Έριχ Μαρία Ρεμάρκ
Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους
Πατάκης 2001 (α΄ έκδοση στα Αγγλικά 1961)
Μετ. Δημήτρης Μαράκας
Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους
Πατάκης 2001 (α΄ έκδοση στα Αγγλικά 1961)
Μετ. Δημήτρης Μαράκας
Ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει διαβάσει κανένα από τα βιβλία του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (1898-1970), ακόμα κι αν δεν έχει δει καμιά από τις ταινίες που γυρίστηκαν με βάση τα έργα του, αποκλείεται να μην έχει ακούσει τον εμβληματικό τίτλο "Ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο". Ένα βιβλίο αντιπολεμικό, βγαλμένο από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που συγκίνησε και συγκινεί εκατομμύρια αναγνώστες σ' όλο τον κόσμο, που έκανε γνωστό το συγγραφέα του, αλλά και διωκόμενο από το χιτλερικό καθεστώς.
Λιγότερο γνωστό, αν και γυρισμένο κι αυτό σε ταινία, το "Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους". Το είχα διαβάσει εδώ και πολλά χρόνια. Μου είχε μείνει μια ανάμνηση θλίψης, διάχυτη μια ακόρεστη επιθυμία για ζωή και ταυτόχρονα η μελαγχολική ατμόσφαιρα του αναπόφευκτου του θανάτου. Το βρήκα τυχαία στη βιβλιοθήκη μου και το ξαναδιάβασα. (Κάποτε σκέφτομαι πως ίσως είναι καλύτερα να ξαναγυρίζουμε σε παλιά, δοκιμασμένα βιβλία παρά να αναζητούμε το βιβλίο που θα μας ενθουσιάσει μέσα στη σύγχρονη εκδοτική μετριότητα).
Κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο Κλέρφαϊτ, οδηγός αγώνων ταχύτητας και η Λίλλιαν, μια νεαρή φυματική, που τυχαία συναντώνται στα ελβετικά βουνά, όπου εκείνη νοσηλεύεται. Είναι δυο άνθρωποι παθιασμένοι για ζωή, που όμως ζουν κάτω από τη σκιά του θανάτου. Εκείνος λόγω του επικίνδυνου επαγγέλματός του, εκείνη λόγω της αρρώστιας της. Ίσως αυτό είναι που τους κάνει τόσο άπληστους για τη ζωή, τόσο παθιασμένους να χαρούν όσο μπορούν στο έπακρο την κάθε τους μέρα, την κάθε τους ώρα.
Η σχέση τους δεν ξεκινάει αμέσως ως έρωτας. Εκείνη, που σχεδόν καθημερινά βιώνει το θάνατο γνωστών και φίλων στο σανατόριο, που συχνά δραπετεύει κρυφά τις νύχτες για να διασκεδάσει, βρίσκει την ευκαιρία να φύγει οριστικά με τον Κλέρφαϊτ, αν και ξέρει ότι μακριά από το σανατόριο ο χρόνος που της μένει να ζήσει είναι ακόμα λιγότερος. Ξεκινούν με προορισμό το Παρίσι, αλλά σαν να γυρεύουν να ξεφύγουν από το θάνατο, τριγυρίζουν πότε μαζί και πότε χωριστά και σ' άλλες ευρωπαϊκές πόλεις: στη Βέρνη, στη Ρώμη, στη Βενετία, στο Μόντε Κάρλο. Γευματίζουν σε ακριβά εστιατόρια, η σαμπάνια ρέει, το καζίνο προσθέτει τη συγκίνηση της ρουλέτας στις εμπειρίες τους.
Σε άκρα αντίθεση, το πνεύμα του ρεαλισμού ενσαρκώνει ο θείος της Λίλλιαν, διαχειριστής των χρημάτων της, που άδικα την προειδοποιεί να περιορίσει τις σπατάλες. Εκείνη παραγγέλλει συνεχώς φορέματα σε ακριβούς οίκους στο Παρίσι, αν και ξέρει πως ίσως να μην προλάβει να τα φορέσει ποτέ.
Οι εικόνες του βιβλίου εναλλάσσονται μεταξύ του θορύβου και της κίνησης των ράλλι και της γαλήνιας ηρεμίας. "Επικρατούσε πλήρης ησυχία. Ακουγόταν μόνο το κελάρυσμα ενός ρυακιού και οι σταγόνες της βροχής που έπεφταν σιγανά. Αυτή είναι η ευτυχία, ένιωσε η Λίλλιαν. Αυτή η στιγμή της ησυχίας που ήταν γεμάτη από μια σκοτεινή, υγρή και μόνιμη προσμονή. Δε θα τη ξεχνούσε ποτέ-τη νύχτα, το κελάρυσμα και τον υγρό δρόμο που λαμπύριζε".
Άλλοτε τρέχει μόνη στη Βενετία, μακριά από τον Κλέρφαϊτ, χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι αναζητά, σαν "μεθυσμένη από τον ίδιο τον εαυτό της", όπως λέει. Η ζωή γι΄αυτήν έχει μια άλλη διάσταση. Πόσο διαφορετικά αντικρίζει το κάθε τι. Μπροστά στα σιντριβάνια της Πλας ντε λα Κονκόρτ σκέφτεται: "Ξέρω ότι πεθαίνω, σκέφτηκε εκείνη, ενώ ένιωθε να γλιστράει επάνω της το φως των φαναριών του δρόμου. Το ξέρω πιο πολύ από σένα, αυτό είναι όλο κι όλο, γι' αυτό νιώθω αυτό που για σένα είναι κάποιος θόρυβος σαν αναφιλητό και σαν κραυγή και σαν αλαλαγμό κι αυτό που για σένα αποτελεί καθημερινότητα είναι για μένα χάρη και δώρο".
Ο Κλέρφαϊτ δεν αντιμετωπίζει τόσο άμεσα το φάσμα του θανάτου, όπως η Λίλλιαν, αντίθετα ονειρεύεται μια ζωή μαζί της. Μα "Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους". Ο παράδεισος-θάνατος είναι κοινός για όλους και κανείς δεν ξέρει ποιος θα πάει πρώτος και ποιος δεύτερος.
Βιβλίο μελαγχολικό, αλλά που μπορεί να κάνει τον αναγνώστη ν' αγαπήσει πιο πολύ τη ζωή.
Σημ. Πολύ κατατοπιστική η εισαγωγή της Σώτης Τριανταφύλλου για την κινηματογραφική μεταφορά των έργων του Ρεμάρκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου