"Αχ, που 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος"
Ο στίχος αυτός του Βάρναλη ερχόταν και ξαναρχόταν στη σκέψη μου, καθώς διάβαζα το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Νίκολς "Μία ημέρα", με υπότιτλο "Είκοσι χρόνια. Δύο άνθρωποι". (Μίνωας, 2011, μετ. Γωγώ Αρβανίτη). Παγκόσμιο best seller, μεταφρασμένο σε 36 γλώσσες, γυρισμένο ήδη σε ταινία, εκθειασμένο από την κριτική, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ευπώλητου. Καθώς όμως το διάβαζα δεν ήξερα να πω αν είναι ένα σοβαρό μυθιστόρημα με ανάλαφρο επικάλυμμα ή αν είναι ένα ακόμα ανάλαφρο είδος τύπου Άρλεκιν με επίχρισμα σοβαρότητας! Σημασία έχει ότι το διάβασα με ενδιαφέρον, κάποιες στιγμές με χαμόγελο, άλλοτε με συγκίνηση, συχνά επιδοκιμάζοντας την αποδομητική στάση του συγγραφέα για πλήθος συνήθειες, νοοτροπίες και καταστάσεις.
Είναι 15 Ιουλίου 1988. Δυο νέοι, η Έμμα και ο Ντέξτερ, γνωρίζονται τη νύχτα της αποφοίτησής τους από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Περνούν τη νύχτα μαζί, κουβεντιάζουν, αναλογίζονται πώς θα είναι στα σαράντα τους που τους φαίνονται απίστευτα μακρινά, κάνουν όνειρα. Εκείνος, μέτριος φοιτητής στο τμήμα μοντέρνων γλωσσών, ωραίος, πλούσιος, θέλει πρώτα να ταξιδέψει, Γαλλία, Κίνα, Ινδία...Εκείνη, έχοντας τελειώσει με άριστα Αγγλική λογοτεχνία και ιστορία, προερχόμενη από μια κατώτερη κοινωνική τάξη, δεν ξέρει τι ακριβώς θα κάνει. Σημασία έχει, λέει, "να θέλεις να κάνεις κάτι διαφορετικό. Όχι να αλλάξεις ολόκληρο τον κόσμο, αλλά έστω αυτό το μικρό κομμάτι που υπάρχει γύρω σου".
Παρ' όλη την έλξη που αισθάνονται ο ένας για τον άλλο, οι δρόμοι τους αναπόφευκτα χωρίζουν. Ο συγγραφέας εξετάζει τις ζωές τους την ίδια ημερομηνία, 15 Ιουλίου, κάθε χρόνο μέχρι το 2007. Κάθε χρονιά τους βρίσκει σε μια διαφορετική κατάσταση. Ο καθένας ακολουθεί τη δική του πορεία. Κάνουν δεσμούς, χωρίζουν, κάποτε συναντιώνται, διατηρώντας μέσα στο χρόνο κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί "ερωτική φιλία". Εκείνος, πραγματοποιώντας το όνειρό του, αφού ταξιδέψει, γίνεται διάδημος παρουσιαστής στην τηλεόραση. Εκείνη εργάζεται πρώτα ως σερβιτόρα κι εξασφαλίζει τα δίδακτρα για να αποκτήσει δίπλωμα δασκάλας, ενώ ταυτόχρονα ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας.
Η ζωή όμως δεν εξελίσσεται όπως την ονειρευτήκαμε. Οι ήρωες του Νίκολς "γι' αλλού κινήσανε κι αλλού η ζωή τους πήγε", πράγμα βέβαια που δεν μπορώ να αποκαλύψω.
Παράλληλα με τη ζωή των ηρώων του ο συγγραφέας με αδρές πινελιές ζωγραφίζει και τον μεταβαλλόμενο κόσμο. Πολύ σύντομες, υπαινικτικές σχεδόν αναφορές γίνονται για τον Νέλσον Μαντέλα, την εισβολή στο Αφγανιστάν, τον Σαντάμ Χουσεΐν, τη νέα χιλιετία κ. ά. Έχω την άποψη πως το βιβλίο θα κέρδιζε αν γίνονταν εκτενέστερες αναφορές στα σημαντικά γεγονότα της εικοσαετίας που καλύπτει το βιβλίο.
Με την ίδια συντομία ρίχνονται στο βιβλίο συχνά μονολεκτικές αναφορές σε πλήθος βιβλία που μοιάζει να είναι μια επιδεικτική αναφορά των λογοτεχνικών γνώσεων του συγγραφέα. Από την Άγκαθα Κρίστι στον Κούντερα, από την Τζέιν Όστιν στον Ντίκενς, από τη Βιρτζίνια Γουλφ στην Έμιλι Ντίκινσον, από τον Ντοστογιέφσκι στον Ναμπούκοφ, συγγραφείς και έργα αναφέρονται με δεδομένο ότι είναι γνωστά στον αναγνώστη. Όσο για το "Χάουαρντς εντ" ο ήρωάς του το διαβάζει μια ζωή χωρίς να το τελειώνει. Έμμεσα ο Νίκολς κάνει την κριτική του. Για πλήθος άλλα θέματα η κριτική του είναι πιο άμεση. Ειρωνεύεται τον κόσμο της τηλεόρασης, τα ακριβά εστιατόρια που είναι μόνο "δήθεν", το πρότυπο του θεωρούμενου επιτυχημένου κ.λπ. Λέει για παράδειγμα: "Τον παλιό καιρό, όταν οι άνθρωποι είχαν μόνο το αλκοόλ για βοήθεια, για να μιλήσεις με ένα κορίτσι έπρεπε πρώτα να κάνεις παιχνίδι με τα μάτια, να την κεράσεις ποτό, να φας ώρες ρωτώντας για βιβλία, ταινίες, γονείς, αδέρφια. Τώρα είναι εύκολο να περάσεις σχεδόν κατευθείαν από το "πώς σε λένε;" στο "Δείξε μου το τατουάζ σου" ας πούμε ή στο "Τι χρώμα εσώρουχα φοράς;"
Αλλού γράφει: "Στο θαυμαστό καινούριο κόσμο της TV δεν υπήρχε περίπτωση να μπει σε μια αίθουσα συσκέψεων και να βρει εκεί ένα τσούρμο εξηντάρηδες να κατεβάζουν ιδέες γύρω από ένα τραπέζι. Αλήθεια, τι γίνονταν οι άνθρωποι της TV όταν έφταναν σε μια ορισμένη ηλικία;"
Κι άλλοτε παρατηρεί ειρωνικά για τον ήρωά του: "...τυπικό δείγμα μιας νέας ράτσας Βρετανού: Λονδρέζος, με λεφτά, άνετος με τη σεξουαλικότητά του, με αδυναμία στο σεξ, τα ακριβά αυτοκίνητα, τα ρολόγια από τιτάνιο και τα αντικείμενα από ματ ανοξείδωτο ατσάλι".
Η θητεία του Νίκολς ως σεναριογράφου είναι εμφανής στην πληθώρα των διαλόγων του βιβλίου. Νομίζω πως πρόκειται για έναν έξυπνο, γνώστη της λογοτεχνίας συγγραφέα που κινήθηκε με τους ρυθμούς της αγοράς και πέτυχε. Εν κατακλείδι θα έλεγα πως το "Μία ημέρα" είναι ό,τι πρέπει ως ανάγνωσμα για ένα κρύο, χειμωνιάτικο σαββατοκύριακο, στη θαλπωρή του σπιτιού.
Το βιβλίο δεν το έχω διαβάσει και μάλλον θα το απέρριπτα λόγω του γλυκερού εξώφυλλου(είμαι άνθρωπος της βιτρίνας κατά πώς φαίνεται).Αυτό όμως που διακρίνω από την ιχνογράφηση της πλοκής είναι η πρόθεση...σεναριοποίησής του.Συχνά δηλαδή πέφτουν στα χέρια μας βιβλία που φιλοδοξούν να γίνουν ταινίες,τα χρυσά μου,νιώθουν τόση μοναξιά στοιβαγμένα στα ράφια των βιβλιοπωλείων,όπου ονειρεύονται το θριαμβικό άνοιγμα στο ευρύ,ενθουσιώδες κοινό,μια νέα μορφή ύπαρξης γυαλιστερή κι αιώνια,έξω από το φθαρτό χάρτινο σώμα.Τις αιχμές κοινωνικής κριτικής εν προκειμένω εγώ τις βλέπω σαν άλλοθι,ας γίνουμε λιγάκι επικριτικοί απέναντι στον σύγχρονο υλιστικό τρόπο ζωής,συγγραφείς είμαστε βρε αδερφέ και μετά αλλάζουμε παράγραφο και συνεχίζουμε τις γνωστές μπούρδες.Η αντίδραση όμως στον "κυρίαρχο λόγο" λογοτεχνικά πραγματώνεται μέσα από το ύφος,όχι με παρένθετα τσιτάτα.Ξανατονίζω ότι δε μιλάω τόσο για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα(θα ήμουν ανόητος,εφόσον δεν το έχω διαβάσει),όσο για πολλά άλλα μυθιστορήματα με αφορμή την φευγαλέα εντύπωση που αποκόμισα από το κείμενό σου.Ωστόσο πιστεύω ότι και να το διάβαζα,δε θα έλεγα κάτι διαφορετικό.Πείτε το ένστικτο,πείτε το προκατάληψη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Johnny, δεν έχω να διαφωνήσω σε τίποτα από όσα λες. Αυτό δηλώνει υπαινικτικά και η τελευταία μου παράγραφος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα.... Φαίνεται βιβλίο ευανάγνωστο, που δεν κουράζει..Έτσι κατάλαβα... Το αν αρέσει ή όχι εξαρτάται από το τί περιμένει ο αναγνώστης... (νομίζω).
ΑπάντησηΔιαγραφήΑσφαλώς,Mike, ένα βιβλίο που δεν σου δημιουργεί κανένα προβληματισμό δεν κουράζει. Γι' αυτό ίσως και τόσο επώλητο. Ο κόσμος προτιμά την ευκολία του.
ΑπάντησηΔιαγραφήεγώ πάλι θα το αγόραζα από το εξώφυλλο!ειμαι παιδι των αρλεκιν πώς να το κανουμε!...
ΑπάντησηΔιαγραφή