Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Το παλιό σχολείο. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Το παλιό σχολείο. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαΐου 06, 2008

Το παλιό σχολείο

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Γύρισα από το καθιερωμένο πασχαλινό προσκύνημα στην Ελλάδα (φέτος Βόλος-Σκιάθος-Πήλιο) με μια αγκαλιά βιβλία (δυο απ' αυτά δώρο φίλης αγαπητής) και, όπως ένας καλοφαγάς μπροστά σ' ένα κατάφορτο με λιχουδιές μπουφέ δεν ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει, έτσι κι εγώ δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Ο τίτλος όμως "Το παλιό σχολείο" (Old school, Πόλις, 2008, μετ. Παντελής Κοντογιάννης) ήταν πόλος έλξης ακατανίκητος. Συγγραφέας ο σύγχρονος Αμερικανός Tobias Wolff. Ένα βιβλίο για ένα αμερικανικό σχολείο του 1960, ο τύπος του οποίου δεν ξέρω αν ακόμα υπάρχει (Άραγε γι' αυτό ο τίτλος "Παλιό";). ένα σχολείο, όπου, παράλληλα με τους αθλητές, τους μουσικούς, τους θεατρίνους του, όλα δηλαδή τα εκκολαπτόμενα νέα ταλέντα, είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση και τους επίδοξους λογοτέχνες του. Η λογοτεχνία άλλωστε είχε μια ξεχωριστή θέση στα μαθήματα του σχολείου και ο νεαρός πρωτοπρόσωπος αφηγητής, πέρα από την αγάπη του γι' αυτήν, πέρα από τα διαβάσματά του, αγωνίζεται και ο ίδιος να γράψει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βιβλίο είναι η διαδικασία του πώς γίνεται ένας συγγραφέας, αν και ο ίδιος θα ομολογήσει:"Καμιά ακριβής αναφορά δεν μπορεί να δοθεί για το πώς και το γιατί έγινες συγγραφέας, ούτε υπάρχει κάποια στιγμή για την οποία να μπορείς να πεις: Ναι, τότε έγινα συγγραφέας".
Στο αυστηρό, αριστοκρατικό αυτό σχολείο ο νεαρός πρωταγωνιστής, που ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομά του, φοιτά με υποτροφία, αποκρύβοντας από τους συμμαθητές του την ταπεινή του προέλευση και την εβραϊκή, από την πλευρά του πατέρα του, καταγωγή. Οι τύποι των συμμαθητών, των καθηγητών, οι χοροεσπερίδες με το γειτονικό σχολείο θηλέων έχουν θέση στην αφήγησή του, αλλά τον κεντρικό ρόλο κατέχει η λογοτεχνία και η συγγραφή. "Πολλοί απ' αυτούς (τους μαθητές) ήθελαν να γίνουν συγγραφείς. Ίσως νόμιζαν, όπως κι εγώ, ότι με το να γίνεις συγγραφέας, αποφεύγεις τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνική τάξη και την καταγωγή."
Χαρακτηριστικό της έμφασης που δινόταν στη λογοτεχνία ήταν και η συνήθεια του σχολείου να καλεί τρεις φορές το χρόνο καταξιωμένους συγγραφείς να μιλήσουν στους μαθητές, ενώ παράλληλα έδινε την ευκαιρία σε ένα από τους μαθητές, που θα έγραφε το καλύτερο ποίημα, αν ο προσκεκλημένος ήταν ποιητής, ή πεζό, αν ήταν πεζογράφος, να έχει μια ιδιαίτερη συνάντηση με το λογοτέχνη.
Τη χρονιά της αφήγησης οι προσκεκλημένοι ήταν ο ποιητής Ρόμπερτ Φροστ, η πεζογράφος Έιν Ραντ (στις ελληνικές μεταφράσεις των έργων της την ξέρουμε ως Άιν Ραντ) και προπάντων ο πασίγνωστος και ίνδαλμα των μαθητών, ο μεγάλος Έρνεστ Χέμινγκουεϊ. Ο συγγραφέας-αφηγητής περιγράφοντας αυτές τις επισκέψεις παίρνει αφορμή για μια κριτική θεώρηση του έργου τους, αλλά και για γενικότερη θεώρηση της αμερικανική λογοτεχνίας. Παρουσιάζει τον Φροστ αντίθετο με τη μοντέρνα ποίηση, αλλά εκεί που απορρίπτει εντελώς, "κατατεμαχίζει", θα λέγαμε, είναι την Έιν Ραντ. Την παρουσιάζει σαν ένα εγωιστικό πλάσμα, που δεν αποδέχεται κανένα άλλο συγγραφέα εκτός από τον εαυτό της, που κηρύττει τον άκρατο ατομικισμό. Κι ενώ πριν από τη συνάντηση ο αφηγητής λάτρευε το έργο της "Νερομάνα" (στα ελληνικά μεταφράστηκε ως "Κοντά στον ουρανό", Ωκεανίδα, 1997), τώρα δεν θέλει πια να το ξαναδεί. (Περίεργο, δεν γίνεται καθόλου λόγος για το άλλο της μεταφρασμένο "Εμείς οι ζωντανοί" που το διάβασα πριν από χρόνια και μου άρεσε πολύ, καθώς βεβαίως και το "Κοντά στον ουρανό").
Όταν αναγγέλλεται η επίσκεψη του Χέμινγκουέϊ, όλο το σχολείο βρίσκεται σε αναβρασμό. Όλοι προσπαθούν να γράψουν κάτι κι ο νεαρός αφηγητής βάζει στόχο να γράψει το καλύτερο διήγημα. Όμως φτάνει το τελευταίο βράδυ χωρίς να έχει έμπνευση "κι εγώ ήμουν τόσο εξουθενωμένος, περιμένοντας με το χέρι απλωμένο να με ελεήσουν οι λέξεις", λέει. Τελικά θα γράψει το διήγημα, θα επιλεγεί από το μεγάλο συγγραφέα, αλλά ο νεαρός θα παραβεί ένα κώδικα τιμής και θα αποβληθεί για πάντα από το σχολείο.
Σε δυο σύντομα κεφάλαια στο τέλος, δίνεται η ζωή του ήρωα, που επιτυγχάνει ως συγγραφέας και καλείται με αυτή την ιδιότητα στο παλιό του σχολείο, πρόσκληση την οποία απορρίπτει για να την αποδεχτεί ταλικά, όταν συναντά ένα παλιό του καθηγητή. Εντύπωση και απορία προκαλεί το γεγονός ότι το βιβλίο δεν τελειώνει με τον αφηγητή, αλλά με την ιστορία του κοσμήτορα του σχολείου, που είχε φύγει ξαφνικά τότε που αποβλήθηκε ο αφηγητής.
Από την κριτική έχει γραφτεί ότι "Το παλιό σχολείο" είναι μια διασταύρωση του "Κύκλου των χαμένων ποιητών" και του "Φύλακα στη σίκαλη". Χωρίς αμφιβολία είναι ένα σημαντικό έργο, το οποίο όμως δεν μπορεί κάποιος να απολαύσει πλήρως, αν δεν ξέρει τους συγγραφείς για τους οποίους γίνεται λόγος, καθώς και τα συγκεκριμένα έργα τους.
Για το ίδιο βιβλίο:



