Πέμπτη, Ιανουαρίου 07, 2021

Τρεις σκάλες ιστορία


 
Σταύρος Χριστοδούλου
Τρεις σκάλες ιστορία
Καστανιώτης, 2020
 "...Μια γυναίκα χαμένη, στην αίθουσα αφίξεων του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Στριμωγμένη στο κενό που δημιουργεί η ραγισματιά του χρόνου (...) Ήταν Δεκαπενταύγουστος του 2017  και η Χλόη Αρτεμίου ένα εικοσιτετράωρο πριν είχε κλείσει τα εξήντα ένα της χρόνια. Μια διαλυμένη γυναίκα που στεκόταν αναποφάσιστη στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου της Αθήνας, γνωρίζοντας πως ένα βήμα της θα σηματοδοτούσε την προσωπική της ενηλικίωση. Τη λύτρωσή της. Γιατί επιτέλους θα δραπέτευε από κείνο το δεκαοχτάχρονο κορίτσι που τρεφόταν ακόμα από το μαράζι. Έσκυψε και ανασήκωσε τη μικρή βαλίτσα από το πάτωμα..."
 "Τρεις σκάλες ιστορία". Σε ενα πανέμορφο κομμάτι γης στη Λάπηθο, τριγυρισμένο από τις μυρωδιές των λεμονανθών, το γαλάζιο της θάλασσας, τον ήχο του Κεφαλόβρυσου, στο εξοχικό της οικογένειας Αρτεμίου, ζει το καλοκαίρι του 1974 η δεκαοχτάχρονη Χλόη με τη μητέρα της Θεοδοσία, Ελλαδίτισσα από τον Πύργο Ηλείας και τον πατέρα της Σωτήρη, αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς.
"Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονά". Ο σεφερικός στίχος διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο. Αυτή τη μνήμη θέλει η δεκαοχτάχρονη τότε Χλόη Αρτεμίου να σβήσει, σαραντατρία χρόνια μετά, δοκιμάζοντας να συναντήσει τον βιαστή της στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα όμως διστάζει, ακόμα δεν είναι έτοιμη. Στέκεται δίβουλη στην αίθουσα τράνζιτ του αεροδρομίου Αθηνών. Να αποτολμήσει την αναχώρηση, να πάει να συναντήσει τους εφιάλτες της με την ελπίδα να τους ξορκίσει ή να γυρίσει πίσω, να βυθιστεί και πάλι στο μαύρο πηγάδι των αναμνήσεων;
Η επιφύλαξη με την οποία άρχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου ("πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε", σκεφτόμουν, καθώς έχουμε διαβάσει τόσα και τόσα για την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας) μετατράπηκε από την πρώτη κιόλας σελίδα σε ενδιαφέρον και περιέργεια για τη συνέχεια. Δεκαετίες έχουν περάσει, η Ιστορία προχωρεί, ο κόσμος αλλάζει, το παρελθόν δεν ξανάρχεται κι όμως υπάρχουν ακόμη πληγές που αιμορραγούν, σαρανταέξι σχεδόν χρόνια μετά. Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, παρ' όλο που τα ιστορικά γεγονότα το διατρέχουν από την αρχή ως το τέλος. Είναι περισσότερο το ψυχολογικό δράμα που βιώνουν οι ήρωες του έργου και προπάντων η κεντρική ηρωίδα, η Χλόη. Έχοντας υποστεί επανειλημμένα βιασμό από έναν νεαρό Τούρκο εισβολέα, μένει έγκυος και παρ' όλες τις προτροπές αρνείται να κάνει έκτρωση. Γεννά το παιδί, το δίνει για υιοθεσία, αλλά το δράμα που έζησε δεν την εγκαταλείπει. Αυτή την πληγή θέλει να επουλώσει, τους δαίμονες που την κυνηγούν μια ζωή θέλει να ξορκίσει. Θα τα καταφέρει άραγε;
Με φορείς δεκάδες μυθιστορηματικά πρόσωπα παρακολουθούμε τα ιστορικά γεγονότα και πώς αυτά επέδρασαν στη ζωή τους. Τα παρακολουθούμε όχι σαν ψυχρή, ιστορική καταγραφή, αλλά μέσα από τις επιπτώσεις  στη ζωή τους. Μαζί με τους ήρωες τριγυρνούμε στους δρόμους της Λευκωσίας, από την οδό Κλήμεντος, όπου βρίσκεται το σπίτι της οικογένειας Αρτεμίου, στην οδό Λήδρας, στη λεωφόρο Στασίνου, στην Ακτή του Κυβερνήτη, στα κατεχόμενα μέρη όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, στην Κωνσταντινούπολη όπου η Χλόη αναζητά τη λύτρωση από τους εφιάλτες της.
Η περιγραφή, η αφήγηση, οι διάλογοι, εναλλάσσονται με την ψυχολογική εμβάθυνση. Στην ομορφιά του τοπίου παρεμβάλλονται αναμνήσεις της εισβολής και σκέψεις για το πώς ο αδυσώπητος χρόνος επιδρά αλλοιώνοντας έννοιες που μας φαίνονταν μόνιμες και σταθερές. Τι είναι τελικά η πατρίδα; Για τους πρόσφυγες, τους ξεριζωμένους, πατρίδα είναι  τα χωριά και τα σπίτια τους στα οποία γεννήθηκαν, μεγάλωσαν διατηρούν άσβηστη την ανάμνησή τους. Τι γίνεται όμως όταν στα ίδια σπίτια, στα ίδια χωριά, κάποιες άλλες αναμνήσεις έχουν πια δημιουργηθεί; Έντεχνα, υποδόρια, ο συγγραφέας μας υποβάλλει τον προβληματισμό.
Οι σκόρπιες τουρκικές λέξεις και η σποραδική χρήση της κυπριακής διαλέκτου (που ερμηνεύονται σε "Γλωσσάρι" στο τέλος) συμβάλλουν στη δημιουργία πιο ρεαλιστικής ατμόσφαιρας. Που δεν παύει να δονείται από μια ποιητική αύρα καθώς πλήθος στίχοι ενσπείρονται και ενσωματώνονται στο κείμενο.
Ο Σταύρος Χριστοδούλου τολμά να αναμετρηθεί με ένα θέμα που πολύ λίγο έχει θιγεί στην ιστορική ή λογοτεχνική αποτύπωσή του. Ένα επιμέρους θέμα που το εντάσσει στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, το πραξικόπημα, την εισβολή, τα ατομικά και συλλογικά δράματα, τον προβληματισμό.
 "Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί".  Έτσι τελειώνει το βιβλίο. Λογοτεχνία, όπως αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα, ίσως συμβάλλει στο να πονά κάπως λιγότερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου