Νομίζω ότι κάποτε η βιβλιομανία καταντάει εθισμός, στον οποίο, κατ' αναλογία των ναρκομανών, ο βιβλιομανής προχωρεί σιγά-σιγά από τα ελαφρότερα στα βαρύτερα, από την εισπνοή στις ενδοφλέβιες ενέσεις και έρχεται ώρα που δύσκολα πια ικανοποιείται και δυσκολεύεται ολοένα και περισσότερο νά βρει τη "δόση" που θα τον ευχαριστήσει.
Αυτές τις σκέψεις έκανα διαβάζοντας το "Άουστερλιτς" του W. G. Sebald (μετ. Ιωάννα Μεϊτανή, Άγρα, 2006), ενθουσιασμένη που η "δόση" μου ήταν πολύ ικανοποιητική, αλλά και με τη σκέψη ότι ίσως αυτό το βιβλίο να μη μπορέσει να το διαβάσει ή να μην αρέσει σε κάποιον που έχει συνηθίσει σε πιο ανάλαφρα διαβάσματα. Ένα βιβλίο που διαρκώς μετατοπίζεται σε τόπο και χρόνο. Που ξεκινά από το Βέλγιο για να πάει στην Αγγλία, τη Γερμανία, την Πράγα, τη Νυρεμβέργη, το Παρίσι και αλλού. Που αρχίζει μια μέρα του 1967, για να μεταφερθεί άλλοτε πιο πίσω, στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να ξαναγυρίσει σ' ένα μεταγενέστερο παρόν, και να τελειώσει στο σήμερα με τον αφηγητή να διαβάζει από ένα βιβλίο γεγονότα που αναφέρονται στο 1944. Και χρειάζεται πολλή προσοχή για να μη μπερδεύουμε τον αφηγητή. Όλο σχεδόν το βιβλίο είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά δεν είναι πάντα το ίδιο πρόσωπο που μιλά. Ας γίνω λίγο περισσότερο διευκρινιστική.
Ο αφηγητής-συγγραφέας μια μέρα του 1967 συναντά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Αμβέρσας έναν άγνωστο που του τραβά την προσοχή. Είναι ο Άουστερλιτς. Τον πλησιάζει, κάτι τον ρωτά και αρχίζει μεταξύ τους μια μακροχρόνια επικοινωνία που φτάνει με διαλείμματα ως το 1996. Σ' όλο αυτό το διάστημα και στις περιστασιακές συναντήσεις τους, ακούμε τις αφηγήσεις του Άουστερλιτς και μέσα από αυτές και άλλων προσώπων. Ο συγγραφέας σιγά-σιγά εξαφανίζεται. Η φράση "είπε ο Άουστερλιτς" που επαναλαμβάνεται συνεχώς, μας βοηθά να μη χάσουμε το νήμα της αφήγησης,όπως επίσης και η φράση "είπε η Βιέρα (ή άλλο πρόσωπο), είπε ο Άουστερλιτς", όταν δηλαδή ο Άουστερλιτς επαναλαμβάνει την αφήγηση άλλου προσώπου (κι έτσι έχουμε αφήγηση της αφήγησης της αφήγησης). Μέσα απ' όλες αυτές τις διηγήσεις ολοκληρώνουμε σταδιακά, και όχι πάντα με ευθεία χρονολογική σειρά, την εικόνα της ζωής του Άουστερλιτς. Υπήρξε ένα παιδί του πολέμου. Εβραιόπουλο, στέλλεται στην ηλικία των 5 περίπου χρόνων, λίγο πριν από τον πόλεμο, μαζί με άλλα παιδιά, από την Πράγα στο Λονδίνο. Είχε προηγηθεί η αναχώρηση του πατέρα του στο Παρίσι, η μητέρα του που λογάριαζε να ακολουθήσει το παιδί δεν τα κατάφερε. Ο μικρός Άουστερλιτς μεγαλώνει στο σπίτι ενός αυστηρού Καλβινιστή ιερέα ως Ντάβιδ Ελίας και μόνο στα 15 του χρόνια πληροφορείται ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ζακ Άουστερλιτς. Παράξενο όνομα που ως τότε το ήξερε μόνο ως τοποθεσία μιας ναπολεόντειας μάχης.
Τελειώνει το σχολείο, σπουδάζει ιστορία της αρχιτεκτονικής, αλλά το συναίσθημα της αποξένωσης κυριαρχεί πάντα στη ζωή του. Ψάχνει για το παρελθόν του. Θολές μνήμες ξυπνάνε μέσα του καθώς ακούει μια συνομιλία σε μια εκπομπή. Το ασυνήθιστο όνομα τον οδηγεί στην Πράγα, όπου συναντά μια παλιά φοιτήτρια τότε, γειτόνισσα και δική του νταντά. Οι αφηγήσεις της, κάποιες περιγραφές, μερικές φωτογραφίες, τον παρακινούν να ανασκαλεύει ολοένα και περισσότερο τη μνήμη του, να προσπαθεί να αναπλάσει τη μορφή της μητέρας του, να πάει στο Τερεζίν, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του οποίου εκείνη είχε κλειστεί, να διασχίσει την Ευρώπη με τρένο, απεγνωσμένα προσπαθώντας να διαπιστώσει αν αυτή τη διαδρομή είδε στα 5 του χρόνια. Το ίδιο ψάξιμο θα κάνει για τον πατέρα του στο Παρίσι, παντού νιώθοντας ξένος, ανέστιος, ένας πλάνητας, ξεκομμένος από τις ρίζες του, ένα από τους χιλιάδες πρόσφυγες και ανέστιους του κόσμου μας.
Ο χρόνος, η μνήμη, η γλώσσα, επανέρχονται στη γραφή του Sebald. Λεπτομέρειες που αποτυπώθηκαν στη μνήμη, η ομίχλη που σηκώνεται από την κοιλάδα, μια γυναίκα σ' ένα παλαιοπωλείο, μια επιγραφή ή μια παλιά πόρτα σ΄ενα χωριό, σπαράγματα μνήμης διαποτίζουν την ιστορία του Άουστερλιτς. Οι ναζί, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν τη θέση τους, δεν είναι όμως το κυρίαρχο θέμα, ούτε μια ακόμα προσπάθεια προβολής του ολοκαυτώματος. Μοιάζουν όλα πολύ μακρινά, χωρίς συναισθηματική φόρτιση, με έντονη την προσπάθεια όχι να τα αναδείξει, αλλά μέσα από αυτά να αναπλάσει τους γονείς του και να βρει τον εαυτό του.
Ιδιομορφία του βιβλίου οι φωτογραφίες που το συνοδεύουν (ο Άουστερλιτς άλλωστε είχε ιδιαίτερη κλίση και διαρκώς φωτογράφιζε, συμβολική ίσως προσπάθεια να ακινητήσει το χρόνο), απτά τεκμήρια, πιστοποίηση της αυθεντικότητας του κειμένου.
Το βιβλίο, χωρίς κεφάλαια ή παραγράφους, με σελίδες ολόκληρες χωρίς μια τελεία, απαιτεί την αμέριστη προσοχή του αναγνώστη, αλλά ανεπιφύλακτα του ανταποδίδει την ευχαρίστηση της υψηλής λογοτεχνικής απόλαυσης.
Για το ίδιο βιβλίο:
Καλημέρα Πολύ ωραία παρουσίαση. Δεν το γνωρίζω το βιβλίο αλλά η δική σου παρουσίαση μου έδωσε την εντύπωση ενός έντονα συναισθηματικά φορτισμένου αφηγήματος το οποίο θα βάλω στη λίστα με τα προσεχώς προς ανάγνωση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα, αγαπητέ νεζερίτη. Για τα καλά λόγια ευχαριστώ. Όμως αν έδωσα την εντύπωση ενός συναισθηματικά φορτισμένου βιβλίου, σημαίνει δεν πέτυχα στην παρουσίαση. Ίσα-ίσα που το βιβλίο, παρ' όλο το θέμα του, δεν έχει συναισθηματισμό. Με συγχωρείς που δεν σε έβαλα ακόμα στα links μου αν και σε παρακολουθώ. Θα το πράξω λίαν συντόμως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία τα λες,τζάνκια τελείως έχουμε γίνει.Το έχει γράψει έτσι η Σώτη Τριανταφύλλου "εγώ είμαι junkie της λογοτεχνίας" και συμφωνώ απόλυτα.Αν και το βιβλίο αυτό δεν χρειάζεται να είσαι "εθισμένος" γιά να το απολαύσεις,απλά να σ'αρέσει η λογοτεχνία και να έχεις λίγη υπομονή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ, αγαπητέ librofilo. Καιρό έχουμε να "μπλογκοσυναντηθούμε" από τότε που έκλεισες τα σχόλιά σου. Και ένα επιπλέον ευχαριστώ γιατί από σένα γνώρισα τον Sebald.
ΑπάντησηΔιαγραφή...χωρίς παραγράφους,χωρίς τελεια...μμμ,καθως φαινεται απέχω από τζανκι :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν χάνεις τίποτα, αγαπητή cook, να δοκιμάσεις. Πού ξέρεις,μπορεί η "δόση" να σου αρέσει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχη η πρώτη παράγραφος περί βιβλιομανίας ...έτσι ακριβώς νιώθω πολύ συχνά ,χαίρομαι που μπόρεσες να το εκφράσεις .
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα έχω πάρει όλα τα βιβλία του Sebald (και κάποια στα αγγλικά - βιβλιομανία είναι αυτή)αλλά προς το παρόν μόνο τον ξεφυλλίζω , χαζεύω τα εξώφυλλα και διαβάζω όμορφες παρουσιάσεις σα τη δική σου που εντείνουν την αδημονία μου και δημιουργούν ένα υπόστρωμα ηδονής. Και περιμένω ...
Ευχαριστώ για την επίσκεψη, αγαπητέ ναυτίλε. Τι θα 'λεγες να προτείνουμε αυτό για συζήτηση; Ή μήπως δεν θα βρούμε αρκετούς "πρεζάκηδες";
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ευχαρίστως . Μες την βιβλιοϊστοχωριό υπάρχουν πολλοί "πρεζάκηδες" .
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ είπα την άποψή μου, περιμένω τις δικές σας. Μήπως όμως πρέπει να ενημερώσουμε και τον σεβαστό πατριάρχη Φώτιο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ανάρτηση που μόλις έκανα είναι αφιερωμένη σε σένα και τη ...βιβλιομανία σου .
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ, τρέχω να τη διαβάσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήTo Austerlitz το διάβασα πριν 3 χρόνια στην Αγγλία (στα αγγλικά) και πρέπει να πω ότι είναι από τα καλύτερα βιβλία των τελευταίων χρόνων που έχω διαβάσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜοναδικός ο τρόπος που ο συγγραφέας κινείται μέσα στον χωροχρόνο. Κάποιες από τις περιγραφές του μου έχουν αποτυπωθεί βαθιά στο μυαλό μου.
Άδικος και ο (σχετικά) πρόσφατος θάνατος του συγγραφέα σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Όταν πέθανε η Guardian έκανε λόγω για έναν από τους Μεγάλους σύγχρονους Ευρωπαίους συγγραφείς. Αναρωτιέμαι αν έχουν μεταφραστεί όλα τα βιβλία του Sebald (4 αν δεν κάνω λάθος) στα ελληνικά.
@dynx Συμφωνούμε απόλυτα. Απ' ότι ξέρω έχει μεταφραστεί στα ελληνικά ακόμα ένα βιβλίο του, "Οι ξεριζωμένοι". Είμαι σε αναζήτησή του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, η βιβλιομανία γίνεται εθισμός που πολλές φορές μας "αναγκάζει" να πάρουμε βιβλία που μένουν αδιάβαστα. Κατά διαστήματα προσπαθώ να "αποτοξινοθώ", η ενασχόληση με διάφορα άλλα με "υποχρεώνει" σε κάποια διακοπή ανάγνωσης, όχι ολοσχερή βέβαια, αλλά διακοπτόμενη....
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Mike. Η Ελένη Τσαμαδού είναι εδώ και έμαθε το "μυστικό". Ανυπομονώ να διαβάσω τα δικά της "Μυστικά", που φαίνεται αρκετά χορταστικό βιβλίο.
ΑπάντησηΔιαγραφή