Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2017

Καλοκαίρι στο Μπάντεν-Μπάντεν

Λεονίντ Τσίπκιν
Καλοκαίρι στο Μάντεν-Μπάντεν
Μεταίχμιο, 2016
Μετ. Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εισαγωγή, Σούζαν Σόνταγκ
Ο αναγνώστης χρειάζεται κάποιο χρόνο για να κατανοήσει την τεχνική και να μπει στο πνεύμα του βιβλίου, να καταλάβει αυτή την ανάμιξη πρώτου και τρίτου αφγηματικού προσώπου, μυθοπλασίας και πραγματικότητας.
"Ταξίδευα με το πρωινό τρένο, ήταν όμως χειμώνας, καταχείμωνο-τέλη Δεκεμβρίου. Εκτός αυτού, το τρένο κατευθυνόταν προς το Λένινγκραντ- προς τα βόρεια, για τούτο και πίσω από τα τζάμια άρχισε γρήγορα να σκοτεινιάζει-οι κοντινοί στη Μόσχα σταθμοί, σπαρμένοι, θαρρείς, από κάποιο αόρατο χέρι, λαμποκοπούσαν με τα δυνατά τους φώτα καθώς τους αφήναμε πίσω μας".
Είναι η πρωτοπρόσωπη φωνή του συγγραφέα με την οποία αρχίζει την αφήγησή του. Πρόκειται για τον Ρωσοεβραίο Λεονίντ Τσίπκιν, γιατρό (1926-1982), που αν και πέθανε μόλις 56 χρονών, ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία και μας άφησε αυτό το λογοτεχνικό μνημείο της έκφρασης της μεγάλης του αγάπης για τον Ντοστογέφσκι.
Χωρίς να μας αναφέρει τη χρονολογία του δικού του ταξιδιού, ξεκινά από τη Μόσχα και οδεύει με το τρένο προς το (τότε) Λένινγκριντ, με αναγνωστική συντροφιά το Ημερολόγιο της Άννας Γκριγκόριεβνα, στο οποίο στηρίζεται και το δικό του βιβλίο. Θέλει να επισκεφθεί χώρους όπου έζησε ο αγαπημένος του συγγραφέας, το μουσείο το αφιερωμένο σε κείνον και να αναφερθεί στα χρόνια που ο Φέντια, όπως αποκαλεί τον Ντοστογέφσκι, και η δεύτερη σύζυγός του, η Άννα Γκριγκόριεβνα, έζησαν σε πόλεις της Δύσης και ειδικά στο Μπάντεν-Μπάντεν. Η αυτοβιογραφική πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δηλαδή το ταξίδι του Τσίπκιν από τη Μόσχα στο Λένινγκραντ εναλλάσσεται με την τριτοπρόσωπη γραφή, όταν ο Τσίπκιν αφηγείται τα του ταξιδιού και γενικότερα τα της ζωής του ζεύγους. Ο μακροπερίοδος λόγος (υπάρχουν περίοδοι που υπερβαίνουν τη σελίδα) είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό που δυσχεραίνει τον αναγνώστη και απαιτεί την πλήρη προσοχή του.
Μεταφερόμαστε στον 19ο αι., παρακολουθούμε την καθημερινότητα του ζεύγους, βλέπουμε να ζωντανεύουν μπροστά μας η μεγάλη του αγάπη, ο ευέξαπτος χαρακτήρας εκείνου, οι κρίσεις της επιληψίας του, το πάθος του για τη ρουλέτα. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος της παραμονής του ζεύγους στη γνωστή λουτρόπολη. Το πάθος της ρουλέτας και η διαρκής χασούρα εξαντλεί οικονομικά το ζεύγος. Ο Φέντια  καταφεύγει στο ενεχυροδανειστήριο, βάζει τα πάντα ενέχυρο. Τα κοσμήματα της γυναίκας του, ακόμα και φορέματά της. Γίνεται προληπτικός όπως όλοι οι τζογαδόροι. "Καθώς πλησίαζε το Καζίνο άρχισε να βαδίζει με μικρότερα βήματα, έτσι ώστε ο αριθμός των βημάτων που είχε κάνει ερχόμενος από το σπίτι να φτάσει τα 1.457-ο αριθμός αυτός σύμφωνα με παλιότερους υπολογισμούς του, ήταν ο πιο γουρλίδικος γι' αυτόν-όσες φορές τον έπιανε κέρδιζε πάντα-σ' αυτή την περίπτωση όμως δεν υπήρχε τίποτα το εκπληκτικό-ο τελευταίος αριθμός ήταν το 7 και το σύνολο των αριθμών έβγαζε το νούμερο 17-πάλι7: κάτι ιδιαίτερο είχε αυτός ο αριθμός, μονός αριθμός που δεν διαιρείται με κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του".
Αναφέρεται η βαθιά θρησκευτικότητά του, οι διαρκείς ελεημοσύνες προς όποιον του απλώνει  το χέρι, πράγμα που ενίοτε προκαλεί καυγάδες ανάμεσα στο ζεύγος, μεταφερόμαστε στον τρόπο γνωριμίας τους, όταν ο Φέντια προσέλαβε την Άννα για να της υπαγορεύσει τον "Παίκτη". Η αγάπη και η αφοσίωση εκείνης είναι αφάνταστη, συγχωρεί τα πάντα, τα πάθη του, συμπαραστέκεται στις κρίσεις επιληψίας του. "...μισή ώρα αργότερα εκείνη ξύπνησε από έναν φοβερό ήχο, κάτι ανάμεσα σε ρόγχο και σε γουργουρητό. Ανάβοντας με τρεμάμενα χέρια ένα κερί όρμησε στο κρεβάτι του άντρα της-εκείνος ήταν ξαπλωμένος άκρη άκρη, με το κορμί καμπουριασμένο, λες και ήθελε να ανακαθίσει και τον εμπόδιζε ένα αόρατο σχοινί με το οποίο ήταν δεμένος στο κρεβάτι, με το πρόσωπο μελανό, με αφρούς στο στόμα-τον έσυρε με όλη της τη δύναμη στη μέση του κρεβατιού για να μην πέσει και γονατίζοντας έπιασε να σκουπίζει με μια πετσέτα τον αφρό από τα χείλη του και τον ιδρώτα που κυλούσε από το μέτωπό του".
Ο Τσίπκιν παρεμβαίνει διαρκώς με τις δικές σκέψεις, εντυπώσεις, αναφορές. Στο Λένινγκραντ, ειδικά στη γειτονιά όπου έζησε ο Ντοστογέφσκι, η περιγραφή των γύρω δρόμων, του σπιτιού-τώρα μουσείο, παίρνει μια ιδιάτερα συγκινησιακή χροιά. Με κάθε λεπτομέρεια περιγράφεται το γραφείο του και η αρχή του τέλους. "...το δωμάτιο με το γραφείο εκείνου, πάνω στο οποίο βρίσκονταν βιβλία και χειρόγραφα, τσιγαρόχαρτα και μια ταμπακιέρα, δύο κεριά καμένα μέχρι τέλους, ένα μελανοδοχείο και ένα ημερολόγιο ανοιγμένο στην ημερομηνία του θανάτου του. Και δίπλα στο γραφείο η εταζέρα με τα βιβλία, η οποία, κατά την εκδοχή της Άννας Γκρηγκόριεβνα, όπως την παρουσιάζει στα απομνημονεύματά της, έπαιξε μοιραίο ρόλο στην πνευμονική αιμορραγία που του παρουσιάστηκε όταν μια νύχτα προσπάθησε να την μετακινήσει για να βρει την πένα, που είχε πέσει από πίσω".
Λεπτό προς λεπτό περιγράφεται η τελευταία μέρα της ζωής του μεγάλου συγγραφέα. 28 Ιανουαρίου (9 Φεβρουαρίου με το νέο ημερολόγιο) 1881. Πριν καν κλείσει τα 60 του χρόνια. Απορούμε πώς μπόρεσε, παρ' όλη την αρρώστια, τα πάθη, τη σύντομη ζωή του να δημιουργήσει έργα όπως το "΄Εγκλημα και τιμωρία', "Αδερφοί Καραμαζώφ", "Οι δαιμονισμένοι" και τόσα άλλα. Ή μήπως ακριβώς γι' αυτό;
Η Σούζαν Σόνταγκ τελειώνει την πολυσέλιδη, πολύ ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική εισαγωγή της με τα εξής: "Αν θέλετε να γνωρίσετε μέσα από ένα βιβλίο το βάθος και το κύρος της ρωσικής λογοτεχνίας, διαβάστε αυτό το βιβλίο. Αν θέλετε ένα μυθιστόρημα που να τονώνει την ψυχή σας και να σας προσφέρει μια ευρύτερη άποψη της έννοιας των αισθημάτων και της ζωής, διαβάστε αυτό το βιβλίο".

Υ.Γ. Ευχαριστώ τη φίλη Λητώ Σεϊζάνη που μου γνώρισε αυτό το βιβλίο.

9 σχόλια:

  1. Πολύ ενδιαφέρον φαίνεται, πόσω μάλλον για όσους αγαπούν τα έργα του Ντοστογιέφσκι. Ευχαριστούμε, λοιπόν, το βάζουμε στη λίστα - και να δούμε πόσα θα χωρέσει αυτή η έρμη η λίστα..
    Κάτι λίγο άσχετο: Με φίλους που το είχαν επισκεφτεί, αναρωτιόμασταν γιατί το Μπάντεν λέγεται έτσι, γιατί επαναλαμβάνεται, δηλαδή, η λέξη. Εκτός από τις πολλές αστείες απόψεις που ακούστηκαν - και ψάχνοντας - καταλήξαμε στο ότι 1) Η λέξη προέρχεται από την ελληνική "βαλανείον" (=λουτρό) και δίνει τα αλλόγλωσσα παράγωγα που έχουν να κάνουν με τη λέξη "μπάνιο" (bad στα γερμανικά). Οπότε, το Baden είναι κάτι αντίστοιχο με το ελληνικό "Λουτρά". και 2) Το επαναλαμβάνουν, διαβάσαμε κάπου, για να ξεχωρίσει αυτή η πόλη από άλλα ..Baden από τα οποία και θεωρούσαν ότι υπερτερούσε.
    Κρατήστε μικρό καλάθι για την εγκυρότητα των παραπάνω, αλλά η .. έρευνα αυτά απέδωσε :-)
    Καλό σας σαββατοκύριακο, ευχαριστούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ πολύ αγαπητή Αναγνώστρια για την αναφορά σε μένα. Για τον κύριο Μάνεση παραθέτω και το δικό μου κείμενο όπου εξηγώ τα σχετικά με το Μπάντεν-Μπάντεν. http://www.litoseizani.com/content/καλοκαίρι-στο-μπάντεν-μπάντεν-0

      Διαγραφή
    2. Και επίσης αυτό http://www.litoseizani.com/content/ένα-νησί-χωρίς-θάλασσα
      Ελπίζω να μην κάνω κατάχρηση της φιλοξενίας.

      Διαγραφή
    3. Α, ευχαριστούμε πολύ! Σωστά τα λέτε, νομός και πόλη, ώστε να ξεχωρίζει από τις άλλες με το ίδιο όνομα. Φαίνεται πως ο Κλίντον (και προφανώς οι κάτοικοί του) αυτή τη διάκριση τη χαίρονται και με το κριτήριο της ομορφιάς (αδιόρθωτοι οι άνθρωποι με τους τόπους που αγαπάμε!).
      Το "νησί" σας "χωρίς θάλασσα" απολαυστικό. Οι εικόνες του με παρέπεμψαν και στη Νιότη, του Σορεντίνο. Αλλά κι ο Καβάφης πόσα θα είχε να μας πει γι' αυτή την αντίσταση των ηλικιωμένων, που λέτε, ε; Ας μείνουμε μόνο στο "Πολύ σπανίως" κι ας συγκινηθούμε από "την δική του έκφανσι του ωραίου"..
      Και πάλι ευχαριστούμε, εσάς και την οικοδέσποινα που θα κουράσαμε κάπως με τη φλυαρία μας :-)

      Διαγραφή
    4. Κι εγώ σας ευχαριστώ που κάνατε τον κόπο να τα διαβάσετε και να σχολιάσετε.

      Διαγραφή
    5. Μα τι λέτε κ. Μάνεση; Να με κουράσατε; Μα υπάρχει πιο ευχάριστη συνομιλία από το να ανταλλάσσεις απόψεις για τη λογοτεχνία; Εγώ ευχαριστώ πολύ και τους δυο σας.

      Διαγραφή
    6. Η οικοδέσποινα είναι πολύ ευγενής.

      Διαγραφή
  2. Πολύ ενδιαφέρον ! Πραγματικά φαίνεται πως είναι από εκείνα τα βιβλία που θα με γοητεύσουν ...Τόσο σπάνια να τα βρούμε...!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι, Μάκη, ενδιαφέρον, ειδικά αν αγαπάς τον Ντοστογέφσκι.

      Διαγραφή