Αχμέτ Ουμίτ
Μνήμες της Κωνσταντινούπολης (2010)
μετ. Θάνος Ζαράγκαλης
Πατάκης, 2012, πρώτη ψηφιακή έκδοση 2013
Μνήμες της Κωνσταντινούπολης (2010)
μετ. Θάνος Ζαράγκαλης
Πατάκης, 2012, πρώτη ψηφιακή έκδοση 2013
Παρ' όλο ότι μου αρέσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν ήταν αυτός ο κύριος λόγος για τον οποίο αγόρασα το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν γιατί η αστυνομική πλοκή συνδυαζόταν με την ιστορία της Κωνσταντινούπολης. Δεν ξέρω αν και στον υπόλοιπο ελληνισμό το όνομα "Κωνσταντινούπολη" ασκεί την ίδια έλξη, την ίδια μαγεία που ασκεί σε μας, τον αλύτρωτο ελληνισμό. Η Κωνσταντινούπολη δεν έχει πάψει να αποτελεί για μας ένα σύμβολο, κάτι το ιδεατό, ένα άπιαστο όνειρο, ταυτισμένο με τη δική μας τουρκική κατοχή και την ελπίδα της απαλευθέρωσης. Γι' αυτό ό, τι έχει σχέση με την πανέμορφη πόλη μας γοητεύει και μας συγκινεί.
Ο Αχμέτ Ουμίτ στο μυθιστόρημά του συνδυάζει την αστυνομική πλοκή με την ιστορία της Πόλης, με τις γειτονιές, τα μνημεία, την ομορφιά της, δημιουργώντας ένα συναρπαστικό μείγμα, έστω κι αν οι 689 σελίδες του βιβλίου είναι κάποτε κουραστικές, με σκηνές που ξεστρατίζουν από τον κύριο κορμό της ιστορίας, συχνά προσλαμβάνοντας ύφος διδακτισμού.
Μια σειρά φόνων που θα καταλήξει με επτά θύματα απασχολεί την ομάδα των αστυνομικών, επικεφαλής της οποίας είναι ο αστυνόμος Νεβζάτ με τους βοηθούς του, τον Αλή και τη Ζεϊνέπ. Κλειδί στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν τους δολοφόνους είναι ο χώρος στον οποίο ανευρίσκονται τα θύματα. Καθένα εντοπίζεται και σε ένα διαφορετικό ιστορικό σημείο. Άλλοτε στη Στήλη του Κωνσταντίνου, άλλοτε στη Χρυσή Πύλη των τειχών του Θεοδοσίου, στην Αγία Σοφία ή στο Τόπκαπι κ.λπ. Και πάντα στο χέρι ή κοντά στο πτώμα ένα νόμισμα της αντίστοιχης ιστορικής περιόδου.
Μεγάλη βοήθεια στη διερεύνηση των φόνων παρέχει η διευθύντρια του μουσείου του Τόπκαπι, η Λεϊλά Μπαρκίν που παρ' όλο ότι συμβάλλει με τις ιστορικές πληροφορίες που δίνει, δεν εξαιρείται από τον κύκλο των υπόπτων. Κυρίως γιατί συνδέεται μ' ένα σύνδεσμο που σκοπό έχει την προστασία των ιστορικών μνημείων της Κωνσταντινούπολης, που τα βλέπουν ολοένα και περισσότερο να καταστρέφονται, θυσία στο βωμό της ανάπτυξης και του κέρδους.
Όλα τα θύματα, ένας αρχαιολόγος-ιστορικός, ένας αρχιτέκτονας, ένας δημοσιογράφος κ.λπ. σχετίζονταν με ένα μεγαλοεπιχειρηματία που δεν δίσταζε με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες να καταστρέφει ακόμα και ιστορικά σημεία της πόλης. Είναι άραγε για κάποιο λόγο αυτός και ο περίγυρός του οι δολοφόνοι; Ή μήπως είναι τα μέλη του Συνδέσμου Προστασίας της Ισταμπούλ; Ή τρομοκράτες; Ή ισλαμιστές; Πολλοί οι ύποπτοι.
Ο αστυνόμος Νεβζάτ που ηγείται των ερευνών δεν είναι ο συνήθης σκληροτράχηλος αστυνομικός. Είναι ένας ευαίσθητος χαρακτήρας, με ποιητική ψυχή, θα λέγαμε, με απέραντη αγάπη για την πόλη του. Κουβαλάει μέσα του έναν ανεκπλήρωτο νεανικό έρωτα και μια θλίψη από το χαμό της γυναίκας του και της κόρης του λόγω μιας έκρηξης που στόχευε τον ίδιο. Τώρα είναι ερωτευμένος με μια Ελληνίδα (Ρωμαία, κατά την ίδια), την Ευγενία. Οι Έλληνες πουθενά δεν αναφέρονται στο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας βλέπει την Πόλη και την ιστορία πάντα μέσα από την τουρκική ματιά. Το Βυζάντιο δεν είναι γι' αυτούς παρά η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την οποία ακολούθησε η Οθωμανική περίοδος και τέλος η περίοδος της δημοκρατίας. Παραβλέπεται το γεγονός ότι στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος επεκράτησε ο Ελληνισμός, ότι από τον έκτο ήδη αιώνα επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η ελληνική, ότι η Ορθοδοξία και τα μνημεία της υπάρχουν ακόμα στην Πόλη.
Πέρα όμως απ' αυτή την πλευρά που ασφαλώς ενοχλεί εμάς τους Έλληνες, ο αναγνώστης απολαμβάνει το μυθιστόρημα του Ουμίτ. Σεριανάει στη μακρόχρονη ιστορία της, περιδιαβάζει στα μνημεία της, απολαμβάνει την ομορφιά της.
"Η εικόνα που συνάντησα στο τέλος των στριφτών σκαλοπατιών διέλυσε απότομα τις σκέψεις μου. Ξέχασα τα εγκλήματα, τον εραστή της Λεϊλα Μπαρκίν, ακόμη και το βάδισμα και στάθηκα σαν κεραυνοβολημένος μπροστά στο παραμυθένιο θέαμα. Κάτω απ' τα πόδια μου, μέσα στο ημίφως, εκτεινόταν μια μαγική λίμνη απ' τα νερά της οποίας ξεπρόβαλλαν σαν δέντρα εκατοντάδες κίονες με περίεργα κιονόκρανα, πλάι πλάι και πίσω ο ένας από οτν άλλο. Όχι, δεν ερχόμουν για πρώτη φορά στη Βασιλική Κιστέρνα, όμως, παρ' όλα αυτά, κάθε φορά που ερχόμουν, με κυρίευε το ίδιο συναίσθημα". (Το ίδιο συναίσθημα δοκιμάσαμε όσοι έτυχε να επισκεφθούμε το θαύμα αυτό του Ιουστινιανού, την υπόγεια δεξαμενή).
"Τα νερά του Κεράτιου, που φάνταζαν σαν λυωμένο χρυσάφι, κυλούσαν νωχελικά στρίβοντας δεξιά αριστερά προς τη θάλασσα. Το τέμενος Φάτιχ δεν φαινόταν, όμως το τέμενος Σουλεϊμάνιγιε και η Αγία Σοφία, χωρίς να εμπδίζουν το ένα το άλλο, υψώνοντααν στον ουρανό. Δύο μοναδικοί τόποι λατρείας χτισμένοι πάνω στους μυθικούς λόφους τούτης της πόλης".
[Παρουσίαση επίσης στο vivliokafe.http://vivliocafe.blogspot.com/2013/02/blog-post_11.html]
Anagnostria,
ΑπάντησηΔιαγραφήείδαμε το βιβλίο με τον ίδιο τρόπο: αφενός η αστυνομική πλοκή (που ακολουθεί τυπικά μονοπάτια) και αφετέρου ιστορία και εθνική μνήμη.
Ωραίο βιβλίο. Μας ταξιδεύει. Μας ξεναγεί κυριολεκτικά στα μνημεία και στις εποχές.
Καλό βράδυ
Πατριάρχης Φώτιος
Χαίρομαι που συμφωνούμε, αγαπητέ Πατριάρχη. Δεν φαίνεται όμως να συμβαίνει το ίδιο και με την τελευταία σου ανάρτηση για το "Οδός Μπριτάννια" που είχα παρουσιάσει κι εγώ πριν από λίγο καιρό. Δεν πειράζει όμως, η ματιά του καθενός συχνά διαφέρει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ, να μην συμφωνούμε και σε όλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα χαλάσουμε το σύμφωνο επικοινωνίας, αφού ως τώρα διαφωνούμε στα περισσότερα.
Αν αλλάξει αυτό, θα κακομάθουμε!!!
Πατριάρχης Φώτιος
Διαφωνούμε στα περισσότερα;!!!Εγώ το αντίθετο πίστευα ως τώρα. Έχω λάθος;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να σου πώ; Μίλησα με πρόχειρες εντυπώσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΊσως και να κάνω λάθος.
Μακάρι να έχεις δίκιο εσύ.
Πατριάρχης Φώτιος
Μικρές πινελιές στον πίνακα της Πόλης που για μας, προκαλεί ακόμη δυνατή τη μνήμη ενός απαράμιλλου πολιτισμού...
ΑπάντησηΔιαγραφή