
Δυο είναι τα ζευγάρια που αποτελούν τους ήρωες του βιβλίου: η Μέλπω και ο Στέφανος που έχουν δυο δίδυμα αγοράκια 8 χρονών και ζουν στην Αθήνα και ο Μάριος και η Στέλλα, με μια κόρη 16 χρονών που ζουν στη Θεσσαλονίκη. Ένα πέμπτο πρόσωπο θα προστεθεί, η νεαρή Μάνια, φοιτήτρια στην Πάτρα. Ο συγγραφικός φακός όμως φωτίζει κυρίως το ζευγάρι Μέλπω-Μάριος, που μια τυχαία συνάντηση, όταν εκείνη ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη για δουλειές, οδήγησε στη σύναψη δεσμού μεταξύ τους. Ίσως, αν δεν υπήρχε η σύγχρονη τεχνολογία, να μην αναπτυσόταν αυτός ο δεσμός. Η απόσταση Αθήνα-Θεσσαλονίκη καλύπτεται και εξουδετερώνεται με e-mail που καθημερινά κατά δεκάδες ανταλλάσσονται. Οι συναντήσεις τους γίνονται αραιά, όποτε η δουλειά εκείνης την οδηγεί στη βορινή πόλη. Εκείνος μόνο μια φορά έρχεται στην Αθήνα κι αυτό όταν πια τα πράγματα έχουν τόσο προχωρήσει, που και οι δυο είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους και να ζήσουν μαζί, πράγμα που θα κάνουν τελικά. Ποια όμως κατάληξη θα έχει αυτή η απόφαση και η απόπειρα να συμβιώσουν; Θα το ανακαλύψει ο αναγνώστης, δεν θα ήταν σωστό να προκαταλάβω το τέλος.
Τι γίνονται όμως στο μεταξύ οι "προδομένοι" σύζυγοι; Το παράνομο ζευγάρι, που αρχικά κρατούσε μυστική τη σχέση του, έρχεται μια στιγμή που μοιάζει να θέλει να τη διατυμπανίσει. Η Μέλπω θα παραδεχτεί την απιστία της στον Στέφανο, που κι αυτός έχει δημιουργήσει ένα δεσμό με τη Μάνια, και ο Μάριος στη Στέλλα. Διαφορετική είναι η αντίδραση του καθενός. Η Στέλλα διώχνει τον Μάριο από το σπίτι, δεν μπορεί να τον συγχωρέσει. Αντίθετα, ο Στέφανος, όταν η Μέλπω ομολογεί τη σχέση και ανακοινώνει την απόφασή της για χωρισμό, της λέει:" Το είχες ανάγκη! Δεν ξέρεις πόσο σε καταλαβαίνω...Αλλά μη φύγεις. Δεν θέλω να φύγεις". Πραγματικά έρωτας στα χρόνια της ειρωνείας, με την αντιστροφή των ρόλων όπως την έχουμε συνηθίσει. Έχουμε μάθει η γυναίκα να υπομένει και συχνά να συγχωρεί την απιστία του άντρα, ενώ ο άντρας κατά κανόνα ούτε καν διανοείται κάτι τέτοιο. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο Μάριος εγκαταλέιπει το σπίτι του. Η Μέλπω με τον Στέφανο σαν να ζουν μια καινούρια, διαφορετική φάση συζυγικής αγάπης. Πιο δεμένοι, πιο ομιλητικοί, με τέλεια ειλικρίνεια μεταξύ τους. Φωτισμός μιας "ανοιχτής σχέσης", αν λάβουμε υπ' όψιν και τη γνώση της Μέλπως για το δεσμό του Μάριου με τη Μάνια.
Η Καστρινάκη μοιάζει να πειραματίζεται πάνω στις σχέσεις των ζευγαριών, να τις μελετά, να τις αναλύει σε βάθος. Πότε-πότε δίνει φωνή και στη νεαρή φοιτήτρια και στην απατημένη σύζυγο, τη Στέλλα. Όμως το έργο κυρίως περνά μέσα από τη ματιά της Μέλπως.
Πέρα όμως από τις σχέσεις, το μυθιστόρημα παίρνει κάποτε και τη μορφή δοκιμίου πάνω στο θέμα της απιστίας. Από τις πιο ωραίες σελίδες είναι εκείνες (166-178) στις οποίες συγκρίνει τη σχέση Πηνελόπης Δέλτα-Ίωνος Δραγούμη και Μέλπως-Μάριου, ουσιαστικά δηλαδή την απιστία στις αρχές του 20ου και του 21ου αι. Ομοιότητες αλλά και διαφορές. Τότε (αλλά και πάντα νομίζω) "Ο σκληρός πυρήνας του πάθους διατηρείται ίδιος: η "χαρά να ξέρω πως υπάρχεις" στην αρχή, έπειτα η πλήρης ταύτιση, η απώλεια του μέτρου, ο πανικός, η ανασφάλεια, η υστερία, η διαχείριση των λέξεων: τα ερωτευμένα υποκείμενα επιδίδονται σε ασυγκράτητες μεγαλοστομίες, σε παθιασμένες επαναλήψεις των ίδιων και των ίδιων διαβεβαιώσεων που είναι σαν να δίνονται για πρώτη φορά". Όμως υπάρχει μια τεράστια διαφορά στη διαχείριση των σωμάτων. Τότε ένα φιλί και μόνο εθεωρείτο φοβερή απιστία, σήμερα "το να δώσεις την ψυχή σου, αυτό είναι το κρίσιμο. Το σώμα μπορείς να το διαθέσεις και σε μια στιγμή σεξουαλικού οίστρου (...) Σήμερα πια απατάμε με την ψυχή, όχι με το σώμα", καταλήγει η συγγραφέας, για να συνεχίσει με άλλες ομοιότητες και διαφορές των δυο ζευγαριών και των δυο εποχών.
Η μεγαλύτερη όμως πρωτοτυπία της γραφής της Καστρινάκη έγκειται στην αυτοαναφορικότητα. Δεν αφηγείται την ιστορία της ως ένας παντογνώστης τριτοπρόσωπος αφηγητής. Την πλάθει ως συγγραφέας ενώπιόν μας. Από τον προβληματισμό του τι ονόματα να δώσει στους ήρωές της, ως τη δυσκολία που κάποτε συναντά στη συνέχιση της γραφής κι ως στις σκέψεις και τον προβληματισμό για τον τρόπο περιγραφής μιας σκηνής κι ως τα σχόλια που κάνει για τους ήρωές της σαν ένα τρίτο, άσχετο πρόσωπο, η συγγραφέας ούτε στιγμή δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε πως αυτό που μας αφηγείται είναι μια πλαστή ιστορία, δημιουργημένη από την ίδια, αλλά που θα μπορούσε-γιατί όχι;- να συμβεί. Παραθέτω ένα σύντομο χαρακτηριστικό δείγμα. Γράφει η Καστρινάκη: "Προσπαθούσα λοιπόν να σταθμίσω αν στο σημείο όπου φτάσαμε χρειάζεται κλιμάκωση ή αποκλιμάκωση, αν πρέπει να αφηγηθώ τα συμβάντα με πολλά και πλούσια λόγια, με απανωτή ανταλλαγή μηνυμάτων ή κάτι παρόμοιο. Ή είναι καλύτερα να ακολουθήσω την τακτική της αντιστροφής:τη στιγμή της κορύφωσης, επιγραμματική λιτότητα στην έκφραση".
Μου άρεσε το βιβλίο της Καστρινάκη που είναι καθηγήτρια ελληνικής λογοτεχνίας ατο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται η άποψη πως στη λογοτεχνία (συχνά και στη ζωή) σημαντικότερο είναι το "πώς" από το "τι".