Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2008

Ένα "διδακτικό" μυθιστόρημα

"Το μυθιστόρημα αυτό δε θέλει να δρέψει λογοτεχνικές δάφνες, αλλά να αποδεικτεί ένα διδακτικό κείμενο. Στόχος του δηλαδή είναι η αλλαγή τρόπου σκέψης, συμπεριφοράς, γνώμης και αντίληψης. Συνεπώς, η ανάγνωσή του πρέπει να γίνει κυρίως με σκοπό ν' αντλήσει συγκεκριμένα διδάγματα που πρακτικά θ' αποδειχτούν χρήσιμα για σας".
Κρινόμενο το βιβλίο του Δημήτρη Μπουραντά "Όλα σου τα 'μαθα μα ξέχασα μια λέξη" (Πατάκης, 2008) σύμφωνα με την "προγραμματική" δήλωση του ιδίου, όπως αυτή εκτίθεται στον πρόλογό του, θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχημένο. Όμως μέσα στη δήλωση αυτή ενυπάρχει μια αντίφαση. Πώς μπορεί ένα λογοτεχνικό κείμενο, ένα μυθιστόρημα, όπως το χαρακτηρίζει και ο ίδιος και οι εκδότες του να έχει σκοπό "να διδάξει"; Τέτοιο σκοπό έχουν τα θρησκευτικά κηρύγματα ή τα βιβλία αυτοβοήθειας που τόσο αφθονούν στην εποχή μας. Η λογοτεχνία δεν θέλει να διδάξει τίποτα, όπως δεν θέλει να διδάξει καμιά άλλη μορφή τέχνης, ούτε η μουσική, ούτε η ζωγραφική, ούτε η αρχιτεκτονική κ.λπ. Αν ο κοινωνός μιας μορφής τέχνης γίνει καλύτερος άνθρωπος, αν καλλιεργήσει και αναπτύξει τον εαυτό του, αυτό γίνεται έμμεσα και όχι με την προσχεδιασμένη διδασκαλία.
Ο Δημήτρης Μπουραντάς, γνωστός και καταξιωμένος καθηγητής του Μάνατζμεντ και της Ηγεσίας, προσπάθησε να "ντύσει" λογοτεχνικά τις ιδέες και τις απόψεις του που αφορούν τους ηγέτες και τα στελέχη επιχειρήσεων, για να τις κάνει έτσι πιο ελκυστικές. Το βιβλίο, επομένως, παραπαίει ανάμεσα στη λογοτεχνία και στο δοκίμιο, ανάμεσα στη μυθοπλασία και στις θεωρίες περί ηγεσίας και μάνατζμεντ με τη ζυγαριά να βαραίνει προς το δεύτερο σκέλος και να αποτυγχάνει ως λογοτεχνικό κείμενο.
Χρονικά η υπόθεση αρχίζει και τελειώνει το 2003, αφού με πολύ σύντομες αναφορές καλυφθεί η χρονική περίοδος από το 1930 και με κάπως εκτενέστερες αναφορές από το 1971 και μετά. Κύρια πρόσωπα του έργου είναι ένας καθηγητής του μάνατζμεντ, ο Νίκος Αλεξίου, και η φοιτήτριά του, Άννα. Μέντορας, καθοδηγητής, σύμβουλος και εμψυχωτής της, τη βοηθά και την ενθαρρύνει όχι μόνο για να πάρει το πρώτο πτυχίο, αλλά και για να βρει ταυτόχρονα με τις σπουδές της δουλειά, να πάρει ύστερα υποτροφία για τη Γαλλία, να κάνει διδακτορικό και αφού περάσει από εμπόδια, δυσκολίες, απογοητεύσεις να γίνει τελικά μια καταξιωμένη πρωτοβάθμια καθηγήτρια. Παράλληλα, μέσα από ένα κείμενο που ο Αλεξίου της δίνει να διαβάσει όταν εκείνη ήταν ακόμη δευτεροετής φοιτήτρια, μαθαίνουμε και τη δική του πορεία ζωής, την καταγωγή του από μια εργατική οικογένεια, τις επιλογές του, τον αγώνα του, τη θέλησή του να επιτύχει και τελικά την καταξίωσή του.
Φυσικά απαραίτητη η ερωτική μεταξύ τους έλξη που όμως δεν καταλήγει σε σχέση, παρά μόνο μετά από χρόνια, χωρίς η εξήγηση που δίνει γι' αυτό ο συγγραφέας να είναι κατά τη γνώμη μου επαρκής. Το βιβλίο γενικά κινείται σ' ένα πολύ ιδεαλιστικό επίπεδο. Θέση που προβάλλεται είναι ότι όλα είναι κατορθωτά, ότι τα πάντα εξαρτώνται από μας κι ότι ο εργατικός, ο τίμιος, ο ακέραιος, ο άξιος και ικανός, όσα εμπόδια κι αν παρεμβληθούν στο δρόμο του στο τέλος δικαιώνεται. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο στις αδυναμίες του βιβλίου ως λογοτεχνικού κειμένου, χάριν οικονομίας χρόνου, δικού μου και πιθανών αναγνωστών του ποστ, παρά μόνο στο τέλος, όπου οι περί ηγεσίας και μάνατζμεντ διδαχές αποκορυφώνονται. Διαβάζοντας τις μακροσκελείς ομιλίες σ΄ ένα εργαστήρι που ίδρυσαν οι δυο τους, Νίκος και Άννα, το CLI (Circle of the Lost Ideas) έπιασα τον εαυτό μου να πρέπει να προσέχει σαν να επρόκειτο να διάβαζα πανεπιστημιακό σύγγραμμα στο οποίο θα εξεταζόμουν! Δεν ξέρω όμως αν τελικά ήμουν απρόσεχτη, γιατί δεν θυμάμαι τι ήταν η μοναδική λέξη που ο δάσκαλος ξέχασε να μάθει στη μαθήτριά του!
Παραμένει όμως η απορία. Γιατί ένα τέτοιο βιβλίο βρίσκεται συνεχώς στα ευπώλητα; Νομίζω αυτό οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους: Στο ωραίο εξώφυλλο, στον "πιασάρικο" τίτλο και στις καλές κριτικές. Γι' αυτό το τελευταίο αδυνατώ να δώσω εξήγηση.
Άλλες απόψεις για το ίδιο βιβλίο:


Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2008

Δυο ζευγάρια στο Μανχάτταν




Αν διάβαζα αυτό το βιβλίο χωρίς να ξέρω τον συγγραφέα, θα ήταν αδύνατο να πιστέψω πως αυτή την ωραία, ρομαντική ιστορία του 1946, τη γυρισμένη σε μια εξίσου ωραία ταινία το 1965, την έγραψε ένας πασίγνωστος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, ο Ζωρζ Σιμενόν (1903-1989).
Αγόρασα το βιβλίο "Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν" (Άγρα 2007, μετ. Αργυρώ Μαντόγλου, α΄ έκδ.1946) όχι για άλλο λόγο παρά μόνο για το "Μανχάτταν" του τίτλου. Ένα έργο που διαδραματίζεται στην καρδιά της Νέας Υόρκης ασκεί πάνω μου μια ιδιαίτερη έλξη και γοητεία. Και, ω, τι σύμπτωση! Το βιβλίο που άρχισα αμέσως μετά, πριν ακόμα προλάβω να γράψω τις σκέψεις μου για τον Σιμενόν, ήταν κι αυτό ένα βιβλίο που στο μεγαλύτερο μέρος του διαδραματιζόταν στο Μανχάτταν. Ήταν το βιβλίο του Fabio Volo "Το κορίτσι του τραμ" (Λιβάνης 2008, μετ. Μάτα Σαλογιάννη, τίτλος πρωτοτύπου Il giorno in piu). Τα δυο βιβλιά δεν τα ενώνει μόνο ο χώρος αλλά και πολλά άλλα πράγματα. Να πήρε άραγε ο νεαρός Ιταλός (γεν. 1972) την ιδέα από τον Σιμενόν;
Και στα δυο βιβλία έχουμε ένα ζευγάρι, έναν άτρα και μια γυναίκα, που τριγυρίζουν στους δρόμους και τις γειτονιές, στα μπαρ και στα εστιατόρια του Μανχάτταν, που κάνουν έρωτα, μιλούν για το παρελθόν τους, που αναζητούν τη συντροφικότητα και την αγάπη και που η ιστορία τους έχει ένα happy end. Όμως η εποχή δεν είναι ίδια. Το 2007 δεν είναι ίδιο με το 1946. Δεν είναι μόνο τα εξωτερικά στοιχεία, τα κινητά τηλέφωνα, το ίντερνετ και το ι-μέιλ, το i-pod και τα CD, έννοιες ανύπαρκτες στο παλιό μυθιστόρημα, όπου το ζευγάρι ακούει το αγαπημένο του τραγούδι στο "αυτόματο γραμμόφωνο" (τζουκ-μποξ) ενώ η κοπέλα καπνίζει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο (πράγμα αδιανόητο σήμερα στην Αμερική, σε κλειστούς χώρους). Είναι και η όλη ατμόσφαιρα, η νοοτροπία, η ελευθερία στις σχέσεις και πολλά άλλα που χαρακτηρίζουν τη νεότερη εποχή. Κι όμως κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ.
Στο "Τρία δωμάτια" ένας πενηντάρης Γάλλος, παλιός ηθοποιός, ο Φρανσουά Κομπ, "χωίς δεσμούς οικογένειας, επαγγέλματος, πατρίδας ούτε καν κατοικίας", συναντά τυχαία ένα βράδυ σ΄ ένα μπαρ την Καίυ, ένα εξίσου μοναξιασμένο πλάσμα. Αυθόρμητα, χωρίς συνεννόηση, φεύγουν μαζί από το μπαρ. Καταλήγουν σ' ένα ξενοδοχείο, μια σχέση αρχίζει, σχέση στην οποία οδηγούνται πιο πολύ από απόγνωση, από την αναζήτηση μιας συντροφιάς. Εκείνη, όπως του λέει, είναι Βιεννέζα, είχε πολύ νέα παντρευτεί έναν Ούγγρο κόμη, απέκτησε μια κόρη, έζησε μαζί του στο Βερολίνο, όπου εκείνος ήταν ακόλουθος στην Ουγγρική πρεσβεία, στο Παρίσι, αλλά τώρα χωρισμένη μοιράζεται το δωμάτιο με μια φίλη. Διηγείται τη ζωή της, τις σχέσεις της κι ο Φρανσουά νιώθει να ζηλεύει το παρελθόν της, αν και δεν ξέρει τι απ' όσα του λέει είναι αλήθεια και τι ψέματα. Κι εκείνος κάποια στιγμή θα αφηγηθεί τη δική του πονεμένη ιστορία.
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου θα διαδεχτεί το δωμάτιο που κρατάει εκείνος κι ύστερα το δικό της. Τα τρία δωμάτια. Μα πάνω απ' όλα όμως οι δρόμοι της Νέας Υόρκης στους οποίους περιπλανώνται, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, η θλίψη για μια ζωή γεμάτη ψυχολογικά τραύματα, οι αμφιβολίες για το παρόν και το μέλλον γεμίζουν το βιβλίο. Γενικά, παρά το ευτυχισμένο (;) τέλος, ένα σύννεφο κατήφειας και θλίψης φαίνεται να σκιάζει όλο το μυθιστόρημα.
Κάπου 60 χρόνια αργότερα, στους ίδιους δρόμους τριγυρίζει το ζευγάρι του Τζιάκομο και της Μικέλας, στο μυθιστόρημα του Fabio Volo. Όμως η ιστορία τους έχει όχι μόνο μια πολύ διαφορετική έναρξη, αλλά και μια άλλη ατμόσφαιρα. Είναι μια ανάλφρη, διασκεδαστική, θα έλεγα, ατμόσφαιρα, που τη δημιουργεί τόσο το περιβάλλον και η εποχή, όσο και ο χαρακτήρας και η αφήγηση του πρωτοπρόσωπου αφηγητή.
Ο Τζιάκομο, ένας τριανταπεντάχρονος Ιταλός, συναντά κάθε μέρα στο πρωινό τραμ που παίρνει για τη δουλειά του, μια κοπέλα. Του αέσει. Την παρακολουθεί και οι λεπτομέρειες αυτής της παρατήρησης είναι απίθανα ρεαλιστικές και διασκεδαστικές. Ποτέ δεν τολμά όμως να της μιλήσει, όταν ξαφνικά μια μέρα εκείνη τον προσκαλεί για έναν καφέ και τον πληροφορεί ότι την επομένη φεύγει για τη Νέα Υόρκη. Ο Τζιάκομο συνεχίζει τη ζωή του. Μας μιλά για την οικογένειά του, για σκηνές από την παιδική του ηλικία, με ιδιαίτερη αγάπη και τρυφερότητα αναφέρεται στη γιαγιά του, μας αναφέρει τις ερωτικές του σχέσεις, όχι και λίγες και την αδιατάρακτη και σταθερή φιλία του με μια κοπέλα, τη Σίλβια. Όμως η Μικέλα δεν φεύγει από τη σκέψη του. Παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Πάει στη Νέα Υόρκη, τη βρίσκει (η σύγχρονη τεχνολογία έπαιξε όχι μικρό ρόλο σ' αυτό) κι αρχίζει μεταξύ τους μια όλο πάθος ερωτική σχέση. Κάποια στιγμή εκείνη του προτείνει να παίξουν ένα παιγνίδι. Τις λίγες μέρες που εκείνος θα μείνει στη Ν. Υόρκη να τις ζήσουν τελείως ελέυθερα, χωρίς το φόβο τι να κάνουν ή να μην κάνουν, τι να πουν και τι όχι, χωρίς φόβο μήπως απογοητεύσουν το σύντροφό τους, έχοντας συμφωνήσει ότι αυτή η σχέση έχει ημερομηνία λήξης. Πραγματικά ζουν πολύ όμορφα αυτές τις μέρες. Τριγυρίζουν στην πόλη, πέμπτη λεωφόρος, όγδοη λεωφόρος, Σέντραλ Παρκα, δρόμοι και δρομάκια με τα ονόματά τους, εστιατόρια και σινεμά γίνονται το περιβάλλον της σχέσης τους. Όμως μια μέρα πριν τελειώσει το παιγνίδι εκείνος αναγκάζεται να φύγει, γιατί η αγαπημένη του γιαγιά είναι ετοιμοθάνατη. Πώς θα τελειώσει αυτή η όμορφη σαν παραμύθι ιστορία, προπάντων που εκκρεμεί μια μέρα που δεν την έχουν ζήσει;
Εκ πρώτης όψεως το μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα δεν φαίνεται να έχει μεγάλη πρωτοτυπία. Το καθιστούν όμως ενδιαφέρον η γοργή, γεμάτη ανάλφρο χιούμορ αφήγηση και η λεπτομέρεια. Ο Fabio Volo φωτίζει κοινότοπες λεπτομέρειες της ζωής μας, λεπτομέρειες των σχέσεων, των συναισθημάτων, της καθημερινότητας, που όμως τις κάνει ελκυστικές ο τρόπος με τον οποίο τις απεικονίζει.
Δυο ωραία μυθιστορήματα που τα απόλαυσα και τα δυο εξίσου παρά τις διαφορές τους. Κι αναλογίζομαι πόσο πιο ωραίο θα ήταν να μπορούσε κανείς να γνωρίσει το Μανχάτταν μέσα από τις διαδρομές και τα στέκια των δυο ζευγαριών αντί μέσα από τις στερεότυπες τουριστικές περιηγήσεις. Η δύναμη και η γοητεία της λογοτεχνίας...










Τρίτη, Οκτωβρίου 14, 2008

Τι ζητούν οι βάρβαροι

"Τι ζητούν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία, τι ζητούν οι βάρβαροι στα ελληνικά χωριά..." (τη συνέχεια δεν τη θυμάμαι) ήταν ένα τραγούδι που με πατριωτικό ενθουσιασμό τραγουδούσαμε μικροί στα κατηχητικά. Και την περασμένη ακόμα δεκαετία διαδηλώναμε εναντίον των διεκδικήσεων των Σκοπιανών φωνάζοντας "Το όνομά μας είναι η ψυχή μας".
Με όλη αυτή τη βαθιά μέσα μου χαραγμένη προϊστορία δυσκολεύομαι να δεχτώ τη θέση του βιβλίου του Κούρτοβικ "Τι ζητούν οι βάρβαροι" (Ελληνικά Γράμματα, 2008) που θέλει τη Μακεδονία και γενικά τα Βαλκάνια κοινή μήτρα και κοινή κληρονομιά των λαών που τα κατοικούν. Βεβαίως, αυτό δεν αναιρεί την άποψή μου ότι το βιβλίο αυτό είναι άκρως ενδιαφέρον, ένα από τα καλύτερα, πιστεύω, δείγματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Είναι ένα βιβλίο που "σηκώνει συζήτηση" για πάρα πολλά θέματα που θίγει. Η σχέση λογοτεχνίας-ιστορίας, οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί και τα βραβεία, οι κριτικές επιτροπές των οποίων τα μέλη συχνά δεν διαβάζουν τα βιβλία που κρίνουν, η ιστορική μνήμη και η ιστορική αλήθεια, οι σημερινές διακρατικές σχέσεις, θέματα τεχνικής του λογοτεχνικού κειμένου και άλλα ακόμα, μπορούν να δώσουν αφορμή για γόνιμες συζητήσεις σε λογοτεχνικές συντροφιές.
Ας έρθω όμως στην υπόθεση του βιβλίου. Σε μια κωμόπολη στη βόρειο Ελλάδα, την Τιρύμμεια, κάπου στη Μακεδονία, συγκεντρώνονται τα μέλη μιας κριτικής επιτροπής που θα αποφασίσει για το βραβείο του λογοτεχνικού διαγωνισμού Interbalkan, ένα διαγωνισμό τον οποίο θέλουν να αναβαθμίσουν για να λειτουργήσει ως μέσο κατανόησης και συνεργασίας των Βαλκανικών λαών. Οι επικρατέστερες υποψηφιότητες είναι τρεις: του Έλληνα συγγραφέα Αντώνη Ρωμανού (που δεν εμφανίζεται στο βιβλίο), της Βουλγάρας Νίνας Ντάνεβα, που όχι μόνο είναι διαρκώς παρούσα αλλά και λειτουργεί ως σεξουαλικό σύμβολο, και του Σέρβου Λιούμποφ Βρατσάνοβιτς. Οι υποψηφιότητες συζητούνται σε συνεδρίες της κριτικής επιτροπής που διαρκούν πέντε μέρες, ενώ διανθίζονται και με συζητήσεις που διεξάγονται εκτός των επισήμων συνεδριών, μια και τα μέλη της κριτικής επιτροπής, που και αυτά προέρχονται από τις Βαλκανικές χώρες, συνδέονται μεταξύ τους με γνωριμίες και φιλίες, αλλά και με εορταστικές εκδηλώσεις που οργανώνονται από το δήμαρχο της φιλοξενούσας πόλης.
Με έκπληξη η κριτική επιτροπή διαπιστώνει ότι και τα τρία επικρατέστερα μυθιστορήματα έχουν κοινό θέμα. Ένα παλιό επεισόδιο που συνέβη το 1913, μεταξύ Α΄ και Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, έναν άτυχο γάμο και το βομβαρδισμό ενός χωριού στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας, το οποίο όμως επεισόδιο ο καθένας επεξεργάζεται από τη δική του σκοπιά. Στις συνεδρίες διαβάζονται αποσπάσματα και γίνονται σχόλια και στα τρία μυθιστορήματα. Ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα αρκετά να συγκρατήσω και να διαχωρίσω στη σκέψη μου τα μέλη της κριτικής επιτροπής, τους συγγραφείς των υπό κρίση έργων και τους μυθιστορηματικούς ήρωες, αφού όλοι προέρχονται από όλες τις Βαλκανικές χώρες. Ο καθένας απ' αυτούς υπερασπίζεται τη δική του αλήθεια, που έχει να κάνει με την ιστορική πορεία της ταραγμένης αυτής περιοχής της Ευρώπης, και που η Ευρώπη αδυνατεί να κατανοήσει. Χαρακτηριστική είναι η στάση της εκροσώπου ενός γαλλογερμανικού καναλιού, της Ούτα Ράουντερμπεργκ, που παρακολουθεί το συνέδριο, αλλά που κάποια στιγμή απηυδησμένη το εγκαταλείπει χαρακτηρίζοντας όλη αυτή τη σύναξη ως "τρελοκομείο".
Πού θα δοθεί τελικά το βραβείο; Δεν θα το αποκαλύψω. Μήπως άραγε υποβάλλεται η ιδέα μιας δύναμης που θα επικρατήσει τελικά στα Βαλκάνια;
Το μυθιστόρημα του Κούρτοβικ είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Μήπως όμως θα ήταν προτιμότερο να μην εμπλέξει τόσα θέματα; Δηλαδή πέραν του κεντρικού στο οποίο έχω αναφερθεί, πλήθος άλλα θέματα και σκηνές παρεμβάλλονται. Π.χ. απεργία γεωργών και αποκλεισμός με τρακτέρ, μια έντονα χρωματισμένη σεξουαλική συνεύρεση, εικόνες που δεν έχουν άμεση σχέση με το θέμα, όπως όταν η Ούτα βλέπει κάποιον να ξύνει το αυτί του με το ξύλινο πόδι του ή όταν ο χορηγός του βραβείου, ο ισχυρός οινοβιομήχανος Ξινός χαϊδεύει στα γόνατά του έναν τεράστιο...αρουραίο. Σε δυο κεφάλαια μιλούν δυο νεκροί, ένας Έλληνας κι ένας Βούλγαρος (λογοτεχνική συγγένεια με τον "Σέργιο και Βάκχο" του Καραγάτση) ενώ ένας τρίτος νεκρός γέρος σαν να μας δίνει στο τέλος το διδαχτικό επιμύθιο: "Αχ, πώς αναγαλιάζει η ψυχή μου που σας βλέπω μονοιασμένους!"
Οπωσδήποτε όμως το "Τι ζητούν οι βάρβαροι" ξεχωρίζει μέσα στην πληθώρα της νεοελληνικής εκδοτικής παραγωγής.


Κυριακή, Οκτωβρίου 05, 2008

Ανάμεσα στους τοίχους

Για όλους εμάς τους εκπαιδευτικούς που αγαπάμε τη λογοτεχνία, είτε ανήκουμε στη "στρατευμένη" είτε στη "θριαμβεύουσα" εκπαιδευτική ζωή (για να δανειστώ δυο εκκλησιαστικούς όρους) τα βιβλία που έχουν θέμα το δάσκαλο και το σχολείο αποτελούν πόλο έλξης ακαταμάχητο. Είτε πρόκειται για την παλαιότερη "Κυρία Ντορεμί" της Λιλίκας Νάκου, είτε για το έξοχο "Η δασκάλα των Γαλλικών" του Άντονι Λιμπέρα, είτε για τον απολαυστικό "Δάσκαλο" του Φρανκ ΜακΚορτ, είτε για "Το παλιό σχολείο" του Tobias Wolff, όλα ασκούν την ίδια ακατανίκητη έλξη. Φυσικό λοιπόν να αναζητήσουμε και να διαβάσουμε μόλις εξεδόθη άλλο ένα βιβλίο σχολικής ζωής. Πρόκειται για το "Ανάμεσα στους τοίχους" του Φρανσουά Μπεγκοντό (Μεταίχμιο 2008), στο οποίο βασισμένη η ομότιτλη ταινία κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα των Καννών. Πολύ διαφορετικό απ' όλα όσα διάβασα ως τώρα και ως περιεχόμενο και ως τεχνική, πολύ σύγχρονο, πολύ ρεαλιστικό, είναι πραγματικά απολαυστικό και διασκεδαστικό. Αποτυπώνει τη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία της Γαλλίας, λίγο πολύ όμοιας με τη δική μας.
Σ' ένα Γυμνάσιο, σε μια εργατική συνοικία του Παρισιού, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής-καθηγητής αγωνίζεται να διδάξει Γαλλικά σε μια τάξη δεκατετράχρονων παιδιών. Παιδιών προερχόμενων από ποικίλες χώρες και διαφορετικούς πολιτισμούς: την Κίνα, την Αλγερία, την Τυνησία, το Μαλί, το Μαρόκο...ο Μινγκ και ο Σουλεϊμάν, ο Ντζιμπρίλ και ο Ντικό, ο Μοχάμεντ, ο Κέβιν, η Κούμπα, η Ζιάζια...πιο λίγοι οι Γάλλοι από τους ξένους. Στο βιβλίο, εκτός από ελάχιστα υπαινικτικά ίχνη, δεν υπάρχει αφήγηση ή περιγραφή. Η ματιά του συγγραφέα μετατοπίζεται διαρκώς από την τάξη στην αίθουσα καθηγητών και προχωρεί μόνο με διαλόγους. Μέσα απ' αυτή τη συνεχή εναλλαγή διαλόγων μεταξύ του δασκάλου και των μαθητών ή μεταξύ των καθηγητών καλύπτεται μια σχολική χρονιά. Αρχίζει με την έναρξη της καινούριας χρονιάς και τη βαρεμάρα με την οποία επιστρέφουν. Στην ερώτηση του διευθυντή για τις καλοκαιρινές διακοπές "Το πλήθος μουρμούρισε ένα καλά ήταν, αλλά τέλειωσε, επιδεικτικά χρωματισμένο από τη μελαγχολία της επιστροφής".
Ο Μπεγκοντό δεν προσπαθεί καθόλου να εξωραϊσει ή να εξιδανικεύσει τα πράγματα. Οι καθηγητές παραπονιούνται όταν έχουν μάθημα την Παρασκευή το απόγευμα, ή για το χαλασμένο μηχάνημα του καφέ, ή για τη δυσκολία να βγάλουν φωτοτυπίες διπλής όψης και φυσικά για τα τμήματα που τους έτυχαν ή τις αδυναμίες των μαθητών τους. Καθυστερούν όσο μπορούν να πάνε στην τάξη, κάνουν πως δεν άκουσαν το κουδούνι "Χτύπησε;" ρωτούν δήθεν απορημένοι και πανηγυρίζουν όταν λογαριάζουν τις αργίες: "Με λίγα λόγια, δεν μένει πια καμιά εβδομάδα που να'ναι ολόκληρη(...) Λοιπόν εδώ κάνουμε σκάντζα αυτή την ημέρα, ανάμεσα στην αργία και το Σαββατοκύριακο, την άλλη εβδομάδα έχει προκηρυχτεί απεργία, τη μεθεπομένη η Δευτέρα είναι αργία, τέλος πάντων πάντα υπάρχει κάτι".
Οι μαθητές ζωηροί, αυθόρμητοι, με πειράγματα μεταξύ τους, που συχνά σχετίζονται και με τη διαφορετική τους καταγωγή, και επιπλέον με την άγνοια της γλώσσας που ο καθηγητής αγωνίζεται να τους διδάξει. Συχνά, ενώ διδάσκει ένα κανόνα γραμματικής ή της έκφρασης, τον διακόπτουν με μια άσχετη ερώτηση για μια λέξη που δεν καταλαβαίνουν:"Κύριε, τι σημαίνει προσυπογράφω, τι σημαίνει μοναδικότητα, πώς γράφεται η λέξη ισότητα;"
Ο δάσκαλος, καθόλου ιδανικός, σε τίποτα δεν μοιάζει με τον Σίτνεϊ Πουατιέ "Στον κύριό μας με αγάπη". Κάνει με ευσυνειδησία τη δουλειά του, δεν του λείπει μια οικειότητα και μια αγάπη για τους μαθητές του, αλλά δεν αποφεύγει την ειρωνεία ή να φωνάξει "σκασμός" ή με την παραμικρή αφορμή να καταγγείλει στο διεθυντή.
Από το βιβλίο, που αποδίδει ανάλαφρα, με χιούμορ, με πολλή φυσικότητα, κάποτε με κωμικοτραγικά επεισόδια την καθημερινή σχολική ζωή, αντλούμε πολλά στοιχεία για το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα. Για τη δομή της εκπαίδευσης, για τις σχέσεις των γονιών με το σχολείο, για το Σχολικό Σύμβουλο που οφείλει να είναι ενήμερος για ό,τι αφορά τους μαθητές πέραν των μαθημάτων (διαγωγή, απουσίες, οικογενειακά προβλήματα κ.λπ.,) για τη συζήτηση που γίνεται για να χαρακτηριστεί η διαγωγή ή η επίδοση ενός μαθητή, ή ακόμη αν θα τον ωφελούσε "η αλλαγή περιβάλλοντος" (εύσχημος τρόπος αποβολής), για συνεδρίες στις οποίες συμμετέχουν εκπρόσωποι των γονιών και των μαθητών, για τον καταμερισμό των ωρών διδασκαλίας της επόμενης σχολικής χρονιάς που γίνεται από την ομάδα των καθηγητών, όταν τους δίνονται 7 ώρες επιπλέον, δείγμα μιας μεγαλύτερης αυτονομίας του γαλλικού σχολείου και πολλά άλλα.
Ένα σύγχρονο γαλλικό σχολείο. Τόσο διαφοετικό αλλά και τόσο όμοιο με τα σχολεία όλου του κόσμου.