Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2008

Δυο ζευγάρια στο Μανχάτταν




Αν διάβαζα αυτό το βιβλίο χωρίς να ξέρω τον συγγραφέα, θα ήταν αδύνατο να πιστέψω πως αυτή την ωραία, ρομαντική ιστορία του 1946, τη γυρισμένη σε μια εξίσου ωραία ταινία το 1965, την έγραψε ένας πασίγνωστος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, ο Ζωρζ Σιμενόν (1903-1989).
Αγόρασα το βιβλίο "Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν" (Άγρα 2007, μετ. Αργυρώ Μαντόγλου, α΄ έκδ.1946) όχι για άλλο λόγο παρά μόνο για το "Μανχάτταν" του τίτλου. Ένα έργο που διαδραματίζεται στην καρδιά της Νέας Υόρκης ασκεί πάνω μου μια ιδιαίτερη έλξη και γοητεία. Και, ω, τι σύμπτωση! Το βιβλίο που άρχισα αμέσως μετά, πριν ακόμα προλάβω να γράψω τις σκέψεις μου για τον Σιμενόν, ήταν κι αυτό ένα βιβλίο που στο μεγαλύτερο μέρος του διαδραματιζόταν στο Μανχάτταν. Ήταν το βιβλίο του Fabio Volo "Το κορίτσι του τραμ" (Λιβάνης 2008, μετ. Μάτα Σαλογιάννη, τίτλος πρωτοτύπου Il giorno in piu). Τα δυο βιβλιά δεν τα ενώνει μόνο ο χώρος αλλά και πολλά άλλα πράγματα. Να πήρε άραγε ο νεαρός Ιταλός (γεν. 1972) την ιδέα από τον Σιμενόν;
Και στα δυο βιβλία έχουμε ένα ζευγάρι, έναν άτρα και μια γυναίκα, που τριγυρίζουν στους δρόμους και τις γειτονιές, στα μπαρ και στα εστιατόρια του Μανχάτταν, που κάνουν έρωτα, μιλούν για το παρελθόν τους, που αναζητούν τη συντροφικότητα και την αγάπη και που η ιστορία τους έχει ένα happy end. Όμως η εποχή δεν είναι ίδια. Το 2007 δεν είναι ίδιο με το 1946. Δεν είναι μόνο τα εξωτερικά στοιχεία, τα κινητά τηλέφωνα, το ίντερνετ και το ι-μέιλ, το i-pod και τα CD, έννοιες ανύπαρκτες στο παλιό μυθιστόρημα, όπου το ζευγάρι ακούει το αγαπημένο του τραγούδι στο "αυτόματο γραμμόφωνο" (τζουκ-μποξ) ενώ η κοπέλα καπνίζει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο (πράγμα αδιανόητο σήμερα στην Αμερική, σε κλειστούς χώρους). Είναι και η όλη ατμόσφαιρα, η νοοτροπία, η ελευθερία στις σχέσεις και πολλά άλλα που χαρακτηρίζουν τη νεότερη εποχή. Κι όμως κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ.
Στο "Τρία δωμάτια" ένας πενηντάρης Γάλλος, παλιός ηθοποιός, ο Φρανσουά Κομπ, "χωίς δεσμούς οικογένειας, επαγγέλματος, πατρίδας ούτε καν κατοικίας", συναντά τυχαία ένα βράδυ σ΄ ένα μπαρ την Καίυ, ένα εξίσου μοναξιασμένο πλάσμα. Αυθόρμητα, χωρίς συνεννόηση, φεύγουν μαζί από το μπαρ. Καταλήγουν σ' ένα ξενοδοχείο, μια σχέση αρχίζει, σχέση στην οποία οδηγούνται πιο πολύ από απόγνωση, από την αναζήτηση μιας συντροφιάς. Εκείνη, όπως του λέει, είναι Βιεννέζα, είχε πολύ νέα παντρευτεί έναν Ούγγρο κόμη, απέκτησε μια κόρη, έζησε μαζί του στο Βερολίνο, όπου εκείνος ήταν ακόλουθος στην Ουγγρική πρεσβεία, στο Παρίσι, αλλά τώρα χωρισμένη μοιράζεται το δωμάτιο με μια φίλη. Διηγείται τη ζωή της, τις σχέσεις της κι ο Φρανσουά νιώθει να ζηλεύει το παρελθόν της, αν και δεν ξέρει τι απ' όσα του λέει είναι αλήθεια και τι ψέματα. Κι εκείνος κάποια στιγμή θα αφηγηθεί τη δική του πονεμένη ιστορία.
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου θα διαδεχτεί το δωμάτιο που κρατάει εκείνος κι ύστερα το δικό της. Τα τρία δωμάτια. Μα πάνω απ' όλα όμως οι δρόμοι της Νέας Υόρκης στους οποίους περιπλανώνται, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, η θλίψη για μια ζωή γεμάτη ψυχολογικά τραύματα, οι αμφιβολίες για το παρόν και το μέλλον γεμίζουν το βιβλίο. Γενικά, παρά το ευτυχισμένο (;) τέλος, ένα σύννεφο κατήφειας και θλίψης φαίνεται να σκιάζει όλο το μυθιστόρημα.
Κάπου 60 χρόνια αργότερα, στους ίδιους δρόμους τριγυρίζει το ζευγάρι του Τζιάκομο και της Μικέλας, στο μυθιστόρημα του Fabio Volo. Όμως η ιστορία τους έχει όχι μόνο μια πολύ διαφορετική έναρξη, αλλά και μια άλλη ατμόσφαιρα. Είναι μια ανάλφρη, διασκεδαστική, θα έλεγα, ατμόσφαιρα, που τη δημιουργεί τόσο το περιβάλλον και η εποχή, όσο και ο χαρακτήρας και η αφήγηση του πρωτοπρόσωπου αφηγητή.
Ο Τζιάκομο, ένας τριανταπεντάχρονος Ιταλός, συναντά κάθε μέρα στο πρωινό τραμ που παίρνει για τη δουλειά του, μια κοπέλα. Του αέσει. Την παρακολουθεί και οι λεπτομέρειες αυτής της παρατήρησης είναι απίθανα ρεαλιστικές και διασκεδαστικές. Ποτέ δεν τολμά όμως να της μιλήσει, όταν ξαφνικά μια μέρα εκείνη τον προσκαλεί για έναν καφέ και τον πληροφορεί ότι την επομένη φεύγει για τη Νέα Υόρκη. Ο Τζιάκομο συνεχίζει τη ζωή του. Μας μιλά για την οικογένειά του, για σκηνές από την παιδική του ηλικία, με ιδιαίτερη αγάπη και τρυφερότητα αναφέρεται στη γιαγιά του, μας αναφέρει τις ερωτικές του σχέσεις, όχι και λίγες και την αδιατάρακτη και σταθερή φιλία του με μια κοπέλα, τη Σίλβια. Όμως η Μικέλα δεν φεύγει από τη σκέψη του. Παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Πάει στη Νέα Υόρκη, τη βρίσκει (η σύγχρονη τεχνολογία έπαιξε όχι μικρό ρόλο σ' αυτό) κι αρχίζει μεταξύ τους μια όλο πάθος ερωτική σχέση. Κάποια στιγμή εκείνη του προτείνει να παίξουν ένα παιγνίδι. Τις λίγες μέρες που εκείνος θα μείνει στη Ν. Υόρκη να τις ζήσουν τελείως ελέυθερα, χωρίς το φόβο τι να κάνουν ή να μην κάνουν, τι να πουν και τι όχι, χωρίς φόβο μήπως απογοητεύσουν το σύντροφό τους, έχοντας συμφωνήσει ότι αυτή η σχέση έχει ημερομηνία λήξης. Πραγματικά ζουν πολύ όμορφα αυτές τις μέρες. Τριγυρίζουν στην πόλη, πέμπτη λεωφόρος, όγδοη λεωφόρος, Σέντραλ Παρκα, δρόμοι και δρομάκια με τα ονόματά τους, εστιατόρια και σινεμά γίνονται το περιβάλλον της σχέσης τους. Όμως μια μέρα πριν τελειώσει το παιγνίδι εκείνος αναγκάζεται να φύγει, γιατί η αγαπημένη του γιαγιά είναι ετοιμοθάνατη. Πώς θα τελειώσει αυτή η όμορφη σαν παραμύθι ιστορία, προπάντων που εκκρεμεί μια μέρα που δεν την έχουν ζήσει;
Εκ πρώτης όψεως το μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα δεν φαίνεται να έχει μεγάλη πρωτοτυπία. Το καθιστούν όμως ενδιαφέρον η γοργή, γεμάτη ανάλφρο χιούμορ αφήγηση και η λεπτομέρεια. Ο Fabio Volo φωτίζει κοινότοπες λεπτομέρειες της ζωής μας, λεπτομέρειες των σχέσεων, των συναισθημάτων, της καθημερινότητας, που όμως τις κάνει ελκυστικές ο τρόπος με τον οποίο τις απεικονίζει.
Δυο ωραία μυθιστορήματα που τα απόλαυσα και τα δυο εξίσου παρά τις διαφορές τους. Κι αναλογίζομαι πόσο πιο ωραίο θα ήταν να μπορούσε κανείς να γνωρίσει το Μανχάτταν μέσα από τις διαδρομές και τα στέκια των δυο ζευγαριών αντί μέσα από τις στερεότυπες τουριστικές περιηγήσεις. Η δύναμη και η γοητεία της λογοτεχνίας...










6 σχόλια:

  1. καλημέρα αγαπητή αναγνώστρια..

    Μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ και όχι Μαντόγλου (Αργυρώ και οι δύο...) :)))))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ καλό το ποστ... όπως πάντα.
    νομίζω πως κυκλοφορεί και ένα άλλο του Σιμενόν από την Άγρα που διαδραματίζεται στην Αμερική, "Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη" νομίζω, πάλι με υπέροχες περιγραφές της μεγαλούπολης.
    Καλημέρα κ πάλι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ευχαριστώ πολύ, αγαπητέ Δημήτρη, για τη διόρθωση. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε το Μαντόγλου. Περιμένω το καινούριο σου βιβλίο. Ευτυχώς είναι Λιβάνης απ' ότι βλέπω, που έρχονται γρήγορα εδώ, μια και ο Λιβάνης έχει βιβλιοπωλείο στη Λευκωσία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αυτή η ανάρτηση μου έφερε γλυκές θύμησες. Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη που με γεμίζει πνευματική ενέργεια. Αναπολώ τις ατέλειωτες ώρες περιδιάβασης ανάμεσα στη λεωφόρο Μάτισον σε ώρα δειλινού, που π ήλιος φιλτραρισμένος ανάμεσα στους ουρανοξύστες ρίχνει πλάι σου σκιές που συντροφεύουν τα μοναχικά σου βήματα σ' αυτή την αχανή πόλη. Συνεχίζω τη νοερή περιδιάβαση μέχρι την Πέμπτη Λεωφόρο. αφήνω τη σκέψη μου ν' αγκαλιάσει εκστατική τον μεγαλόπρεπο Καθεδρικό ναό του Αγίου Πατρικίου. Ακόμα θυμάμαι με δέος τη μεγαλειώδη αρχιτεκτονική του. Ένα στολίδι στη μέση της πολύφερνης εμπορικής λεωφόρου κάνει κάθε κουρασμένο ανεξαρτήτου φυλής ή θρησκείας να την επισκεφτεί για να εκμαιεύσει τη γαλήνη και ηρεμία που βγαίνει μέσα από τη λιτότητα και τα έργα τέχνης που τη διακοσμούν. Και πόσες άλλες ευκαιρίες έχει ο κάθε λάτρης της Τέχνης και να χορτάσει τις όποιες πνευματικές του ανάγκες!
    Το βιβλίο μου κέντρισε το ενδιαφέρον και θα το διαβάσω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Τυχερή που την έζησες και την περπάτησες τη Νέα Υόρκη. Εγώ την είδα βιαστικά και τουριστικά, γι' αυτό έχω και την επιθυμία να ξαναπάω. Ίσως και με τα δυο αυτά βιβλία στο χέρι και ποιος ξέρει πόσα άλλα που διαδραματίζονται σ' αυτή τη μαγική πόλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Για όσους είμαστε απλά παρατηρητές και έτσι βρίσκουμε την διάθεση να φιλοσοφούμε :

    Πόσο μακρινή είναι η τραγωδία όταν δεν χτυπά την δική μας πόρτα. Αντίθετα πόσο κοντά μας την νιώθουμε, εάν φανταστούμε τους εαυτούς μας στην θέση των άλλων. Άν είμασταν η μητέρα, ο πατέρας, ο συμμαθητής, ο δάσκαλος, ο φίλος και αυτόπτης μάρτυρας την στιγμή του πυροβολισμού ;

    Μα θα περάσουν μέρες, μήνες και όλοι εμείς θα ξεχάσουμε. Όχι από αδιαφορία, αλλά γιατί κάποιος άλλος θα χαθεί και θα απασχολεί για εβδομάδες τους "ειδικούς" στα παράθυρα των εκπομπών. Οι γονείς κάποιου άλλου παιδιού θα γίνουν βορά έκτακτων συνδέσεων την ώρα του αποχωρισμού.

    Και η ζωή συνεχίζεται... Αδίστακτη. Γιατί μας καθιστά πολλές φορές ανήμπορους να έχουμε τον έλεγχο των συγκυριών, των συμπτώσεων ή των προθέσεων. Όχι ανίκανους να αντιδράσουμε αλλά να προλάβουμε.

    Κούφια λόγια ; Ίσως.

    Η αποκατάσταση της ισορροπίας και της αρμονίας στις κοινωνικές ομάδες φαίνεται να είναι μια οικτρή αυταπάτη, αφού ο παράγων άνθρωπος θα είναι πάντα απρόβλεπτος...

    Δεν ξέρω τί είναι αυτό που απαλύνει την οδύνη για τον χαμό ενός παιδιού σε αυτό τον χαοτικό κόσμο. Ισως είναι στην φύση μας να επιβιώνουμε, να πορευόμαστε με τον πόνο και την χαρά μαζί και να ελπίζουμε.

    Δυσκολεύομαι όμως να παραβλέψω, τέτοιες ώρες , τα λόγια του Φ. Νίτσε, πως τελικά η ελπίδα παρατείνει τα βάσανά μας...

    Πράγματι, το να ελπίζουμε είναι επώδυνο και ψυχοφθόρο, γιατί ισοδυναμεί με προσπάθεια, με πείσμα και με κραυγές ανθρώπων που φωνάζουν στους δρόμους για μια καλύτερη κοινωνία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή