Κώστα Λυμπουρή, «Προσωρινά κλειστό», διηγήματα, εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 2006
Παρόλο ότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται από ένα αγχώδη, βιαστικό ρυθμό ζωής,
Παρόλο ότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται από ένα αγχώδη, βιαστικό ρυθμό ζωής,
προσιδιάζοντα σ’ ένα εξίσου βιαστικό και με προτίμηση στα σύντομα κείμενα αναγνωστικό ρυθμό, εντούτοις η συνοπτικότητα του διηγήματος, σε αντίθεση με το απαιτητικό, πολύωρο, συνεχές διάβασμα του μυθιστορήματος δεν ασκεί, όπως θα περίμενε κανείς, ιδιαίτερη έλξη στο αναγνωστικό κοινό. Κι όμως, ένα ωραίο διήγημα δεν παύει πέρα από γοητευτικό και απολαυστικό, να είναι και χρηστικά πρακτικό, καθώς μπορεί να διαβάζεται μέσα σε λίγο χρόνο. Μια συλλογή διηγημάτων μπορεί να διαβάζεται διακεκομμένα, όποτε έχουμε καιρό. Αν και, μια αξιόλογη συλλογή, όπως αυτή του Κώστα Λυμπουρή, σε παρασύρει να τη διαβάσεις χωρίς διακοπή, σαν να διάβαζες ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα.
Δεκαέξι διηγήματα την αποτελούν. Αντλημένα όλα από την πρόσφατη, επώδυνη ιστορία του τόπου μας, γέννημα μιας βαθιάς και γνήσιας αγάπης για τον τόπο, για την παράδοση, για τους ανθρώπους αυτής της γης, έκφραση ευαισθησίας και πίστης στην ειρηνική συμβίωση, φαίνεται (παρόλο ότι είναι η πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του γνωστού από άλλες εργασίες του συγγραφέα), να κυοφορούνταν και να ωρίμαζαν καιρό πολύ μέσα του, πριν βγουν στο φως.Οι ήρωές του, ατόφιο γέννημα της κυπριακής γης, διακρίνονται για την άκρα αθωότητά τους, που συχνά τους καθιστά «σαλούς», διακατεχόμενους από την ιερή τρέλα. Θύματα των περιπετειών της ζωής, παράξενοι κι απροσάρμοστοι, κυκλοφορούν πράοι και άκακοι ανάμεσά μας. Ο Μάριος, με σαλεμένο το μυαλό από τραυματικές εμπειρίες της εισβολής του 1974, φτιάχνει ροδόσταγμα και με τις «μερρέχες» του ραντίζει όποιον συναντά. Ο Αντρίκκος αγωνίζεται όλη νύχτα να στυλώσει τους «αόρατους», τα πολύκλαδα, χαμηλά κυπαρίσσια που σχημάτιζαν αψίδα στο δρόμο προς τον Απόστολο Ανδρέα, για να μην περάσουν από κάτω θριαμβευτές οι Τούρκοι. Ο γερο-Ηλίας, που κουβεντιάζει με τον αγνοούμενο γιο του σαν να είναι ακόμα ζωντανός, καίει την έκθεση των επιστημόνων που πιθανόν να επιβεβαίωνε το θάνατο του γιου του. Τρεις μάνες κάνουν οι ίδιες εκταφή λειψάνων, για να ευαισθητοποιήσουν τους αρμοδίους. Πολλοί άλλοι τύποι, ένας παράξενος δάσκαλος, που σαν μπήκαν οι Τούρκοι αγωνίστηκε μόνος να σώσει το Καράβι της Κερύνειας και ζει τώρα με τις αναμνήσεις της ομορφιάς της πόλης, ο χορευτής του πηλού, η τρελο-Άρτεμη, ο γερο-Χριστόδουλος με το γαϊδούρι του, όλοι χαρακτήρες ολοζώντανοι, περιδιαβάζουν στη σκέψη μας ώρες και μέρες αφότου κλείσουμε το βιβλίο.
Ιδιαίτερα αξίζει να σχολιαστεί η τεχνική των διηγημάτων του Λυμπουρή. Διατηρούν την κλασική φόρμα του διηγήματος, πολύ συχνά όμως χρησιμοποιείται το flash-back, η αναδρομή στο παρελθόν, είτε ως τριτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα είτε ως ενδόμυχες σκέψεις του ήρωα. Ιδιαιτερότητα διακρίνει και τους επιλόγους, πολλούς από τους οποίους χαρακτηρίζει το εξωλογικό στοιχείο. Για παράδειγμα, από τον τάφο της «αρχόντισσας» ακούγονται τα βράδια μικρασιάτικα τραγούδια. Εκεί που θάφτηκαν τα κόκαλα του αγνοούμενου αθλητή, οι τριανταφυλλιές παίρνουν ένα υπερφυσικό ύψος. Η μαύρη μαντίλα της μάνας λύνεται ξαφνικά και ανεξήγητα την ώρα που πεθαίνει ο γιος της.
Από τα διηγήματα δεν λείπει ούτε η λεπτή ειρωνεία. Στο διήγημα «Το φεστιβάλ» σατιρίζεται η προσποιητή, επιφανειακή, τεχνητή συντήρηση της παράδοσης, καθώς και η υποκρισία και ο καιροσκοπισμός των πολιτικών, σε αντιδιαστολή με τη γνησιότητα που ενσαρκώνει ο γερο-Χριστόδουλος. Η ειρωνεία, μαζί με τη διακωμώδηση του παραλογισμού των πολέμων, των στρατών και του διαχωρισμού των ανθρώπων, συνδυασμένα με τον έρωτα, την ευαισθησία, την αγνότητα των νέων, δίνεται σ’ ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής, το «Στην πράσινη γραμμή». Εξίσου ψηλά στην προτίμησή μου στέκεται και το διήγημα «Οι φοινικιές». Μέσα σε λίγες σελίδες απεικονίζεται μια χαρακτηριστική γειτονιά της Λευκωσίας, αναβιώνουν παιδικές μνήμες, αναπολείται μια άλλη, ειρηνική ζωή, παρεμβαίνει το φυλετικό μίσος, αλλά επιλογικά και συμβολικά σμίγουν « η ψαλμωδία από τη διπλανή εκκλησιά και η φωνή του χότζα από τον απέναντι μιναρέ».
Συνειδητοποιησα μολις πριν λιγο οτι κι εγω παρ'οτι κατα καιρους εχω ψιθυρισει στον εαυτο μου οτι τα διηγηματα ειναι ευκολοδιαβαστα,εντουτις καταληγω στην αναγνωση μυθιστορηματων.Παντως εχω δρομολογησει ενα απ'τα μεθεπομενα βιβλια που θα διαβασω να ειναι το ''το τελος της μικρης μας πολης'' του Δ. Χατζη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ nicola beerman,χαίρομαι για την καινούργια γνωριμία, πρώτη φορά σε συναντώ στη μπλογκόσφαιρα. "Το τέλος της μικρής μας πόλης", αν και παρωχημένο, θα σε ενθουσιάσει.
ΑπάντησηΔιαγραφή