Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Η ανεξήγητη γοητεία του "Κουρδιστού πουλιού"

Είναι από τις πολύ σπάνιες φορές που μ' αρέσει ένα βιβλίο και δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί μου άρεσε. "Το κουρδιστό πουλί" του Χαρούκι Μουρακάμι (Ωκεανίδα, 2005) είναι ένας ογκωδέστατος τόμος 862 σελίδων που ομολογώ ότι (έτσι όπως συνήθως διαβάζω, στο κρεβάτι ή μισοξαπλωμένη στον καναπέ ή στο θαλασσινό μπαλκόνι κι όχι σκυμμένη πάνω από ένα γραφείο) μου έκοψε τα χέρια με το βάρος του. Το άφηνα για λίγο να ξεκουραστώ και πάλι το ξανάπιανα, περίεργη να συνεχίσω να ταξιδεύω σ' αυτό τον παράξενα γοητευτικό κόσμο του Μουρακάμι. Ιστορίες φαινομενικά ασύνδετες ή πολύ χαλαρά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ένας άνδρας, ο Τόρου Οκάντα (που πολύ απέχει από τα δικά μας ανατολίτικα πρότυπα), που μένει αυτός στο σπίτι και κάνει τις δουλειές ενώ η γυναίκα του εργάζεται, ξεκινάει μια μέρα να βρει το γάτο τους που χάθηκε. Κι από κει ξεκινούν οι περιπέτειές του που θα 'λεγε κανείς πως θυμίζουν τις περιπέτειες της "Αλίκης στη Χώρα των θαυμάτων", όταν εκείνη ακολούθησε το κουνέλι. Δεν είναι απλώς δύσκολο να αφηγηθεί κάποιος το περιεχόμενο του βιβλίου, είναι εντελώς αδύνατο, εκτός αν γράψει κι ο ίδιος ένα άλλο βιβλίο. Συνδετικός κρίκος όλων των γεγονότων παραμένει ο Τόρου Οκάντα. Γνωρίζει μια δεκαεξάχρονη γειτόνισσά του, τη Μαγιού Κασαχάρα, μαθαίνει για ένα γειτονικό σπίτι που το συνοδεύει μια κατάρα, βλέπει στην αυλή του ένα αποξηραμένο πηγάδι στο οποίο κάποια μέρα θα κατεβεί για να συλλογιστεί, πολλές γυναίκες τον τριγυρίζουν, κάθε μια με τη δική της ιστορία, η γυναίκα του τον εγκταλείπει μια μέρα ξαφνικά για έναν άλλο άντρα και η ομολογία της σ΄ένα γράμμα για το τι ένιωσε για τον άλλο θα σόκαρε την ανδροκρατούμενη (ακόμα) κοινωνία μας, ακούμε για τον μάντη κύριο Χόντα, μέσω του πάμε στον υπολοχαγό Μαμίγια και στις φρικτές ιστορίες του από τον πόλεμο στη Μαντζουρία, ξαναγυρνάμε στη σύγχρονη Ιαπωνία και παρακολουθούμε μια συνομιλία μέσω κομπιούτερ, ακούμε σεξουαλικά τηλεφωνήματα, κυκλοφορούμε στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους του Τόκιο, ξαναπάμε πίσω στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφηγήσεις που δεν τελειώνουν. Υπάρχουν στο βιβλίο σκέψεις που θέλεις να υπογραμμίσεις, να ξαναγυρίσεις σ' αυτές και να συλλογιστείς, κάποτε υπάρχει μια απλοϊκότητα στην αφήγηση που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ο Μουρακάμι μας κοροϊδεύει προσποιούμενος ότι λέει σπουδαία πράγματα και υπάρχουν σκηνές που σου ανακατεύουν το στομάχι και που χαράζονται βαθιά στη σκέψη. Η σκηνή της περιγραφής του γδαρσίματος ενός ανθρώπου ζωντανού δεν μπορεί να ξεχαστεί ποτέ. Αλλά και η σκηνή της θανάτωσης ζώων στο ζωολογικό κήπο, όταν η Ιαπωνία ηττήθηκε και θα εγκατέλειπε τη Μαντζουρία καθώς και η εκτέλεση Κινέζων αιχμαλώτων με τη ξιφολόχχη είναι πολύ πιο φριχτές από τους σύγχρονους αποκεφαλισμούς αιχμαλώτων που παρακολουθήσαμε. Με εντυπωσίασε η περιγραφή αυτών των εγκλημάτων, όχι μόνο για τη δύναμη των εικόνων, αλλά και γιατί ένας Ιάπωνας δεν διστάζει να περιγράψει εγκλήματα Ιαπώνων. Αναρωτιέμαι πόσες επιθέσεις θα δεχόταν ένας Έλληνας συγγραφέας αν έκανε κάτι τέτοιο. (Ξέχασα, εμείς δεν κάνουμε εγκλήματα!!). Ο αναγνώστης ας μην περιμένει τη συνήθη λογική των βιβλίων. Όπως λέει κάπου και η Μαγιού Κασαχάρα "Πού υπάρχει λογική συνέπεια στον κόσμο;"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου