"Σε όσους με ρωτούσαν γιατί επέλεξα το αστυνομικό μυθιστόρημα για να γράψω για τα χρόνια του Εμφυλίου και την προβολή τους στο σήμερα δεν είχα απάντηση πειστική να δώσω, έως ότου διάβασα μια φράση του Γιώργου Κοτζιούλα. Την παραθέτω όπως την έχει αποθησαυρίσει ο Ε. Χ. Γονατάς στα Ανέκδοτα γράμματα: "Σου περιγράφω θλιβερές ημέρες με κάπως εύθυμο τόνο. Αυτός είναι ο τόνος ο δικός μου, αυτός με σώζει από την απελπισία".
Λόγια της Μαρλένας Πολιτοπούλου από το επιλογικό σημείωμά της στο μυθιστόρημα "Η μνήμη της πολαρόιντ" (Μεταίχμιο, 2009). Θλιβερές μέρες. Πολύ θλιβερές μέρες. Πληγή, που έστω κι αν έχει κλείσει, όποτε την αγγίξεις πονά, ο Εμφύλιος στην Ελλάδα. Αυτή την πληγή αγγίζει με το ενδιαφέρον μυθιστόρημά της η Πολιτοπούλου. Αστυνομικό μυθιστόρημα τοποθετημένο χρονικά σε τρεις εποχές: Στο 1976 που γίνεται το έγκλημα και το οποίο είχε μείνει ανεξιχνίαστο, στο 2006 που ξαναρχίζει η έρευνα για τη διαλεύκανσή του και στα χρόνια του Εμφύλιου (1946-49).
Ο Παύλος Γεωργούλας είναι γιος ενός πρώην διοικητή της αστυνομίας, που είχε σκοτωθεί εν ώρα υπηρεσίας. (Τίποτα περισσότερο δεν μας λέει η συγγραφέας για το πώς και γιατί τον σκότωσαν, ενώ θα περίμενε κανείς να έχει κάποια σχέση με την όλη υπόθεση, αλλιώς γιατί να μας ρίξει αυτή την πληροφορία). Ο Παύλος είναι αρχιτέκτονας, εργάζεται όμως στην αστυνομία ως σκιτσογράφος στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Δέκα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του αισθάνεται την ανάγκη να κοιτάξει τα χαρτιά που εκείνος είχε αφήσει τα τακτοποιημένα στο γραφείο του. Ανάμεσά τους βρίσκει σημειώσεις για επτά ανεξιχνίαστες υποθέσεις. Μια απ' αυτές του τραβάσει ιδιαίτερα την προσοχή. Πρόκειται για ένα φόνο που έγινε το 1976 στο Πήλιο και συγκεκριμένα στο τούνελ της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου-Μηλεών. Ο Παύλος, με τη συνεργασία του υποδιευθυντή στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών αλλά και φίλου του, καθώς και μιας ψυχολόγου της αστυνομίας, αρχίζει την έρευνα. Η έρευνά του απλώνεται στο χώρο και στο χρόνο. Τοπικά μας οδηγεί στα χωριά του Πηλίου, του Κισσάβου, στην Αίγινα, στο Βόλο και στη Σκόπελο, λίγο και στην Αθήνα και μας δίνει πραγματικά θαυμάσιες εικόνες της ελληνικής φύσης και των χωριών, ενώ συχνές είναι οι αναφορές σε τοπικά ποτά και φαγητά.
Χρονικά το μυθιστόρημα κινείται από το παρόν του 2006 στο παρελθόν του Εμφυλίου, με ενδιάμεσο σταθμό το 1976. Από τον Εμφύλιο επικεντρώνεται στο θέμα των παιδιών, προπάντων των παιδιών που φυγαδεύονταν στις Ανατολικές χώρες, το λεγόμενο παιδομάζωμα. Σκηνές απίστευτης σκληρότητας, χαρακτήρες δόλιοι κια διεφθαρμένοι, αλλά και αγνοί ιδεολόγοι και αγωνιστές ζωντανεύουν μέσα από τη μνήμη επιζώντων.
Η συγγραφέας ως προς το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, βαδίζει στ' αχνάρια της Άγκαθα Κρίστι. Νεκρός είναι ο Αριστείδης Φάκας, μάγειρας, που δολοφονήθηκε παραμονή Χριστουγέννων του 1976, φεύγοντας από ένα εξοχικό στις Μηλιές, όπου μια συντροφιά γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Ο κύκλος της έρευνας ξεκινά από αυτή τη συντροφιά, απλώνεται όμως σε τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων που καταντά συγχιστικό για τον αναγνώστη. Συνειδητοποιώντας ίσως η συγγραφέας αυτή τη δυσκολία (προσωπικά την καταλογίζω στα μειονεκτήματα του βιβλίου), παραθέτει στην αρχή ένα κατάλογο των εμπλεκόμενων προσώπων, στον οποίο ο αναγνώστης συχνά καταφεύγει για να ταυτοποιήσει κάποιο πρόσωπο. Και η αποκάλυψη της αλήθειας θα έρθει με τη συντροφιά του Πηλίου ξανά συγκεντρωμένη στον ίδιο χώρο.
"Η μνήμη των ανθρώπων είναι σαν της πολαρόιντ. Ξεθωριάζει με τα χρόνια". Δεν υπάρχει καταδικαστική απόφαση. Ίσως είναι το καλύτερο όταν πρόκειται για τέτοιες σκοτεινές σελίδες σαν αυτή του Εμφυλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου