Άλις Μονρό
Πάρα πολλή ευτυχία
Μεταίχμιο, 2010
Μετ. Σοφία Σκουλικάρη
Πάρα πολλή ευτυχία
Μεταίχμιο, 2010
Μετ. Σοφία Σκουλικάρη
Για βδομάδες κειτόταν στο σωρό με τα αδιάβαστα. Το είχα πάρει μαζί με άλλα βιβλία, εκμεταλλευόμενη μια προσφορά του αγαπημένου μου βιβλιοπωλείου Rivergate. Το ότι ήταν μια συλλογή διηγημάτων και όχι μυθιστόρημα ήταν ο κυριότερος λόγος παραγκωνισμού του. Και ξαφνικά ήρθε το Νόμπελ. Και φυσικά δεν μπορούσα πια να το αγνοώ. Όχι γιατί ένα Νίομπελ καταξιώνει οπωσδήποτε ένα συγγραφέα, αλλά γιατί ήθελα να έχω δική μου άποψη.
Η συλλογή περιλαμβάνει δέκα διηγήματα, μάλλον νουβέλες, θα 'λεγα, μια και η έκταση καθενός κυμαίνεται γύρω στις 30 σελίδες. Σε μια κριτική διάβασα πως δεν πρέπει να διαβάζει κανείς πάνω από μια ιστορία κάθε φορά, για ν' αφήνεται χώρος και χρόνος να εισχωρήσει, ν' απλώσει στη σκέψη του αναγνώστη όλο το βάθος που κρύβει. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως είναι τόση η ικανοποίηση που γεννιέται στην ψυχή του αναγνώστη, παρά το τραγικό τέλος πολλών από τις ιστορίες, που δύσκολα συγκρατείται ώστε να μη διαβάζει τη μια μετά την άλλη, έστω κι αν μερικές φορές θα θελήσει να ξαναγυρίσει σε κάποιες σελίδες που στη βιασύνη του να δει παρακάτω, δεν πρόλαβε να εμπεδώσει.
Μιλώντας για μια συλλογή διηγημάτων δεν μπορείς να αφηγηθείς (όπως για ένα μυθιστόρημα) την υπόθεση, όχι μόνο γιατί θα έπρεπε να αναφερθείς σε δέκα διαφορετικές ιστορίες, αλλά και γιατί, ειδικά για τη Μονρό, θα χανόταν η έκπληξη που σου προκαλεί το αναπάντεχο τέλος. Μπορείς μόνο να μιλήσεις για κάποια γενικά χαρακτηριστικά της γραφής της.
Στα διηγήματα κυριαρχεί η γυναίκα. Είτε πρόκειται για κεντρικούς γυνακείους χαρακτήρες, είτε για τη γυναικεία ματιά. Το δε τελευταίο διήγημα της συλλογής, αφηγούμενο τον τελευταίο χρόνο της σύντομης ζωής της πρώτης γυναίκας μαθηματικού-καθηγήτριας Πανεπιστημίου, της Σοφίας Κοβάλσκι, γίνεται, χωρίς να καταντά μεγαλόφωνο κήρυγμα, ένα δείγμα του αγώνα για γυναικεία χειραφέτηση. Άλλες είναι γυναίκες δυστυχείς, γυναίκες απατημένες, άλλες γυναίκες εγκληματίες.
Ένα δεύτερο γνώρισμα της Μονρό θα 'λεγα ότι είναι η αστυνομική χροιά των ιστοριών της. Όχι μόνο γιατί πράγματι ένα έγκλημα διαπράττεται (τουλάχιστον σε τρία διηγήματα), αλλά και για τις ανατροπές και το απροσδόκητο τέλος. Δεν την ενδιαφέρει το σχήμα έγκλημα-ένοχος-τιμωρία. Την ενδιαφέρει το έγκλημα ως εκτροπή, τα ψυχολογικά αίτια που οδηγούν σ' αυτό και οι συνέπειες που μπορεί να κρατήσουν μια ολόκληρη ζωή. Ξεχωρίζω εδώ το διήγημα "Για παιχνίδι". Είναι τόσο τρομαχτικό μέσα στην επιφανειακή του ηρεμία που θυμίζει τεχνική του Χίτσκοκ, σκηνές που δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Το φυσικό περιβάλλον, ακόμα κι αν δεν ξέρεις ότι η συγγραφέας είναι Καναδή, σου φέρνει στο νου σκοτεινές βόρειες χώρες, με πυκνά δάση, με παγωμένους χειμώνες. Το ύφος γραφής είναι απλό, οι προτάσεις σύντομες. Είναι ιστορίες κλασικής τεχνικής, χωρίς εξεζητημένους μοντερνισμούς.
Τελειώνοντας όμως το βιβλίο σκεφτόμουν πόσο αδικούνται δικοί μας διηγηματογράφοι λόγω της γλώσσας. Ωραία τα διηγήματα της Μονρό. Αλλά εξίσου, αν όχι ωραιότερα διηγήματα, με ανάλογο ψυχολογικό βάθος, έχουν γράψει και ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός και τόσοι άλλοι έλληνες διηγηματογράφοι. Σκέφτομαι και τους δικούς τους επιλόγους, σκέψεις που μας καρφώνονται στο μυαλό, που περικλείουν σε μια φράση κόσμους ολόκληρους, όπως το ανεπανάληπτο "σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου