Τετάρτη, Φεβρουαρίου 15, 2017

Αρχάγγελος


Μαρία Μενοίκου Σιφνιάδου
Αρχάγγελος
Εκδ. Bellapais (Νέα Υερσέη), 2015
Α΄ έκδ. Archangel, 2014
"Απόθεσε τον βαρύ Αρχάγγελο στο έδαφος. Η πανοπλία του έλαμπε στο κίτρινο φως, το ξίφος του σε ετοιμότητα και το φτερό του που ξεπρόβαλλε πίσω από τον ώμο του, ήταν ακριβώς όπως τον είχε φανταστεί. Το αμούστακο πρόσωπό του, νεανικό και αποφασιστικό, είχε φτιαχτεί έντεχνα από τον άγνωστο καλλιτέχνη. Συνεπαρμένη, κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, παρατήρησε ότι τα χείλη του ήταν διαμορφωμένα από μια απλή γραμμή από κομμάτια σκούρο γυαλί τονισμένα πάνω και κάτω με μπεζ πλακάκια, η μύτη του: μια σειρά από κάθετες γραμμές. Η πρώτη ήταν μαύρη, η επόμενη γκρι, η άλλη μπεζ και αυτή που σχεδίαζε την κορυφή, λευκή. Τα μπλε ζαφειριά και σμαραγδιά που πλαισίωναν το φωτοστέφανό του έλαμπαν στα μάτια της Τζουλιάνας".
Η σκηνή αυτή, από το συναρπαστικό μυθιστόρημα της Μαρίας Μενοίκου, διαδραματίζεται στα 1989, στη Ζυρίχη. Η κεντρική ηρωίδα, η γκαλερίστα Τζουλιάνα Πετρέσκου, που διατηρεί γκαλερί Τέχνης στην Ουάσιγκτον, βρίσκεται στη Ζυρίχη για να διαπραγματευτεί την αγορά κάποιων πανάκριβων ψηφιδωτών από έναν Τούρκο έμπορο έργων τέχνης. Τα ψηφιδωτά, μοναδικά στο είδος τους, έργο του 6ου αι. και ειδικά εκείνο που εικονίζει τον Αρχάγγελο, την γοητεύουν. Όχι μόνο για την ομορφιά και τη μοναδικότητά τους, αλλά και για το κέρδος που θα της αποφέρουν, όταν θα τα μεταπουλήσει στην Αμερική. Αγνοεί βεβαίως την τραγική τους ιστορία.
Η συγγραφέας αρχίζει την ιστορία της από το 1979, όταν, λίγα χρόνια μετά την εισβολή του 1974, ένας Τούρκος αρχαιοκάπηλος αφαιρεί κομμάτια από το περίφημο ψηφιδωτό της Παναγίας της Κανακαριάς, που βρίσκεται στο χωριό Λιθράγκωμη, στη χερσόνησο της Καρπασίας. Οι χρονολογίες, τα γεγονότα, τα πρόσωπα, ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες διαπλέκονται με επίκεντρο πάντα τα κλεμμένα ψηφιδωτά, για να καταλήξει η συγγραφέας στην τελική ευτυχή κατάληξη και τον επαναπατρισμό τους.
Χρονολογικοί σταθμοί: Το 1979 με τη σκηνή αφαίρεσης των ψηφιδωτών, το 1973 με το χωριό να γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο σε μέρες ειρηνικές, το 1974 με όλη την τραγωδία της εισβολής που πλήττει την οικογένεια ενός από τους βασικούς ήρωες του βιβλίου, του μικρού τότε Γιώργου Φιλίππου, το 1989 όταν η Τζουλιάνα ακούει για πρώτη φορά για τα ψηφιδωτά, το 1981, όταν ο νεαρός τώρα πια Γιώργος νιώθει την ακατανίκητη επιθυμία να επισκεφθεί το τουρκοκρατούμενο χωριό του, το 1982 όταν η Εκκλησία της Κύπρου ενημερώνεται για την κλοπή και αρχίζει ενέργειες για εντοπισμό των ψηφιδωτών, όλες αυτές οι χρονολογίες και τα πρόσωπα μοιάζουν σαν ρυάκια που ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες καταλήγουν στην τελική συνάντηση και στην απόδοση της δικαιοσύνης.
Με αριστοτεχνικό τρόπο η συγγραφέας ενώνει όλα τα κομμάτια της ιστορίας, Τις ειρηνικές μέρες, την εισβολή, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και την τελική δικαίωση. Εντυπωσιάζει το ύφος γραφής. Η αγάπη για τον τόπο, η αγάπη για την Τέχνη και τον πολιτισμό, ακόμα και η αναφορά στη βιαιότητα και τα εγκλήματα της εισβολής, εκφράζονται με μια ηπιότητα, με μια ηρεμία, που ενισχύουν την πλευρά του δικαίου. Είναι, πιστεύω, ο πιο κατάλληλος τρόπος να περάσουν τα μηνύματα της συγγραφέως σε ξένους που αγνοούν τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στον μαρτυρικό μας τόπο, αν σκεφτούμε μάλιστα πως το βιβλίο γράφτηκε πρώτα στα Αγγλικά.
Η ηρωίδα της Μενοίκου, η γκαλερίστα Τζουλιάνα, είναι μεν επαγγελαμτίας έμπορος έργων Τέχνης, αλλά ενεργεί καλόπιστα. Δεν ξέρει ότι τα ψηφιδωτγά είναι κλεμμένα. Ενθουσιάζεται με την τέχνη που τα δημιούργησε, τα περιγράφει λεπτομερώς, παθιάζεται ειδικά με εκείνο του Αρχαγγέλου τόσο, που θέλει να το κρατήσει για τον εαυτό της. Ένας Αρχάγγελος που εμφανίζεται στο βιβλίο και με την υπερφυσική του διάσταση στα πρόσωπα που πραγματικά τον αγαπούν.
Δεν ξέρω αν το βιβλίο μου έκανε τόσο βαθιά εντύπωση και μου άρεσε τόσο γιατί αφορά τον τόπο μου. Όμως νομίζω η συγγραφέας κατόρθωσε να συνδυάσει πραγματικότητα και φαντασία με τρόπο μοναδικό, να περάσει τα μηνύματά της χωρίς κραυγαλέα μεγαλοστομία.
Τα τέσσερα ψηφιδωτά, σπαράγματα του μεγάλου ψηφιδωτού της Κανακαριάς, βρίσκονται τώρα στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχ. Μακαρίου Γ΄ στη Λευκωσία. Είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς το βιβλίο και να μη θελήσει να επισκεφθεί το μουσείο και να τα θαυμάσει.

1 σχόλιο:

  1. Φαίνεται πολύ ενδιαφέρον το, άγνωστο σχετικά, βιβλίο και νομίζω θα ξαναδώσει το κίνητρο να ξαναέρθουμε στην Κύπρο (αν και υπάρχουν ήδη πολλά κίνητρα!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή