Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2018

Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα

Μαρκ Χάντον
Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα
Μετ. Άννα Παπασταύρου
Ψυχογιός, 2017 (2004)
"Ήταν 7 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Ο σκύλος κειτόταν πάνω στο γρασίδι, καταμεσής της πρασιάς, μπροστά από το σπίτι της κυρίας Σίαρς. Τα μάτια του ήταν κλειστά. Έμοιαζε σαν να έτρεχε με τις μπάντες, όπως τρέχουν τα σκυλιά όταν νομίζουν πως κυνηγούν μια γάτα μέσα στον ύπνο τους. Όμως ο σκύλος ούτε έτρεχε ούτε κοιμόταν. Ο σκύλος ήταν νεκρός. Κι από το σκύλο εξείχε μια τσουγκράνα".
Έτσι αρχίζει την αφήγησή του ο 15χρονος Κρίστοφερ Τζον Φράνσις Μπουν, ένα παιδί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαίτερες ικανότητες. Είναι ένα απ' τα παιδιά που χαρακτηρίζουμε συνήθως ως αυτιστικά, που όμως δεν έχουν όλα τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο νεαρός Κρίστοφερ θα μας συστηθεί αργότερα λέγοντάς μας: "Και να μερικά από τα Συμπεριφορικά Προβλήματα που παρουσιάζω:
Α. Δε μιλάω σε ανθρώπους για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Β. Δεν τρώω ούτε πίνω τίποτα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Γ. Δε μου αρέσει να με αγγίζουν.
Δ. Στριγκλίζω με όλη μου τη δύναμη όταν είμαι θυμωμένος ή συγχυσμένος.
Ε. Δε μου αρέσει να στριμώχνομια σε πολύ μικρούς χώρους μαζί με άλλους ανθρώπους.
ΣΤ. Όταν είμαι θυμωμένος ή σαστισμένος, σπάω πράγματα."
Συνεχίζει έτσι, απαριθμώντας δεκαοχτώ καταστάσεις που τον χαρακτηρίζουν.
Αναμφισβήτητη είναι η μαθηματική του ιδιοφυΐα (αλήθεια, ποιος μπορεί να ξεχάσει τον μοναδικό Ντάστιν Χόφμαν στον Rain man;). Εξού και τα κεφάλαια του βιβλίου δεν αριθμούνται με τον συνήθη τρόπο 1,2,3 κ.λπ. αλλά με τους πρώτους αριθμούς 2, 3, 5, 7, 11 κ.ο.κ. (Ως γνωστό πρώτοι είναι οι αριθμοί που μπορούν να διαιρεθούν ακριβώς μόνο με τη μονάδα και τον εαυτό τους).
Ο Κρίστοφερ, αυτό το ιδιαίτερο παιδί, που έχει ως κατοικίδιο ένα ποντίκι, που του αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία και ιδιαίτερα ο Σέρλοκ Χολμς, που δεν μπορεί να πει ποτέ ψέματα ("Δε λέω ψέματα. Η μητέρα μου συνήθιζε να λέει πως αυτό συνέβαινε επειδή είμαι καλό άτομο. Όμως δε συμβαίνει επειδή είμαι καλό άτομο. Συμβαίνει γιατί δεν μπορώ να πω ψέματα", θα μας εξομολογηθεί), αποφασίζει να ανακαλύψει ποιος σκότωσε το σκύλο της κυρίας Σίαρς. Την πορεία των ερευνών του την καταγράφει σ' ένα τετράδιο, ελπίζοντας να γράψει ένα βιβλίο.
Ζει με τον πατέρα του, η μητέρα του του είπαν ότι έχει πεθάνει. Στην πορεία των ερευνών του, με τις οποίες ο πατέρας του διαφωνεί και με αυστηρότητα του απαγορεύει να ενοχλεί τους γείτονες, ο Κρίστοφερ θα ανακαλύψει όχι μόνο ποιος σκότωσε το σκύλο αλλά και την αλήθεια για τη μητέρα του. Στο μακρύ μονόλογό του άλλοτε με μελαγχολικό τρόπο κι άλλοτε με χιούμορ, θα γνωρίσουμε πολλά από τα χαρακτηριστικά των αυτιστικών  παιδιών, που ασφαλώς δεν συμπίπτουν όλα στο ίδιο παιδί. Μας δίνει ακόμα την ευκαιρία να διερωτηθούμε για τον μυστήριο τρόπο της λειτουργίας του εγκεφάλου, για το πόσες δυνατότητες έχει, δυνατότητες που ο άνθρωπος δεν έχει ακόμα αξιοποιήσει στο σύνολό τους.
Ο Άγγλος συγγραφέας Μαρκ Χάντον, με σπουδές αγγλικής λογοτεχνίας στην Οξφόρδη, με εξαετή εργασία με ανθρώπους με ειδικές σωματικές και πνευματικές ικανότητες, μας έδωσε ένα βιβλίο που πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, που βραβεύτηκε με πολλά βραβεία, που διασκευάστηκε για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ένα εξαιρετικό βιβλίο.
 

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2018

Θέλω να ζήσω μαζί σου-Απαράμιλλη δύναμη

Η Αντιγόνη Μοδέστου σπούδασε λογιστικά και διοίκηση επιχειρήσεων στο Λονδίνο, είναι εγκεκριμένος λογιστής/ελεγκτής και έχει μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων. Η ενασχόληση όμως με τα οικονομικά θέματα δεν την εμπόδισε, όχι μόνο να αγαπά και να ασχολείται με τη λογοτεχνία, αλλά και να γράφει η ίδια. Ως τώρα έχει εκδώσει τέσσερα αξιόλογα μυθιστορήματα: Ζήτημα ζωής  και θανάτου, 1999, Το κόστος της ζωής, Α.Α. Λιβάνη, 2010, Θέλω να ζήσω μαζί σου, Εκδόσεις Διηνεκές, 2005, Απαράμιλλη δύναμη, Εξάντας, 2017.
Θα μιλήσω για τα δυο τελευταία που διάβασα πρόσφατα και στα οποία βρήκα αρκετά κοινά στοιχεία. Μεγάλη  ομοιότητα υπάρχει στη γλώσσα. Απλή, κατανοητή, στρωτή, με ευστοχία στα νοήματα, χωρίς να είναι φτωχή. Φράσεις σύντομες, πολλοί διάλογοι μέσα από τους οποίους όχι μόνο προωθείται η δράση αλλά και ηθογραφούνται τα πρόσωπα. Σκηνές που θυμίζουν κινηματογραφική δράση εντείνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Οι χρόνοι στα δυο μυθιστορήματα διαφέρουν. Στο θέλω να ζήσω μαζί σου βρισκόμαστε στη σύγχρονη εποχή. Οι επιστημονικές έρευνες μπλέκονται με πολιτικά θέματα και θέματα κατασκοπίας. Στο Απαράμιλλη δύναμη ο χρόνος απλώνεται από τον προπερασμένο αιώνα ως τον 21ο. Όχι πάντα με ευθεία χρονολογική σειρά. Η αφήγηση αρχίζει το 1996 για να πάει πίσω στο 1891 από όπου πηγαινοέρχεται στο 1900, 1934, 1983, 1957, 1965, για να τελειώσει το 2011.
Ένας κοσμοπολιτισμός επίσης διακρίνει τη γραφή της Μοδέστου. Οι ήρωές της, αν και η κυπριακή τους καταγωγή ή η σχέση τους με την Κύπρο πάντα υπάρχει, όμως ξεφεύγουν από τα στενά τοπικά πλαίσια, η δράση τους απλώνεται σε πολλές άλλες χώρες. Να υποθέσουμε άραγε ότι εδώ υποκρύπτεται η αγάπη της ίδιας της συγγραφέως για άλλους λαούς κι άλλες χώρες που έχει γνωρίσει; Το Λονδίνο και η Οξφόρδη, το Κίεβο, η Δαμασκός, η Βηρυτός, η Αθήνα, η Κύπρος, το Βερολίνο, η Αίγυπτος, το Ισραήλ είναι μερικοί από τους τόπους όπου μετακινούνται οι ήρωές της. Σύντομες οι περιγραφές της ατμόσφαιρας της κάθε χώρας, πολύ χαρακτηριστικές όμως: "Η Λητώ, περπατώντας στο Σουκ αλ Χαμετίγια, την αράπικη αγορά της Δαμασκού, σκεφτόταν πόσο ενδιαφέρουσα και παράξενη ήταν η ομορφιά αυτής της πόλης. Στη βρώμικη αγορά χτυπούσε νωχελικά, μέσα στο μακάριο ραχάτι της, η καρδιά αυτού του κόσμου, του τόσο παράξενου και μυστήριου. Μουσουλμάνοι φαμελιάρηδες με μακριές κελεμπίες, με τα ουρί τους ν' ακολουθούν πειθήνια, κάποτε με καλυμμένα τα μαλιά μόνο, κάποτε κρυμμένες σ' ολόμαυρα τσαντόρ από την κορφή ως τα νύχια" (Θέλω να ζήσω μαζί σου).
Δεν μπορούσαν ασφαλώς να λείπουν οι εικόνες από την Κύπρο. Εκεί φτάνουν δυο από τους ήρωες του βιβλίου Απαράμιλλη δύναμη, ο Αλέξης και η Κατερίνα. "Κοντά μισή ώρα μετά, έστριβε με τη βεβαιότητα ενός ντόπιου σ' ένα στενό δρομάκι, που περνώντας φιδωτά μέσα από καταπράσινα χωράφια με τεράστιες χαρουπιές και ελιές, περνούσε ξυστά από τον μικρό επίγειο παράδεισο που είχαν δημιουργήσει οι μοναχές στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Αλαμάνου, κι έφτανε μέχρι τη θάλασσα. Η Κατερίνα πετάχτηκε από το τζιπ ενθουσιασμένη. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Η καταγάλανη θάλασσα πηγαινοερχόταν γλυκά στην αγκαλιά μεγάλων κάτασπρων βράχων που ήταν απλωμένοι μπροστά της λες και κάποιο μαγικό ραβδί πέτρωσε μεγάλα αφράτα μαξιλάρια και της τα πρόσφερε γι να ξαπλώνει επάνω τους αιώνια" (Απαράμιλλη δύναμη).
Οι ήρωές της, άνδρες και γυναίκες, εκπροσωπούν ποικίλους χαρακτήρες. Η Λητώ και ο Μάρκος, η Ελένα, ο Γιούρη, ο Τζο και η Γιούλη, ο Γιάννης, η Αναστασία, ο Θεοδόσης, η Φωτεινή, η Κατερίνα και πλήθος άλλοι παύουν να είναι μυθιστορηματικά πρόσωπα. Με τη γραφή της Μοδέστου ζωντανεύουν, γίνονται άνθρωποι οικείοι. Από τα πρόσωπα και των δύο βιβλίων ξεχωρίζει ο Αλέξης, κύριο πρόσωπο στο Απαράμιλλη δύναμη. Ένας ξέγνοιαστος νέος, play boy θα λέγαμε, πλούσιος κληρονόμος, δοσμένος στη διασκέδαση, αλλάζει τρόπο ζωής και σκέψης όταν η γιαγιά του Αναστασία πεθαίνει, αφήνοντας γι' αυτόν ένα περίεργο όρο στη διαθήκη της.
Έντονη είναι η πάλη του καλού με το κακό και στα δύο βιβλία. Εξίσου μεγάλη δύναμη που κινεί τους ήρωες, ο έρωτας. Ανατροπές συμβαίνουν διαρκώς με τελική κατάληξη τη νίκη του καλού που καταφάσκει έτσι την αισιόδοξη πλευρά της ζωής.
Είναι βέβαιο ότι η Αντιγόνη Μοδέστου έχει πολλά ακόμη να δώσει στη λογοτεχνία της Κύπρου.

Παρασκευή, Μαρτίου 02, 2018

Η γυναίκα στο παράθυρο

Έι Τζέι Φιν (A. J. Finn)
Η γυναίκα στο παράθυρο
Ψυχογιός, 2018
Μετ. Αναστάσιος Αργυρού
"Ο Φιν έγραψε ένα νουάρ για τη νέα χιλιετία, γεμάτο συναρπαστικούς χαρακτήρες, αιφνιδιαστικές ανατροπές, πανέμορφη γραφή και μια αφηγήτρια με την οποία πολύ θα ήθελα να πιω ένα μπουκάλι pinot. Ίσως και δύο-έχω πολλές ερωτήσεις να της κάνω (Gillian Flynn).
Μια από τις πολλές ενθουσιώδεις απόψεις που έχουν διατυπωθεί για το μυθιστόρημα του Finn (ψευδώνυμο του 38χρονου Αμερικανού Daniel Mallory), που ανήκει στην εξαιρετική συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Gillian Flynn (Αιχμηρά αντικείμενα, Το κορίτσι που εξαφανίστηκε, Σκοτεινός τόπος κ.ά).
Πολλά έχουν λεχθεί,  πολλές συζητήσεις έχουν γίνει σχετικά με το αν τα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι ή δεν είναι λογοτεχνία. Δεν θα μπω σ' αυτή τη συζήτηση. Κι αν ακόμα δεχτούμε πως ορισμένα του είδους μπορούν να ενταχθούν στη λογοτεχνία, το παρόν κατά τη γνώμη μου δεν είναι. Θα έλεγα πως είναι ένα έτοιμο σενάριο για κινηματογραφική ταινία. Σύντομες, κοφτές φράσεις, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα για τη γλώσσα, λόγος συνήθης, καθημερινός, κανένας προβληματισμός, καμιά ανάλυση χαρακτήρων ή ενεργειών, παρά μόνο στόχος είναι η δημιουργία φόβου, αγωνίας, περιέργειας για το τι πραγματικά συμβαίνει και αδημονίας για τη συνέχεια. Είναι σαν να παρακολουθείς έργο τρόμου. Στο είδος του εξαιρετικό.
Σ' ένα σπίτι με αρκετούς ορόφους, με υπόγειο-χαρακτηριστικό των θρίλερ- σκοτεινό συνήθως, κάπου στη Ν. Υόρκη, ζει η Άννα Φοξ. Μόνη, εκτός από τον νοικάρη της Ντέιβιντ που μένει στο υπόγειο. Η Άννα πάσχει από αγοραφοβία. Μένει συνεχώς στο σπίτι, καταναλώνει απίστευτες ποσότητες κρασιού, κατά προτίμηση μερλό, καταπίνει σωρηδόν χάπια, ενώ παρακολουθείται και από ψυχίατρο. Διαθέτει μια τεράστια συλλογή από αστυνομικές ταινίες και θρίλερ που συχνά παρακολουθεί: Σκιά της αμφιβολίας, Το μωρό της Ρόζμαρι, Δεσμώτης του ιλίγγου, Πριν από τη θύελλα και δεκάδες άλλες. Πάνω απ' όλα βέβαια το πασίγνωστο χιτσκοκικό Σιωπηλός μάρτυς (οι αναγνώστες διαβάζοντας το μυθιστόρημα μπορούν να καταρτίσουν σχετικούς καταλόγους αν τους αρέσει το είδος!). Ενίοτε η Άννα παίζει και σκάκι στον υπολογιστή. Η κύρια όμως απασχόλησή της είναι να παρακολουθεί από το παράθυρό της τη γειτονιά, με μια φωτογραφική μηχανή που διαθέτει ένα εξαιρετικό φακό, ώστε να μπορεί να βλέπει κάθε λεπτομέρεια. Ειδικά η παρακολούθησή της επικεντρώνεται στο σπίτι του ζεύγους Ράσελ. Εκεί ζει ο Άλιστερ και η Τζέιν με τον έφηβο γιο τους Ίθαν. Η Άννα είναι παιδοψυχολόγος και ενίοτε ασκεί το επάγγελμα μέσω ενός φόρουμ, ειδικά με κάποιο πρόσωπο με  το διαδικτυακό όνομα GrannyLizzie, με το οποίο ταιριάζει στην αγοραφοβία και στο οποίο εξομολογείται πολλά από τη δική της ζωή. Συχνά αναφέρεται στον άντρα της Έντ και την κόρη της Ολίβια που δεν ζουν μαζί της.
Παρακολουθώντας το σπίτι των Ράσελ βλέπει μια μέρα τη Τζέιν να δολοφονείται. Όμως ούτε η αστυνομία ούτε κανείς άλλος την πιστεύει. Τι πραγματικά συμβαίνει; Μήπως έχει παραισθήσεις; Προπάντων αν σκεφτούμε  το ποτό και τα χάπια που καταναλώνει. Αν έγινε φόνος, πού είναι το πτώμα; Ποιος είναι ο δολοφόνος; Ποιο ρόλο διαδραματίζει καθένα από τα πρόσωπα του έργου; Η λύση βέβαια, ως συνήθως, στις τελευταίες σελίδες.
Όσοι αγαπούν τα θρίλερ θα ενθουσιαστούν. Σκοτεινή ατμόσφαιρα, μυστηριώδες απίτι, βροχή, ψυχολογική αστάθεια, υποψίες που ανατρέπονται...Ένα γνήσιο θρίλερ, αντιπροσωπευτικό του είδους. Ως ταινία πιστεύω θα συναρπάσει.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2018

Πληγωμένα όνειρα

Γιώργος Παπαδόπουλος-Κυπραίος
Πληγωμένα όνειρα
Διόπτρα, 2018
Πριν από πέντε χρόνια, το 2013, ο Γιώργος Παπαδόπουλος-Κυπραίος μας έδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, "Το δαχτυλίδι". Στην ερώτηση τι τον έκανε στα 70 του χρόνια από επιτυχημένος εκδότης (Διόπτρα) να στραφεί στη συγγραφή, απάντησε: "Θεώρησα πως  έπρεπε να δοθεί μια απάντηση σε κείνους που με ρωτούσαν συχνά: "Και τι έκαναν οι Κύπριοι για την Ελλάδα;", αλλά και για τις αξίες μας που θυσιάσαμε στο βωμό της εύκολης ζωής και της καλοπέρασης".
Φαίνεται όμως πως δεν τα είπε όλα σ' εκείνο το βιβλίο ο Γιώργος. Φαίνεται πως κι άλλα μέσα του τον βασάνιζαν, πως είχε κι άλλα ακόμα να πει για να μπορέσει να ξαλαφρώσει από αναμνήσεις, περιπέτειες, εμπειρίες, απογοητεύσεις, κάποια "Πληγωμένα όνειρα" ν' αφήσει σαν παρακαταθήκη για τις μελλοντικές γενιές. Ο τίτλος, που παραπέμπει ίσως σε ρομαντικές ιστορίες "ροζ" λογοτεχνίας, αδικεί το περιεχόμενο. Αν και από μια άποψη, ναι, ένας έρωτας μεγάλος περιγράφεται. Οι θυσίες που έγιναν γι' αυτόν, η φλόγα με την οποία γέμισε τις ψυχές όσων τον ένιωσαν, τέλος η στάχτη και τ' αποκαΐδια που άφησε  στο πέρασμά του και οι πληγές σ' αυτούς που τον ονειρεύτηκαν. Δεν είναι όμως  ο έρωτας ενός άντρα και μιας γυναίκας. Είναι ο ασίγαστος έρωτας της Κύπρου για την Ελευθερία, την Ελλάδα, την Ένωση και η τραγική κατάληξή του.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με τον παπα-Κυριάκο, ένα λεβεντόπαπα που δεν δίσταζε να έχει τυλιγμένο στο σώμα του ένα φίδι, ούτε να υπερασπίζεται το χωριό του από τους δυσβάστακτους φόρους και τις απειλές των Τούρκων κατακτητών. Βρισκόμαστε περίπου στα μέσα του 19ου αι. Από το Παλαιχώρι ο παπα-Κυριάκος μετοικεί στην Ακρούντα και η εξιστόρηση της ζωής των απογόνων του γίνεται η εξιστόρηση της ζωής της Κύπρου. Καθώς εξελίσσεται η ιστορία παρακολουθούμε, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει στην εισαγωγή του "Τη συμμετοχή των Κυπρίων στον ελληνικό, αλλά και στον αγγλικό στρατό κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο...Τη δημιουργία της ΕΟΚΑ και τον αγώνα της κατά των Άγγλων...Την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες απεμπόλησαν την Ένωση και παραχώρησαν υπερπρονόμια και βέτο στους Τουρκοκύπριους και δικαίωμα επέμβασης στηνΤουρκία...Την προσπάθεια της κυπριακής κυβέρνησης να επιβάλει τις συμφωνίες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο παρατάξεων, εκείνης που ποστήριζε την Ένωση (Ενωτικοί ή Γριβικοί) και της άλλης που τασσόταν υπέρ της ανεξαρτησίας (Ανεξαρτησιακοί ή Μακαριακοί)...Τις πολιτικές που οδήγησαν στην πρόκληση έντασης και συγκρούσεων μεταξύ Τουρκοκυπρίων κα Ελληνοκυπρίων και είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της πράσινης Γραμμής της Λευκωσίας...Τη συγκρότηση της Εθνικής Φρουράς και την αποστολή από τον Γεώργιο Παπανδρέου μιας μεραρχίας ελληνικού στρατού στο νησί προκειμένου να πραγματοποιηθεί η Ένωση...Την εξέλιξη των γεγονότων που έφεραν στα όρια της σύγκρουσης τους υποστηρικτές της κυπριακής ηγεσίας και τους Έλληνες που υπηρετούσαν στην Κύπρο, των οποίων τη στρατιωτική δύναμη αρκετά μέσα ενημέρωσης αποκαλούσαν στρατό κατοχής..."
Από ένα σημείο και πέρα το μυθιστόρημα προσλαμβάνει έντονο βιογραφικό χαρακτήρα. Ο μικρός Γιώργος, που ασφαλώς δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα Γιώργο, ανατρέχει στις παιδικές του αναμνήσεις χαρίζοντάς μας σκηνές και στιγμιότυπα από τη ζωή της Κύπρου των δεκαετιών '40 και '50. Γεγονότα της σχολικής του ζωής κλείνουν το πρώτο μέρος του βιβλίου που έχει τίτλο "Πριν ηχήσουν τα τύμπανα". 
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος "Ο αγώνας αρχίζει". Η προετοιμασία του αγώνα της ΕΟΚΑ, η συμμετοχή του 15χρονου Γιώργου, η ατμόσφαιρα στην Κύπρο, τα κρησφύγετα, οι συγκρούσεις, οι συλλήψεις, οι ανακρίσεις, οι θάνατοι, η πολιτική κατάσταση, αναμοχλεύουν μνήμες για όσους από μας ζήσαμε εκείνους τους καιρούς. Απογοητευμένος ο Γιώργος μεταναστεύει στον Καναδά και η αφήγηση γίνεται ακόμα πιο προσωπική.
Μα το τρίτο μέρος με  τον ερωτηματικό τίτλο "Ήθελαν, τελικά, την Ένωση;" μας προσγειώνει ανώμαλα στο απογοητευτικό τέλος εκείνου του μεγαλειώδους αγώνα. Και κλείνει με το αεροπορικό δυστύχημα της Cyprus Airways τον Οκτώβριο του 1967, όταν το αεροπλάνο με το οποίο θα ταξίδευε ο Γεώργιος Γρίβας (που τελικά δεν ταξίδεψε) κατέπεσε κοντά στο Καστελλόριζο.
Το βιβλίο αναδεύει "πόνους παλιούς που μέσα μας κοιμούνται", κατά τον ποιητή. Θα μπορούσαν άραγε τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει...

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2018

Μια ζωή χωρίς άλλοθι

Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ
Μια ζωή χωρίς άλλοθι
Μεταίχμιο, 2017
Οι (λίγες) 163 σελίδες του βιβλίου  μου δημιουργούσαν μια   επιφύλαξη κι έναν ενδοιασμό ως προς το τι μπορούσα να αναμένω για μια τόσο γεμάτη και τόσο μακρά (91 ετών σήμερα) ζωή που χαρακτηρίζουν την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ. Εντούτοις ο θαυμασμός μου γι' αυτή τη μικρόσωμη Ελληνίδα που κατόρθωσε να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, η πρώτη γυναίκα πρύτανης στην 700 χρονών Ιστορία του Πανεπιστημίου, πρύτανης του Πανεπιστημίου της Ευρώπης, Καγκελάριος των Πανεπιστημίων του Παρισιού κ.λπ. κ.λπ., που υπήρξε συγγραφέας δεκάδων βιβλίων, κυρίως για το Βυζάντιο, με ομιλίες και διαλέξεις σ' όλο τον κόσμο, με ώθησε να αγοράσω το βιβλίο. Δυστυχώς η επιφύλαξή μου δικαιώθηκε. Το βιβλίο με απογοήτευσε, αν και, ομολογώ, διαβάζεται εύκολα, γρήγορα και ...απολαυστικά, θα έλεγα. Σοβαρή βιογραφία όμως δεν είναι. "Αναμνήσεις" ή "Σκόρπια φύλλα της ζωής μου" (για να θυμηθούμε και τον Δροσίνη) είναι οι τίτλοι που θα του ταίριαζαν.
Έκτο παιδί μιας προσφυγικής οικογένειας, γεννήθηκε στον Βύρωνα και εκεί μένει ακόμα και σήμερα, φαντάζομαι όταν είναι στην Ελλάδα, αφού δηλώνει Γαλλίδα. Με την Ελλάδα, λέει, τη συνδέουν οι άνθρωποι και η ιστορία της. Σκόρπιες αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια, τα παιγνίδια, το δημοτικό, τα πρώτα διαβάσματα, τα Γυμνασιακά χρόνια, τον πόλεμο, την Κατοχή. Όνειρό της ήταν να γίνει Πολιτικός Μηχανικός, αλλά δεν είχε χρήματα για να κάνει φροντιστήριο. Έτσι πήγε στη Φιλοσοφική. Δεν εξηγεί όμως πώς βρέθηκαν χρήματα για να κάνει ιδαίτερα Γαλλικά και Αγγλικά.
Στην Κατοχή γίνεται μέλος της ΕΠΟΝ, τρέχει στις διαδηλώσεις. Στο κεφάλαιο "Με τον Μάνο (Χατζηδάκη) και τον Χρήστο στο βουνό" εμφανίζεται να φεύγει ως αντιστασιακή για το βουνό. Η περιγραφή της όμως φτάνει ως τη Λαμία κι από κει γυρεύει μέσο να γυρίσει στην Αθήνα. Και δεν είναι η μόνη ελλιπής πληροφορία στο βιβλίο. Ιδεολογική αντίφαση χαρακτηρίζει δυο άλλα γεγονότα. Ως μέλος μιας οργάνωσης που λεγόταν "Σπίθα" αναλαμβάνει να παραδώσει κάποια χαρτιά. "Και τα διαβάζω και βλέπω ότι είναι υπέρ του βασιλιά. Έφυγα αμέσως. Τα έδωσα κι έφυγα". Όμως αργότερα, όταν φοιτά στο Πανεπιστήμιο και μαθαίνει ότι η βασίλισσα ζητά κάποιον που να ξέρει καλά Ελληνικά και ξένες γλώσσες, η Αρβελέρ προθυμοποιείται αμέσως. Μπαίνει στον κύκλο της βασίλισσας, γνωρίζει τις κυρίες των τιμών, συνοδεύει τη βασίλισσα σε τσάγια, εγκαίνια κ.λπ. Φεύγει μόνο όταν η Φρειδερίκη κόβει το τσιγάρο, απαγορεύει να καπνίζουν μπροστά της και η Αρβελέρ αρνείται να το κόψει! Επεισόδια ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, ένα σκαμπίλι που η βασίλισσα δίνει στον μπόμπιρα Κωνσταντίνο και άλλα που αναφέρει για τη βασιλική οικογένεια και όχι μόνο, διασκεδαστικά να τα διαβάζουμε ως κουτσομπολιό αλλά όχι βέβαια ως σοβαρή αυτοβιογραφία.
Ακολουθούν οι σπουδές στο Παρίσι, η επιστημονική της συμβολή και σταδιοδρομία.  Το 1958 παντρεύτηκε τον Ζακ Αρβελέρ (εκείνου ήταν δεύτερος γάμος) και απέκτησε μια κόρη. Κάνει αναφορά στον  Μάη του '68, αλλά ενδιάμεσα παρελαύνουν πλήθος ονόματα διασήμων της πολιτικής, της διανόησης, της Τέχνης, με τα οποία γνωρίζεται και σχετίζεται: Εκτός από την ελληνική βασιλική οικογένεια, ο Χουάν Κάρλος και η Σοφία, η Ειρήνη, την οποία λέει ότι αγαπά ιδιαιτέρως, ο Χατζηδάκης και ο Θοδωράκης, Σικελιανός και Βρετάκος, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Τσαρούχης , ο Ελύτης, Φρανσουά Μιτεράν και Νουρέγιεφ, Μαριάννα Λάτση, Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ο Καραμανλής και άλλοι "ων ουκ έστι αριθμός", είναι φίλοι της, συντρώγει ή συνομιλεί μαζί τους. Αφθονία φωτογραφιών τεκμηριώνει τις σχέσεις αυτές. Και διερωτώμαι: Όλοι αυτοί οι διάσημοι έρχονται και σε  βρίσκουν, έστω κι αν είσαι μια καταξιωμένη επιστήμονας ή πας εσύ γυρεύοντάς τους;
"Είμαι 91 χρονών, μπορώ να λέω ότι θέλω", γράφει. Βεβαίως να λέει ό,τι θέλει. Ας λάμβανε όμως και λίγο υπ' όψιν και τι θα θέλαμε εμείς οι αναγνώστες: ένα πιο πνευματικό, πιο ουσιαστικό βιβλίο, την πνευματική και επιστημονική της πορεία και όχι αν πάντοτε ντύνεται από τον Οίκο Chloe!
"Διαβάζεται μονορούφι, αλλά από ένα μάλλον κίτρινο ενδιαφέρον", γράφει πολύ εύστοχα ένας κριτικός.
 

Δευτέρα, Ιανουαρίου 22, 2018

Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη
Πόλις, 2017
Ωχ, βαρυστομάχιασα! Μπορεί κανείς να βαρυστομαχιάσει πνευματικά; Απ' ό,τι φαίνεται μπορεί. Διαβάζοντας απνευστί το βιβλίο του Γιαννακόπουλου ένιωσα (με πολλή ευχαρίστηση, ομολογώ) αυτή την πνευματική βαρυστομαχιά. Με πλήθος τίτλους, με δεκάδες αναφορές σε βιβλία, με τις αναμνήσεις και τις σκέψεις που πολλές απ' αυτές τις αναφορές μου προκαλούσαν, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε έχοντας διαφορετική άποψη, απολαμβάνοντας όμως κάθε σελίδα, διάβασα σε μια μέρα "Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη". Με τόση βουλιμία, τόσο βιαστικά, που τελειώνοντάς το ένιωσα την ανάγκη να το ξαναρχίσω ή τουλάχιστον να διαβάσω ξανά κάποια κεφάλαιά του.
Σ' όλους, νομίζω, τους βιβλιόφιλους αρέσει όχι μόνο να διαβάζουν βιβλία αλλά και να διαβάζουν ΓΙΑ βιβλία. Το βιβλίο του Γιαννακόπουλου είναι ό,τι πρέπει γι' αυτό το σκοπό. Κατ' ακρίβεια το περιεχόμενο δεν ανταποκρίνεται πλήρως στον τίτλο, εκτός από ένα μόνο κεφάλαιο. Περιγράφονται, όπως δηλώνει και ο υπότιτλος, "Ηδονές και πάθη της ανάγνωσης". Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης; Πώς αναγνωρίζουμε έναν αληθινό βιβλιόφιλο; Ποιο είναι το καλύτερο μέρος για διάβασμα; Αφήνει ο βιβλιόφιλος μισοδιαβασμένα βιβλία; Ποια προβλήματα ανακύπτουν από τη συσσώρευση βιβλίων σε μια (ιδιωτική) βιβλιοθήκη; Άραγε μόνο οι ανόητοι δανείζουν βιβλία; Ποιοι συγγραφείς μπορούν να χαρακτηριστούν κλασικοί; Ποιο είναι το ιδανικό βιβλιοπωλείο; Ποια η συμπεριφορά του βιβλιόφιλου προς το σώμα του βιβλίου; Είναι μόνο ελάχιστο δείγμα από τα ερωτήματα που απασχολούν τον συγγραφέα στα τριανταπέντε κεφάλαια του βιβλίου. Οι προσωπικές του εμπειρίες, πάντοτε παρούσες, υποκινούν και ζωντανεύουν και τις εμπειρίες του αναγνώστη. Όταν, για παράδειγμα, αναφέρεται στο κεφάλαιο "Βιβλία ταξιδιού" στα βιβλία που αγόρασε στα ταξίδια του, π. χ. τι αγόρασε στην Τήνο, στη Ρόδο, στη Μύκονο, στην Ισπανία, στα Χανιά κ.λπ. ο πειρασμός ήταν μεγάλος για να θυμηθώ ανάλογες εμπειρίες (Από την Κεφαλλονιά αγόρασα το "Ιδού ο άνθρωπος" του Λασκαράτου, από τη Σαμοθράκη το ομώνυμο βιβλίο του Ίωνα Δραγούμη, από το Δουβλίνο ένα βιβλιαράκι τσέπης για τον Τζόυς, από την Οξφόρδη ένα βιβλίο με σύγχρονους διαλόγους στα Λατινικά, από την Πάτμο τη μετάφραση της Αποκάλυψης του Ελύτη κ.ο.κ.). Άλλοτε πάλι στρέφει την προσοχή μας σε θέματα που ποτέ δεν είχαμε προσέξει. Π.χ. τι διαβάζουν οι μυθιστορηματικοί ήρωες; Τι διάβαζε η Άννα Καρένινα και τι ο Καρένιν;
Βιβλία που διαβάσαμε και βιβλία που σκοπεύουμε να διαβάσουμε, αγαπημένοι ή λιγότερο αγαπημένοι συγγραφείς, αναγνωστικές συνήθειες όμοιες ή διαφορετικές από τις δικές μας πλημμυρίζουν το βιβλίο. Για παράδειγμα, εγώ ποτέ δεν θα ακουμπούσα το βιβλίο σε μια βρεγμένη επιφάνεια, ποτέ δεν θα τσάκιζα για σημάδι μια σελίδα, ποτέ δεν θα έκοβα με ό, τι εύρισκα πρόχειρο ή άτσαλα με το χέρι τις άκοπες σελίδες ενός βιβλίου όπως  κάνει ο συγγραφέας στη βιασύνη του να το διαβάσει.
Γενικά απολαυστικό το βιβλίο του Γιαννακόπουλου. Όμως γιατί ούτε μια απλή αναφορά στα ψηφιακά βιβλία; Που σε βγάζουν και από το δίλημμα τι να πάρεις μαζί σου σ' ένα ταξίδι ή τι να προτιμήσεις περιμένοντας στην αίθουσα αναμονής του οδοντογιατρού. Προσωπικά, στο κινητό μου τηλέφωνο  έχω αυτή τη στιγμή 43 διηγήματα του Παπαδιαμάντη, 11 διηγήματα και 4 μονόπρακτα του Τσέχοφ και τον "Παίκτη" του Ντοστογιέφσκι. Στο δε ipad έχω δεκάδες μυθιστορήματα, άλλα αγορασμένα και άλλα κατεβασμένα δωρεάν. Αν σκοπός και απόλαυση της ανάγνωσης είναι κυρίως το περιεχόμενο και όχι το σώμα του βιβλίου (το οποίο ασφαλώς δεν υποτιμώ), τότε γιατί τόση παράλειψη;
Χρησιμότατο και διασκεδαστικό το "Ερωτηματολόγιο αναγνωστικής συμπεριφοράς" που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου. Δεκαπέντε ερωτήματα στα οποία καλείται ο αναγνώστης να απαντήσει μ' ένα "ναι" ή ένα "όχι" και ανάλογα να χαρακτηρίσει τον εαυτό του ως "βιβλιόφιλο", "βιβλιοφάγο" ή "βιβλιομανή". Έκανα το τεστ. Ασυζητητί ανήκω στους βιβλιομανείς!

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2018

Καρυδότσουφλο

Ιαν ΜακΓιούαν
Καρυδότσουφλο
Πατάκηςς, 2017
Μετ. Κατερίνα Σχινά
Ο Ιαν ΜακΓιούαν είναι από τους αγαπημένους μου ξένους συγγραφείς. Τα βιβλία του, "Εξιλέωση", "Σάββατο", "Στην ακτή", "Επιχείρηση ζάχαρη", "Χαμένο παιδί", "Νόμος περί τέκνων", μου έχουν χαρίσει πολλές ώρες αναγνωστικής απόλαυσης. (Για όλα, εκτός από το "Εξιλέωση" που το διάβασα πριν από τη δημιουργία του blog, έχω κάνει αναρτήσεις). Φυσικό λοιπόν να αναζητώ κάθε καινούριο του βιβλίο. Το τελευταίο όμως, το "Καρυδότσουφλο", χωρίς να στερείται τα προτερήματα της γραφής του ΜακΓιούαν, δεν μου έδωσε την ικανοποίηση που περίμενα.
 Πιστεύω ότι στην προσπάθειά του να πρωτοτυπήσει κατέληξε σ' ένα μυθιστόρημα εντελώς εξωπραγματικό. Δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, είδος αποδεκτό και σύνηθες. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα συζυγικής απάτης, που καταλήγει σε αστυνομικό, αλλά με έναν εντελώς απρόσμενο εξωδιηγητικό (ως ένα βαθμό) αφηγητή. Δηλαδή την όλη ιστορία αφηγείται το κυοφορούμενο βράφος, ευρισκόμενο ήδη στον ένατο μήνα της κύησης. Και διερωτώμαι. Ποια η διαφορά αν η αφήγηση γινόταν από έναν τριτοπρόσωπο, παντογνώστη αφηγητή; Τη στιγμή μάλιστα που το βρέφος δεν αρκείται απλώς στην καταγραφή των γεγονότων όπως τα αισθάνεται να συμβαίνουν, αλλά προβαίνει σε βαθιές φιλοσοφικές, λογοτεχνικές, κοινωνικές και άλλες παρατηρήσεις! Με πλήθος αναφορές άλλοτε στα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, όπως στις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας, στον Σαίξπηρ και την ποίηση, στη γεύση των διαφόρων κρασιών κ.λπ. εμφανίζεται ως ένα βρέφος-παντογνώστης. Βέβαια, πολλά απ' αυτά τα μεταφέρει ως  λεγόμενα από πρόσωπα του έργου, τα οποία παρακολουθεί στις κινήσεις και συζητήσεις τους.
Τα πρόσωπα αυτά είναι: Η Τρούντη, η οποία κυοφορεί το ομιλούν βρέφος, νόμιμο καρπό της συζυγικής της σχέσης με τον Τζον, έναν ευαίσθητο ποιητή, με τον οποίο όμως έχει τώρα χωρίσει και συζεί με τον αδελφό του, τον Κλοντ. Το ζεύγος διαμένει στο οικογενειακό σπίτι, από το οποίο ο Τζον θέλει να τους διώξει. Τότε Τρούντυ και Κλοντ εξυφαίνουν ένα σχέδιο για να δολοφονήσουν τον Τζον.
 Όλα αυτά τα παρκολουθεί και τα καταγράφει το αγέννητο βρέφος. Θα επιτύχει το σχέδιό τους; Κι αν επιτύχει, θα μπορέσει το ζεύγος να διαφύγει ατιμώρητο; Τι ρόλο μπορεί να διαδραματίσει το βρέφος που αγαπά τον πατέρα του και αντιπαθεί τον θείο του που "έκλεψε" τη μητέρα του; (Σαφής αναφορά στον Άμλετ).
Η γραφή του ΜακΓιούαν ενδιαφέρουσα, ο προβληματισμός του πάντα καίριος. Μόνο ας εύρισκε έναν άλλον αφηγητή κι όχι αυτό το πάνσοφο έμβρυο!

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2018

Ιστορία χωρίς όνομα

Στέφανος Δάνδολος
Ιστορία χωρίς όνομα
(Το κρυφό πάθος της Πηνελόπης Δέλτα)
Ψυχογιός, 2017
(ebook)
Το ήξερα πριν διαβάσω το βιβλίο πως τίποτα καινούριο δεν θα είχα να μάθω για την Πηνελόπη Δέλτα. Όταν έχεις διαβάσει ό,τι έχει κυκλοφορήσει για τη σπουδαία αυτή γυναίκα, από το συγγραφικό της έργο που έθρεψε τη νεότητά μας, ως τα ημερολόγια, τις "ενθυμήσεις", τις "Αναμνήσεις", ό,τι έγραψε εκείνη και ό,τι γράφτηκε γι' αυτήν, ξέρεις πως τίποτα καινούριο δεν έχεις να μάθεις. Κι όμως σαν μαγνήτης πάντα με τραβάει ό,τι έχει σχέση μαζί της. Έτσι διάβασα και το μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου.
Το χαρακτηρίζει ο ίδιος μυθιστόρημα, αλλά λίγα, πιστεύω, είναι τα μυθιστορηματικά στοιχεία, όπως μας διευκρινίζει ο ίδιος στο επίμετρο του έργου. Γράφει: "Το βιβλίο αυτό είναι μυθιστόρημα και πρέπει να διαβαστεί σαν μυθιστόρημα, όχι σαν ιστορική βιογραφία. είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, αλλά έχει διανθιστεί από μυθιστορηματικές πινελιές όπως συμβαίνει σε κάθε ιστορία που γίνεται μυθιστόρημα". Ωραίο το εύρημα του συγγραφέα να εναλλάσσει το παρόν με  το παρελθόν. Το παρόν είναι η 26η και 27η Απριλίου 1941, όταν οι Γερμανοί πλησιάζουν και εν τέλει μπαίνουν στην Αθήνα, ενώ η "Κυρία Δέλτα" (όπως τιτλοφορούνται τα σχετικά κεφάλαια) καθισμένη στην αναπηρική καρέκλα, θυμάται και προετοιμάζεται για το προαποφασισμένο τέλος. Τα υπόλοιπα παρεμβαλλόμενα εναλλάξ κεφάλαια αναφέρονται σ' ένα τριήμερο του 1908, όταν η Δέλτα, νοσηλευόμενη στην κλινική του δρος Φρίντμαν στο Γκάινφραν, κοντά στη Βιέννη, συναντά τον Ίωνα Δραγούμη, έτοιμη να εγκαταλείψει την οικογένειά της και να τον ακολουθήσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκείνος υπηρετεί στο διπλωματικό σώμα. 
Όλη η πάλη που διαδραματίζεται στην ψυχή της Δέλτα περιγράφεται με εξαιρετικό τρόπο από τον συγγραφέα. από τη μια οι μοναδικές αυτές τρεις μέρες που περνούν οι δυο ερωτευμένοι στο ωραίο περιβάλλον της Βιέννης, δείγμα της ευτυχίας που τους αναμένει και από την άλλη η συναίσθηση της ευθύνης της Πηνελόπης απέναντι στον σύζυγο, τα παιδιά, τους γονείς της, την κοινωνία. Ξέρουν πως αν χωρίσουν τώρα, ο χωρισμός αυτός θα είναι οριστικός. 
Και πάλι ερχόμαστε στο παρόν του 1941, 33 χρόνια μετά. Χίλιες δυο σκέψεις "μυθιστορηματική αδεία" περνούν από το μυαλό της. Ο γάμος της, τα τρία της κορίτσια, η γνωριμία με τον Ίωνα, ο Παύλος Μελάς, του οποίου η σύζυγος Ναταλία ήταν αδελφή του Δραγούμη, ο μακεδονικός αγώνας, ο δεσμός του Ίωνα με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, ο θάνατος-δολοφονία του Δραγούμη και η πιθανή εμπλοκή του πατέρα της, σταθμοί της περασμένης της ζωής ξανάρχονται στη μνήμη τώρα που ετοιμάζεται να πεθάνει.
Οι Γερμανοί πλησιάζουν, μπαίνουν στην Αθήνα, ο φρουρός της γαλανόλευκης στην ακρόπολη, τυλίγεται τη σημαία και πέφτει στο γκρεμό. Η Δέλτα παίρνει το δηλητήριο. Παλιές απόπειρες αυτοκτονίας είχαν αποτύχει. Όχι όμως αυτή. Πέντε μέρες βασανίζεται πριν πεθάνει. Αφήνει τις τελευταίες της οδηγίες. Θάβεται στην αυλή του σπιτιού της στην Κηφισιά.
Αποσπάσματα από τα μυθιστορήματά της, από επιστολές, ημερολόγια, συνομιλίες, επιστολές του Ίωνα και άλλα αυθεντικά κείμενα διανθίζουν το μυθιστόρημα. Και ξανακάνω τη σκέψη που πολλές φορές με απασχόλησε. Πώς μπόρεσε αυτή η γυναίκα, άρρωστη για χρόνια πολλά, βασανισμένη από έναν ανολοκλήρωτο έρωτα, με απόπειρες αυτοκτονίας, παντρεμένη με ένα σύζυγο που εκτιμούσε μεν αλλά ποτέ δεν αγάπησε, με τρία παιδιά, να μας αφήσει ένα τέτοιο έργο, μεγάλο σε ποσότητα και ποιότητα; Ή μήπως ακριβώς εξαιτίας όλων αυτών που την συνέθεσαν;

Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2017

Έγκλημα στη Βαρκελώνη

Antonio Hill
Έγκλημα στη Βαρκελώνη
Πατάκης, 2013
Μετ. Μαρία Παλαιολόγου
(ebook)
Πάντα μου άρεσαν τα αστυνομικά μυθιστορήματα (αχ! πόσο όμορφες ώρες πέρασα παρέα με τον Ηρακλή Πουαρό και τη μις Μαρπλ!). Ταυτόχρονα όμως πάντα τα θεωρούσα αναγνωστική πολυτέλεια. Είναι, πιστεύω, η πολυτέλεια του περιττού. Σου χαρίζουν λίγες ώρες φυγής, λίγο χρόνο ξεκούρασης, απομάκρυνσης από  προβλήματα, έγνοιες, σκοτούρες, ευθύνες, χωρίς να σου αφήνουν κάτι πιο ουσιαστικό. Μοιάζουν με τις φυσαλίδες της σαμπάνιας, ωραίες, δροσιστικές, που όμως διαλύονται και σβήνουν σε δευτερόλεπτα. Γι' αυτό φύλαγα αυτή την πολυτέλεια της ανάγνωσης ενός αστυνομικού μυθιστορήματος στις διακοπές των Χριστουγέννων, σαν ένα δώρο στον εαυτό μου. Τώρα, με τη χρονική άνεση της συνταξιούχου, μπορώ να έχω όποτε θέλω αυτή την απόλαυση. Η συνήθεια όμως έμεινε. Χριστούγεννα και αστυνομικό μυθιστόρημα.
Το φετινό δώρο στον εαυτό μου υπήρξε ένα μυθιστόρημα ενός άγνωστου και πρωτοεμφανιζόμενου Ισπανού συγγραφέα: "Έγκλημα στη Βαρκελώνη". Πολύ ενδιαφέρον, αν και έχω τις επιφυλάξεις μου. Σημασία έχει ότι ο Antonio Hill κατάφερε να με κρατήσει καθηλωμένη στην ανάγνωση ως την τελευταία σελίδα.
Κεντρικός ήρωάς του ο Έκτορ Σαλγάδο, Αργεντινός στην καταγωγή, που εδώ και χρόνια ζει στη Βαρκελώνη. Μαζί του εξίσου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και δυο γυναίκες αστυνομικοί. Η πλοκή αρχίζει με ένα νεκρό αγόρι, τον Μαρκ, γόνο "καλής" οικογένειας, που όπως όλα δείχνουν σκοτώθηκε πέφτοντας από το παράθυρο της σοφίτας του σπιτιού του. Αυτό όμως είναι μόνο η αρχή για να ακολουθήσει πληθώρα άλλων θεμάτων και προβλημάτων με τα οποία καλούνται να ασχοληθούν ο Έκτορ και οι αστυνομικίνες.
Οι επιφυλάξεις στις οποίες αναφέρθηκα είναι ακριβώς αυτή η ανάμιξη της πληθώρας των θεμάτων. Μια φίλη του Μαρκ θα βρεθεί νεκρή στη μπανιέρα του σπιτιού της με κομμένες τις φλέβες. Ένας τρίτος νεαρός, ο Αλέιξ, φίλος και των δύο, ένας ταλαντούχος, ωραίος έφηβος, θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο. Και η υπόθεση θα πάει αρκετά χρόνια πίσω, όταν ένα τρίτο θύμα, ένα μικρό κορίτσι είχε βρεθεί νεκρό σε μια πισίνα.
Πέρα όμως από την αστυνομική πλοκή που εκτός από τους φόνους περιλαμβάνει και την εμπλοκή ενός γιατρού σε traffiking, διακίνηση ναρκωτικών, σεξουαλική κακοποίηση, ενδοοικογενειακή βία κ.λπ. ο συγγραφέας παρεμβάλλει στο μυθιστόρημά του και κοινωνικά θέματα: διαζύγια, υιοθεσία, σχέσεις γονιών-παιδιών, ελευθερία σχέσων κ.ά. Η Βαρκελώνη επίσης με τις γειτονιές της, τις ράμπλας, την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού, γίνεται το ρεαλιστικό σκηνικό του έργου. Και βεβαίως περιττό να πω ότι η σύγχρονη τεχνολογία παίζει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο. Υπολογιστές, blog, usb, μηνύματα και τηλεφωνήματα στα κινητά κ.λπ. είναι χρήσιμα εργαλεία για την εξιχνίαση των εγκλημάτων.
Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα γι' αυτό, νομίζω, παρασύρθηκε και ανέμιξε τόσα θέματα. Όμως κάποια υπόθεση που μένει ανοικτή στο τέλος μας δημιουργεί την υπόνοια πως αυτό το έργο δεν θα είναι...πρώτο και τελευταίο. Ίσως τότε να μπορέσει να τιθασσεύσει την έμπνευσή του και να περιορίσει τα θέματα που θίγει. Οπωσδήποτε είναι ένα ενδιαφέρον, σύγχρονο μυθιστόρμα.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2017

Τελευταίο τρένο για το Παρίσι

Michele Zackheim
Τελευταίο τρένο για το Παρίσι
Εκδ. Παπαδόπουλος, 2014
Μετ. Μαρία Φακίνου
(ebook)
"Είναι άνοιξη του 1992. Να με λοιπόν, μια ηλικιωμένη γυναίκα ογδόντα επτά ετών, να ξεριζώνω γονατιστή αγριόχορτα μες το δροσερό πρωινό...Πάνε πάνω από εξήντα χρόνια από τότε που δούλευα στο Παρίσι".
 Η 87χρονη Αμερικανίδα Ρόζυ Μπελ Μάνον γυρίζει με την ανάμνηση πάνω από 60 χρόνια πίσω, όταν δούλευε ως δημοσιογράφος, ανταποκρίτρια της εφημερίδας Paris Courier, πηγαινοερχόμενη μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου. Αφορμή για το βύθισμα στις αναμνήσεις της δίνει ένα μπαούλο γεμάτο σημειώσεις και αποκόμματα εφημερίδων που της στέλλουν από την εφημερίδα χρόνια μετά τον πόλεμο, γιατί πρόκειται ν' αλλάξουν γραφεία. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μετακινείται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, αν και για το παρόν δεν έχει πολλά να πει. Ζει στην Αμερική, στην  ηρεμία της γεροντικής ηλικίας, καλλιεργεί τον κήπο της, θαυμάζει το ηλιοβασίλεμα και θυμάται τα ταραγμένα χρόνια, τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι αναμνήσεις ξεπηδούν ολοζώντανες μέσα από το παλιό μπαούλο. Η οικογένειά της, η μέρα κατά την οποία έμαθε ότι είναι κατά το ήμισυ Εβραία (από την πλευρα της μητέρας της), οι κακές σχέσεις με τη μητέρα της που κράτησαν ως το τέλος της ζωής εκείνης, αν και η ίδια η Ρόουζ στάθηκε πάντα αφοσιωμένη στο καθήκον προς τη μάνα.
Το 1933 η Ρόουζ φτάνει στο Παρίσι. Ως ανταποκρίτρια μετακινείται μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου, ακόμα και μέχρι το 1940, όταν οι συνθήκες για τους Εβραίους έχουν γίνει τρομακτικές. Σ' αυτά τα ταξίδια γνωρίζει και ερωτεύεται τον Λέον, που αργότερα θα μάθει ότι είναι Εβραίος, αλλά κατά κάποιο τρόπο υπό τη γερμανική προστασία, γιατί χρειάζονται τη χαρακτική του τέχνη.
Πολλά άλλα πρόσωπα διακινούνται στο μυθιστόρημα, ακόμα και υπαρκτά πρόσωπα που του προσδίνουν μεγαλύτερη αληθοφάνεια, συχνά άσχετα μεταξύ τους. Μια ωραία ξαδέλφη της Ρόουζ δολοφονείται με αποτρόπαιο τρόπο, ένας γνωστός δημοσιογράφος αυτοκτονεί, ένα φιλικό ζευγάρι αφηγείται τη φρικτή εμπειρία από τη στείρωση που υπέστησαν τα δυο  κοριτσάκια του, πολιτική των Ναζί που ξεκίνησε πολύ πριν από τα πειράματα των στρατοπέδων. 
Όταν αρχίζει ο πόλεμος, η Αμερικανική Πρεσβεία στο Βερολίνο θα κλείσει. Οι Αμερικανοί πολίτες, ανάμεσά τους και η Ρόουζ, μπορούν να φύγουν. Η τολμηρή δημοσιογράφος κατορθώνει να εξασφαλίσει ψεύτικα χαρτιά για τον αγαπημένο της Λέον και τους γονείς του. Το τελευταίο τρένο που θα αναχωρήσει από το Βερολίνο για το Παρίσι φτάνει. Σε μια δραματική σκηνή η Ρόουζ πρέπει να αποφασίσει μεταξύ της σωτηρίας της μητέρας της και του Λέον. Τι θα κάνει;
Το βιβλίο σου αφήνει στο τέλος μια πικρή γεύση. Όχι μόνο για τα εγκλήματα που έγιναν και γίνονται. Αλλά και με την επαλήθευση της απαισιόδοξης ρήσης του  Θουκυδίδη: "Αυτά γίνονται και θα γίνονται όσο η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια".

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2017

Καλοκαίρι στο Μπάντεν-Μπάντεν

Λεονίντ Τσίπκιν
Καλοκαίρι στο Μάντεν-Μπάντεν
Μεταίχμιο, 2016
Μετ. Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εισαγωγή, Σούζαν Σόνταγκ
Ο αναγνώστης χρειάζεται κάποιο χρόνο για να κατανοήσει την τεχνική και να μπει στο πνεύμα του βιβλίου, να καταλάβει αυτή την ανάμιξη πρώτου και τρίτου αφγηματικού προσώπου, μυθοπλασίας και πραγματικότητας.
"Ταξίδευα με το πρωινό τρένο, ήταν όμως χειμώνας, καταχείμωνο-τέλη Δεκεμβρίου. Εκτός αυτού, το τρένο κατευθυνόταν προς το Λένινγκραντ- προς τα βόρεια, για τούτο και πίσω από τα τζάμια άρχισε γρήγορα να σκοτεινιάζει-οι κοντινοί στη Μόσχα σταθμοί, σπαρμένοι, θαρρείς, από κάποιο αόρατο χέρι, λαμποκοπούσαν με τα δυνατά τους φώτα καθώς τους αφήναμε πίσω μας".
Είναι η πρωτοπρόσωπη φωνή του συγγραφέα με την οποία αρχίζει την αφήγησή του. Πρόκειται για τον Ρωσοεβραίο Λεονίντ Τσίπκιν, γιατρό (1926-1982), που αν και πέθανε μόλις 56 χρονών, ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία και μας άφησε αυτό το λογοτεχνικό μνημείο της έκφρασης της μεγάλης του αγάπης για τον Ντοστογέφσκι.
Χωρίς να μας αναφέρει τη χρονολογία του δικού του ταξιδιού, ξεκινά από τη Μόσχα και οδεύει με το τρένο προς το (τότε) Λένινγκριντ, με αναγνωστική συντροφιά το Ημερολόγιο της Άννας Γκριγκόριεβνα, στο οποίο στηρίζεται και το δικό του βιβλίο. Θέλει να επισκεφθεί χώρους όπου έζησε ο αγαπημένος του συγγραφέας, το μουσείο το αφιερωμένο σε κείνον και να αναφερθεί στα χρόνια που ο Φέντια, όπως αποκαλεί τον Ντοστογέφσκι, και η δεύτερη σύζυγός του, η Άννα Γκριγκόριεβνα, έζησαν σε πόλεις της Δύσης και ειδικά στο Μπάντεν-Μπάντεν. Η αυτοβιογραφική πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δηλαδή το ταξίδι του Τσίπκιν από τη Μόσχα στο Λένινγκραντ εναλλάσσεται με την τριτοπρόσωπη γραφή, όταν ο Τσίπκιν αφηγείται τα του ταξιδιού και γενικότερα τα της ζωής του ζεύγους. Ο μακροπερίοδος λόγος (υπάρχουν περίοδοι που υπερβαίνουν τη σελίδα) είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό που δυσχεραίνει τον αναγνώστη και απαιτεί την πλήρη προσοχή του.
Μεταφερόμαστε στον 19ο αι., παρακολουθούμε την καθημερινότητα του ζεύγους, βλέπουμε να ζωντανεύουν μπροστά μας η μεγάλη του αγάπη, ο ευέξαπτος χαρακτήρας εκείνου, οι κρίσεις της επιληψίας του, το πάθος του για τη ρουλέτα. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος της παραμονής του ζεύγους στη γνωστή λουτρόπολη. Το πάθος της ρουλέτας και η διαρκής χασούρα εξαντλεί οικονομικά το ζεύγος. Ο Φέντια  καταφεύγει στο ενεχυροδανειστήριο, βάζει τα πάντα ενέχυρο. Τα κοσμήματα της γυναίκας του, ακόμα και φορέματά της. Γίνεται προληπτικός όπως όλοι οι τζογαδόροι. "Καθώς πλησίαζε το Καζίνο άρχισε να βαδίζει με μικρότερα βήματα, έτσι ώστε ο αριθμός των βημάτων που είχε κάνει ερχόμενος από το σπίτι να φτάσει τα 1.457-ο αριθμός αυτός σύμφωνα με παλιότερους υπολογισμούς του, ήταν ο πιο γουρλίδικος γι' αυτόν-όσες φορές τον έπιανε κέρδιζε πάντα-σ' αυτή την περίπτωση όμως δεν υπήρχε τίποτα το εκπληκτικό-ο τελευταίος αριθμός ήταν το 7 και το σύνολο των αριθμών έβγαζε το νούμερο 17-πάλι7: κάτι ιδιαίτερο είχε αυτός ο αριθμός, μονός αριθμός που δεν διαιρείται με κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του".
Αναφέρεται η βαθιά θρησκευτικότητά του, οι διαρκείς ελεημοσύνες προς όποιον του απλώνει  το χέρι, πράγμα που ενίοτε προκαλεί καυγάδες ανάμεσα στο ζεύγος, μεταφερόμαστε στον τρόπο γνωριμίας τους, όταν ο Φέντια προσέλαβε την Άννα για να της υπαγορεύσει τον "Παίκτη". Η αγάπη και η αφοσίωση εκείνης είναι αφάνταστη, συγχωρεί τα πάντα, τα πάθη του, συμπαραστέκεται στις κρίσεις επιληψίας του. "...μισή ώρα αργότερα εκείνη ξύπνησε από έναν φοβερό ήχο, κάτι ανάμεσα σε ρόγχο και σε γουργουρητό. Ανάβοντας με τρεμάμενα χέρια ένα κερί όρμησε στο κρεβάτι του άντρα της-εκείνος ήταν ξαπλωμένος άκρη άκρη, με το κορμί καμπουριασμένο, λες και ήθελε να ανακαθίσει και τον εμπόδιζε ένα αόρατο σχοινί με το οποίο ήταν δεμένος στο κρεβάτι, με το πρόσωπο μελανό, με αφρούς στο στόμα-τον έσυρε με όλη της τη δύναμη στη μέση του κρεβατιού για να μην πέσει και γονατίζοντας έπιασε να σκουπίζει με μια πετσέτα τον αφρό από τα χείλη του και τον ιδρώτα που κυλούσε από το μέτωπό του".
Ο Τσίπκιν παρεμβαίνει διαρκώς με τις δικές σκέψεις, εντυπώσεις, αναφορές. Στο Λένινγκραντ, ειδικά στη γειτονιά όπου έζησε ο Ντοστογέφσκι, η περιγραφή των γύρω δρόμων, του σπιτιού-τώρα μουσείο, παίρνει μια ιδιάτερα συγκινησιακή χροιά. Με κάθε λεπτομέρεια περιγράφεται το γραφείο του και η αρχή του τέλους. "...το δωμάτιο με το γραφείο εκείνου, πάνω στο οποίο βρίσκονταν βιβλία και χειρόγραφα, τσιγαρόχαρτα και μια ταμπακιέρα, δύο κεριά καμένα μέχρι τέλους, ένα μελανοδοχείο και ένα ημερολόγιο ανοιγμένο στην ημερομηνία του θανάτου του. Και δίπλα στο γραφείο η εταζέρα με τα βιβλία, η οποία, κατά την εκδοχή της Άννας Γκρηγκόριεβνα, όπως την παρουσιάζει στα απομνημονεύματά της, έπαιξε μοιραίο ρόλο στην πνευμονική αιμορραγία που του παρουσιάστηκε όταν μια νύχτα προσπάθησε να την μετακινήσει για να βρει την πένα, που είχε πέσει από πίσω".
Λεπτό προς λεπτό περιγράφεται η τελευταία μέρα της ζωής του μεγάλου συγγραφέα. 28 Ιανουαρίου (9 Φεβρουαρίου με το νέο ημερολόγιο) 1881. Πριν καν κλείσει τα 60 του χρόνια. Απορούμε πώς μπόρεσε, παρ' όλη την αρρώστια, τα πάθη, τη σύντομη ζωή του να δημιουργήσει έργα όπως το "΄Εγκλημα και τιμωρία', "Αδερφοί Καραμαζώφ", "Οι δαιμονισμένοι" και τόσα άλλα. Ή μήπως ακριβώς γι' αυτό;
Η Σούζαν Σόνταγκ τελειώνει την πολυσέλιδη, πολύ ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική εισαγωγή της με τα εξής: "Αν θέλετε να γνωρίσετε μέσα από ένα βιβλίο το βάθος και το κύρος της ρωσικής λογοτεχνίας, διαβάστε αυτό το βιβλίο. Αν θέλετε ένα μυθιστόρημα που να τονώνει την ψυχή σας και να σας προσφέρει μια ευρύτερη άποψη της έννοιας των αισθημάτων και της ζωής, διαβάστε αυτό το βιβλίο".

Υ.Γ. Ευχαριστώ τη φίλη Λητώ Σεϊζάνη που μου γνώρισε αυτό το βιβλίο.

Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2017

Η Ταβέρνα της Τζαμάικας

Δάφνη ντυ Μωριέ
Η Ταβέρνα της Τζαμάικας
Στοχαστής
Μετ. Κορίννας Σπυράτου-Γιώργου Μέλου
(Χωρίς χρονολογία)
Κρατάω στα χέρια μου ένα μισοδιαλυμένο, κιτρινισμένο απ' τον καιρό βιβλίο, μόλις που αντέχει να μη διαλυθεί εντελώς (πρέπει το συντομότερο να το πάρω για βιβλιοδεσία), χωρίς ημερομηνία έκδοσης, με εκδοτικό οίκο ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, που δεν ξέρω αν ταυτίζεται με το σημερινό Στοχαστή. Πρέπει να 'ναι δεκαετίες από τότε που εκδόθηκε, ασφαλώς πολύτιμο συλλεκτικό αντίτυπο τώρα πια!
Χρόνια καταχωνιασμένο στη βιβλιοθήκη μου το ανακάλυψα και θέλησα να το ξαναδιαβάσω, να γυρίσω πίσω, σε καιρούς περασμένους, τότε που ανακάλυπτα την αγάπη μου για τη Δάφνη ντυ Μωριέ. Βέβαια η "Ταβέρνα" δεν φτάνει τη γοητεία της "Ρεβέκκας", βιβλίο λατρεμένο που το διάβασα ξανά και ξανά, άπειρες φορές, αλλά και η "Ταβέρνα" δεν κρύβει λιγότερο μυστήριο, λιγότερο ενδιαφέρον, λιγότερη λογοτεχνική απόλαυση, όπως άλλωστε και όλα τα βιβλία της συγγραφέως.
Δεν μπορώ να θυμηθώ, ύστερα από τόσα χρόνια, τι σκεφτόμουν και τι ένιωθα όταν διάβαζα το μυστηριώδες, σκοτεινό αυτό έργο που στάθηκε, όπως και άλλα έργα της βέβαια, πηγή έμπνευσης για τον μεγάλο μαιτρ του τρόμου, τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Τώρα η ανάγνωσή του μου άφησε ένα αίσθημα σκοτεινιάς, αδιάκοπης βροχής, αέρα που λυσσομανά, βάλτου, σκοτεινών λόφων, απόκρημνων ακρογιαλιών, πάνω στις οποίες τσακίζονται πλοία και σκοτώνονται άνθρωποι.
Το έργο γράφτηκε το 1936, το θέμα του όμως τοποθετείται γύρω στο 1820 και τοπικά στην Κορνουάλη, νοτιοδυτική κομητεία της Αγγλίας, αγαπημένη περιοχή της Μωριέ, στην οποία έζησε πολλά χρόνια.
"Ήταν μια κρύα, γκρίζα μέρα του Νοέμβρη. Ο καιρός είχε αλλάξει τη νύχτα κι ένας ξαφνικός αέρας έφερε βαρύ μολύβι στον ουρανό και αδιάκοπη, ψιλή, διαπεραστική βροχή. Η μεσημεριάτικη αυτή ώρα έμοιαζε σαβανωμένη με το χειμωνιάτικο σκοτάδι που σουρνόταν πάνω στους λόφους τυλίγοντάς τους σε πηχτή ομίχλη. Σε δυο ώρες το πολύ το σκοτάδι θα 'χε πέσει ολότελα. Ο αέρας, διαπεραστικά κρύος, εύρισκε τον τρόπο να περνάει ανάμεσα απ' τις χαραμάδες των κλειστών παραθυριών και να παγώνει απελπιστικά το εσωτερικό του μεγάλου αμαξιού που ταξίδευε στον ανοιχτό δρόμο."
Τι μπορεί να περιμένει ο αναγνώστης μετά από μια τέτοια εισαγωγή; Ένα νεαρό κορίτσι, η Μαίρη Γίλλαν, μένοντας ορφανή και από πατέρα κα μητέρα, καταφεύγει στο σπίτι της θείας της, η οποία διατηρεί μαζί με τον σύζυγό της μια ταβέρνα, την "Ταβέρνα της Τζαμάικα", η οποία όμως καθώς υψώνεται δυσοίωνα μέσα στην ερημιά, δείχνει αμέσως πως δεν είναι αυτό που φαίνεται. Λαθρεμπόριο, εγκλήματα, αγριότητες, τρομάζουν τη νεαρή Μαίρη που διαρκώς κινδυνεύει αλλά δεν παύει να αγωνίζεται και για τη δική της ζωή και για την αποκάλυψη των κακών. Ανατροπές αλλά κι ένας έρωτας την περιμένει.
Το έργο ακολουθεί έναν αργό βηματισμό. Ας μην περιμένει ο σύγχρονος αναγνώστης τους γοργούς ρυθμούς της εποχής μας. Ας απολαύσει αυτό το αριστουργηματικό θρίλερ, το σκοτάδι της νύχτας, την αδιάκοπη βροχή, τον βάλτο μέσα στον οποίο βουλιάζει ο πεζοπόρος, το αργό κύλισμα της άμαξας, γενικά την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, που με τόση επιτυχία αποδίδει η Δάφνη ντυ Μωριέ.
Εξώφυλλο της φετινής έκδοσης


Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2017

Τα απομεινάρια μιας μέρας

Καζούο Ισιγκούρο
Τα απομεινάρια μιας μέρας
Ψυχογιός, 2017 (Πρώτη έκδοση στα ελληνικά:Καστανιώτης 2005, εξαντλημένο)
Μετ. Αργυρώ Μαντόγλου
Από τα έργα του Ιάπωνα-Άγγλου Καζούο Ισιγκούρο, που γενήθηκε στο Ναγκασάκι αλλά πέντε χρονών μετανάστευσε με τους γονείς του στην Αγγλία, ήξερα μόνο το εξαίρετο "Μη μ' αφήσεις ποτέ" (2005) και τη συλλογή διηγημάτων "Νυχτερινά" (2009).  Παρ' όλη τη φήμη που συνόδευε "Τα απομεινάρια μιας μέρας", το βραβείο Booker (1990)  και την περίφημη ταινία, δεν έτυχε ως τώρα να το διαβάσω. Όμως το φετινό Νόμπελ λογοτεχνίας  και η επανέκδοσή του από από τον Ψυχογιό, τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή, δεν με άφηνε ασφαλώς να το προσπεράσω.
Το διάβασα με τον αργό βηματισμό που προχωρεί το ίδιο το βιβλίο. Το απόλαυσα. Στέκομαι όμως διαστακτική να μιλήσω γι' αυτό. Πώς να μιλήσεις για ένα βιβλίο όπου τίποτα σχεδόν δεν συμβαίνει; Δεν υπάρχουν σημαντικά γεγονότα, δεν υπάρχουν ανατροπές, δεν συμβαίνει τίποτα το συνταρακτικό ή κάτι που να σε κάνει να αδημονείς για τη συνέχεια για το "τι θα γίνει παρακάτω". Κι όμως είναι απολαυστικό. Υπάρχει ο αργός βηματισμός μιας άλλης εποχής, της Αγγλίας της δεκαετίας του '50 και ακόμα πιο πίσω, της Αγγλίας του Μεσοπολέμου. Προχωρείς μαζί με τον πρωταγωνιστή, θαυμάζεις τη φύση και ταυτόχρονα μοιράζεσαι τις αναμνήσεις του.
Πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο κύριος Στίβενς. Τυπικός μπάτλερ, αφοσιωμένος στο καθήκον, που για δεκετίες υπηρετεί στο Ντάρλινγκτον Χολ, ένα πολυδαίδαλο, αριστοκρατικό "σπίτι". Η λέξη ασφαλώς δεν αποδίδει αυτό το τεράστιο οικοδόμημα, με τα πολυάριθμα δωμάτια, χώρους υποδοχής, κήπους, θερινό περίπτερο και υπηρετικό προσωπικό που έφτανε κάποτε τα είκοσι οκτώ (!) άτομα. Τυπικότατος μπάτλερ, τον φανταζόμαστε ευθυτενή, αγέλαστο, άκρως τυπικό ως προς τα καθήκοντα τόσο του ιδίου όσο και του υπόλοιπου προσωπικού, το οποίο διεθύνει και ελέγχει. Τόσο τυπικό που ακόμα κι όταν τον ειδοποίησαν ότι ο πατέρας του, που υπηρετούσε στο ίδιο σπίτι, βρισκόταν στα τελευταία του, δεν πήγε να τον δει παρά μόνο όταν τέλειωσε το καθήκον που είχε εκέινη την ώρα.
Το έργο αρχίζει το 1956. Ο ιδιοκτήτης, Λόρδος Ντάρλινγκτον, έχει πεθάνει. Το παλιό, αριστοκρατικό σπίτι έχει πουληθεί σ' έναν Αμερικανό, τον κύριο Φάραντεϊ, το προσωπικό έχει κατά πολύ μειωθεί και αλλάξει, αλλά ο κύριος Στίβενς παραμένει στη θέση του.
Η προσωρινή απουσία του καινούριου ιδιοκτήτη δίνει την ευκαιρία στον κύριο Στίβενς με την άδεια και την προτροπή του κ. Φάραντεϊ να επιχειρήσει μια ολιγοήμερη περιήγηση στη δυτική Αγγλία. Η περιήγηση αυτή υπανίσσεται αδιόρατα και κάτι άλλο, πέρα από την ξεκούραση και την έξοδο στη φύση. Αφήνεται να νοηθεί ότι ο κύριος Στίβενς θα συναντήσει εκεί τη δεσποινίδα Κέντον, που υπήρξε συνάδελφός του πριν από χρόνια στο Ντάρλινγκτον Χωλ και τώρα υπάρχει μια πιθανότης να επανέλθει. Εκείνη τότε είχε προσπαθήσει να κινήσει το ενδιαφέρον του, αλλά εκείνος μέσα στην αυστηρότητα και την τυπικότητά του αγνόησε όλα τα υπονοούμενα.
Ο Στίβενς περιηγείται, θαυμάζει και θυμάται. Σταματά σε μικρά χωριουδάκια, κοιμάται σε πανδοχεία, αλλά προπάντων εκφράζει τον θαυμασμό και την αγάπη του για την αγγλική φύση. "Κι όμως, απόψε, στη γαλήνη αυτού του δωματίου, διαπιστώνω πως αυτό που απομένει από αυτή την πρώτη μέρα του ταξιδιού δεν είναι ο Καθεδρικός του Σόλσμπερι, ούτε κάποιο από τα υπόλοιπα αξιοθέατα της πόλης, αλλά εκείνη η υπέροχη θέα της κυματιστής αγγλικής υπαίθρου που είδα το πρωί (...) τολμώ να πω με κάποια σιγουριά ότι η αγγλική εξοχή στην ωραιότερη στιγμή της-όπως εγώ την είδα το πρωί- διαθέτει μια ποιότητα την οποία τα τοπία άλλων χωρών, παρότι επιφανειακά είναι πιο θεαματικά, δεν  τη διαθέτουν".
Οι αναμνήσεις του μπάτλερ καθώς προχωρεί πάνε πιο πίσω. Φτάνουν στον μεσοπόλεμο, γύρω στο 1922. Θυμάται τις πολιτικές συγκεντρώσεις που γίνονταν στο Ντάρλινγκτον Χωλ, συγκεντρώσεις και αποφάσεις που επηρέαζαν τις τελικές κρατικές αποφάσεις και σχετίζονταν με τις κατηγορίες εναντίον του Λόρδου για φιλοναζισμό.
Θα συναντήσει τελικά ο Στίβενς τη δεσποινίδα Κέντον ύστερα από τόσα χρόνια; Θα σπάσει άραγε αυτό το αγέλαστο, ατσαλάκωτο, αφοσιωμένο προφίλ του που δεν τον άφησε καθόλου να χαλαρώσει, ακόμα και τότε που συνυπηρετούσε με τη δεσποινίδα Κέντον και η οποία τόσο έκδηλα είχε εκφράσει την επιθυμία της για ένα πλησίασμα;
Το έργο σου αφήνει μια ευχάριστα μελαγχολική διάθεση. Σε κάνει να αναλογιστείς, όπως τον κύριο Στίβενς "τι είχαμε να κερδίσουμε αναλογιζόμενοι συνεχώς το παρελθόν, κατηγορώντας τον εαυτό μας για το γεγονός πως η ζωή μας δεν εξλίχθηκε όπως θα θέλαμε;"
"Ας προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε καλύτερα "Τα απομεινάρια της ζωής μας".

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2017

Η ιστορία της χαμένης κόρης.

Έλενα Φερράντε
Η ιστορία της χαμένης κόρης 
Πατάκης, 2017
Μετ. Δήμητρα Δότση
 (eb)
"Σήμερα το πρωί μου τηλεφώνησε ο Ρίνο. Νόμιζα ότι ήθελε κι άλλα χρήματα κι ήμουν έτοιμη να του πω όχι. Τελικά, ήταν άλλος ο λόγος του τηλεφωνήματός του: είχε εξαφανιστεί η μητέρα του". Έτσι αρχίζει ο πρώτος τόμος της "Τετραλογίας της Νάπολης", του τετράτομου  διεθνούς ευπώλητου, της Έλενας Φερράντε.
 Η μητέρα του είναι η Λίλα, αχώριστη φίλη της Έλενας. 
 Με το άκουσμα της είδησης αυτής η Έλενα γυρίζει κάπου 60 χρόνια πίσω, τότε στη δεκαετία του '50, όταν οι δυο συνομίληκες γειτονοπούλες γνωρίστηκαν στο δημοτικό, σε μια φτωχογειτονιά της Νάπολης κι αρχίζει να αναθυμάται και να καταγράφει την κοινή τους ζωή. Όχι μόνο τη δική τους ζωή. Είναι και η ζωή των  οικογενειών τους, της γειτονιάς, της πόλης τους, ολόκληρης της Ιταλίας. Δεν είναι βέβαια ιστορικό μυθιστόρημα, ούτε είναι εύκολο να το χαρακτηρίσει κανείς. Είναι η ιστορία ενός τόπου κι ενός λαού όπως αυτή ξεδιπλώνεται μέσα από το ξετύλιγμα της ζωής των απλών ανθρώπων, η ιστορία της γειτονιάς, όπως βιώνεται στην καθημερινότητα, επηρεασμένη ασφαλώς από τα γενικότερα συμβάντα. Από τη φτώχεια, τα ήθη, την εκπαίδευση, την τρομοκρατία, τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, την Καμόρα, τον μεγάλο σεισμό του 1980 ή την επερχόμενη βιομηχανοποίηση, την αμάθεια ή τη μόρφωση, το σεξ, τη φιλία, την προσπάθεια της γυναίκας για απελευθέρωση  από οικογενειακά και κοινωνικά δεσμά. Όλα τα απλά και καθημερινά που εντέλει διαμορφώνουν τη ζωή των ανθρώπων.
Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα σε τέσερις τόμους (Η υπέροχη φίλη μου, Το νέο όνομα, αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν, Η ιστορία του κοριτσιού που χάθηκε) την έκδοση των  οποίων με ανυπομονησία περιμέναμε όσοι αγαπήσαμε το βιβλίο από τον πρώτο τόμο. Εννιά οικογένειες αποτελούν τα βασικά πρόσωπα που διακινούνται στο χώρο και στο χρόνο. Δύσκολο να τα θυμάται ο αναγνώστης που αναγκάζεται να γυρίζει ξανά και ξανά στις πρώτες σελίδες, όπου, πολύ προνοητικά η συγγραφέας παραθέτει τα ονόματα, τις αχολίες και τις σχέσεις όλου αυτού του πλήθους των προσώπων. Διαβάζεις κι απορείς με ποιο μαγικό τρόπο αυτή η άγνωστη συγγραφέας (κανείς δεν ξέρει το πραγματικό της  πρόσωπο, καμιά πληροφορία δεν είναι γνωστή γι' αυτήν κι ίσως κι αυτό συμβάλλει στην περιέργεια γύρω από τα βιβλία της) χωρίς να γράφει κάτι ουσιαστικό ή σημαντικό, κατορθώνει να γοητεύει τόσο τον αναγνώστη ώστε αυτός να μη θέλει να σταματήσει την ανάγνωση. Τι μας ενδιαφέρουν οι οικογενειακοί καυγάδες, τα εξώγαμα παιδιά, οι φιλίες ή οι έχθρες; Κι όμως μέσα απ' αυτά τα τετριμμένα, κοινά και ασήμαντα η Φερράντε κατορθώνει να στήσει έναν ολόκληρο γοητευτικό κόσμο. Να μας μεταφέρει μαζί της στη ρεαλιστική εκόνα της Ιταλίας από τη δεκαετία του '50 μέχρι περίπου τις αρχές του 2000. Ξεκινάμε από τη Νάπολη, μετακινούμστε μαζί με τους ήρωές της στην Πίζα, στη Φλωρεντία και αλλού, αλλά η βάση και η μεγάλη αγάπη της συγγραφέως παραμένει πάντα η Νάπολη. Εδώ αρχίζει κι εδώ τελειώνει η ιστορία. Μια ιστορία μακροσκελής, γοητευτική, που σε παίρνει πίσω, που σε μεταφέρει μ' έναν τρόπο φυσικό, αβίαστο, κινηματογραφικό, μαγικό σε άλλη εποχή, σε άλλη κοινωνία. Που σε μαγεύει και δεν  θάλεις να τελειώσει, χωρίς να ξέρεις πώς και γιατί.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2017

Τρεις όροφοι


Εσκόλ Νεβό
Τρεις όροφοι
Καστανιώτης, 2017
μετ. από τα εβραϊκά, Λουίζα Μιζάν
Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Τρεις διαφορετικές ιστορίες που διαδραματίζονται στους τρεις ορόφους μιας μικρής πολυκατοικίας, σε μια ήσυχη γειτονιά του Τελ Αβίβ. Τρεις οικογένειες με τα δικά τους προβλήματα, τις δικές τους ιδιαιτερότητες, σε μια χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους. Ένα βιβλίο που μας επιτρέπει να ξεφύγουμε κάπως από την πλημμυρίδα της αγγλοσαξωνικής λογοτεχνίας που μας κατακλύζει και να ρίξουμε μια ματιά στη γειτονική, αλλά λιγότερο ίσως γνωστή, ισραηλιτική λογοτεχνία, μέσα από το μυθιστόρημα ενός από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς του Ισραήλ.
Στην πρώτη ιστορία ένα νεαρό ζευγάρι, ο Αρνόν Λεβανόνι και η Αγιέλετ, εμπιστεύονται συχνά το κοριτσάκι τους σ' ένα γειτονικό ζευγάρι συνταξιούχων, τον Χέρμαν και την Ρουτ. Όταν όμως ο Αρνόν υποψιάζεται ότι ο ηλικιωμένος γείτονας μπορεί να κακοποιεί σεξουαλικά τη μικρή, αλλά και να δείχνει σημάδια άνοιας, όχι μόνο αντιδρά έντονα με τραγική κατάληξη για τον ηλικιωμένο Χέρμαν, αλλά επιδιώκει την αντεκδίκηση χρησιμοποιώντας τη νεαρή, υπερβολικά φιλελεύθερη, μέχρι προκλητική, εγγγονή του (του Χέρμαν).
Στον δεύτερο όροφο μένει μια οικογένεια με δυο παιδιά. Ο σύζυγος λείπει διαρκώς σε επαγγελματικά ταξίδια, γι' αυτό και οι υπόλοποι ένοικοι αποκαλούν μεταξύ τους τη μητέρα η "χήρα". Ενώ εκείνη παλεύει μόνη με τα οικογενειακά βάρη, εμφανίζεται στην πόρτα της ο αδελφός του άντρα της, κυνηγημένος από παντού λόγω επαγγελματικών χρεών που έχει δημιουργήσει, ζητώντας τη βοήθειά της για να μεταναστεύσει στη Λατινική Αμερική.
Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία διαδραματίζεται στον τρίτο όροφο, όπου μένει η  Ντβάρα Έντελμον, συνταξιούχος δικαστίνα, που πρόσφατα έχασε τον σύζυγό της, επίσης δικαστή. Μέσα από αυτές τις απλές, καθημερινές ιστορίες που παρόμοιες θα μπορούσαν να συμβαίνουν σε κάθε χώρα, κάθε λαό, με φυσικότητα ρίχνουμε μια ματιά στην καθημερινότητα του Ισραήλ. Μέσα από καθημερινά συμβάντα και προβλήματα, τα παιδιά, τις σχέσεις των συζύγων ή των αδελφών, άλλα προβλήματα που υπονοούνται και άλλα που αργά αποκαλύπτονται στον αναγνώστη, ξεπροβάλλουν στοιχεία της ζωής του Ισραήλ. Η στρατιωτική θητεία, τα κιπούτς, διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, ψήγματα ακόμα και του ολοκαυτώματος.
Αποφασίζοντας να ξεφύγει από τη μοναξιά και την αδράνειά της η δικαστίνα του τρίτου ορόφου παίρνει μέρος σε μια τέτοια διαμαρτυρία. Εκεί θα γνωρίσει έναν ηλικιωμένο, καλοστεκούμενο κύριο που θ' αλλάξει τη ζωή της (όχι, δεν πρόκειται για ερωτικό δεσμό), δημιουργώντας μια αναπάντεχη ανατροπή στην ως τώρα αφήγηση.
Ενδιαφέρουσα και η τεχνική του Νεβό. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται μέσα από αφηγήσεις, τις οποίες τα τρία κύρια πρόσωπα απευθύνουν σε αόρατους συνομιλητές. Στο πρώτο ο Αρνόν απευθύνεται σ' έναν φίλο του, στο δεύτερο η "χήρα" γράφει εκτενώς σε μια φίλη της, στο τρίτο η δικαστίνα Ντβάρα αφήνει μηνύματα στον τηλεφωνητή απευθυνόμενη στον νεκρό σύζυγό της. Ένδειξη άραγε της μοναξιάς και της αποξένωσης του σύγχρονου ανθρώπου;
Πρωτότυπη τεχνική, ενδιαφέρον περιεχόμενο συνδυάζονται για να μας δώσουν ένα αξιόλογο περιεχόμενο.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2017

Ο ζωτικός χώρος

Ιωάννα Στυλιανού
Ο ζωτικός χώρος
Λευκωσία, 2017
 Δεν υπάρχει, νομίζω, γυναίκα που ζει τώρα τα χρόνια της ήρεμης αφυπηρέτησης, που τα παιδιά της έχουν μεγαλώσει κι έχουν ανοίξει τα φτερά τους γι' αλλού, που δεν θα νιώσει τόσο οικεία, τόσο δικά της,τα πιο πολλά από τα 19 αφηγήματα της Ιωάννας Στυλιανού. Καθώς ο χρόνος προχωρεί, όλοι μας νιώθουμε πως βαθμηδόν ο ζωτικός γύρω μας χώρος συρρικνώνεται. Από το σταδιακό άπλωμα στον κόσμο, επιστρέφουμε  στην αντίστροφη πορεία, στο μάζεμα στο σπίτι, στο δωμάτιο, στον εαυτό, τέλος, κάποια στιγμή, στον τάφο...
Οι  αναμνήσεις, τα φοιτητικά χρόνια, η χαρά της ζωής, ο έρωτας την πλημμυρίζουν. Κι ύστερα πάλι πίσω στα παιδικά αναπολήματα, στους γονείς και στους παππούδες, στη ζωή στο χωριό και στα παιδικά παιγνίδια και ξανά στο παρόν, στις εντυπώσεις από μια έκθεση ζωγραφικής, μια διαδήλωση που εμποδίζει την κυκλοφορία, στην απόπειρα να ξαναζήσει μια ρομαντική στιγμή του παρελθόντος ακούγοντας, γεμάτη συγκίνηση, τη νοσταλγική φωνή της Εντίθ Πιάφ...Non Rien de rien, Non je ne regrette rien (μα αλοίμονο, το παρελθόν δεν ξαναγυρίζει), τη σχέση της με την εκκλησία, αναμνήσεις από κάποιες καλοκαιρινές διακοπές.
Χωρίς σύνδεση, από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, καταγράφει η άγνωστη Ιωάννα τη ζωή της παρασύροντάς μας σ' αυτή τη νοσταλγική αναπόληση. Τις αδιόρατες στιγμές θλίψης επισκιάζει το χιούμορ, η αποδοχή μιας ζωής που είχε τα πάνω της και τα κάτω της, ώσπου στο τέλος φτάνει στην πιο θλιβερή σελίδα των αφηγήσεών της: στο θάνατο της αγαπημένης της αδελφής, στην οποία αφιερώνει τεσσερα κείμενα, με το τελευταίο να ξαναγυρίζει και πάλι στην αποδοχή του τέλους και στο καλωσόρισμα μιας νέας ζωής, με τη βάφτιση του εγγονού της αδελφής της.
Κορυφαίο στην προτίμησή μου από τα 19 κείμενα το "Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί, να πάει στη μάνα υπομονή". Μέσα σε έξι μόνο σελίδες συμπυκνώνονται όλα τα πάθη, τα βάσανα και οι καημοί της μικρής μας πατρίδας, αλλά και οι προαιώνιοι πόθοι, οι ακατάλυτοι δεσμοί, η βαθειά αγάπη και το πικρό μας παράποο από τη μάνα Ελλάδα. Δεν ξέρω αν μπορεί να  διαβάσει αυτό το αυθόρμητο, ορμητικό σαν  χείμαρρο κείμενο Έλληνας-Κύπριος χωρίς να νιώσει τα μάτια του να υγραίνονται.
Διάβασα τον "Ζωτικό χώρο" της Ιωάννας Στυλιανού χωρίς διακοπή, με έκπληξη, πότε μ' ένα χαμόγελο ευχαρίστησης κι άλλοτε με μια μελαγχολική αναπόληση να με πλημμυρίζει. Όταν κλείνω  το βιβλίο, η σκέψη μου τριγυρίζει σε όλο αυτό τον κόσμο που ξύπνησε μέσα μου. Στη ζωή που πέρασε σαν ποτάμι μεσ' απ' τα δάχτυλά μας. Και ψιθυρίζω μαζί της: "Έζησα τη ζωή μου μέσα στο άγχος, την τελειομανία, την αγωνία, τα πρέπει, τον βιασμό του ανύπαρκτου θέλω, το καθήκον, τη φροντίδα και τη γνώμη των άλλων.
Τώρα, οδυνηρά καθυστερημένα και με απελπιστική βραδύτητα, μαθαίνω σιγά-σιγά και όσο το επιτρέπουν οι καταστάσεις να δουλεύω όταν θέλω, ν' ασχολούμαι μ' αυτό που εκείνη την ώρα μ' ενδιαφέρει, να μη νοιάζομαι τι θα πουν οι άλλοι, ν' αφήνω τα πράγματα να κυλούν απαλά. Να απολαμβάνω τις μικρές χαρές. Να είμαι ευγνώμων για όσα μου δόθηκαν και να προσμένω την κάθε μέρα σαν χρυσή βροχή μέσα από τα χέρια του Θεού. 
Τι καλά, να τα ήξερα και να τα έκανα όλα αυτά από παλιά! Τι σπατάλη!"

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2017

Φωνές από χώμα

Κωνσταντία Σωτηρίου
Φωνές από χώμα
Πατάκης, 2017
Η Κωνσταντία Σωτηρίου ξεχώρισε, εντυπωσίασε και βραβεύτηκε (Athens Prize for Litterature) από την πρώτη της εκδοτική εμφάνιση με το ευσύνοπτο μυθιστόρημα "Η Αϊσέ πάει διακοπές" (Πατάκης
2015). Φαίνεται όμως πως δεν έχει ξοφλήσει με όσα τη βασανίζουν, με τους καημούς και τα πάθη αυτού του τόπου. Γύρω από τα δεινά της Κύπρου στριφογυρίζει και πάλι η γραφή και η σκέψη της, δοσμένα μέσα από τους μονολόγους δεκατριών γυναικών, σε μια σύντομη νουβέλα.
Ο τίτλος και μόνο υποβάλλει πλήθος σκέψεων: "Φωνές από χώμα". Μιλάει αυτό τούτο το χώμα, η ίδια η πονεμένη γη. Ή, μιλάνε οι απλοί και ταπεινοί, όχι η επίσημη εκδοχή της Ιστορίας. Ή, ακόμα, μιλάνε δεκατρείς γυναίκες, αυτές από τις οποίες φυτρώνει όπως από το χώμα η ζωή, που πονάνε διπλά όταν τη βλέπουν να χάνεται.
Η γνήσια  κυπριακή φωνή με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά υψώνεται για να θυμηθεί, να καταγράψει, να θρηνήσει:  "Μιλά η Μάρθα Λ.. που πατέρας της διατηρούσε ξυλουργείο στον Άγιο Κασσιανό μέχρι το 1974" , "Μιλά η Λένια Μ.., που ο πατέρας της διατηρούσε κατάστημα με αποικιακά στην περιοχή Χρισαλινιώτισσας", "Μιλά η Μαρίκκα Ζ.., καντηλανάφτισσα στο κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία....Μιλάει κυρίως εκφράζοντας τα δικά της πάθη η τουρκάλα Τζεμαλιέ που ο τυχαίος της θάνατος στάθηκε η αφορμή για να ξεσπάει, εκεί στο τέλος του 1963 το κακό που χρόνια εκυοφορείτο. Το κακό που μας έφερε στο '64, που μας οδήγησε στο '74. Εξαίρεση αυτή, δεν εκφράζεται στην κυπριακή διάλεκτο, καταγράφει τις αναμνήσεις από τη βασανισμένη της ζωή στην πανελλήνια δημοτική, διανθισμένη με λίγες τουρκικές λέξεις και εκφράσεις, ερμηνευμένες στο τέλος.
Όλες αυτές οι φωνές δεν αναζητούν μέσα από τις εξομολογήσεις τους να επιρρίψουν την ευθύνη στη μια ή την άλλη πλευρά, δεν επιδιώκουν να ξεχωρίσουν το άδικο από το δίκαιο. Κάθε μια απ' αυτές τις βασανισμένες γυναίκες αναλογίζεται τη δική της πικραμένη ζωή. Η μια θυμάται τον άντρα της που προσπαθεί να ξεπλυθεί από το χυμένο αίμα, η άλλη τον δικό της που στριφγυρίζει στον τάφο του, που "έρκεται τζιαι κάμνει την κάμαρη τζιαι μυρίζει χώμα", η άλλη τη φιλόξενη στέγη που εύρισκε στο απίτι της Τουρκούς γειτόνισσας "ώσπου να σκολάσει η μάνα της". Μικρές, ανθρώπινες στιγμές, αυτές που απαρτίζουν την ευρύτερη ιστορία, χαμένες, αγνοημένες μέσα στη φουρτούνα του κόσμου. Εξωτερική δράση δεν υπάρχει. Δίνεται μόνο ως ανάμνηση, ανάμνηση έργων των ανδρών που εκπαιδεύονται στο φανατισμό του μίσους, ως ανάμνηση του ευαίσθητου κόσμου των γυναικών που κουβαλάνε το φορτίο των βασάνων.
"Σαν να' χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου"



Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 06, 2017

Η άρνηση της άρνησης


Δημήτρης Γιατρέλλης
Η άρνηση της άρνησης
Κέδρος, 2017
Η αοριστία και η ασάφεια η οποία διακρίνει το εισαγωγικό κεφάλαιο του αστυνομικού μυθιστορήματος του Δημήτρη Γιατρέλλη, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αποτρεπτικός παράγοντας για τη συνέχιση της ανάγνωσης. Μια ανώνυμη γυναίκα παραδίδει σ' έναν εξίσου άγνωστο και απροσδιόριστο άνδρα ένα στικάκι, για την απόκτηση του οποίου φαίνεται κάποιοι να τον έχουν πληρώσει αδρά. Όμως το αντίθετο συμβαίνει. Ο αναγνώστης βιάζεται να γυρίσει τις σελίδες, να γνωρίσει τα πρόσωπα, να μάθει τι συμβαίνει γύρω απ' αυτή τη συναλλαγή. κάτι όμως που δεν θα αποκαλυφθεί πολύ σύντομα.
Ένας πρώην δημοσιογράφος, απολυμένος λόγω κρίσης θα αποβεί ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος. Λέγεται Δάκης Κομνηνός. Έχοντας φτάσει στην έσχατη ένδεια, έχοντας χάσει στα χαρτιά ακόμα και το αυτοκίνητό του, έχει την έμπνευση να δηλώσει ως επάγγελμα "ντετέκτιβ". Η πρώτη δουλειά που του ανατίθεται, έναντι μάλιστα μιας υπέρογκης αμοιβής, είναι από μια ωραία γυναίκα, σύζυγο ενός επιφανούς οικονομικού παράγοντα, η οποία ζητά από τον Κομνηνό να βρει στοιχεία για την απιστία του συζύγου της.
Τα γεγονότα ακολουθούν με καταιγιστικό ρυθμό. Τα πρόσωπα αυξάνονται, δολοφονίες ακολουθούν, η εμπλοκή της αστυνομίας αναγκαία. Γύρω από τον κεντρικό άξονα του μυθιστορήματος πολλά άλλα θέματα παρασύρουν τον αναγνώστη. Ο ντετέκτιβ-ήρωας του Γιατρέλλη αποδεικνύεται ένας συνδυασμός Τζέημς Μποντ και Ηρακλή Πουαρό. Δράση και σκέψη, ωραίες γυναίκες και ακριβά εστιατόρια, η σύγχρονη ελληνική ζωή. Τελικά η διαλεκτική λογική θα συμβάλει ώστε ο ντετέκτιβ να φτάσει στη λύση. Ενδιάμεσα, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του Γιατρέλλη "Είμαστε ακόμα εδώ", ακούγονται μουσικές (Back to the blues, epitaph, stairway to heaven κ.ά.), παρεμβάλλονται στοιχεία της μαρξιστικής ιδεολογίας, υπαινιγμοί για την οικονομική κρίση, για τα πολιτικά ρεύματα και τη Χρυσή Αυγή. Ακόμα και  στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Λέσβο, βρίσκει ευκαιρία να αναφερθεί ο συγγραφέας.
Βρήκα το βιβλίο πολύ ενδιαφέρον, όχι τόσο για την αστυνομική πλοκή, λεπτομέρειες της οποίας δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι, αλλά για όλα τα άλλα θέματα που θίγει, καθώς και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ύφους. Είναι βέβαιο πως ο αναγνώστης δεν πλήττει καθόλου.

Τρίτη, Αυγούστου 29, 2017

Κι αν εγώ χαθώ

Adam Haslett
Κι αν εγώ χαθώ  (Imagine me gone)
Μεταίχμιο, 2017
Μετ. Αύγουστος Κορτώ
(ebook)
Με αδημονία περίμενα την έκδοσή του στα ελληνικά, ειδικά στην ηλεκτρονική του μορφή, που θα μου επέτρεπε την άμεση απόκτησή του. Την ανυπομονησία μου για το βιβλίο δημιούργησαν: α) η ελλιπής υπόθεση του τίτλου που άφηνε τη φαντασία να καλπάζει, β) η αναφορά στο κύριο θέμα, το θέμα της κατάθλιψης, (πάντα οι ψυχικές παθήσεις μου προκαλούν ένα  ιδιαίτερο ενδιαφέρον) και γ) οι ενθουσιώδεις κριτικές, των ξένων κυρίως μέσων.
Τελικά έμεινα με την απογοήτευση που προκαλεί η διάψευση υψηλών προσδοκιών. Ο τίτλος διατήρησε ως το τέλος την αοριστία του, η κατάθλιψη δεν υπήρξε το κεντρικό θέμα και οι ποικίλες κριτικές μου φάνηκαν υπερβολικές.
Η τεχνική (που επαινέθηκε) καθόλου πρωτότυπη. Τα μέλη μιας πενταμελούς οικογένειας, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, εκφράζουν το καθένα τις δικές του σκέψεις, συναισθήματα, τη δική του οπτική των γεγονότων. Στο πρώτο κεφάλαιο μιλά ο Άλεκ, το τρίτο παιδί της οικογένειας. Πρέπει να φτάσουμε στο τελευταίο κεφάλαιο για να καταλάβουμε τι ακριβώς εννοεί, να κατανοήσουμε τον τόπο, τον χρόνο, τη ψυχολογική του κατάσταση. Εξίσου δυσνόητο καθίσταται και το δεύτερο κεφάλαιο, στο οποίο μιλά το δεύτερο παιδί, ο Μάικλ, που αργότερα θα μάθουμε ότι πάσχει από μια αγχώδη διαταραχή που επηρεάζει τη μεγάλη αγάπη και τις γνώσεις του για τη μουσική. Η προσπάθεια που καταβάλλει ο μικρότερος αδελφός, ο Άλεκ, να τον βοηθήσει να απεξαρτηθεί από το φάρμακο που τον κρατά στη ζωή, θα έχει δυσάρεστα αποτελέσματα.
Το τρίτο παιδί είναι η Σίλια, με τις δικές της αναμνήσεις από τη ζωή της οικογένειας, τον δεσμό και τελικά τον γάμο της με τον Πολ. Μητέρα η Μάργκαρετ. Απ' αυτήν μαθαίνουμε  ότι τότε που ήταν αρραβωνιασμένη ακόμα με τον Τζον, άνκαι πληροφορήθηκε ότι εκείνος έπασχε από κατάθλιψη δεν τον εγκατέλειψε, αλλά αποφάσισε και τον παντρεύτηκε. Γονιδιακό κατάλοιπο αφήνεται να εννοηθεί ότι υπήρξε η πάθηση του Μάικλ.
Οι αφηγήσεις των πέντε αυτών προσώπων εναλλάσσονται χωρίς συγκεκριμένη χρονική ακολουθία, πράγμα που αφενός απαιτεί την αμέριστη προσοχή του αναγνώστη, αφετέρου δεν προσθέτει τίποτε στη λογοτεχνική του αξία. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο οποίο μιλά ο ομοφυλόφιλος Άλεκ, είναι μια λεπτομερέστατη περιγραφή του πώς, με ποιες κινήσεις και υπονοούμενα, καθώς ταξιδεύει με το τρένο, προκαλέι έναν άγνωστο, κατεβαίνουν μαζί και κάνουν βιαστικά (και αηδιαστικά, θα έλεγα) έρωτα σ' ένα πάρκιγκ! Δεν ξέρω τι προσθέτει αυτή η σκηνή ή μια άλλη σχετική περιγραφή πάλι του Άλεκ με έναν νεαρό,  τον Σεθ, τον οποίο ερωτεύεται. (Πόση διαφορά από την τρυφερή ερωτική σχέση δυο άλλων νεαρών, απόλυτα δικαιολογημένη και συνυφασμένη με την υπόθεση στο ωραίο μυθστόρημα "Λίγη ζωή"). 
Οι σκόρπιες αναφορές σε λογοτεχνικά έργα και συγγραφείς όπως ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Τόμας Μαν, ο Προυστ, Ντοστογιέφσκι κ.λπ. δεν σώζουν το βιβλίο. Αν θα εύρισκα κάτι θετικό, αυτό είναι οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί και η αλληλοβοήθεια που τα μέλη μιας οικογένειας παρέχουν μεταξύ τους.
Είχα αποφασίσει να γράφω μόνο για ββλία που μου άρεσαν, αλλά ήταν τόση η αντίθεση μεταξύ των κριτικών και των δικών μου εντυπώσεων, που υπέκυψα στον πειρασμό της αρνητικής κριτικής. Θα προσπαθήσω να μην το επαναλάβω.

Παρασκευή, Αυγούστου 04, 2017

Ιρλανδία: μια μοιρασμένη (;) χώρα




Όσο τα χρόνια περνούν, όσο οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις στοιβάζονται, όσο η γνωριμία με μια χώρα προστίθεται στην άλλη, αναρωτιέμαι ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσουμε  έναν τόπο κι ένα λαό. Μήπως θα ήταν προτιμότερο, αντί να τριγυρίζουμε σ’ όλες τις πόλεις κι όλα τα αξιοθέατα μιας χώρας, να μείνουμε σε μια μόνο πόλη, να την περιδιαβούμε, να μιλήσουμε με τους ανθρώπους, να αισθανθούμε την αύρα και την ιδιαιτερότητα της χώρας και του λαού;
Grafton street
Βέβαια, δεν παραγνωρίζω πως κάνω αυτές τις σκέψεις τώρα που έχω δει κι έχω χορτάσει από παλάτια, κάστρα, μουσεία, κτήρια σ’ όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Όταν όμως ξεκινάς να ταξιδεύεις, η δίψα να δεις και να γνωρίσεις τα πάντα σ’ έναν τόπο είναι ακόρεστη. Κι ας ανακαλύπτεις στο τέλος πως το παλάτι ή το κάστρο της μιας χώρας ελάχιστα διαφέρει από της άλλης.
Φέτος, στην Ιρλανδία, μπορώ να πω, συνδυάσαμε το στερεότυπο (παλάτια-κάστρα-μουσεία) με την ιδιαιτερότητα του τόπου και του λαού. Είχαμε χρόνο να
Η μπιραρία του James Joyce
περπατήσουμε στο Δουβλίνο, στο Μπέλφαστ, λιγότερο στην όμορφη παραλιακή πόλη Γκαλγουέη, είχαμε την άνεση για συζητήσεις γύρω από την ιστορία, τη γλώσσα, την πολιτική κατάσταση της χώρας. Πρώτη γλωσσική παρατήρηση οι δίγλωσσες πινακίδες, ιρλανδικά και αγγλικά. Τι γίνεται; Έχουν  ξεχωριστή γλώσσα οι Ιρλανδοί; Μιλιέται η ιρλανδική; Συζητάμε μεταξύ μας, διαφωνούμε, ρωτάμε. Μαθαίνουμε. Οι αυτόχθονες είχαν τη δική τους, τη γκαελλική (κελτική) γλώσσα. Μα ήρθαν οι Άγγλοι κατακτητές από απέναντι. Τους απαγόρευσαν τη γλώσσα, τους άλλαξαν τη θρησκεία, ο Καθολικισμός τέθηκε εκτός νόμου. Γλώσσα και θρησκεία. Απαραίτητα συστατικά ενός έθνους. Όταν η Ιρλανδία, ένα μέρος της τουλάχιστον, κατάφερε το 1922 να γίνει ανεξάρτητο κράτος, η προσπάθεια επαναφοράς της γλώσσας επανήλθε. Σήμερα διδάσκεται υποχρεωτικά σ’ όλες τις τάξεις του σχολείου. Είναι, μαζί με την αγγλική, οι δυο επίσημες γλώσσες του κράτους. Σε εκδηλώσεις και υποδοχή ξένων μπορεί ο πρόεδρος να απευθύνει ένα σύντομο χαιρετισμό στα ιρλανδικά. Όμως η αγγλική επεκράτησε. Είναι η κοινή γλώσσα, η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας, κι ας έχει ήδη από το 2005 αναγνωριστεί η ιρλανδική ως επίσημη ευρωπαϊκή γλώσσα.
Ο ποταμός Λίφυ διασχίζει το Δουβλίνο
Προσπαθούμε να καταλάβουμε το πολιτικό καθεστώς. Χρόνια ακούγαμε για την ένοπλη δράση του  IRA (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός). Θυμάμαι ακόμα τις 66 μέρες απεργίας πείνας του θρυλικού Μπόμπι Σαντς που κατέληξαν στο θάνατό του. 

Ο Μπόμπι Σαντς σε δρόμο του Μπέλφαστ

Οχτώ άλλοι νέοι ακολούθησαν το παράδειγμά του. Τώρα, σε μεγάλες περίοπτες τοιχογραφίες στο Μπέλφαστ απαθανατίζονται τα πρόσωπά τους. Πού πήγαν; Τι απέγιναν εκείνες οι θυσίες; (Άραγε ό,τι απέγιναν και οι θυσίες των παλικαριών της ΕΟΚΑ;) Σήμερα 26 κομητείες αποτελούν την Ιρλανδική Δημοκρατία, ενώ 6, η επαρχία Ώλστερ, είναι αγγλικό έδαφος. Δεν υπάρχουν βεβαίως σύνορα μεταξύ τους, δεν υπάρχει έλεγχος, η διακίνηση είναι εντελώς ελεύθερη μεταξύ των δύο κομματιών της χώρας. Στον βορρά (ας ονομάσουμε έτσι το έδαφος που αποτελεί μέρος της Μ. Βρετανίας) το νόμισμα είναι η λίρα. Στο νότο, το ευρώ. Πάνω έχουν μίλια, κάτω χιλιόμετρα. Πάνω κυματίζει η γνωστή αγγλική σημαία, κάτω η τρίχρωμη (άσπρο-κόκκινο-πράσινο) ιρλανδική. Τι θα γίνει όμως μετά το Brexit κανείς δεν ξέρει. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε χωριστά δημοψηφίσματα που έγιναν, φάνηκε ότι ούτε οι μεν ούτε οι δε θέλουν να ενωθούν (εξού και το ερωτηματικό του τίτλου στο κείμενό μου).
Η άρπα, έμβλημα της χώρας και της Guiness
Δουβλίνο. Η πρωτεύουσα. Οι τρεις μέρες της εκεί παραμονής μας αποδεικνύονται πολύ λίγες για να το γνωρίσουμε, να το περπατήσουμε, να το απολαύσουμε όσο θα θέλαμε. Το ποτάμι Λίφυ που το διασχίζει, τα παλιά, όμορφα κτήρια, τα καταπράσινα πάρκα, ο πεζόδρομος Γκράφτον με τα καταστήματα, τους μουσικούς του δρόμου και το χαρούμενο πλήθος που τον πλημμυρίζει, το πανεπιστήμιο, από τα πιο παλιά της Ευρώπης και προπάντων το λογοτεχνικό πνεύμα που στοιχειώνει την πόλη, δημιουργούν μια ακαταμάχητη γοητεία. Και οι μπιραρίες! Αχ, αυτές οι μπιραρίες! Το ημίφως, η παλιά, ξύλινη επένδυση και επίπλωση, τα μπουκάλια αραδιασμένα στους τοίχους… Όλα αποπνέουν μια μαγική αύρα, κάτι παλιό που ξεκινάει δεκάδες, κάποτε εκατοντάδες χρόνια πριν και φτάνει αναλλοίωτο ως σήμερα. Η ατμόσφαιρα πολλαπλασιάζει την απόλαυση της περίφημης μαύρης Guiness, της οποίας τον τρόπο παρασκευής  θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε με  κάθε λεπτομέρεια στο τετραώροφο, εξαιρετικά ενδιαφέρον εργοστάσιό της.
Trinity College
Αναζητούμε  τη μπιραρία του μεγάλου τέκνου του Δουβλίνου, του Τζέημς Τζόυς. Αυτήν στην οποία σύχναζε και την οποία μνημείωσε στο κλασικό πια «Ulysses», τον «Οδυσσέα» του, βάζοντας τον ήρωά του, τον Λέοπολντ Μπλουμ, καθώς περιπλανιέται στο Δουβλίνο στις 16 Ιουνίου 1904 (την περίφημη Bloomsday) να σταματά εκεί για ένα σάντουιτς με γκοργκοντζόλα κι ένα ποτήρι Βουργουνδίας. Ενθουσιασμός όταν βρίσκουμε την ιστορική μπιραρία σ’ ένα πεζόδρομο, στην οδό Duke 21. Είναι η μπιραρία Davy Byrnes που λειτουργεί από το 1798! Οι σερβιτόροι, ενήμεροι για το ιστορικό και λογοτεχνικό παρελθόν του χώρου, μας υποδεικνύουν τις ωραίες τοιχογραφίες, το πορτρέτο του Τζόυς, μας εφοδιάζουν με σχετικό ενημερωτικό υλικό. Πώς να μη νιώθεις κι εσύ, ο ασήμαντος σημερινός τουρίστας, κάτι από αυτή την αύρα που εκλύουν τα πνεύματα που έζησαν κι ακόμα σου φαίνεται πως ζουν σ’ αυτό το μαγικό χώρο!

Έχει λεχθεί πως αν μια μέρα το Δουβλίνο καταστρεφόταν, θα μπορούσε να ξαναδημιουργηθεί με βάση την περιδιάβαση του ήρωα του Τζόυς! Δεν είχαμε βέβαια το χρόνο, ούτε κι όλοι τα ίδια ενδιαφέροντα, ώστε να βαδίσουμε στ’ αχνάρια του Λέπολντ Μπλουμ. Όμως το ποτάμι, ο Λίφυ, εξακολουθεί να διασχίζει την πόλη όπως και τότε, το φαρμακείο του Σουήνυ βρίσκεται στην ίδια θέση, ο καθεδρικός ναός του Αγίου Πατρικίου δεν άλλαξε, το περίφημο Trinity College συνεχίζει τη λειτουργία του από το  1592! Ακόμα κι όσοι την έχουμε ξαναδεί εντυπωσιαζόμαστε από την μεγαλύτερη αίθουσα βιβλιοθήκης (μήκους 64μ.) της Ευρώπης. Και μια κρυφή περηφάνια μας διακατέχει καθώς διαβάζουμε τα ονόματα στις προτομές που περιστοιχίζουν τις δυο μακρές πλευρές της βιβλιοθήκης: Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης…
Η βιβλιοθήκη του Trinity College
Ο Τζόυς δεν είναι βέβαια το μοναδικό πνευματικό τέκνο της Ιρλανδίας. Δεν ξέρω αν υπάρχει σε άλλη χώρα μουσείο συγγραφέων. Στο Δουβλίνο υπάρχει. Μικρό, διώροφο, συμπαθητικό, στεγάζει τη ζωή και το έργο των ιρλανδών δημιουργών. Ο υπεύθυνος του μουσείου, πλήρως κατατοπισμένος για τη ζωή και το έργο των συγγραφέων, μας μιλά για ώρα πολλή, απαντώντας και στις πιο περίεργες απορίες μας. Με δικαιολογημένη περηφάνια αναφέρει τα τέσσερα ιρλανδικά Νόμπελ λογοτεχνίας (Yeats, Bernard Shaw, Samuel Beckett, Seamus Heaney), και μας κάνει μια σύντομη σκιαγράφηση της λογοτεχνικής ιστορίας της χώρας. Μοναδική εμπειρία.
Στο μουσείο των συγγραφέων
Μ’ έναν απίθανα δροσερό καιρό (ενώ η Κύπρος φλέγεται στο ιουλιανό καμίνι των 40ο), διασχίζουμε την καταπράσινη ιρλανδική ύπαιθρο. Διανυκτερεύουμε στο Λίμερικ, μια όμορφη, μικρή, συμπαθητική πολιτεία στα νοτιοδυτικά, στις όχθες του ποταμού Σάννον, πατρίδα του Φρανκ ΜαΚώρτ, που με τόση αγάπη απαθανάτισε στα μυθιστορήματά του τη ζωή και τη φτώχια της Ιρλανδίας. Συνεχίζουμε για το Γκαλγουέη, μια γοητευτική φοιτητούπολη πάνω στον Ατλαντικό, με τον ποταμό Κόριπ να τη διασχίζει αυξάνοντας τη γοητεία της και από εκεί ανηφορίζουμε για το Μπέλφαστ.
Όσκαρ Ουάιλντ
Είναι εντυπωσιακό πώς οι Ιρλανδοί (κι όχι μόνο αυτοί βέβαια) αξιοποιούν τουριστικά (και οικονομικά!) το φυσικό περιβάλλον. Προβάλλουν και διαφημίζουν μια σειρά από απότομα βράχια στη δυτική ακτή, που καταλαμβάνουν μια έκταση οχτώ χιλιομέτρων κατά μήκος του Ατλαντικού. Είναι οι περίφημοι βράχοι Moher για τους οποίους βέβαια ο επισκέπτης πληρώνει είσοδο. Είναι ένα εξαιρετικό θέαμα και φημισμένος βιότοπος, για όποιον αντέχει να ανηφορίσει μερικά… χιλιόμετρα για να θαυμάσει τη θέα τους. Και ασφαλώς καφετέριες και καταστήματα τουριστικών ειδών είναι απαραίτητο συμπλήρωμα του χώρου.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το περίφημο Giants Causeway (Το μονοπάτι του γίγαντα), όπου γυρίζεται η σειρά Game of Thrones, στο βόρειο άκρο της Ιρλανδίας, απέναντι από τη Σκωτία. Είναι ένα πολύ πρωτότυπο, γεωλογικό φαινόμενο, κάπου 40.000 πολυγωνικές στήλες σε παράξενους συνδυασμούς, δημιουργημένο λόγω ηφαιστειακής δραστηριότητας πριν από 50 ή 60 3κατομμύρια χρόνια. Φυσικό ήταν να το περιβάλουν μύθοι και θρύλοι.
Queen's University, Μπέλφαστ
Στο "μονοπάτι του γίγαντα"
Ομολογώ ότι τα πολυδιαφημισμένα αυτά αξιοθέατα της Ιρλανδίας δεν μου προκάλεσαν ιδιαίτερη εντύπωση, αν και η τουριστική μου συνείδηση μου επέβαλλε να μην τα παραλείψω. Τουριστικό αξιοθέατο είναι και το περίφημο μουσείο του Τιτανικού στο Μπέλφαστ, που άνοιξε τις πύλες του το 2012, στην εκατοστή επέτειο της βύθισης του θρυλικού πλοίου, αλλά αυτό δεν πρέπει να το παραλείψει κανείς. Είναι ένα εξαιρετικό τεχνολογικό επίτευγμα.
Από του μουσείο Τιτανικού. Η περίφημη σκάλα
 
Ως γνωστό, εδώ στα ναυπηγεία του Μπέλφαστ κατασκευάστηκε το μυθικό πλοίο. Μυθικό για την εποχή του, αλλά και μυθικό κυρίως για το τραγικό του τέλος (βεβαίως όχι λίγο συνετέλεσε στη μυθοποίησή του στην εποχή μας και η γνωστή ταινία του James Cameron). Σ’ ένα πρωτότυπο κτήριο, που οι πλευρές του θυμίζουν πλευρές πλοίου, σε έξι επίπεδα, οι επισκέπτες μπορούν με τη βοήθεια των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, να παρακολουθήσουν το πλοίο από τη στιγμή τα δημιουργίας του ως τη στιγμή του μοιραίου τέλους.
Ωραίοι στίχοι του Tomas Hardy
Η επίσκεψη ενός τουλάχιστον κάστρου επιβάλλεται. Εδώ το κάστρο Burantti
Βεβαίως στην αυλή του Κάστρου μόνο ανάλογα ντυμένοι στρατιώτες μπορούν να περιπολούν!
Η τραπεζαρία του Κάστρου έτοιμη να μας δεχτεί για ένα μεσαιωνικό δείπνο...
...η σερβιτόρα να περιποιηθεί τους ευγενείς...
... και η  ωραία με την άρπα της να μας διασκεδάσει.
Φορτωμένοι εικόνες, εντυπώσεις, εμπειρίες, γνώσεις, σκέψεις, αποχαιρετούμε την Ιρλανδία και με χαρά ξαναγυρίζουμε στην αγαπημένη βραχονησίδα μας. Κάποτε σκέφτομαι μήπως ένα μεγάλο μέρος της  ταξιδιωτικής απόλαυσης βρίσκεται σ’ αυτή τη χαρά της επανόδου. Μήπως είχε δίκαιο ο Καζαντζάκης που φαντάστηκε τον Οδυσσέα, αφού εξόντωσε τους μνηστήρες, να ξαναφεύγει και πάλι για να ‘χει ξανά τη χαρά του νόστου…