Άρθουρ Καίστλερ
Ισπανική Διαθήκη
Κάκτος, 1975
Μετάφρ. Ανδρέας Ρικάκης
Ισπανική Διαθήκη
Κάκτος, 1975
Μετάφρ. Ανδρέας Ρικάκης
"Κανένα από τα πρόσωπα αυτής της διήγησης δεν είναι φανταστικό. Τα περισσότερα είναι σήμερα πεθαμένα. Ο συγγραφέας ήταν ανταποκριτής της λονδρέζικης εφημερίδας "Νιους Κρόνικλ", στην Ισπανία. Κάτω από ορισμένες ειδικές συνθήκες οι Εθνικιστές τον συνέλαβαν και τον κατεδίκασαν σε θάνατο μετά τη πτώση της Μάλαγκα. Για τέσσερις περίπου μήνες περίμενε την εκτέλεσή του και είδε πώς τουφέκιζαν τους συντρόφους του της αιχμαλωσίας. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, αρχίζει σαν ρεπορτάζ, τελειώνει όμως τελείως διαφορετικά. Θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει "Παραλλαγές στο θέμα του θανάτου, ή ακόμα καλύτερα: "στο θέμα του φόβου του θανάτου".
Έτσι αρχίζει τον πρόλογο αυτού του βιβλίου ο ίδιος ο συγγραφέας. Δεν φτάνει, βέβαια, το ύψος και τη φιλοσοφική σκέψη του "Το μηδέν και το άπειρο", όμως οι σκέψεις γύρω από τη ζωή και τον θάνατο έχουν τη δική τους αξία. Τελικά σώζεται, απελευθερώνεται. Είναι ανταποκριτής εφημερίδας, αλλά όχι μόνο γι' αυτό. Λέγεται ότι οι Ισπανοί τον αντάλλαξαν μ' ένα δικό τους.
Δεν υπάρχει υπόθεση. Υπόθεση είναι η φυλακή, οι στερήσεις και πάνω απ' όλα ο θάνατος και ο φόβος του θανάτου. Λίγα αποσπάσματα μπορούν να δείξουν το στυλ και το ύφος του βιβλίου:
-Στοχαζόμουν αυτό το παράδοξο, καθώς περπατούσα απ΄το κρεβάτι στη λεκάνη, εξίμισι βήματα, μισή στροφή, εξίμισι βήματα στην άλλη κατεύθυνση. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι αυτές οι μέρες που, με την έλλειψη γεγονότων και με το κενό τους, έμοιαζαν ατέλειωτες, συστέλλονταν μες τη μνήμη ακριβώς εξαιτίας αυτού του κενού τους. Όταν τις εξέταζες αναδρομικά δεν είχαν ούτε επιφάνεια ούτε όγκο, ούτε καθαρό βάρος. Είχανε μεταβληθεί σε γεωμετρικό σημείο, σε τρύπα, σε τίποτα. Όσο περισσότερο μια μέρα είναι άδεια, τόσο λιγότερο ζυγίζει στη ζυγαριά της ανάμνησης. Όσο ο χρόνος, όταν είναι παρόν, περνάει αργά. Τόσο, όταν γίνεται παρελθόν, φαίνεται να έχει περάσει γρήγορα.
-Το νόστιμο της ιστορίας είναι ότι δεν είμαστε ποτέ απόλυτα πεισμένοι, κι εμείς οι ίδιοι ακόμα, ότι όλα αυτά είναι η πραγματικόττα κι όχι ένα αμφίβολο παιχνίδι. Ποιος πιστεύει σοβαρά σττον ίδιό του τον θάνατο;
..........................
Ο καθένας ξέρει, φυσικά, ότι θα πεθάνει μια μέρα. Όμως το να το ξέρεις είναι ένα πράγμα και να το πιστεύεις ένα άλλο.
Αν δεν ήταν έτσι, πώς, μα πώς, θα είχα την εντύπωση, γράφοντας αυτά, ότι πρόκειται για μια θεωρητική πραγματεία που δεν με αφορά άμεσα;
Άλλοτε με ψυχρότητα καταγράφει τις εκτελέσεις: Απ' την Τρίτη στην Τετάρτη, τουφέκισαν δεκαεπτά.
Απ΄την Πέμπτη στην Παρασκευή, τουφέκισαν οχτώ.
Απ' την Παρασκευή στο Σάββατο, τουφέκισαν εννιά.
Απ' το Σάββατο στην Κυριακή, τουφέκισαν δεκατρείς.
Κάποια στιγμή, από το "τυφλό", στενόχωρο, βρώμικο κελλί, τον μεταφέρουν σ'ένα δωμάτιο με παράθυρο. Γράφει:
-Όταν κύταξα για πρώτη φορά απ' το παράθυρο κι είδα παρτέρια με λουλούδια και δέντρα σκεπασμένα με φύλλα, νόμισα πως ζω σ' ένα παραμύθι. Τα λουλούδια και τα δέντρα δεν είναι βέβαια υπέροχα. Η "όμρφη αυλή" μοιάζει αρκετά με τα αναιμικά περιβολάκια των εργαατικών συνοικιών. Όμως το υπέροχο είναι πως τα δέντρα και τα λουλούδια έχουν χρώματα. Αντιλήφθηκα, ξαφνικά, ότι όλοι εδώ μέσα ζούμε σ' ένα κόσμο γκρίζο και μαύρο.
Ξαναδιαβάζω τούτες τις σελίδες, γραμμένες πάνω από ογδόντα χρόνια πριν, με κείνον που τις έγραψε νεκρόν απ' το ίδιό του το χέρι εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν οπαδός της ευθανασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου