Αλέξης Σταμάτης
Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;
Καστανιώτης, 2012
Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;
Καστανιώτης, 2012
"...θεωρώ προτιμότερο ένα κακό έργο να αποσιωπάται, να μη του γίνεται κριτική. Όχι από αβρότητα, για να μη λυπηθεί ο συγγραφέας, αλλά γιατί πέρα από το χρόνο που διέθεσε κάποιος για να διαβάσει ένα τέτοιο έργο, δεν υπάρχει λόγος να σπαταλά και άλλον για τη διατύπωση μιας αρνητικής κριτικής".
Την πιο πάνω άποψη διατύπωνε σε μια συνέντευξή του ένας εξέχων πνευματικός άνθρωπος και συγγραφέας, που έχει παρουσιάσει πλείστα όσα έργα. Η άποψή του με προβλημάτισε, γιατί αρκετές φορές διατύπωσα αρνητικά σχόλια για κάποια βιβλία. Όμως δεν θα συμφωνήσω με τον αγαπητό φίλο. Η αρνητική κριτική, προπάντων όταν είναι ειλικρινής, στηριγμένη σε επιχειρήματα, χωρίς να υποκρύπτει σκοπιμότητα ή εμπάθεια, μπορεί να συμβάλει στο να προβληματιστεί ο συγγραφέας, να βοηθηθεί ίσως σε μελλοντικές απόπειρές του (αν είναι νέος) ή ακόμα να απαλλάξει άλλους πιθανούς αναγνώστες από το να χάσουν το χρόνο τους διαβάζοντας κάτι που δεν αξίζει. Μπορεί ακόμη μια αρνητική κριτική να δώσει αφορμή για γόνιμη συζήτηση γύρω από λογοτεχνικά θέματα, αν τυχόν κάποιοι έχουν διαφορετική άποψη για ένα βιβλίο. Για μένα, τέλος, η ειλικρινής καταγραφή των σκέψεων, αρνητικών ή θετικών, λειτουργεί και σαν ένα είδος ημερολογίου, με βοηθά δηλαδή στο να θυμάμαι αργότερα το περιεχόμενο αλλά και τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου προκάλεσε ένα ανάγνωσμα.
Το βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη "Μπαρ Φλωμπέρ" μου είχε αρέσει κι ίσως ήταν και αυτός ένας λόγος που πήρα και το τελευταίο του, με τον ερωτηματικό τίτλο "Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;", το οποίο όμως με απογοήτευσε. Εν πρώτοις, με ενοχλεί, όπου τη συναντήσω, η "λογόσφαιρα των υπαινιγμών" (φράση από το ίδιο το βιβλίο). Να γίνεται δηλαδή ένας διάλογος ή να περιγράφεται μια σκηνή γεμάτη ασάφειες, υπονοούμενα, ο αναγνώστης να μην καταλαβαίνει τίποτα και μόνο πολύ αργότερα να τα εντάσσει στο μυθιστόρημα. Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη, με μια σκηνή που αποτελεί νοερή αναδρομή του κεντρικού προσώπου, του Ορέστη Πολίτη, στο παρελθόν του, πράγμα όμως που ο αναγνώστης θα καταλάβει πολύ αργότερα και θα συνδέσει και με άλλες παρόμοιες σκηνές που συνθέτουν μια περίοδο του παρελθόντος του ήρωα, όταν υπήρξε μέλος τρομοκρατικής ομάδας. Καμιά όμως αναφορά ως προς το σκοπό της δράσης της ομάδας, αφήνοντάς το όλα ως το τέλος ασαφή και αόριστα.
Πέρα από τη σκόπιμη αρχική ασάφεια είναι ένα μυθιστόρημα "κλειστού χώρου". Όχι μόνο κυριολεκτικά, αφού διαδραματίζεται κυρίως σ' ένα διαμέρισμα, αλλά και μεταφορικά, με τις κλειστές ψυχές που η κάθε μια "κάτι κρύβει" (πάλι φράση από το μυθιστόρημα).
Η μόνη σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν είναι η ύπαρξη μιας κοπέλας, τότε συνεργάτιδας του Ορέστη, η οποία μάλιστα είχε θυσιαστεί γι' αυτόν. Αφού την παντρεύτηκε και απέκτησε μαζί της ένα γιο, συναντάμε τώρα τον Ορέστη παντρεμένο με άλλη, τη Μαρίνα, και με μια κόρη, την Άννα. Τη φαινομενικά ήρεμη ζωή τους σ' ένα αθηναϊκό διαμέρισμα, διακόπτει η εμφάνιση στοιχείων του παρελθόντος, του μεγάλου πια γιου από τον πρώτο γάμο και ανώνυμων τηλεφωνημάτων. Μια κοπέλα επίσης που έρχεται ως οικιακή βοηθός εμλέκεται στην όλη υπόθεση.
Το μυθιστόρημα σου αφήνει απορίες, κενά, καταστάσεις ασύνδετες μεταξύ τους (για παράδειγμα η πυρπόληση του ανθοπωλείου της Μαρίνας). Το ύφος ποικίλλει. Άλλοτε είναι μικροπερίοδο, δημιουργώντας ένα αγχώδη ρυθμό κι άλλοτε έχει μακρούς, σχεδόν θεατρικούς διαλόγους. Όταν αναπολώ το μυθιστόρημα δεν βρίσκω να μου άφησε τίποτα. Καμιά βαθύτερη σκέψη, κανένα προβληματισμό.
Αναλογίζομαι τα μεγάλα, κλασικά μυθιστορήματα, εκείνα στα οποία ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να κινήσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τα υπονοούμενα και την ασάφεια, εκείνα που ο προβληματισμός έγκειται στις ιδέες και τις αξίες. Σκέφτομαι πως ίσως κάποτε είναι προτιμότερο να ξαναγυρίζουμε σ' αυτά, αντί να πειραματιζόμαστε αναγνωστικά με τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου