Φαίνεται ότι όπως συμβαίνει με τα sequel των ταινιών, όπου κατά κανόνα η πρώτη της σειράς είναι και η καλύτερη, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα βιβλία. Ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος μας έδωσε με το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του, το "Εν μέρει ελληνίζων", ένα αρκετά ενδιαφέρον βιβλίο, με πειστική απόδοση της κοινωνίας της Κύπρου του 1955-59, αν και είχα τις επιφυλάξεις μου ως προς τον χαρακτήρα του κεντρικού προσώπου, του νεαρού Δημήτρη Δωρίδη, ως προς το πώς απεικονιζόταν ο απλευθερωτικός μας αγώνας αλλά και ως προς την αμφισημία του τίτλου.
Το δεύτερο βιβλίο με τίτλο "Ο περατικός", παρακολουθούσε τη ζωή του Δημήτρη στη Γαλλία τη δεκαετία του '60, όπου σπουδάζει, ωριμάζει, ερωτεύεται μια Γαλλίδα, ενώ δεν ξεχνά την Άννα, το νεανικό του έρωτα στην Κύπρο.
Η τριλογία ολοκληρώνεται τώρα με τον τρίτο τόμο που έχει τίτλο "Νόστου πάθη" (Εστία, 2011). Η ιστορία συνεχίζεται. Ο Δημήτρης αναζητά την παλιά του αγαπημένη, την Άννα, στην Οξφόρδη, την παίρνει μαζί του στην Κύπρο και παντρεύονται. Εγκαθίστανται, συναντούν παλιούς φίλους, ο Δημήτρης εργοδοτείται στο Κέντρο Ιστορικών Μελετών. Είναι το 1969, η αρχή της πιο ταραγμένης περιόδου στην πρόσφατη ιστορία της Κύπρου, της περιόδου που σήμανε την έναρξη του εμφύλιου διχασμού και σταδιακά οδήγησε στην Τουρκική εισβολή του 1974.
Η οικογενειακή ζωή του Δημήτρη, η απόκτηση σπιτιού, η γέννηση του πρώτου του παιδιού καθώς και η επαγγελματική του αποκατάσταση εξιστορούνται κάτω από τη βαριά σκιά των ιστορικών γεγονότων της εποχής. Στον τρίτο αυτό τόμο ο Χατζόπουλος ρίχνει μεγαλύτερο βάρος στην ιστορία παρά στη μυθιστορία. Όλα τα γεγονότα όπως τα ξέρουμε καλά εμείς που τα βιώσαμε, η ίδρυση παράνομων οργανώσεων, ο βαθύς διχασμός Μακαριακών-Γριβικών, η αμφιταλάντευση ανάμεσα στην Ανεξαρτησία και την Ένωση, η σταδιακή συγκέντρωση των Τουρκοκυπρίων στο βόρειο μέρος του νησιού, οι απόπειρες κατά της ζωής του Μακαρίου, η ΕΟΚΑ Β', το πραξικόπημα, η εισβολή, όλα καταγράφονται λεπτομερώς.
Ο Δημήτρης Δωρίδης είναι ίσως η πρώτη φορά που δεν μένει απόμακρος παρατηρητής των γεγονότων, όπως συνέβαινε στα δυο προηγούμενα βιβλία κι ως ένα βαθμό και σ' αυτό το τρίτο, αλλά παίρνει μέρος στα διαδραματιζόμενα. Το σπίτι του συνορεύει με την τουρκοκυπριακή περιοχή και, έχοντας φυγαδεύσει τη γυναίκα του και τον μικρό του γιο στην Αγγλία, ο ίδιος συντάσσεται με τους υπερασπιστές ενός φυλακίου που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του. Όταν και η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής ολοκληρώνεται, όταν ο Δημήτρης παρακολουθεί τις διαδηλώσεις εναντίον των Αμερικανών και τη δολοφονία του Αμερικανού πρέσβη, τότε "Μια μόνη σκέψη είχε στον νου του ο Δημήτρης: να φύγει απ' αυτή την καταραμένη πόλη, από αυτό το καταδικασμένο από τους θεούς νησί".
Ο επίλογος διαδραματίζεται 28 χρόνια αργότερα, όταν ο Δημήτης και η Άννα, με παιδιά μεγάλα πια και εγγόνια αποφασίζουν να γυρίσουν ξανά στην Κύπρο. Το "καταραμένο νησί" νιώθουν και πάλι να τους καλεί.
Για μας του Κυπρίους πιστεύω ότι το "Νόστου πάθη" έχει ιδαίτερο ενδιαφέρον, αν και πιο πολύ ιστορικό παρά λογοτεχνικό. Διερωτώμαι όμως αν μπορεί να ενδιαφέρει εξίσου και τους μη Κύπριους αναγνώστες.
Όσον αφορά το εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα του συγγραφέα έχω αναφερθεί στην ανάρτησή μου για το προηγούμενο βιβλίο του.
Σημ. Μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Διερωτώμαι γιατί ο συγγραφέας δεν κάνει καμιά αναφορά στην τηλεόραση. Οι ήρωές του παρακολοθούν παντού ραδιόφωνο, καμιά όμως αναφορά στην τηλεόραση που υπήρχε από πολλά χρόνια στην Κύπρο. Ασήμαντο βέβαια, αλλά σε ένα τόσο ρεαλιστικό μυθιστόρημα νομίζω είναι παράλειψη.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήmas endiaferei .
ΑπάντησηΔιαγραφή