Σάββατο, Ιουλίου 17, 2010

Δάσκαλος και μαθητής

Κι άλλοτε έχω μιλήσει για την ακατανίκητη έλξη που ασκούν στις λογοτεχνικές μου αναγνώσεις τα βιβλία που έχουν ως θέμα το σχολείο και τη σχολική ζωή. Έτσι, μετά από την εξαιρετική "Δασκάλα των Γαλλικών", το γεμάτο ρεαλισμό και χιούμορ "Ο δάσκαλος", το εξιδανικευμένο "Παλιό σχολείο", το σύγχρονο "Ανάμεσα στους τοίχους", έρχεται σήμερα να προστεθεί ακόμα ένα βιβλίο με θέμα το σχολείο. Είναι το μυθιστόρημα του Antonio Scurati "Δάσκαλος και μαθητής" (Πόλις, 2010, μετ. Δήμητρα Δότση). πολύ διαφορετικό απ' όλα τα προηγούμενα. Όχι μόνο ως προς το θέμα, αλλά και ως προς τον τρόπο του χειρισμού του. Δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα που διαβάζεις βιαστικά γιατί θέλεις να δεις "τι θα γίνει παρακάτω". Είναι ένα μυθιστόρημα με πολλές σελίδες δοκιμιακού χαρακτήρα, σελίδες που πρέπει να διαβαστούν με περίσκεψη, σελίδες που προκαλούν τον προβληματισμό του αναγνώστη.
Σ' ένα Λύκειο, σε μια μικρή κωμόπολη της βόρειας Ιταλίας, τη Δευτέρα, 18 Ιουνίου 2001, ημέρα προφορικών απολυτήριων εξετάσεων, ένας μαθητής, ο Βιταλιάνο Κάτσα, μπαίνει στην αίθουσα και μ' ένα όπλο κρυμμένο στο κράνος της μοτοσικλέτας του σκοτώνει τους επτά καθηγητές που βρίσκονταν εκεί, τέσσερις άντρες και τρεις γυναίκες, ενώ αφήνει να ζήσει μόνο ένας, ο Αντρέα Μαρεσκάλκι, καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας.
Το φανόμενο της νεανικής παραβατικότητας, της σχολικής βίας που εξικνείται ως τις δολοφονικές επιθέσεις δεν είναι άγνωστο στην εποχή μας. Με επίκεντρο αυτό το θέμα και κεντρικό πρόσωπο τον επιζήσαντα καθηγητή διαδραματίζεται όλο το έργο. Ποια ήταν τα αίτια που οδήγησαν το νεαρό Βιταλιάνο στην αποτρόπαια αυτή πράξη; Και γιατί εξαίρεσε από τη σφαγή τον καθηγητή Μαρεσκάλκι; Η μικρή κοινωνία αλλά και όλη η χώρα συγκλονίζεται. ο ίδιος ο Μαρεσκάλκι, βασανιζόμενος από τύψεις, αναζητά τα αίτια. Ο Βιταλιάνο ήταν αγαπημένος του μαθητής, παρ' όλο που δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί πρότυπο μαθητή, όπως συνήθως το εννοούμε. Ωραίος, γοητευτικός, σκληρός συνάμα και ευαίσθητος, έξυπνος αλλά αποτυχημένος στις εξετάσεις του περασμένου χρόνου, έτοιμος να τα βάλει με κάποιον που πουλούσε ναρκωτικά σε μαθητή, με πολλές απουσίες από το σχολείο, ερωτευμένος με μια συμμαθήτριά του, πνεύμα ανυπότακτο και αντιφατικό.
Ο ιερέας, η αστυνομία, οι γονείς, οι μαθητές, έχουν τις δικές τους αντιδράσεις και σκέψεις γύρω από το γεγονός. Τι είπε ο ιερέας, ο εισαγγελέας, ο εγκληματολόγος είναι κεφάλαια του βιβλίου που αποτυπώνουν τις ποικίλες όψεις του εγκλήματος. Άλλοι αποδίδουν σ' αυτό μια αποκρυφιστική διάσταση, άλλοι σεξουαλικά κίνητρα, άλλοι μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία, αλλά τίποτα από αυτά δεν πείθει τον επιζήσαντα. Δυο αστυνομικοί τον φρουρούν διαρκώς από φόβο μήπως ο δολοφόνος, που έχει εξαφανιστεί, γυρίσει για να σκοτώσει τον Μαρεσκάλκι. Το τηλέφωνο στο σπίτι του χτυπά επίμονα, αλλά εκείνος για μέρες αρνείται να το σηκώσει. Ξέρει ότι είναι ο Βιταλιάνο, αλλά αποκρούει κάθε επαφή μαζί του, ίσως γιατί κατά βάθος δεν θέλει να τον εντοπίσει η αστυνομία. Προβληματισμένος, γεμάτος τύψεις και ενοχές, αναζητά με τον εσωτερικό του στοχασμό τόσο τα αίτια των δολοφονιών όσο και τη δική του επιβίωση. Καταφεύγει στην ομαδική ψυχοθεραπεία, ξαναγυρίζει με τη σκέψη στη χρονιά που πέρασε, ξαναδιαβάζει σελίδες από το ημερολόγιο που κρατούσε από την αρχή της σχολικής χρονιάς 2000-2001. Σελίδες στις οποίες καταγράφει λεπτομερώς τα μαθήματά του, τους μαθητές του, επεισόδια της σχολικής ζωής, την ιδιαίτερη σχέση του με τον Βιταλιάνο.
Το "Δάσκαλος και μαθητής" είναι ένα μυθιστόρημα προβληματισμού. Σε ποιο κόσμο ζουν σήμερα τα παιδιά μας; "Είναι σκληρός ο κόσμος όπου ζουν σήμερα αυτά τα παιδιά, βίαιος κόσμος, όλοι το ξέρουν. Εμείς δεν μπορούμε να τα ακολουθήσουμε εκεί έξω, δεν μας επιτρέπεται, κι άλλωστε θα τους ήμασταν βάρος με τις ανησυχίες μας και τις συμβουλές μας", γράφει στο ημερολόγιό του. Πόσο αποτυχημένο είναι το εκπαιδευτικό σύστημα; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της νεανικής εγκληματικότητας; Μα πάνω απ' όλα δεσπόζουν οι τύψεις του δασκάλου που δεν μπόρεσε να εμποδίσει το κακό που ερχόταν. "Όχι, όχι, όχι, τρεις φορές όχι. Αυτό το έγκλημα δεν χρειάζεται τίποτα για να ερμηνευτεί-ούτε την κοινωνία, ούτε το συμφέρον, ούτε την αρρώστια. Οι ρίζες του βρίσκονται στη ζωή που περάσαμε μαζί, εγώ, ο δάσκαλος, και ο Βιταλιάνο, ο μαθητής. Εκεί πρέπει να τις αναζητήσω, στο τρομερό μυστήριο της διδασκαλίας, στη σκοτεινή της σχέση με έναν δάσκαλο που για πολύ καιρό φοβόταν ότι δεν ήξερε τι να κάνει. Έναν δάσκαλο που ξόδεψε μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του οικτίροντας τον εαυτό του για την αδυναμία του, ενώ αντιθέτως θα έπρεπε να αμφισβητεί την ασυναίσθητη δύναμή του".
Οι τύψεις τον οδηγούν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Όμως το βιβλίο, παρ' όλο το σκοτεινό χρώμα που κυριαρχεί, αφήνει μια χαραμάδα αισιοδοξίας στο τέλος, όταν, στην καινούρια σχολική χρονιά, "μπαίνοντας στον προθάλαμο του σχολείου, βρέθηκε περικυκλωμένος από πλήθος μαθητών, παλιών και νέων".

Κυριακή, Οκτωβρίου 05, 2008

Ανάμεσα στους τοίχους

Για όλους εμάς τους εκπαιδευτικούς που αγαπάμε τη λογοτεχνία, είτε ανήκουμε στη "στρατευμένη" είτε στη "θριαμβεύουσα" εκπαιδευτική ζωή (για να δανειστώ δυο εκκλησιαστικούς όρους) τα βιβλία που έχουν θέμα το δάσκαλο και το σχολείο αποτελούν πόλο έλξης ακαταμάχητο. Είτε πρόκειται για την παλαιότερη "Κυρία Ντορεμί" της Λιλίκας Νάκου, είτε για το έξοχο "Η δασκάλα των Γαλλικών" του Άντονι Λιμπέρα, είτε για τον απολαυστικό "Δάσκαλο" του Φρανκ ΜακΚορτ, είτε για "Το παλιό σχολείο" του Tobias Wolff, όλα ασκούν την ίδια ακατανίκητη έλξη. Φυσικό λοιπόν να αναζητήσουμε και να διαβάσουμε μόλις εξεδόθη άλλο ένα βιβλίο σχολικής ζωής. Πρόκειται για το "Ανάμεσα στους τοίχους" του Φρανσουά Μπεγκοντό (Μεταίχμιο 2008), στο οποίο βασισμένη η ομότιτλη ταινία κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα των Καννών. Πολύ διαφορετικό απ' όλα όσα διάβασα ως τώρα και ως περιεχόμενο και ως τεχνική, πολύ σύγχρονο, πολύ ρεαλιστικό, είναι πραγματικά απολαυστικό και διασκεδαστικό. Αποτυπώνει τη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία της Γαλλίας, λίγο πολύ όμοιας με τη δική μας.
Σ' ένα Γυμνάσιο, σε μια εργατική συνοικία του Παρισιού, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής-καθηγητής αγωνίζεται να διδάξει Γαλλικά σε μια τάξη δεκατετράχρονων παιδιών. Παιδιών προερχόμενων από ποικίλες χώρες και διαφορετικούς πολιτισμούς: την Κίνα, την Αλγερία, την Τυνησία, το Μαλί, το Μαρόκο...ο Μινγκ και ο Σουλεϊμάν, ο Ντζιμπρίλ και ο Ντικό, ο Μοχάμεντ, ο Κέβιν, η Κούμπα, η Ζιάζια...πιο λίγοι οι Γάλλοι από τους ξένους. Στο βιβλίο, εκτός από ελάχιστα υπαινικτικά ίχνη, δεν υπάρχει αφήγηση ή περιγραφή. Η ματιά του συγγραφέα μετατοπίζεται διαρκώς από την τάξη στην αίθουσα καθηγητών και προχωρεί μόνο με διαλόγους. Μέσα απ' αυτή τη συνεχή εναλλαγή διαλόγων μεταξύ του δασκάλου και των μαθητών ή μεταξύ των καθηγητών καλύπτεται μια σχολική χρονιά. Αρχίζει με την έναρξη της καινούριας χρονιάς και τη βαρεμάρα με την οποία επιστρέφουν. Στην ερώτηση του διευθυντή για τις καλοκαιρινές διακοπές "Το πλήθος μουρμούρισε ένα καλά ήταν, αλλά τέλειωσε, επιδεικτικά χρωματισμένο από τη μελαγχολία της επιστροφής".
Ο Μπεγκοντό δεν προσπαθεί καθόλου να εξωραϊσει ή να εξιδανικεύσει τα πράγματα. Οι καθηγητές παραπονιούνται όταν έχουν μάθημα την Παρασκευή το απόγευμα, ή για το χαλασμένο μηχάνημα του καφέ, ή για τη δυσκολία να βγάλουν φωτοτυπίες διπλής όψης και φυσικά για τα τμήματα που τους έτυχαν ή τις αδυναμίες των μαθητών τους. Καθυστερούν όσο μπορούν να πάνε στην τάξη, κάνουν πως δεν άκουσαν το κουδούνι "Χτύπησε;" ρωτούν δήθεν απορημένοι και πανηγυρίζουν όταν λογαριάζουν τις αργίες: "Με λίγα λόγια, δεν μένει πια καμιά εβδομάδα που να'ναι ολόκληρη(...) Λοιπόν εδώ κάνουμε σκάντζα αυτή την ημέρα, ανάμεσα στην αργία και το Σαββατοκύριακο, την άλλη εβδομάδα έχει προκηρυχτεί απεργία, τη μεθεπομένη η Δευτέρα είναι αργία, τέλος πάντων πάντα υπάρχει κάτι".
Οι μαθητές ζωηροί, αυθόρμητοι, με πειράγματα μεταξύ τους, που συχνά σχετίζονται και με τη διαφορετική τους καταγωγή, και επιπλέον με την άγνοια της γλώσσας που ο καθηγητής αγωνίζεται να τους διδάξει. Συχνά, ενώ διδάσκει ένα κανόνα γραμματικής ή της έκφρασης, τον διακόπτουν με μια άσχετη ερώτηση για μια λέξη που δεν καταλαβαίνουν:"Κύριε, τι σημαίνει προσυπογράφω, τι σημαίνει μοναδικότητα, πώς γράφεται η λέξη ισότητα;"
Ο δάσκαλος, καθόλου ιδανικός, σε τίποτα δεν μοιάζει με τον Σίτνεϊ Πουατιέ "Στον κύριό μας με αγάπη". Κάνει με ευσυνειδησία τη δουλειά του, δεν του λείπει μια οικειότητα και μια αγάπη για τους μαθητές του, αλλά δεν αποφεύγει την ειρωνεία ή να φωνάξει "σκασμός" ή με την παραμικρή αφορμή να καταγγείλει στο διεθυντή.
Από το βιβλίο, που αποδίδει ανάλαφρα, με χιούμορ, με πολλή φυσικότητα, κάποτε με κωμικοτραγικά επεισόδια την καθημερινή σχολική ζωή, αντλούμε πολλά στοιχεία για το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα. Για τη δομή της εκπαίδευσης, για τις σχέσεις των γονιών με το σχολείο, για το Σχολικό Σύμβουλο που οφείλει να είναι ενήμερος για ό,τι αφορά τους μαθητές πέραν των μαθημάτων (διαγωγή, απουσίες, οικογενειακά προβλήματα κ.λπ.,) για τη συζήτηση που γίνεται για να χαρακτηριστεί η διαγωγή ή η επίδοση ενός μαθητή, ή ακόμη αν θα τον ωφελούσε "η αλλαγή περιβάλλοντος" (εύσχημος τρόπος αποβολής), για συνεδρίες στις οποίες συμμετέχουν εκπρόσωποι των γονιών και των μαθητών, για τον καταμερισμό των ωρών διδασκαλίας της επόμενης σχολικής χρονιάς που γίνεται από την ομάδα των καθηγητών, όταν τους δίνονται 7 ώρες επιπλέον, δείγμα μιας μεγαλύτερης αυτονομίας του γαλλικού σχολείου και πολλά άλλα.
Ένα σύγχρονο γαλλικό σχολείο. Τόσο διαφοετικό αλλά και τόσο όμοιο με τα σχολεία όλου του κόσμου.


Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2011

Οδοιπορικό στη Γερμανία


«Απ’ όλα αυτά που είδαμε και ακούσαμε εδώ και μια βδομάδα στη Γερμανία, νομίζω ένα μόνο θα θυμάμαι: το παλάτι όπου αποφασίστηκε η τύχη (και το μοίρασμα) της Γερμανίας στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», μου είπε ένας φίλος την τελευταία μέρα της ολιγοήμερης παραμονής μας στη χώρα αυτή.
Μπορεί να ήταν κάπως υπερβολικός ο φίλος, αλλά τρεις ημέρες στο Βερολίνο, τρεις στη Δρέσδη και μια μονοήμερη επίσκεψη στη Λειψία, μας γέμισαν  με τόσες εικόνες, τόσες πληροφορίες, τόσες εντυπώσεις, που μας φαίνεται αδύνατο να τις συγκρατήσουμε. Δρόμοι, πλατείες, ποτάμια, εκκλησίες, κάστρα, μουσεία, βασιλιάδες, μνημεία, ιστορία, παρελθόν και παρόν στριφογυρίζουν στη σκέψη και την ανάμνησή μας.
Στο Βερολίνο είχα ξαναπάει πριν από 16 χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα δεν άλλαξε μόνο εκείνο, άλλαξα κι εγώ. Ένα τόπο δεν τον βλέπουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Τον βλέπουμε μ’ όλα όσα κουβαλάμε μέσα μας, με όλες τις προσχηματισμένες εικόνες, μ’ όλα όσα έχουμε πλάσει με τη φαντασία μας γι’ αυτόν. Κι όλα αυτά αλλάζουν με το χρόνο.
Ωραία κτήρια κατά μήκος του ποταμού
Κι όμως πολλά πράγματα έχουν πράγματι αλλάξει και στο ίδιο το  Βερολίνο. Η επανένωση των δύο Γερμανιών ήταν πολύ πρόσφατη τότε, η Βουλή δεν είχε ακόμα μεταφερθεί από τη Βόννη στο Βερολίνο, ο πρωτότυπος γυάλινος θόλος του Reichstag, ένα ακόμη εμβληματικό σημείο του Βερολίνου σήμερα, δεν υπήρχε τότε (τέλειωσε το 1999), ο καινούριος κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός άνοιξε μόλις το 2006, το Εβραϊκό Μουσείο το 2001, ακόμα πιο πρόσφατα, μόλις το 2009, ξανάνοιξε το Νέο Μουσείο, που ανάμεσα σ’ άλλα στεγάζει κυπριακές συλλογές και την περίφημη προτομή της Νεφερτίτης. Με τίποτα δεν θα μπορούσα να αναγνωρίσω την πλατεία Potsdamer. Τον καιρό της διαίρεσης ήταν μια έρημη περιοχή στο σύνορο των δύο Γερμανιών. Μετά την επανένωση προβληματίστηκαν αρκετά τι θα έκαναν σ’ εκείνο το χώρο. Σήμερα είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλατείες του Βερολίνου με τα τεράστια συγκροτήματα της Sony και της Chrysler, που το 1995 χτίζονταν ακόμη, με καφέ, κινηματογράφους, θέατρο, γκαλερί, εστιατόρια, καζίνο, καταστήματα.
Και οι άνθρωποι; Άλλαξαν καθόλου; Δεν ξέρω. Τέτοια τουριστικά ταξίδια όπως το δικό μας δεν σου δίνουν πολλά περιθώρια να συναναστραφείς με κόσμο, να ανταλλάξεις απόψεις, να γνωρίσεις πώς σκέφτονται. Άλλωστε ήδη μεγάλωσε μια καινούρια γενιά που δεν έχει ζήσει τη διαίρεση.
Σκαλωσιές και έργα μπροστά στο μουσείο της Περγάμου θολώνουν την εξωτερική εντυπωσιακή εικόνα που διατηρούσα στη μνήμη μου από την πρώτη μου επίσκεψη στο σπάνιας αξίας κι ομορφιάς αυτό μουσείο που, αν κάποιος έχει χρόνο μόνο για ένα μουσείο, πρέπει οπωσδήποτε να είναι αυτό. Μαθαίνουμε πως τα έργα ανακαίνισης στο Νησί των Μουσείων, όπου βρίσκεται το μουσείο της Περγάμου και άλλα τέσσερα ακόμα μουσεία, θα ολοκληρωθούν το 2015.
Η Καγκελαρία από τον Σπρέε
Βλέπω το μουσείο της Περγάμου για δεύτερη φορά κι όμως με το ίδιο ή και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το όνομά του το μουσείο το παίρνει από το κυριότερο έκθεμά του, που δεν είναι άλλο από τον τεράστιο βωμό των ελληνιστικών χρόνων. Βρέθηκε το 1880 στην Πέργαμο της Μ. Ασίας από Γερμανούς αρχαιολόγους οι οποίοι βεβαίως και το μετέφεραν στο Βερολίνο. Είναι ένα τεράστιο οικοδόμημα που καταλαμβάνει την πρώτη αίθουσα του μουσείου. Όσες φορές και να το δεις δεν θα πάψεις να εκπλήσσεσαι από την ομορφιά αυτού του μνημείου, τη λευκότητα του μαρμάρου, την κίνηση, τη ζωντάνια, την ένταση, το συναίσθημα που μπόρεσε ο καλλιτέχνης να αποδώσει στις εκατό περίπου ανάγλυφες μορφές που κοσμούν τη ζωφόρο του βωμού και που παριστάνουν τη γιγαντομαχία, τη μάχη των θεών και των γιγάντων. Τι διαφορά με έργα της εγγύς Ανατολής, τα λιοντάρια και την Πύλη της Ιστάρ από τη Βαβυλώνα που στεγάζονται στο ίδιο μουσείο!
Από τη ζωφόρο του βωμού
Ό, τι και να άλλαξε στο Βερολίνο, αυτό παραμένει πάντα μια πόλη μαγική, τυλιγμένη στην ανάμνηση του ιστορικού της παρελθόντος, στην ομορφιά των κτηρίων της, στην έντονη πολιτιστική ζωή, στον ισχυρό οικονομικό και πολιτικό της ρόλο. 
Τι μπορούμε να κάνουμε και να ζήσουμε μέσα σε τρεις μέρες απ’ αυτό το πλήθος των εμπειριών που μπορεί να σου προσφέρει αυτή η πόλη των τριάμισι εκατομμυρίων; Αρχίζουμε με μια πρωινή κρουαζιέρα στον Σπρέε, το ποτάμι που σαν ένα στριφογυριστό φίδι διασχίζει το Βερολίνο, για να ενωθεί με τον άλλο ποταμό, τον Χάβελ, και να τραβήξει βόρεια. Καραβάκια γεμάτα τουρίστες πηγαινοέρχονται. Περνάμε κάτω από γέφυρες, θαυμάζουμε τα όμορφα κτήρια που υψώνονται πλάι στις όχθες του ποταμού, ακούμε τις πληροφορίες του ξεναγού: να, εδώ ένα μουσείο, εκεί η Καγκελαρία, πιο πέρα ο Καθεδρικός Ναός κι άλλα κι άλλα, δύσκολο να τα συγκρατήσεις, μόλις προλαβαίνεις να τα καταγράψεις με το φωτογραφικό σου φακό. Κόσμος στις όχθες κάνει τον περίπατό του στα πάρκα ή κάθεται στις καφετέριες που απλώνονται πλάι στο ποτάμι, θέλοντας να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της παραλίας…

Ο καθεδρικός ναός (Dom)
Το Βερολίνο είναι από τις λίγες πόλεις που δεν έχουν κέντρο, γι’ αυτό και φαίνεται δαιδαλώδες και δύσκολο να το μάθει κανείς. Τι να θεωρήσουμε ως κέντρο; Την Αλεξάντερπλατς με τον πανύψηλο (369 μ.) Πύργο της Τηλεόρασης να τη σηματοδοτεί από μακριά, με το Δημαρχείο κι ένα καινούριο εμπορικό κέντρο, ή μήπως την πολύβουη, γεμάτη ζωή και κίνηση Ποτσντάμερπλατς ή άραγε την Μπέμπελπλατς, εκεί όπου οι Ναζί το Μάιο του 1943 μάζεψαν και έκαψαν πάνω από 20.000 βιβλία  Εβραίων, κομμουνιστών ή άλλων αντιφρονούντων; Εκεί, ανάμεσα σ’ άλλα, βρίσκεται σήμερα η κρατική όπερα.
Ποιος δρόμος να θεωρηθεί πιο κεντρικός και πιο ενδιαφέρων για ψώνια, η Φρίντριχστρασσε ή η Kurfustendam (και για συντομία Ku ‘Damm) με τα 3,5 χμ. μήκος της; Και οι δυο δρόμοι αποτελούν τη χαρά του περιπατητή, αυτού που θέλει να διασχίσει μακρούς δρόμους γεμάτους καταστήματα, καφετέριες, κλαμπ, θέατρα, γκαλερί, πλήθη που περιδιαβάζουν.

Μέρος του τείχους με γκράφιτι
Αν θέλαμε να ορίσουμε ως συμβολικό κέντρο το σημείο όπου συμβαίνουν τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα της πόλης, θα λέγαμε ότι είναι η Πύλη του Βρανδεμβούργου. Την έχω ξαναδεί, ξέρω τα σχετικά με την κατασκευή της (1788-1791), τα χαρακτηριστικά της, την ομοιότητα με τα Προπύλαια της Ακρόπολης, το τέθριππο άρμα στην κορυφή της. Απομακρύνομαι λίγο από τον ξεναγό που δίνει όλες τις σχετικές πληροφορίες. Φαντάζομαι την Πύλη φραγμένη και κλειστή για 28 χρόνια, όσο κράτησε η διαίρεση της πόλης. Βλέπω ύστερα εδώ, στον ίδιο χώρο, τα αλαλάζοντα από χαρά πλήθη τη νύχτα που έπεσε το Τείχος, έτσι όπως τα βλέπαμε στις τηλεοπτικές μας οθόνες τον Νοέμβριο του 1989. Και βλέπω τώρα τον κόσμο που απολαμβάνει στις γύρω καφετέριες την όμορφη, ηλιόλουστη μέρα, βλέπω το πλήθος ντόπιων και ξένων που ειρηνικά περιδιαβάζει ανέμελα στην περίφημη λεωφόρο Under den Linden που ξεκινάει απ’ εδώ κι η σκέψη περιπλανιέται  στα γυρίσματα της Ιστορίας. Κάτι που νομίζω συμβαίνει στο Βερολίνο περισσότερο από κάθε άλλη πόλη.
Η Πύλη του Βρανδεμβούργου
Λίγο πριν φτάσουμε στην Πύλη περνάμε μέσα από ένα μνημείο, το Μνημείο του Ολοκαυτώματος. Είναι ένας τεράστιος χώρος, που τον καταλαμβάνουν 2711 τσιμεντένια, ανισοϋψή κατασκευάσματα, χωρίς ονόματα, χωρίς επιγραφές, έργο του 2005, αφιερωμένο στην 60η επέτειο της πτώσης του ναζιστικού καθεστώτος.
Πού είναι τώρα οι παντοδύναμοι Ναζί; Πού είναι ο Χίτλερ; Πού είναι το μέρος όπου αυτοκτόνησε; Τίποτα. Δεν υπάρχει ίχνος. Όταν ρωτήσεις, σου δείχνουν αόριστα «κάπου εκεί». Δεν έχουν αφήσει τίποτα που να τον θυμίζει, ούτε τάφος υπάρχει, ούτε η σκόνη του πουθενά, για να ξεχαστεί, να σβήσει, αν είναι δυνατό, από τη μνήμη, να μη γίνει ο τάφος του τόπος προσκυνήματος.
Το μνημείο του ολοκαυτώματος
Και το τείχος; Πού βρισκόταν; Κτίστηκε κυριολεκτικά μέσα σ’ ένα βράδυ, το βράδυ της 2ας προς την 3η Αυγούστου 1961 και γκρεμίστηκε μέσα σε πανηγυρισμούς στις 9 Νοεμβρίου 1989. Ελάχιστα κομμάτια σώζονται από το μήκους 160 χμ. τείχος. Και ασφαλώς δεν υπάρχει τουρίστας που δεν θα επισκεφθεί το κομμάτι που διατηρήθηκε ως δείγμα, καλυμμένο τώρα με ζωηρά γκράφιτι, ζωγραφισμένα από καλλιτέχνες που μαζεύτηκαν εδώ για να γιορτάσουν το άνοιγμα της πόλης.
Κόσμος περιδιαβάζει στην Under den Lynden
Μια  φίλη που είχε πρόσφατα επισκεφθεί το Βερολίνο, μου είπε: «Μην παραλείψεις να επισκεφθείς το Litteraturahouse. Θα ενθουσιαστείς». Με ένα άλλο φιλικό ζευγάρι ψάχνουμε τη διεύθυνση στο λαβυρινθώδη χάρτη του Βερολίνου. Το βρίσκουμε. Έξι τετράγωνα μετά το Κα Ντε Βε, το πολυκατάστημα-must για κάθε τουρίστα. Είναι, όπως και το όνομά του λέει, το σπίτι της λογοτεχνίας. Ένα ωραίο παλιό αρχοντικό του 1889, κέντρο λογοτεχνίας, εκθέσεων, συμποσίων, διαλέξεων, συζητήσεων.
Το "Σπίτι της λογοτεχνίας"
Πριν ακόμα μπούμε, συγκίνηση από μια αφίσα στο δρόμο. Όλα τα έργα του Πέτρου Μάρκαρη μεταφρασμένα στα Γερμανικά. Μέσα, δροσερός κήπος, συντροφιές κουβεντιάζουν ήσυχα. Χωρίς άλλο και για βιβλία. Μικρό, κομψό βιβλιοπωλείο στο ισόγειο του κτηρίου. Μια απόλαυση να βρίσκεσαι ανάμεσα σε βιβλία, πολλά από τα οποία αναγνωρίζω, έστω και με το γερμανικό τους τίτλο.
Μια άλλη ευτυχισμένη στιγμή ήταν το βραδινό κοντσέρτο με Μπραμς και Μότσαρτ που παρακολουθήσαμε στον Καθεδρικό Ναό, το Dom, όπως είναι γνωστός ο προτεσταντικός αυτός ναός και που, όπως λέγεται, κτίστηκε ως αντίβαρο του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Εξωτερικά τίποτα στον πανύψηλο θόλο και στους τέσσερις πύργους που τον περιβάλλουν δεν φαίνεται από τις τεράστιες ζημιές που υπέστη κατά τον πόλεμο.
Καθώς η μουσική μας ταξιδεύει με τη μαγική της μελωδία, κοιτάζω γύρω. Ο στίχος του Σεφέρη συνοδεύει τις σκέψεις μου: «Υπέρογκες αρχιτεκτονικές, σχεδόν σκηνικά…». Κίονες κορινθιακού ρυθμού, γρανιτένιες κολόνες, ανάγλυφες διακοσμήσεις, ωραία ψηφιδωτά στο θόλο, πολυχρωμία κι ένα τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο, από τα μεγαλύτερα που έχουμε δει, βαρυφορτώνουν το εσωτερικό του μεγάλου ναού. Μου φαίνεται υπερβολικά φορτωμένος σε σύγκριση με τις δικές μας εκκλησιές, αλλά και σε σχέση με την απλότητα που συνηθίσαμε να βλέπουμε στους προτεσταντικούς ναούς.
Οι επισκέπτες του Βερολίνου σπάνια θα παραλείψουν και μια ολιγόωρη, έστω, επίσκεψη στο Πότσνταμ, αν και αξίζει πολύ περισσότερο. Σε απόσταση 30 χμ. από το Βερολίνο, πρωτεύουσα σήμερα του κρατιδίου του Βρανδεμβούργου με 130,000 κατοίκους, μέσα σ’ ένα καταπράσινο, ειδυλλιακό περιβάλλον, πλάι στον ποταμό Χάβελ, μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη όχι μόνο την ομορφιά του παρόντος του αλλά και μια ευκαιρία αναπόλησης του παρελθόντος. Η ιστορία του πάει πολύ πίσω, ήδη στις αρχές του 16ου αι. συναντάμε το κτίσιμο του πρώτου παλατιού, κι ο ένας μετά τον άλλο οι βασιλιάδες θα προσθέσουν τα δικά τους οικοδομήματα. Η χρυσή εποχή όμως του Πότσνταμ υπήρξε η περίοδος της βασιλείας του Φρειδερίκου II, του γνωστού ως Μεγάλου Φρειδερίκου που βασίλεψε για 46 ολόκληρα χρόνια (1740-1786). Η ιστορία της ζωής του μας συναρπάζει, είναι απ’ αυτές τις ιστορίες που έχοντας κάποιο κουτσομπολίστικο περιεχόμενο μας εντυπώνονται και τις θυμόμαστε πιο πολύ από άλλες. Βλέπουμε όμως τα έργα του. Πέρα από τους πολέμους που διεξήγαγε καθιστώντας την Πρωσία (τότε μέρος της Γερμανίας) μια μεγάλη δύναμη, με την αγάπη του για τις καλές τέχνες, το διάβασμα, ένας γνήσιος εκπρόσωπος της «φωτισμένης δεσποτείας» κατέστησε το Πότσνταμ, μια επιβλητική βασιλική πόλη, ένα έργο τέχνης.
Σαν Σουσί
Κορυφαίο ανάμεσα στα οικοδομήματα το Σανσουσί. Ένα παλάτι που ο Φρειδερίκος έκτισε ως θερινή κατοικία, για να ξεκουράζεται από τις έγνοιες και την ένταση της διακυβέρνησης και των πολέμων. Για να αποσύρεται, να ακούει μουσική, να διαβάζει. Ένα πραγματικό έργο τέχνης σε στυλ ροκοκό, με τις λεπτοδουλεμένες διακοσμήσεις. Δυστυχώς δεν το επισκεπτόμαστε, το βλέπουμε μόνο εξωτερικά, περπατάμε για λίγο μέσα στο τεράστιο πάρκο που το περιβάλλει και σταματάμε αναλογιζόμενοι την ιστορία του Πότσνταμ και του Φρειδερίκου μπροστά από τον τάφο του, όπου ζήτησε να τα ταφεί μαζί με τα σκυλιά του!
Ο τάφος του Μ. Φρειδερίκου
Δεν μπορούσαμε βέβαια να παραλείψουμε το Cecilienhof, εκεί όπου η Ιστορία άφησε βαθιά τα ίχνη της. Εκεί όπου από τις 17 Ιουλίου ως τις 2 Αυγούστου 1945 καθορίστηκε το μέλλον της ηττημένης πια, ναζιστικής Γερμανίας. Το λέμε παλάτι αλλά καθόλου δεν μοιάζει με τα άλλα παλάτια. Τελευταίο κτίσμα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, κτίστηκε το 1913-1917 ως κατοικία του πρίγκιπα διαδόχου και της συζύγου του Σεσίλιας. Μοιάζει περισσότερο σαν μια μεγάλη, αγγλική εξοχική κατοικία, με πολύ ξύλο και θαυμάσιους κήπους. Μέρος του σήμερα είναι ξενοδοχείο. Όμως, τα ιστορικά δωμάτια στα οποία έμεναν οι τρεις αντιπροσωπίες και ο χώρος όπου λήφθηκαν αποφάσεις που καθόρισαν το μέλλον της Γερμανίας με πολύ ευρύτερες συνέπειες, τα τριγυρίζουμε για ώρα πολλή καθώς οι μέρες εκείνες ζωντανεύουν με την αφήγηση του ξεναγού μας. Ο Τρούμαν, ο Άτλη (που αντικατέστησε τον Τσόρτσιλ, ο οποίος συμμετείχε αρχικά αλλά έφυγε όταν έχασε τις εκλογές) και ο ισχυρός άντρας, ο Στάλιν, ενώ η Ευρώπη ήταν βυθισμένη στα ερείπια και στο θάνατο, για δυο βδομάδες μέσα σ’ αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον, μοίραζαν μεταξύ τους τη Γερμανία και αποφάσιζαν για τις πολεμικές αποζημιώσεις. Τίποτα από τις αποφάσεις εκείνες δεν ισχύει σήμερα.
Το Σεσίλιενχοφ
Το ταξίδι όμως συνεχίζεται. Ένα ταξίδι που το έκανα, μια και είχα ξαναπάει στη Γερμανία, κυρίως για τη Δρέσδη. Εικόνες της που είχα δει, παλιά μπαρόκ κτήρια φωλιασμένα πλάι στο μεγάλο ποτάμι, τον Έλβα, να δημιουργούν την εντύπωση μιας πόλης καιρών περασμένων, η γνώση ότι όλα αυτά ήταν ξανακτισμένα μετά τον πόλεμο, ξυπνούσαν  μέσα μου την ακατανίκητη επιθυμία να επισκεφθώ αυτή την πόλη. Οι προσδοκίες μου δεν διαψεύστηκαν. Κι έτσι όπως την πρωταντικρίσαμε μέσα στη θολή ατμόσφαιρα μιας συννεφιάς κι ενός ψιλόβροχου φάνταζε ακόμα πιο παραμυθένια απ’ ό,τι την είχα φανταστεί.
Ωχ! Η πρώτη γουλιά της μπίρας. Τι απόλαυση!
Δρέσδη
Ίσως πρώτη φορά μια πόλη δεν μου προκάλεσε την επιθυμία να επισκεφθώ τα μουσεία της. Είναι η ίδια ένα ζωντανό μουσείο κι όχι άδικα την είπαν «Φλωρεντία του Έλβα». Το παλιό της κέντρο, με συγκεντρωμένα όλα τα αξιόλογα κτήριά της, μπορεί να το περιηγηθείς με τα πόδια μέσα σε 2-3 ώρες, ενώ κάθε τι που συναντάς σου αφηγείται κάτι από την ιστορία της πόλης.

Στις όχθες του Έλβα
Οι πρώτες αρχές της Δρέσδης, πρωτεύουσας σήμερα του κρατιδίου της Σαξονίας, πάνε πολύ πίσω, στο Μεσαίωνα. Όμως τη μεγάλη ακμή της, τα πιο σπουδαία κτήριά της, τις συλλογές έργων τέχνης, τα οφείλει σε δυο κυρίως βασιλιάδες, τον Φρειδερίκο Αύγουστο I, τον επονομαζόμενο Αύγουστο Ισχυρό, που το χρυσό έφιππο άγαλμά του δεσπόζει σ’ ένα σημείο της πόλης, και τον Φρειδερίκο II, τον 17ο και 18ο αι. Παλάτια, ειδικά το παλάτι Σβίγγερ, ένα από τα πιο ωραία μπαρόκ κτήρια της Γερμανίας, περίφημη πινακοθήκη και κέντρο πολιτιστικών εκδηλώσεων σήμερα, το εντυπωσιακό κτήριο της όπερας, βρίσκονται όλα γύρω από την καρδιά του ιστορικού κέντρου, τη Νόιμαρκτ.
Στην "ταράτσα της Ευρώπης" κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό
Περπατάμε κατά μήκος του ποταμού στην υπερυψωμένη «Ταράτσα του Brul” (πανίσχυρου πρωθυπουργού του Φρειδερίκου Αυγούστου II) που ονομάστηκε και «μπαλκόνι της Ευρώπης», και δεν ξέρουμε τι να πρωτοθαυμάσουμε: τις γέφυρες, το ποτάμι, τα πλοία που πηγαινοέρχονται ή τα θαυμάσια κτήρια που εκτείνονται κατά μήκος του.
Το Σβίγκερ
Η Όπερα της Δρέσδης
Αργά το απόγευμα μπαίνουμε στη Frauenkirche (την εκκλησία της Παναγίας, θα λέγαμε), μια προτεσταντική εκκλησία που, αν δει κανείς τα ερείπια στα οποία την μετέτρεψαν οι βομβαρδισμοί της αγγλοαμερικανικής αεροπορίας μεταξύ 13-15 Φεβρουαρίου 1945 (αναίτια, μια και ο πόλεμος ήδη είχε κριθεί) είναι αδύνατο να φανταστεί πώς ξανάγινε αυτή η εκκλησία όπως τη βλέπουμε σήμερα και που μόλις το 2005 εγκαινιάστηκε.
Η Frauenkirche βομβαρδισμένη
Τα τρία βράδια της παραμονής μας στη Δρέσδη συνέπεσαν με το τριήμερο φεστιβάλ της πόλης που γίνεται το τρίτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου. Στις όμορφες στιγμές της μέρας προστέθηκαν οι απολαυστικές βραδιές με τον τεράστιο χώρο της Νόιμαρκτ να γεμίζει από περίπτερα, μουσικές, χορό, παιγνίδια και… ασφαλώς λουκάνικα και μπίρα!
Μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις  που μας έδωσε η Δρέσδη ήταν μια δίωρη κρουαζιέρα στον Έλβα. Ταξιδεύοντας αργά μ’ ένα ποταμόπλοιο διασχίζουμε ένα μέρος του μεγάλου αυτού ποταμού. Περνάμε κάτω από γέφυρες, ξαναβλέπουμε από μια άλλη πλευρά την όμορφη πόλη, απολαμβάνουμε τις καταπράσινες πλαγιές, τις μικρές πόλεις στις όχθες, ωραία σπίτια που κατεβαίνουν κάποτε ως το νερό. Και όπως μια φίλη σχολιάζει, καθώς μετά την κρουαζιέρα συνεχίζουμε νότια διασχίζοντας την αποκαλούμενη «ελβετική Σαξονία», «μπορεί στην Ανατολική Γερμανία να μην είχαν ελευθερία, μπορεί να στερούνταν υλικά πράγματα, είχαν όμως μια υπέροχη φύση». Σπάνιας ομορφιάς τοπίο, χιλιόμετρα μέσα από δάση, ενώ πανύψηλοι, βραχώδεις σχηματισμοί συνοδεύουν την πορεία μας.
Η Frauenkirche σήμερα
Το τεράστιο κάστρο Konigstein στο οποίο καταλήγουμε, ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, δεν μπορώ να πω ότι μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση παρά το μέγεθός του, μια και έχουμε δει πληθώρα κάστρων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Όμως η θέα από εκεί ψηλά, όπου ανεβαίνουμε με τελεφερίκ, σου κόβει την ανάσα. Άξιζε και μόνο γι’ αυτήν η επίσκεψή μας στο κάστρο.
Όμορφες, πανάκριβες πορσελάνες Μάισεν, στο εργοστάσιο λίγο έξω από τη Δρέσδη 

Απολαυστικό ήταν και το γεύμα στην περιοχή Bastei, στην κορυφή του βουνού, ενώ κάτω κυλάει το ποτάμι και οι παράξενοι σχηματισμοί των βράχων δημιουργούν ένα σχεδόν εξωγήινο τοπίο.

Το φεστιβάλ άρχισε
Λειψία
Όταν, στα φοιτητικά μου χρόνια διάβαζα σε βιβλία, αρχαίων κυρίως συγγραφέων, "Lipsiae" (τόπος  έκδοσης Λειψία), δεν ήξερα καν πού πέφτει αυτή η πόλη, ήταν κάτι πολύ μακρινό και αόριστο. Τα χρόνια πέρασαν, διάβασα, έμαθα, εμπειρίες ζωής την έφεραν πολύ πιο κοντά μας. Ανατολική Γερμανία, η εξέγερση για το γκρέμισμα του τείχους που άρχισε απ’ εδώ, πλείστες όσες αναφορές, οι εμπορικές εκθέσεις, οι εκθέσεις βιβλίου, ένα σύντομο πέρασμα σε προηγούμενο ταξίδι, η Λειψία δεν ήταν πια κάτι εντελώς άγνωστο και αόριστο.
Περίπατος στο κέντρο της Λειψίας
Όμως και πάλι, δυστυχώς, κι αυτή τη φορά ένα γοργό πέρασμα ήταν. Κυριακή. Τα πάντα κλειστά. Μονάχα την αύρα της νιώθουμε που μας περιβάλλει και η φαντασία ταξιδεύει. Ακόμα κι έτσι, όπως εξωτερικά βλέπουμε τα όμορφα, παλιά κτήρια της Λειψίας, το πρώτο χρηματιστήριο, το παλιό δημαρχείο, την όπερα, το πρώτο δημόσιο σχολείο (1568!), το πανεπιστήμιο, τη βιβλιοθήκη, ή καθώς διασχίζουμε τον κεντρικό της δρόμο, τη Grimmaische Strasse, με τις καφετέριες και τους μουσικούς του δρόμου, απολαμβάνουμε την παλιά πόλη και χαιρόμαστε αυτό το όμορφο, δροσερό, αυγουστιάτικο απόγευμα.
Ο Γκαίτε

Σκέφτομαι πόσο λείπει από μας αυτή η συνέχεια, το παλιό που έχει ζωή αιώνων. Η πολιτιστική μας ιστορία όπως εκφράζεται στα μνημεία του πολιτισμού μας, αν εξαιρέσουμε κάποιες εκκλησιές μας, σταματάει στην κλασική αρχαιότητα. Βυθίζεται σ’ ένα σκοτεινό μεσαίωνα και δεν ξέρω αν έχουμε κτήριο με ιστορία πέραν των 150 χρόνων. Είναι κι αυτό νομίζω κάτι που μας συγκινεί και προκαλεί το θαυμασμό μας σ’ αυτές τις παλιές ευρωπαϊκές πόλεις. Για παράδειγμα, στη Λειψία γευματίζουμε στο Auerbachs Keller, έναν υπέροχο υπόγειο χώρο μέσα σε μια πανέμορφη στοά, ένα χώρο που όπως μαθαίνουμε ήταν η αγαπημένη ταβέρνα του Γκαίτε όταν ως φοιτητής έτρωγε εδώ, ενώ την είσοδο στο εστιατόριο κοσμούν δυο μπρούντζινες ομάδες αγαλμάτων που παριστάνουν μορφές από τον Φάουστ.
Στο σπίτι του Σίλλερ
Η Λειψία ήταν και είναι η πόλη με την έντονη οικονομική, πολιτιστική, πνευματική ζωή. Πολύ παλιά εμπορικά προνόμια που της δόθηκαν ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια την κατέστησαν ένα ισχυρό  οικονομικό κέντρο. Διερωτώμαι αν η οικονομική ευμάρεια είναι  αποτέλεσμα της πνευματικής άνθησης ή προϋπόθεσή της. Πολύ παλιό Πανεπιστήμιο (1409), μια εξίσου παλιά πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη με εκατομμύρια τόμους βιβλία, με σπουδαστές όπως ο Λέσσιγκ και ο Γκαίτε, εκδοτικό κέντρο με δεκάδες εκδοτικούς οίκους και βιβλιοπωλεία, η Λειψία συνεχίζει και σήμερα το διπλό της ρόλο ως οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο.
Ο Μπαχ μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Θωμά
Ο τάφος του Μπαχ
Αλλά κι ένας τρίτος ρόλος χαρακτηρίζει αυτή την όμορφη πόλη, ρόλος που δεν είναι άσχετος με τις δυο προηγούμενες ιδιότητές της. Είναι ο ρόλος της ως λίκνου ελευθερίας. Η πνευματική καλλιέργεια δεν μπορεί να συμβαδίζει με καταστάσεις ανελευθερίας. Τον Οκτώβρη του 1813 ο Ναπολέων ηττάται λίγο έξω από τη Λειψία, σ’ αυτή που ονομάστηκε Μάχη των Εθνών. Ένα τεράστιο μνημείο, ύψους 91 μ. στήθηκε εδώ το 1913, στην εκατοστή επέτειο της μάχης. Πολύ ογκώδες για να είναι κομψό, με σκούρο, γρανιτένιο χρώμα, δεν μας προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση και ασφαλώς κανείς δεν έχει τη διάθεση να ανέβει τα 500 σκαλοπάτια του για να απολαύσει τη θέα της Λειψίας!
Ωραίο σύμπλεγμα αγαλμάτων σε δρόμο της Λειψίας
Όμως, σε πολύ πιο κοντινούς μας καιρούς, η Λειψία συνδέθηκε με την αρχή του τέλους του διαχωρισμού της Γερμανίας. Στον πιο παλιό και πιο μεγάλο ναό της Λειψίας, τη Nikolaikirche, που η πρώτη αρχή της βρίσκεται στο 1165, άρχισαν το 1982 κάθε Δευτέρα εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις με προσευχές για την ειρήνη. Συγκεντρώσεις που βαθμιαία πήραν τη μορφή ειρηνικών διαδηλώσεων και κατέληξαν στις γνωστές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας,  που ξαπλώθηκαν σε όλη τη Γερμανία τερματίζοντας το διαχωρισμό.
Μια ακόμη εκκλησία μας σταμάτησε ώρα πολλή. Είναι η περίφημη Thomaskirche, η εκκλησία του Αγίου Θωμά. Εδώ, το 1539 ο Λούθηρος εισήγαγε τη μεταρρύθμιση στη Σαξονία, αλλά προπάντων η φήμη της εκκλησίας έγκειται στη σύνδεσή της με το όνομα του Μπαχ. Για 27 ολόκληρα χρόνια έψαλλε και έπαιζε το εκκλησιαστικό όργανο γοητεύοντας τους πιστούς με τη μουσική του. Από τη 200η επέτειο του θανάτου του, το 1950, φιλοξενείται εδώ ο τάφος του, σκεπασμένος πάντα με φρέσκα λουλούδια. Ένα cd με ένα από τα σημαντικότερα έργα του, «Τα κατά Ματθαίον Πάθη», αγορασμένο από το μικρό κατάστημα έξω από την εκκλησία, θα αποτελεί μια μόνιμη υπόμνηση εκείνου του όμορφου απογεύματος στη Λειψία.
Ξενάγηση κάτω από ψιλόβροχο
…………………………………………
Η «Πόλις», ευτυχώς, δεν μας είχε ακολουθήσει. Τη δική μας πόλη τη βρήκαμε εδώ να μας περιμένει με όλα τα δύσκολα και τα δεινά του καιρού και του τόπου μας. Την κάποια μελαγχολία μετριάζει η ανάμνηση του ωραίου ταξιδιού και η προσδοκία μιας καινούριας περιπλάνησης ανά τον κόσμο.

Σημ.Θερμές ευχαριστίες στο ταξιδιωτικό γραφείο Top Kinisis, που οργάνωσε το ωραίο αυτό ταξίδι.




Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 18, 2009

Ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε ακόμα

Το σημερινό μου ποστ δεν αναφέρεται σε κανένα γνωστό βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε ακόμη. Θα σας αφηγηθώ την ιστορία μιας ζωής που μοιάζει με μυθιστόρημα, μα είναι ό,τι πιο αληθινό μπορεί να υπάρχει. Σήμερα, αυτή η ιστορία μου χάρισε μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου.
Σήμερα το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο: "Κυρία, είστε η πρώτη που θέλω να το πω:Με κάλεσαν να πάω αναπληρώτρια σε Γυμνάσιο!". Η φωνή ήταν πολύ συγκινημένη, αλλά και τα δικά μου μάτια είχαν βουρκώσει. Ήταν η φωνή μιας παλιάς μου μαθήτριας από τα χρόνια που δίδαξα στο Εσπερινό Γυμνάσιο. Μιας μαθήτριας την ιστορία της οποίας (με την άδειά της) αξίζει να καταγράψω.
Δεν θα αναφέρω το πραγματικό της όνομα. Ας την πούμε Μαρία. Όταν ήταν δύο χρονών, οι γονείς της χωρίζουν και την εγκαταλείπουν Την αναλαμβάνει μια γιαγιά. Καταλήγει σε ορφανοτροφείο και από εκεί σε θετή οικογένεια. Από τα 12 και μετά μένει έξι μήνες με τον πατέρα και τη μητριά, όταν εκείνη γεννούσε και τη χρειαζόταν, κι έξι μήνες με τη γιαγιά. Στα 17 εγκαταλέιπει και σπίτι και σχολείο και ζει μόνη της. Αποκτά ένα παιδί ανύπαντρη και το δίνει για υιοθεσία. Στα 22 παντρεύεται και αποκτά άλλα τέσσερα παιδιά. Μετά από 7 χρόνια γάμου ο άντρας της την εγκαταλείπει και φεύγει στο εξωτερικό, ενώ τα παιδιά της ήταν 1, 3, 5 και 6 χρόνων. Αφάνταστες οικονομικές δυσκολίες, χρέη. Μια μικρή οικονομική βοήθεια από το Γραφείο Ευημερίας, ένα παλιό σπίτι που της παραχώρησε ο Δήμος της πόλης, κάπως βοήθησαν. Κάνει δουλειές του ποδαριού. Φορτώνει ένα αυτοκίνητο με κάλτσες, εσώρουχα, κ.λπ. και γυρίζει τα παζαράκια για να συμπληρώσει το ασήμαντο βοήθημα. Ηθικός συμπαραστάτης, αποκούμπι, μόνο η ηλικιωμένη γιαγιά. Όταν η γιαγιά πεθαίνει, νιώθει τον κόσμο να χάνεται. Βυθίζεται στην κατάθλιψη, χρειάζεται ψυχολογική στήριξη για να συνέλθει.
Σαν μια διέξοδο από την κατάθλιψη αποφασίζει στα 38 της χρόνια να τελειώσει το σχολείο φοιτώντας στο Εσπερινό Γυμνάσιο, όπου και τη γνώρισα. Ο περίγυρος την αποτρέπει: "Τι τα θέλεις τα γράμματα σε τέτοια ηλικία;" Η ίδια όμως επιμένει. Κι εκεί γίνεται το θαύμα. Η γνώση τη μαγνητίζει. "Όταν κάναμε τον Επιτάφιο και διαβάζαμε το αρχαίο κείμενο για μετάφραση, μου άρεσε τόσο πολύ που ήθελα να βρω κι άλλα κείμενα να διαβάσω. Όταν κάναμε τον Οιδίποδα στα αρχαία και σε μετάφραση έμαθα ότι υπάρχουν κι άλλες τραγωδίες και ήθελα να τις μάθω, να τις διαβάσω. Έλεγα, δεν είναι δυνατό να υπάρχουν αυτά τα πράγματα κι εγώ να μην τα ξέρω", λέει η ίδια.
Γνώρισα αυτή τη δίψα της για μάθηση τα δυο χρόνια της φοίτησής της στο Νυχτερινό Γυμνάσιο. Μιλούσαμε, μου είπε κάποια πράγματα από την ταραγμένη της ζωή. Τα περισσότερα τα έμαθα αργότερα. Διάβαζε όπου μπορούσε. Διάβαζε στα παζαράκια ("Το βιβλίο των Λατινικών κιτρίνισε στον ήλιο", λέει πάλι η ίδια) κι άφηνε το βιβλίο μόνο για να εξυπηρετήσει κάποιον πελάτη. Κάποτε τα βράδια, θυμάμαι, έφερνε στο σχολείο και τη μικρή της κόρη που ήταν τότε στην πρώτη Δημοτικού. Δεν έλειψε ούτε ένα βράδυ, δεν είχε καμιά απουσία και πήρε το απολυτήριό της με άριστα.
Μα το μικρόβιο της δίψας για μάθηση την είχε κυριέψει για καλά. "Θέλω να συνεχίσω", μου είπε, "θέλω να σπουδάσω φιλολογία, θα τα καταφέρω όμως;" Την ενθάρρυνα. Δίνει εισαγωγικές, περνάει στην Κομοτηνή. Πάει εκεί μόνο στις εξεταστικές περιόδους, τον υπόλοιπο χρόνο γυρίζει στην Κύπρο, εργάζεται, να εξασφαλίσει χρήματα για την επόμενη εξεταστική, ν' αφήσει και στα παιδιά της. Τα βιβλία πάντα μαζί της. Διατηρήσαμε επαφή όλα τα χρόνια, μιλούσαμε για τα μαθήματα, για ποίηση, για λογοτεχνία. Όταν πήγαινε να απογοητευτεί και να λυγίσει της θύμιζα τον στίχο του Καβάφη από το "Πρώτο σκαλί": "Κι εδώ που έφτασες λίγο δεν είναι", κάτι που ως τώρα αποτελεί ένα συνθηματικό λόγο μεταξύ μας.
Δάκρυσα μαζί της την ημέρα που μου τηλεφώνησε για να μου πει πως πήρε το πτυχίο της. Ξαναδακρύσαμε σήμερα που πήρε τον πρώτη της διορισμό. Με ευχαρίστησε. Αλλά, όπως είπα και στην ίδια, εγώ πρέπει να την ευχαριστήσω. Και μια περίπτωση σαν της Μαρίας να τύχει σ' ένα δάσκαλο, νομίζω πως είναι αρκετή για να δικαιώσει πλήως την επαγγελαμτική του επιλογή.
Καλή σταδιοδρομία, Μαρία.

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2007

Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα

Ω θεέ μου, τι βιβλίο! Απ' αυτά που αν συναντήσεις κι ένα μόνο κάθε 50 που διαβάζεις, πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό. Χρωστώ ευγνωμοσύνη στον Librofilo από τον οποίο πληροφορήθηκα γι' αυτό το βιβλίο, καθώς και στη Χριστίνα που ενίσχυσε την επιθυμία μου να το βρω. Το τέλειωσα πριν από μέρες, αλλά δεν τολμούσα να γράψω γι' αυτό. Ήθελα να το αφήσω να κατασταλάξει μέσα μου, ήθελα να ξαναγυρίσω τις σελίδες του, να ξαναδιαβάσω σκέψεις που με είχαν σταματήσει στην πρώτη ανάγνωση. Και νομίζω πως, ό,τι κι αν γράψω, δεν θα μπορέσω να αποδώσω τα έντονα συναισθήματα που μου δημιούργησε το "Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα" του Ελβετού Πασκάλ Μερσιέ (Ψυχογιός, 2006).
Ένας κλασικός φιλόλογος σε Λύκειο της Βέρνης (και μόνο αυτή η ιδιότητα ήταν αρκετή για να με γοητεύσει από την αρχή), ο Ράιμουντ Γκρεγκόριους, ενώ πηγαίνει ένα πρωί στο σχολείο, συναντά μια άγνωστη γυναίκα που φαίνεται έτοιμη να πέσει στο ποτάμι. Η μοναδική πορτογαλική λέξη που εκείνη προφέρει ασκεί μια παράξενη γοητεία στον μονήρη, ενδοστρεφή, σχολαστικό καθηγητή. Πάει στο σχολείο, αρχίζει το μάθημα, αλλά σε μια ξαφνική παρόρμηση εγκαταλείπει τα πάντα, φεύγει από το μάθημα, τριγυρίζει για λίγο στην πόλη, μπαίνει σ' ένα ισπανικό βιβλιοπωλείο κι εκεί ο βιβλιοπώλης του χαρίζει ένα βιβλίο γραμμένο στα Πορτογαλικά, μεταφράζοντάς του την εισαγωγή. Ο Γκρεγκόριους αγοράζει μια μέθοδο εκμάθησης Πορτογαλικών κι ένα λεξικό και αρχίζει με κόπο να μεταφράζει. Σε μια καινούργια παρόρμηση, παίρνει ένα νυχτερινό τρένο και φεύγει για τη Λισαβόνα, όπου και αρχίζει να αναζητά τον συγγραφέα του πορτογαλικού βιβλίου, κάποιον Αμαντέου ντε Πράντου, ενώ συνεχίζει να μεταφράζει και να διαβάζει το παράξενο βιβλίο που τον μάγεψε.
Από τον ένα στον άλλο, από μια οφθαλμίατρο σ' ένα γέρο βιβλιοπώλη, από έναν υπερήλικα ιερέα που υπήρξε καθηγητής του Αμαντέου σ' ένα παλιό φίλο, από έναν αγωνιστή κατά της δικτατορίας του Σαλαζάρ στην αφοσιωμένη αδελφή του Πράντου, από τη μικρότερη αδελφή σε μια παιδική φίλη και τελευταία στη μοιραία γυναίκα της ζωής του νεκρού πια γιατρού και συγγραφέα, ανασυνθέτει λίγο-λίγο τη ζωή και την προσωπικότητά του. Παράλληλα με το βιβλίο που εξακολουθεί κατά διαστήματα να μεταφράζει, και άλλα κείμενα που άφησε ο γιατρός, φιλόσοφος και ποιητής Αμαντέου, ολοκληρώνουν την αναπαράσταση της ζωής και της εξαιρετικής προσωπικότητάς του. Έχουμε ουσιαστικά ένα βιβλίο γεμάτο φιλοσοφικούς στοχασμούς, εγκιβωτισμένο σ' ένα άλλο βιβλίο, αυτό της αναζήτησης, καθώς ο Γκρεγκόριους τριγυρίζει στη Λισαβόνα. Σκέψεις για το πέρασμα του χρόνου, για τη δύναμη των λέξεων, για τη σημασία των συμπτώσεων που καθορίζουν τη ζωή μας, για την επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος (η επίδραση του άρρωστου αλλά άτεγκτου δικαστικού που υπήρξε ο πατέρας του Αμαντέου ήταν καθοριστική για τη ζωή του), σκέψεις για το χρόνο, για τη μοναξιά, για το θάνατο, προπάντων για το θάνατο, συμφύρονται με ό,τι υπήρξε στη ζωή ο εξαιρετικός εκείνος άνθρωπος: ένα λαμπρό πνεύμα, μια ιδιοφυΐα που αναδεικνύεται μέσα από τα κείμενά του αλλά και από τις αφηγήσεις όσων τον γνώρισαν.
Υποτίθεται ότι πρωταγωνιστής στο βιβλίο του Μερσιέ είναι ο καθηγητής Γκρεγκόριους. Μ' αυτόν αρχίζει το βιβλίο, μ' αυτόν τελειώνει, αυτού την πορεία παρακολουθούμε στη Λισαβόνα. Στην ουσία όμως πωταγωνιστής αναδεικνύεται η μοναδική προσωπικότητα του νεκρού πια γιατρού Αμαντέου ντε Πράντου. Πλήθος οι πορτογαλικές λέξεις και φράσεις που άλλοτε ερμηνεύονται μέσα στο ίδιο το κείμενο, άλλοτε τις καταλαβαίνουμε από τα συμφραζόμενα, αποτελούν ακόμα ένα στοιχείο της γοητείας του βιβλίου. Κι ακόμα κάτι που λειτούργησε ως παράγων προσωπικής για μένα γοητείας. Έχοντας πριν από δύο χρόνια επισκεφθεί την Πορτογαλία, μπορούσα να φανταστώ το περιβάλλον μέσα στο οποίο τριγύριζε ο Γκρεγκόριους για τόσες μέρες. Μπορούσα να δω τον Τάγο ν' απλώνει τα ήρεμα νερά του καθώς ο καθηγητής τον διαπλέει, μπορούσα να φανταστώ τα στενά δρομάκια της Αλφάμα, να τριγυρίσω στην πλατεία Ρόσσιου, να διασχίσω την Αβενίτα ντα Λιμπερτάδε, να γοητευτώ ξανά από την ομορφιά της Κοΐμπρα στην οποία είχε σπουδάσει ο Πράντου. Κρίμα μόνο που δεν είχα διαβάσει το βιβλίο πριν πάω στην Πορτογαλία. Θα 'ψαχνα τότε ίσως να βρω τη ρούα Αουγκούστα "τον ωραιότερο δρόμο του κόσμου", κατά τον Αμαντέου.
Με δυο λέξεις:ένα εξαιρετικό βιβλίο.


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2020

Η αίθουσα του θρόνου

Τάσου Αθανασιάδη
Η αίθουσα του θρόνου
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
2008 (εικοστή έκδοση)
1969 (πρώτη έκδοση)
Ο Τάσος Αθανασιάδης, πιο γνωστός για τα βιβλία του τα μεταφερμένα σε σειρές στην τηλεόραση (Οι Πανθέοι, Οι φρουροί της Αχαΐας) παρά για το υπόλοιπο συγγραφικό του έργο, μπορούμε να πούμε πως ανήκει πια στους κλασικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Και είναι πραγματικά κρίμα που ακόμα και για βιβλιόφιλους της νεότερης γενιάς παραμένουν άγνωστοι ή σε ελάχιστο βαθμό γνωστοί παλαιότεροι συγγραφείς όπως ο Κοσμάς Πολίτης, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Κονδυλάκης, ο Καρκαβίτσας, ο Ξενόπουλος, ο Νιρβάνας, ο Χατζόπουλος και πλήθος άλλοι. (Δεν αναφέρω τον μοναδικό κι ανεπανάληπτο Παπαδιαμάντη ή τον Βιζυηνό, γιατί γι' αυτούς κάτι μπορεί να άκουσαν στο σχολείο!). Ενώ πολλοί (και ιδιως πολλές) σπαταλούν τον χρόνο τους διαβάζοντας "ευπώλητα" και "εύπεπτα" σύγχρονα βιβλία.
Αυτά σκεφτόμουν όσο διάβαζα ή μάλλον ξαναδιάβαζα, την "Αίθουσα του θρόνου". Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με έκανε να το αναζητήσω και να το  ξαναδιαβάσω ύστερα από τόσα χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση. Ίσως γιατί μου είχε μείνει στη μνήμη η εικόνα μιας χαρούμενης ατμόσφαιρας, έστω κι αν ο θάνατος και οι τραγικές στιγμές δεν λείπουν από το μυθιστόρημα, η εικόνα μιας νεολαίας γεμάτης αισιοδοξία και χαρά της ζωής, ένα ελληνικό νησί γεμάτο ήλιο και θάλασσα. Ή πάλι μπορεί ξαναδιαβάζοντάς το να αναζητούσα τον παλιό, νεανικό εαυτό μου του μακρινού εκείνου διαβάσματος...
Το νησί στο οποίο διαδραματίζεται το έργο δεν κατονομάζεται. Όμως πολλά εσωτερικά στοχεεία, όπως περιγραφή τοπίων ή το καθολικό στοιχείο του νησιού, οδηγούν τη σκέψη στη Σύρο. Θα μπορούσε όμως να είναι οποιοδήποτε νησί των Κυκλάδων. Εκεί συναντάμε μια συντροφιά νέων, αγοριών και κοριτσιών, που πλημμυρισμένοι από τη χαρά και την αισιοδοξία της νιότης διασκεδάζουν, οργανώνουν ολονύκτια πάρτυ, χορεύουν, μεθούν, συχνά πάνω στο πολυτελές γιωτ ενός μυστηριώδους, πάμπλουτου Σουηδού, του Γιαρλ Γιούναρσον.
Δεκάδες πρόσωπα διακινούνται στο μυθιστόρημα. Αδύνατο να γίνει αναφορά σε όλα. Κυρίαρχο ρόλο ανάμεσα στα πρόσωπα διαδραματίζουν οι παλιές οικογένειες του νησιού, όπως η οικογένεια του Δημάρχου και η αριστοκρατική οιογένεια των Δελόγγηδων, που οι ρίζες της βυθίζονται βαθιά στην ιστορία του νησιού. Γόνος της οικογένειας ο ξεχωριστός, σοβαρός, εσωστρεφής,  Λουκάς Δελόγγης, βασικό πρόσωπο του έργου. Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα και στο Παρίσι, κατέφυγε στο Άγιον Όρος όπου έμεινε για πέντε χρόνια, προς μεγάλη θλίψη και απογοήτευση της μητέρας του. Το βιβλίο αρχίζει με την επάνοδό του στο νησί, με την αποβολή του ράσου, αλλά και την ταυτόχρονη αυτοκτονία της μητέρας του, που δεν είχε αποδεχτεί ποτέ τον μοναχισμό του. Τύπος κλειστός, σοβαρός, με πνευματικές ανησυχίες, ψάχνει να βρεί τη θέση και τον ρόλο του στη ζωή.
Γυναικείο αντίστοιχο αποτελεί η Γλαύκη. Μια νέα Κυπρία που έρχεται στο νησί για να παραστεί στα εγκαίνια του μνημείου που στήθηκε για τους αγωνιστές της Αντίστασης, ανάμεσα στους οποίους υπήρξε και ο πατέρας της. Ποιήτρια, ευαίσθητη, αταίριαστη με την ελαφρότητα και τον ερωτισμό που συναντά στο νησί, είναι δοσμένη συνεχώς στη μνήμη του πατέρα της και στο μαρτύριό του.
Ωραίος τύπος του νησιού, φίλος του Λουκά, ο αρχαιολόγος Ανδρουλής που ανασκάπτει τη νησιώτικη γη, με συγκίνηση αναζητώντας το παρελθόν της.
Ξεχωριστή μορφή αποτελεί και ο Καθολικός ιερέας και καθηγητής, ο περ Γκρεκουάρ. Έτοιμος να συμβουλέψει, να καθοδηγήσει, να κατανοήσει τις ανθρώπινες αδυναμίες, να συγχωρέσει. Και θα χρειαστεί αυτή η συγχώρεση, όταν θα αποδειχτεί ότι ο πάμπλουτος Σουηδός που ήρθε με πρόθεση να ευεργετήσει το νησί υπήρξε ένας άλλος στο παρελθόν.
Στον αντίποδα του Λουκά Δελόγγη συναντούμε τον ξάδερφό του, τον Παντιά Φλέρη. Έναν χαρακτήρα αμοραλιστή, εγωιστή, κυνικό, δοσμένο στις ηδονές, που θα φτάσει στο σημείο να προκαλέσει ακόμα και τον θάνατο του πατέρα του.
Η αξία όμως του μυθιστορήματος δεν έγκειται μόνο στις θαυμάσιες περιγραφές, ούτε στους χαρακτήρες. Τα πρόσωπα είναι φορείς ιδεών. Συζητήσεις με  πνευματικό περιεχόμενο, το θέμα της αμαρτίας και της μετάνοιας, το θέμα του πεπρωμένου είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο. Χαρακτηριστικός είναι και ο τίτλος, παρμένος από μια ρήση του περ Γκρεκουάρ, φράση που επαναλαμβάνει και ο Λουκάς: "Έρχεται μια μέρα όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να περάσει στην αίθουσα του θρόνου με τους αυλικούς του, το νου και την καρδιά, για ν' αποφασίσει πάνω στον καταστατικό χάρτη της ζωής του, δηλαδή ν' ασχοληθεί με το μέλλον του..."
Ανάμεσα  στη δράση, τις συζητήσεις, τους προβληματισμούς, προβάλλουν συνεχώς εικόνες μοναδικής ομορφιάς του πανέμορφου νησιώτικου τοπίου."Η θάλασσα ούτε ακουότανε. Κάποιες άχνες σμίγανε να γίνουνε σύννεφα. Ένα σμάρι φιλαρίδες έφευγε για το Λιβυκό. Τα τζττζίκια στα γύρω φτενά λιόδεντρα είχανε γανιάσει να συρίζουν "καλοκαίρι...καλοκαίρι...καλοκαίρι...". Ξαφνικά, ένα άσπρο καράβι πρόβαλε ανάμεσα πελάγου κι ουρανού. Το συνοδέψανε με τις ματιές τους σα γλάροι".
 Οι χαρακτήρες, η δράση, οι συζητήσεις και οι προβληματισμοί μαζί με την πλούσια, ενίοτε ποιητική γλώσσα, συνδυασμένα με τη γοητεία του κυκλαδίτικου νησιού, καθιστούν το βιβλίο ένα ξεχωριστό ανάγνωσμα.

Παρασκευή, Μαρτίου 03, 2017

Επιβάτες φορτηγών

Κώστας Λυμπουρής
Επιβάτες φορτηγών
Πάπυρος, 2017
"Στα φορτηγά, ανεβείτε στα φορτηγά". Είναι η διαταγή που δίνεται το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 στους συγκεντρωμένους εφέδρους στο χωριό Δίκωμο. Φορτηγά που θα διέσχιζααν το βουνό, θα πήγαιναν εκεί που γινόταν η εισβολή, με τους άντρες χωρίς στρατιωτική στολή, χωρίς όπλα, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Επιβάτης των φορτηγών και ο συγγραφέας, ξαναγυρίζει με τη μνήμη 42 χρόνια πίσω. Θυμάται, καταγράφει...
Στο μυθιστόρημα θα ταίριαζε ο τίτλος "Πόλεμος και ειρήνη". Ο κεντρικός ήρωας, ο Στέφανος, σε μια επίσκεψη στο κατεχόμενο χωριό του μαζί με τη γυναίκα του, στέκεται μπροστά στο σπίτι του. "Φαινόταν κατοικίσιμο. Παλιό σπίτι, φτιαγμένο με πλιθάρι, συντηρημένο κάπως, έστεκε καλά. Με την πρώτη ματιά του φάνηκε μικρότερο απ' ό,τι το θυμόταν. Ήταν η ίδια βέβαια αίσθηση που ένιωσε και για τα άλλα σπίτια, τους δρόμους, τις πλατείες, το σχολείο, την εκκλησία. Συνηθισμένος τώρα πια με άλλα μεγέθη, όλα του φαίνονταν μικρότερα. Θυμήθηκε τον στίχο του Σεφέρη "τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση", από το ποίημα "Ο γυρισμός του ξενιτεμένου". 
Και τότε οι αναμνήσεις τον πλημμυρίζουν. Τα ανέμελα παιδικά χρόνια, η ζωή στο χωριό, οι φίλοι, τα παιγνίδια, τα πρώτα διαβάσματα, η οικογένεια, ο άρρωστος αδελφός, η γειτονιά, οι γυναίκες που "έκοβαν φιδέ", ο αργαλειός και η υφαντική, οι μεταξοσκώληκες, το μάζεμα των ελιών και η μυρωδιά του φρέσκου ελαιόλαδου, ο σκύλος και οι κότες, τα δέντρα της αυλής, οι πρώτοι δειλοί εφηβικοί έρωτες, το νεανικό ημερολόγιο, οι αγαπημένες μορφές του εργατικού πατέρα και της αεικίνητης μάνας, όλα ξανάρχονται με μια διαύγεια που ξαφνιάζει και τον ίδιο.
Κι ανάμεσα σ' όλη αυτή την ευτυχισμένη ζωή που η αναπόληση την κάνει να φαντάζει ακόμα πιο ευτυχισμένη ξεπροβάλλουν τα ιστορικά ορόσημα: Ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ο ηρωικός θάνατος του Κυριάκου Μάτση όπως τον έζησε ο οχτάχρονος τότε Στέφανος, οι τουρκικές προετοιμασίες και τα απειλητικά σύννεφα που πλησίαζαν. Κι ύστερα η σκέψη του Στέφανου ανεξέλεγκτη πετάει στο '74, στο πραξικόπημα, στην προδοσία, τη θυσία τόσων παλικαριών, στους αιχμαλώτους, στους αγνοούμενους.
Με ιδιαίτερη συγκίνηση στάθηκα σε δυο σκηνές. Στην πρώτη ο Στέφανος βρίσκεται τον Σεπτέμβρη του '74 στη Ξενοδοχειακή Σχολή στη Λευκωσία, όπου θα κατέφθαναν οι πρώτοι αιχμάλωτοι που άφησαν ελεύθερους οι Τούρκοι. Η εικόνα του συγκεντρωμένου πλήθους, η αγωνία, οι ανυψωμένες φωτογραφίες, η χαρά της απελευθέρωσης, αλλά και η απελπισία όσων δεν είδαν τους δικούς τους να επιστρέφουν, έχουν τόση περιγραφική δύναμη που ξεπερνά ακόμα και τη δύναμη της εικόνας. Αδύνατο να μείνει κανείς ασυγκίνητος.
Η δεύτερη σκηνή διαδραματίζεται στο εργαστήριο της Διερευνητικής Επιτροπής για τους αγνοουμένους. Εκεί όπου, δεκαετίες μετά την εισβολή, οι επιστήμονες προσπαθούν να αναγνωρίσουν τα οστά και να τα αποδώσουν στους συγγενείς για την ταφή.
"Ξέρετε αν είναι Έλληνες ή Τούρκοι;" ρωτά ο Στέφανος την υπεύθυνη που τον ξεναγεί στον χώρο.
"Σ' αυτό το τραπέζι δεξιά, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι είναι Έλληνες. Βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο κοντά στη Μια Μηλιά και δεν υπάρχουν πληροφορίες ότι έγιναν εκεί άλλες ταφές. Στο άλλο τραπέζι, εκεί στη γωνιά, υποθέτουμε ότι είναι μόνο Τουρκοκύπριοι, αφού βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο, κοντά σε χωριό, έξω από τη Λεμεσό, και πάλι σύμφωνα με πληροφορίες. Εδώ όμως, μπροστά μας, στο ένα τμήμα, τα κόκαλα είναι μεικτά, γιατί προήλθαν από πηγάδι όπου ρίχτηκαν και δικοί μας και Τουρκοκύπριοι".
Στάθηκα με δάκρυα ώρα πολλή σ' αυτή τη σκηνή. Πόσο θα 'θελα να μπορούσαν να τη διαβάσουν και να τη νιώσουν όλοι οι "πατριώτες", Έλληνες και Τούρκοι, όλοι οι πολιτικοί, αν είναι δυνατό όλου του κόσμου.
"Τα ματσικόριδα ευδοκιμούν πάντα στο Δίκωμο και μυρίζουν πάντα τόσο μεθυστικά". Όμως κάποιοι δεν θα ξανανιώσουν ποτέ αυτή τη μυρωδιά.
Οι "Επιβάτες φορτηγών" είναι ένα βιβλίο που υπομιμνήσκει "οικεία κακά". Αλλά πάνω απ' όλα είναι ένα βιβλίο αγάπης για τον τόπο και τον Άνθρωπο.