Δευτέρα, Μαΐου 28, 2018

Ο κύκλος του χώματος

Κώστας Χατζηαντωνίου
Ο κύκλος του χώματος
Καστανιώτης, 2017
Καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα, πότε το αρχικό κεφάλαιο, πότε ενδιάμεσα αποσπάσματα, καθώς προσπαθούσα να βάλω σε μια γενεαλογική σειρά την πληθώρα των προσώπων του μυθιστορήματος, διερωτώμουν συνεχώς: γιατί πρέπει η λογοτεχνία να είναι γρίφος; Γιατί ο αναγνώστης να αγωνίζεται να καταλάβει; Μια απλούστερη και διαυγέστερη γραφή θα έδινε μικρότερη λογοτεχνική αξία στο έργο; Με δυσκόλεψε το έργο αυτό  (που το βρίσκω κατώτερο από το Ακριτζέντο), κυρίως με την αοριστία του τόσο ως προς τα πρόσωπα όσο και ως προς τα γεγονότα.
Θέμα του έργου είναι, με την εξιστόρηση του βίου μιας οικογένειας, της οικογένεια των Γαβαλάδων, που ποερχόμενη από τον Μικρασιατικό Ελληνισμό καταλήγει σ' ένα νησί που δεν κατονομάζεται (πιθανολογείται η Ρόδος) και με τα διάφορα παρακλάδια της να διανύσει 150 περίπου χρόνια ιστορίας, με σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία του Έθνους.
Γενάρχης ο Αλέξανδρος Γαβαλάς. Τα τρία του παιδιά, ο Βασίλης (γιατρός), ο Σπύρος (ναυτικός) και ο Ιάκωβος (υφαντουργός) έχουν το καθένα τις δικές του περιπέτειες βίου, τα δικά του παρακλάδια στη ζωή. Αυτά βεβαίως δεν τα λέει με αυτή τη σειρά ο συγγραφέας. Τα συνάγει ο αναγνώστης με πολύ κόπο, πολλή προσοχή και κρατώντας σημειώσεις αν θέλει να  κατανοήσει τις σχέσεις των προσώπων και τη δράση καθενός.
Κεντρικό πρόσωπο, αλλά απόν στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ο Αλέξανδρος, εγγονός του γενάρχη πρώτου Αλέξανδρου, που αφού φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων, πολεμά στην Κύπρο το 1974 και είναι τώρα αγνοούμενος (Εδώ μια παρένθεση και μια απορία: Πώς εξηγείται η χρονική απόσταση μεταξύ παππού που υπήρξε Ιερολοχίτης στη Μολδοβλαχία και του εγγονού που πολεμά στην Κύπρο το 1974; Ή μεταξύ του πρώτου Αλέξανδρου και του γιου Ιάκωβου που πολέμησε στην Αλβανία το '40; Μήπως έχασα επεισόδια ή μήπως "μυθιστορηματική αδεία" πρέπει να παραβλέψουμε τον χρόνο;) Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο Μιχαήλ, ξάδερφος του αγνοούμενου Αλέξανδρου, που τον αναζητεί ακόμα και στηνΤουρκία.
Δεν αρνούμαι ότι ο Χτζηαντωνίου έχει πολύ καλές σελίδες, περιγραφές, ενίοτε ποιητικές, σκέψεις και συναισθήματα. Υπάρχουν όμως κεφάλαια τόσο χαλαρά συνδεδεμένα με το σύνολο που θα μπορούσαν  να σταθούν σαν ανεξάρτητα διηγήματα. Π. χ. βρήκα πολύ ενδιαφέρον το κεφάλαιο "Το βιβλιοπωλείο", όπου η συνάντηση του Μιχαήλ με τον ιδιόρυθμο βιβλιοπώλη κι έναν ζωγράφο, δίνει αφορμή για σκέψεις γύρω από την Τέχνη. Επίσης το κεφάλαιο "Σε μια παμπ του Κορκ" είναι μια πολύ πειστική περιγραφή της ατμόσφαιρας μιας ιρλανδέζικης μπιραρίας. Όμως υπάρχουν και πιο άσχετα και ελάχιστα συνδεδεμένα με το υπόλοιπο μυθιστόρημα κεφάλαια, όπως το "Ένα κεφάλαιο οικονομικής ιστορίας" που αποτελεί πανεπιστημιακή διάλεξη του Παύλου Γαβαλά.
Ωραίος ο επίλογος του έργου. Γενιές ανθρώπων ήρθαν και πέρασαν. Και τώρα μια καινούρια ζωή έρχεται στο φως, ένας άλλος Αλέξανδρος, ο γιος του Μιχαήλ. Ο αέναος κύκλος του χώματος. "Μια μέρα ο μικρός Αλέξανδρος θ' ανοίξει τη ντουλάπα, θα ξελύσει το σακουλάκι με το χώμα που έφεραν από το χωράφι εκείνο, έξι μίλια από την Κερύνεια, όπου βρήκαν τα οστά του ανθυπολοχαγού-τη μορφή του, το παιδί αυτό θα τη γνωρίσει μόνο από φωτογραφίες και διηγήσεις. Μια μέρα, παίζοντας,  θα πάρει στο χέρι το χώμα και θα το τινάξει σημαδεύοντας τον καθρέφτη. Θα δει τότε μια μορφή να του χαμογελά με σιγουριά πριν, λίγες στιγμές μετά, μια ριπή αέρα τη σβήσει. Γιατί ο Καιρός-πώς αλλιώς να τον πούμε τάχα;-πάντα καθαρίζει τον καθρέφτη της ζωής από κάθε χωματιά και πάντα ένας νέος κύκλος χώματος θ' ανοίγει".

Παρασκευή, Μαΐου 18, 2018

Η μοναδική ιστορία

Julian Barnes
Η μοναδική ιστορία
Μεταίχμιο, 2018
Μετ. Κατερίνα Σχινά
Έχω διαβάσει τα περισσότερα από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Julian Barnes, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους βρετανούς συγγραφείς. Δυο κυρίως με είχαν ενθουσιάσει: Το  "Ένα κάποιο τέλος" (βραβείο Booker 2011) και το "Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια". Αλλά, είτε μου άρεσαν περισσότερο ή λιγότερο, δεν παύουν να είναι δημιουργήματα υψηλής λογοτεχνικής πνοής. Ό,τι κι αν γράφει το γράφει με περίτεχνη γλώσσα, η φράση του χωρίς να σε δυσκολεύει διατυπώνεται με πρωτοτυπία ξεφεύγοντας από την κοινή και τετριμμένη έκφραση. Ένα άλλο γνώρισμα της γραφής του Barnes είναι ο ελεγειακός τόνος. Τα κείμενά του "στάζουν" μελαγχολία, ακόμα κι αυτά, όπως το τελευταίο, που μιλούν για ευχάριστα συμβάντα όπως ο έρωτας. Είναι όμως μια μελαγχολία που δεν σε καταθλίβει, μια μελαγχολία σύμφυτη με την ύπαρξη. Σκέψεις με καθολικό περιεχόμενο παρεμβάλλονται στην υπόθεση. Σκέψεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αποφθεγματικές. Για τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, τα νιάτα, τον χρόνο, τη μνήμη...
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα συναντάμε και σ' αυτό το τελευταίο του βιβλίο. Τι σημαίνει ο τίτλος; Ποια είναι "Η μοναδική ιστορία"; "Βλέπεις ένα ζευγάρι και σου φαίνεται ότι βαριούνται αφόρητα ο ένας τον άλλον. Σου είναι αδύνατον να φανταστείς ότι έχουν οτιδήποτε κοινό, αναρωτιέσαι γιατί εξακολουθούν να ζουν μαζί. Αλλά δεν είναι απλώς συνήθεια, δεν είναι βόλεμα, δεν είναι εφησυχασμός, δεν είναι σύμβαση, δεν είναι οτιδήποτε τέτοιο. Είναι γιατί κάποτε, είχαν την ερωτική τους ιστορία. Όλοι είχαν. Είναι η μοναδική ιστορία".
Πάνω σε μια τέτοια ιστορία κτίζει ο Barnes το βιβλίο του. Μια ιστορία που του χρησιμεύει ως καμβάς πάνω στον οποίο να υφάνει όλες τις άλλες σκέψεις και προβληματισμούς του. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ένας δεκαεννιάχρονος νεαρός, ο Πολ Κέιζι, που ζει με τους γονείς του σ' ένα προάστιο του Λονδίνου, γνωρίζει στο τοπικό κλαμπ του τένις τη σαραντάχρονη Σούζαν, παντρεμένη και με δύο ενήλικες κόρες. Ο ερωτικός δεσμός του Πολ και της Σούζαν σοκάρει τη μικρή, συντηρητική κοινωνία του Βίλατς, του οποίου τόσο το φυσικό όσο και το κοινωνικό περιβάλλον ο συγγραφέας περιγράφει με αριστοτεχνική συντομία. Οι δυο εραστές αποφασίζουν να ζήσουν στο Λονδίνο.
Καθώς τα χρόνια περνούν ο δεσμός σιγά-σιγά φθίνει. Η Σούζαν καταφεύγει στον αλκοολισμό και βυθίζεται στην κατάθλιψη. Το τέλος μελαγχολικό, αλλά αναπόφευκτο. Όμως, ώσπου να φτάσει στην τελευταία σελίδα, στην τελευταία γραμμή, ο συγγραφέας κατέγραψε πλήθος συναισθημάτων, σκέψεων, προβληματισμών, πάντα σε σχέση με τον έρωτα. Αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα ζευγάρι εραστών, στη λειτουργία της ανάμνησης όταν τα χρόνια περάσουν (προσπαθεί να θυμηθεί το σώμα της, ένα κορσέ που φορούσε εκείνη, πόσες φορές έκαναν έρωτα κ. ά). Μιλάει για την αντίδραση του συζύγου και των θυγατέρων της, για τον καταστρεμμένο έρωτα (Ο κατεστραμμένος έρωτας διατηρεί τα κατάλοιπα, την ανάμνηση του αλλοτινού, υπέροχου έρωτα- κάπου βαθιά, όπου κανείς από τους δυο δεν θέλει να σκάψει").
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο. Εδώ κυριαρχεί ο έρωτας Πολ-Σούζαν. Στο δεύτερο μέρος το πρώτο πρόσωπο συμφύρεται μ' ένα άγνωστο "εσύ". Ο συγγραφέας άραγε απευθύνεται στον εαυτό του ή στον καθένα από μας; Τέλος, στο τρίτο μέρος το πρώτο πρόσωπο γίνεται εν μέρει τρίτο. Η αφήγηση πιο απόμακρη, πιο αποστασιοποιημένη.
Αν η καλή λογοτεχνία δεν έχει (ή δεν πρέπει να έχει) σκοπό μόνο την προσωρινή τέρψη αλλά την εις βάθος αναμόχλευση σκέψεων και συναισθημάτων, σίγουρα σ' αυτήν πρέπει να κατατάξουμε και το καινούριο βιβλίο του Julian Barnes.