεκαετίας του '60 στην Αθήνα. Ωραία δοσμένη η εποχή για όσους τη γνωρίσαμε. Η αυστηρότητα των ηθών, η πατριαρχική κοινωνία, αλλά και η αρχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης, τα νέα πνευματικά κινήματα, η Αθήνα της αντιπαροχής, η νεολαία των Λαμπράκηδων, η δικτατορία που θα ακολουθήσει... Μέσα σ' αυτό το κλίμα μια συγκυρία φέρνει κοντά δυο νεαρές, την Άρια, γεννημένη στην Αθήνα και την Οριάνθη, από τον Λίβανο. Η φιλία θα διακοπεί απότομα, με την Οριάνθη να γυρίζει στη Βηρυτό. Και οι δυο θα κάνουν τις οικογένειές τους, δεκαετίες θα τις χωρίσουν, ώσπου πάλι, κάπου πενήντα χρόνια αργότερα, μέσα από συμπτώσεις που  η ζωή συχνά δημιουργεί, εκεί προς το τέλος της ζωής τους θα ξανασυναντηθούν. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα γεμίζει με τις αναμνήσεις πότε της μιας, πότε της άλλης, αφηγημένες από τη συγγραφέα σε τρίτο πρόσωπο.
Πολυπρόσωπο έργο, τόσο που δεν είναι εύκολο να θυμόμαστε όλα τα πρόσωπα που περνούν μέσα απ' αυτό. Εκτός απ' τις δυο βασικές ηρωίδες ξεχωρίζουν δυο ανδρικές μορφές. Ο Εμίλ, σύζυγος της Οριάνθης και ο Γεώργιος Αργυριάδης, πατέρας της. Ο Εμίλ είναι Φαλαγγίτης, Χριστιανός Μαρωνίτης, παθιασμένος με την πατρίδα του, τον Λίβανο, ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις που πολεμούν για την απελευθέρωση του Λιβάνου. Από ποιούς άραγε; Ένα συνονθύλευμα λαών πλημμυρίζει αυτή τη μικρή χώρα. Από αποικία των Άγγλων πέρασε στους Γάλλους, απέκτησε κάποτε την ανεξαρτησία της, αλλά ένα πλήθος λαών και θρησκευμάτων δεν την άφησε ποτέ να ησυχάσει. Χριστιανοί, Μαρωνίτες κυρίως, Μουσουλμάνοι Σουνίτες και Σιίτες, Δρούζοι, Αρμένιοι, Σύριοι, Παλαιστίνιοι πρόσφυγες...Και επιπλέον, Συρία από ανατολικά, Ισραήλ από νότια να εμπλέκονται στη διαμάχη. Ένα φρικτό τέλος περιμένει τον Εμίλ.
Η δεύτερη ανδρική μορφή που ξεχωρίζει είναι ο έλληνας διπλωμάτης Αργυριάδης. Μια ευγενκή μορφή, αγωνίζεται ματαιοπονώντας να φέρει τη διαλλαγή, τη συμφιλίωση, την ηρεμία σ' αυτή την παθιασμένη αντιπαλότητα.
Το μεγαλύτερο, νομίζω, πλεονέκτημα του βιβλίου είναι η ατμόσφαιρα την οποία η συγγραφέας κτορθώνει να αποδώσει. Πειστική και η όλη πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα της Αθήνας, όμως δεν εντυπωσιάζει τον έλληνα αναγνώστη που τη γνωρίζει, είτε γιατί την έζησε ο ίδιος είτε από πλήθος άλλα διαβάσματα. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η ατμόσφαιρα του Λιβάνου. Τόσο η πολεμική με τις εχθροπραξίες, τους βομβαρδισμούς, τις σφαγές, την ερήμωση, όσο και οι εικόνες της ανοικοδόμησης, της ειρηνικής ζωής πριν τις συρράξεις και της προσπάθειας επανόδου σ' αυτήν.
Όταν οι δυο φίλες ξανασυναντώνται στην Αθήνα το 2015, λέει κάποια στιγμή η Οριάνθη στην Άρια: "Είπα πως κάποια στιγμή θα σε αναζητούσα, μα όλο το ανέβαλλα. Μπορεί και να πίστευα πως είχα άπλετο χρόνο. Τώρα συνειδητοποιώ πως στη ζωή νυχτώνει νωρίς".
Δυστυχώς, πρέπει όλοι μας να φτάσουμε στην τρίτη (ή και τέταρτη!) ηλικία για να συνειδητοποιήσουμε αυτή την τραγική αλήθεια.