" Η ανάγνωση έχει κάτι το μεταφυσικό. Πριν διαβάσεις ένα βιβλίο, μαντεύεις κατ' ευθείαν αν θα σου αρέσει ή όχι. Το μυρίζεις, το διαισθάνεσαι, αναρωτιέσαι αν αξίζει να του αφιερώσεις τον χρόνο σου. Είναι η αόρατη αλχημεία των σημαδιών πάνω στο χαρτί, που εντυπώνονται στο μυαλό μας. Κάθε βιβλίο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Με το που βλέπουμε έναν άνθρωπο, καταλαβαίνουμε αν θα γίνει φίλος μας ή όχι".
Κι όμως, κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσειςς του. Το μυθιστόρημα του Ζαν-Μισέλ Γκενασιά "Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων" (Πόλις, 2011, μετ. Φωτεινή Βλαχοπούλου), στο οποίο κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής διατυπώνει την πιο πάνω άποψη, δεν μου έδειξε από την αρχή πόσο σπουδαίο και ενδιαφέρον έργο θα ανακάλυπτα στη συνέχεια ότι είναι, αν και ο τίτλος και μόνο αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση. Κι ίσως θα ήταν καλύτερα για τον αναγνώστη να παραλείψει το σύντομο εισαγωγικό κεφάλαιο που τοποθετείται χρονικά στο 1980 ή καλύτερα να γυρίσει σ' αυτό και να το διαβάσει, αφού θα έχει τελειώσει το 693σέλιδο μυθιστόρημα.
Πολυπρόσωπο, καλύπτει μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή (1959-1964) σε μια πάντα ωραία και με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα πόλη, το Παρίσι. Είναι τόσο πλούσιο, τόσο φορτωμένο με ιστορία, με κοινωνική διάσταση, με προσωπικές σχέσεις, με πρόσωπα άλλα υπαρκτά και άλλα μυθιστορηματικά, με πολιτικές θέσεις, με ανάλαφρο χιούμορ, με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της εφηβείας, που δυσκολεύεσαι να το χαρακτηρίσεις και να το κατατάξεις.
Βασικός αφηγητής είναι ο δωδεκάχρονος Μισέλ. Παθιασμένος αναγνώστης: "Το πρωί, με το που άναβα το φως, έπιανα το βιβλίο μου και όλη τη μέρα δεν το άφηνα απ' τα χέρια (...) Διάβαζα στο τραπέζι, κάνοντας έξω φρενών τον πατέρα μου. Διάβαζα καθώς έπλενα τα δόντια μου, αλλά και στην τουαλέτα. Χτυπούσαν πεισματικά την πόρτα για να βγω από το μπάνιο. Διάβαζα ακόμα και καθώς περπατούσα (...) Ο φύλακας άγγελός μου με προστάτευε και με καθοδηγούσε. Δεν είχα κουτουλήσει ποτέ σε κολόνα ούτε με είχε χτυπήσει αυτοκίνητο καθώς διέσχιζα το δρόμο, χωμένος κυριολεκτικά μέσα στο βιβλίο μου".
Το πάθος του νεαρού Μισέλ για το διάβασμα δίνει αφορμή στον συγγραφέα να αναφερθεί σε πλήθος συγγραφείς και έμμεσα και υπαινικτικά να ασκήσει την κριτική του: Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Χένρι Τζέημς, Φρανσουάζ Σαγκάν, Καζαντζάκης, Κέρουακ, κλασικοί και νεότεροι, Γάλλοι και ξένοι, πλήθος συγγραφείς περνούν μέσα από το βιβλίο.
Εκτός από το διάβασμα, η άλλη μεγάλη αγάπη του Μισέλ ήταν το ποδοσφαιράκι. Μ' ένα φίλο του συχνάζουν στο μπιστρό "Balto", όπου επιδίδονται στο αγαπημένο τους παιγνίδι. Εκεί μια μέρα ο Μισέλ θα ανακαλύψει πως στο πίσω μέρος του μπιστρό λειτουργεί μια σκακιστική Λέσχη. "Έκπληξη όμως δεν ήταν η Λέσχη. Έκπληξη ήταν να βλέπεις τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ και τον Ζοζέφ Κεσέλ να παίζουν στην ντουμανιασμένη από τον καπνό πίσω αίθουσα του πολύχναστου μπιστρό. Τους ήξερα από την τηλεόραση. Ήταν διάσημοι. Κοιτούσα μαγεμένος", λέει ο Μισέλ.
Τη Λέσχη την είχαν ιδρύσει και σύχναζαν εκεί πολιτικοί πρόσφυγες από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης: Ούγγροι, Ρώσοι, Πολωνοί, Ρουμάνοι, Γιουγκοσλάβοι, Τσεχοσλοβάκοι. Ατέρμονες συζητήσεις, διαφωνίες, νοσταλγία για τις πατρίδες που είχαν εγκαταλείψει, κάποιοι παραμένοντας ιδεολογικά πιστοί στο κομμουνιστικό σύστημα που τους είχε εξωθήσει σ' αυτή την αναγκαστική εξορία.
Οι ατομικές ιστορίες του καθενός εμπλέκονται με τη ζωή του νεαρού Μισέλ. Οι απουσίες του από το σχολείο, η δύσκολη ζωή στο σπίτι λόγω των δυο διαφορετικών τάξεων από τις οποίες προέρχεται το οικογενειακό του περιβάλλον, πράγμα που θα οδηγήσει τελικά και στο διαζύγιο των γονιών του, η αγάπη του για τη μουσική και η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία, ο έρωτάς του για τη νεαρή Καμίγ, εξίσου παθιασμένη αναγνώστρια, η λιποταξία του αδερφού του από το Αλγερινό μέτωπο (είναι τα χρόνια του πολέμου στην Αλγερία), η φιλία του μ' ένα μυστηριώδη Ρώσο που οι θαμώνες της Λέσχης αποστρέφονται και που το μυστήριο της ζωής του θα λυθεί μόνο στο τελευταίο κεφάλαιο, είναι κάποιες πτυχές του πολυσέλιδου αυτού μυθιστορήματος.
Εντυπωσιάζει το πώς ο Γκενασιά μπόρεσε να δώσει σ' όλα αυτά τα φαινομενικά ασύνδετα θέματα την ενότητα ενός συναρπαστικού (αν και ενίοτε φλύαρου) μυθιστορήματος, συνδυάζοντας την ανάπλαση μιας εποχής (πόλεμος Αλγερίας, εξέγερση Ουγγαρίας, πρώτη διαστημική πτήση με τον Γκαγκάριν, ανέγερση του Τείχους, αυτομόληση του Νουρέγιεφ κ. ά) μ' ένα μυθιστόρημα μαθητείας.
Το δάκρυ της συγκίνησης διαδέχεται το χαμόγελο του χιούμορ, το ατομικό συνυφαίνεται με το συλλογικό δημιουργώντας έναν εξαιρετικό πίνακα, μια τεράστια τοιχογραφία της εποχής, ένα έξοχο μυθιστόρημα, που παρά τον όγκο του σου αφήνει ένα συναίσθημα μελαγχολίας καθώς, φτάνοντας στο τέλος, είσαι υποχρεωμένος να αποχωριστείς τους ήρωές του.
Εμένα δεν με ενθουσίασε, δεν ήταν άσχημο αλλά δεν..
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμένα είναι στα προσεχώς, με διχάσατε όμως οι δυο σας, ποιόν να εμπιστευτώ; Είχα την αίσθηση πως τα αναγνωστικά μου γούστα ταίριαζαν εν πολλοίς και με σένα αναγνώστρια και με τον ΝΟ14ΜΕ. Μάλλον θα το διαβάσω όμως, μου κινεί την περιέργεια.....
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό είναι το καλύτερο, αγαπητή Κατερίνα. Να σχηματίσεις δική γνώμη. Αφού και ο αγαπητός NO14 δεν το βρίσκει άσχημο κι εγώ του καταλόγισα φλυαρία. Όμως, επειδή σπάνια στις μέρες μας βρίσκουμε βιβλίο να μας ενθουσιάσει, ίσως γι' αυτό μου άρεσε τόσο. Ιδιαίτερα μου άρεσε για το πάθος του μικρού Μισέλ για το διάβασμα που δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να μιλήσει για βιβλία. Η προτίμησή μου για τα "βιβλιοβιβλία" είναι δεδομένη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο διάβασα το καλοκαίρι και το λάτρεψα! Η παρουσίαση του βιβλίου σε βίντεο: http://www.youtube.com/watch?v=9M1732owjCg
ΑπάντησηΔιαγραφή