Και μόνο το ότι ένας μη Κύπριος συγγραφέας εμπνέεται και γράφει ένα μυθιστόρημα τοποθετημένο τοπικά στην Κύπρο και χρονικά στη δεκαετία του '50 και στον απελευθερωτικό μας αγώνα, αποτελεί ένα αξιοσημείωτο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον γεγονός.
Ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος είναι ιστορικός με πλήθος ιστορικών έργων στο ενεργητικό του, τιμημένος με το χαλκό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά το "Εν μέρει ελληνίζων" (Εστία, 2009) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Η ιστορική του ιδιότητα και παιδεία κυριαρχεί στο βιβλίο. Έχοντας μελετήσει πλήθος πηγές, έχοντας συνομιλήσει με πρόσωπα-γνώστες της Κύπρου, έχοντας επισκεφθεί την Κύπρο τόσο το 1973 όσο και μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, κατορθώνει να αναστήσει έναν ολόκληρο κόσμο και μια ολόκληρη εποχή.
Έχει λεχθεί πως με τον "Οδυσσέα" του Τζόις θα μπορούσε κάποιος να χαρτογραφήσει το Δουβλίνο. Κάτι ανάλογο, πιστεύω, θα μπορούσε να γίνει με το μυθιστόρημα του Χατζόπουλου όσον αφορά την Κύπρο του '50, προπάντων την Κερύνεια, την Αμμόχωστο και ειδικότερα τη Λευκωσία. Ξεχωριστή έμφαση δίνεται στα μνημεία, τα οποία δεν έχουν αλλάξει ίσαμε σήμερα. Αλλά και οι δρόμοι, τουλάχιστον της Λευκωσίας που μπορούμε να επισκεφθούμε, παραμένουν αναλλοίωτοι: Πάφου, Λήδρας, Ονασαγόρου, Ερμού, Τρικούπη, Σούτσου, Πατριάρχου Γρηγορίου κ. ά. μπορεί και σήμερα κανείς να τους ακολουθήσει στην παλιά πόλη.
Κεντρικός μυθιστορηματικός ήρωας του βιβλίου είναι ο έφηβος Δημήτρης Δωρίδης. Μαζί με τον πατέρα του και την άρρωστη μητέρα του ζει σ' ένα λιθόκτιστο αρχοντικό στην οδό Γλάδστονος, ένα δρόμο με ωραία, παλιά αρχοντικά και μεγάλους κήπους, που και σήμερα μπορεί κανείς να δει, να περπατήσει και να θαυμάσει. Η μητέρα του Δημήτρη πεθαίνει. Μια τρυφερή σχέση του πατέρα του που είχε αρχίσει πριν ακόμη πεθάνει η γυναίκα του, διακόπτεται από μια άλλη γνωριμία, η οποία τελικά και θα καταλήξει σε γάμο.
Τα πρώτα σύννεφα της επερχόμενης θύελλας του κυπριακού αγώνα έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στον ορίζοντα. Φοβούμενος τις ταραχές, ο πατέρας του Δημήτρη τον μετακινεί από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και τον εγγράφει στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Εκεί ο Δημήτρης αρχίζει να συναναστρέφεται περισσότερο με τους Άγγλους συμμαθητές του, αλλά και με Τουρκοκύπριους. Πιο πολύ όμως τον κύκλο των φίλων του αποτελούν νεαρές Αγγλίδες. Με τη Σάρα θα γνωρίσει τον έρωτα σε ένα ωραίο εξοχικό στην Κερύνεια, αλλά θα ερωτευτεί την Άννα, κόρη Άγγλου πάστορα, που για χάρη της θα παρακολουθήσει πολλές ακολουθίες στην Αγγλικανική εκκλησία (παρεμπιπτόντως κι αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται στην ίδια θέση). Ο αγώνας αρχίζει. Οι μαθητικές διαδηλώσεις, η σύλληψη και η πρώτη καταδίκη σε θάνατο, του Καραολή, περιγράφονται πολύ ζωντανά από τον συγγραφέα. Ο ήρωάς του όμως τα βλέπει όλα από απόσταση, καμιά ουσιαστική ανάμειξη δεν έχει στα γεγονότα, παρ' όλο που από μια παρεξήγηση συλλαμβάνεται και κρατείται για λίγο από τις δυνάμεις ασφαλείας. Κι αν τελικά φεύγει κρυφά και κρύβεται στην Αμμόχωστο και τελικά φυγαδεύεται από την Κύπρο, δεν είναι εξαιτίας της συμμετοχής του στον αγώνα, αλλά λόγω ενός άλλου, εντελώς άσχετου επεισοδίου.
Ο τύπος του Δημήτρη είναι ο τύπος του έφηβου που στέκεται μετέωρος. Συμπαθεί τον αγώνα, αλλά δεν συμμετέχει. Γενικά η οπτική του συγγραφέα είναι η οπτική μιας μεγαλοαστικής τάξης της Κύπρου που σχετιζόταν με τους Άγγλους και που αγαπούσε την αγγλική λογοτεχνία, δείγματα της οποίας αφθονούν στο βιβλίο. Η κυπριακή φωνή που ακούγεται, μεταφορικά και κυριολεκτικά, αφού καταγράφει και την κυπριακή λαλιά, είναι η φωνή της Φροσούς, μιας νεαρής "κοπελλούδας" στην υπηρεσία της οικογένειας Δωρίδη, που χαρίζει πολλές ερωτικές στιγμές στον Δημήτρη.
Βρήκα το βιβλίο ενδιαφέρον, αλλά σχημάτισα την εντύπωση μιας "τεχνικής κατασκευής". Χρησιμότατος οδηγός για να περιηγηθεί κάποιος τα μνημεία της Λευκωσίας, όχι μόνο της ελεύθερης αλλά και της τουρκοκρατούμενης, όπως και της Κερύνειας και της παλιάς Αμμοχώστου, περίκλειστης και απαγορευμένης για μας ήδη από το 1964. Η προσπάθεια του συγγραφέα να αναστήσει με αληθοφάνεια μια εποχή, πράγμα που επιτυγχάνει, αφαιρεί από το έργο θέρμη και πνοή, το καθιστά κάπως εγκεφαλικό και ψυχρό. Διαβάζοντάς το θέλησα να ξαναζήσω την εποχή αυτή μέσα από ένα άλλο, καταπληκτικό μυθιστόρημα, γραμμένο με "πύρωμα ψυχής", σχεδόν ταυτόχρονα με τα γεγονότα. Είναι η "ΧΑΛΚΙΝΗ ΕΠΟΧΗ" του Ρόδη Ρούφου. Και το ξαναδιάβασα. Η διαφορά είναι αυτή που υπάρχει στην απεικόνιση του ίδιου τοπίου με φωτογραφία ή ζωγραφικό πίνακα. Είναι η διαφορά μεταξύ γεγονότων που περιγράφονται από έναν αμέτοχο, εξωτερικό παρατηρητή κι έναν που είναι ζυμωμένος ο ίδιος μ' αυτά, έστω κι αν ούτε ο Ρούφος ήταν Κύπριος. Δεν θέλω να επεκταθώ τώρα σ' αυτό το μυθιστόρημα, θα επανέλθω όμως.
Και κάτι τελευταίο για τον τίτλο. Ελπίζω με το "Εν μέρει ελληνίζων" ο συγγραφέας να υπονοεί την αμφιταλάντευση και τους διασταγμούς των ηρώων του κι όχι την Κύπρο την ίδια. Γιατί η Κύπρος είναι ίσως πιο Ελλάδα από την Ελλάδα.
Την τελευταία φράση σου θα έπρεπε να τη γράψεις με κεφαλαία και έντονα γράμματα, αγαπητή Κίκα. Από τα πράγματα που με πληγώνουν και με εξοργίζουν είναι όταν κάποιοι "ανιστόρητοι" επιμένουν να διακρίνουν μεταξύ " Ελλήνων" και " Κυπρίων". Γιατί όχι τότε και μεταξύ " Μεσσηνίων". " Λακεδαιμονίων" " Αρκάδων" κλπ. κλπ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα το διαβάσω το βιβλίο που είχες την καλωσύνη να μου χαρίσεις και θα σου πω τις εντυπώσεις σου. Συμφωνώ πάντως για την " Χάλκινη Εποχή" όπως και το " Χρονικό μιας Σταυροφορίας" του Ρόδη Ρούφου, ο συγγραφέας αυτός και Ιστορία ήξερε και τη ζούσε.
μπράβο σας, εξαιρετική η προσπάθειά σας και στο κείμενο και στην παρουσίαση του βιβλίου...
ΑπάντησηΔιαγραφή@Eleni Μακάρι να υπήρχαν πολλοί Έλληνες σαν κι εσένα,Έλλεν μου. Εσύ όμως μας γνώρισες από κοντά και ξέρεις...
ΑπάντησηΔιαγραφή@Stratos Μετά από τόσες αναρτήσεις νομίζω ότι προχώρησα πέρα από την προσπάθεια!!!Οπωσδήποτε σας ευχαριστώ.
Αγαπητή bloger έχω διαβάσει πλέων όλη την τριλογία δις.( τόσο με εντυπωσίασε και τη λάτρεψα που ξεκίνησα να την αναλύω) και τολμώ να πω μετα βεβαιότητος ότι είναι εξόχως πλεγμένη και με ιδιαίτερη γραφή άμεση αλλά και κομψή συνάμα. Όσο για τον τίτλο για τον οποίο αναρωτιέσαι αυτός προήλθε από την ανασκευή του Καβαφικού στοίχου ''...ἐν μέρει εθνικός, κ’ ἐν μέρει χριστιανίζων....''. Όπως δείχνει και ο ίδιος ο συγγραφέας στο βιβλίο ο Δ. Δωρίδης ταλαντεύεται μεταξύ της συμπάθειας του προς τους Άγγλους, η οποία εν πολλοίς οφείλεται στην αγάπη του για την αγγλική λογοτεχνία αλλά και στη συντηρητική φύση του, και της πραγματικότητας που βιώνει με τους συμμαθητές του οι οποίοι στρατεύονται στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Διχασμένος ή μάλλον αμέτοχος θα δοθεί στον έρωτά του για την Αννα και συν της άλλης η μητέρα του ήταν Ελληνίδα από την Πάτρα.Ο τίτλος δεν έχει καμιά σχέση με το που το τοποθετείτε ο πρωταγωνιστής αλλά με τον ίδιο .
ΑπάντησηΔιαγραφή