"Η Αγγλία έχει αλλάξει. Αυτή την εποχή είναι δύσκολο να καταλάβεις ποιος είναι ντόπιος και ποιος όχι. Ποιος είναι δικός μας και ποιος είναι ξένος. Είναι ενοχλητικό".
Και μόνο αυτή η εναρκτήρια φράση του μυθιστορήματος του Κάρυλ Φίλιπς "Μακρινή ακτή" (Scripta, 2009, μετ. Ρένα Χατχούτ), όπου στη θέση της λέξης "Αγγλία" θα μπορούσαμε άνετα να πούμε "Κύπρος", "Ελλάδα" ή οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου, είναι αρκετή για να μας κινήσει το ενδιαφέρον για τη συνέχεια. Το τρομερό μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής μας, πολύ διαφορετικό από το αντίστοιχο άλλων εποχών, καθιστά το βιβλίο του Φίλιπς άκρως επίκαιρο και ενδιαφέρον. Και ασφαλώς όχι μόνο για την επικαιρότητά του.
Με κεντρικούς χαρακτήρες μια σχεδόν εξηντάχρονη δασκάλα μουσικής, τη Ντόροθι, κι έναν έγχρωμο λαθρομετανάστη, τον Σόλομον, που φαινομενικά δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους, που η τύχη και οι συμπτώσεις τους φέρνουν να κατοικούν στο ίδιο μικρό χωριό κάπου στη βόρειο Αγγλία, ο συγγραφέας ανατέμνει την εποχή μας, σύγχρονα αλλά και διαχρονικά προβλήματα. Ο εμφύλιος σπαραγμός και η δυστυχία των Αφρικανικών χωρών, ο θάνατος, η αγωνία της επιβίωσης, η μοναξιά, η αναζήτηση της συντροφικότητας, η ξενοφοβία, περνούν μέσα από τη ζωή των δυο ηρώων.
Από το πρώτο κεφάλαιο σχεδόν ξέρουμε ήδη τη μοίρα τους, την κατάληξή τους. Αλλά δεν είναι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τον συγγραφέα. Πότε με πρωτοπρόσωπη και άλλοτε με τριτοπρόσωπη αφήγηση οδηγούμαστε στο τόσο διαφορετικό παρελθόν της Ντόροθι και του Σόλομον. Εκείνος, καταγόμενος από μια χώρα της Αφρικής που δεν κατονομάζεται, είδε ολόκληρη την οικογένειά του να σφαγιάζεται. Με έγκλημα εξασφαλίζει τα δυο χιλιάδες δολάρια που του ζητούν για να τον φυγαδέψουν. Ταξιδεύει καλυμμένος σ' ένα φορτηγό, κατάχαμα σ' ένα αεροπλάνο χωρίς καθίσματα, στριμωγμένος σ' ένα βαγόνι τρένου, λαθρεπιβάτης σ' ένα πλοίο, πηδάει με κίνδυνο της ζωής του στη θάλασσα για να φτάσει στη Γη της Επαγγελίας, όπως φανταζόταν, την Αγγλία. Πολύ σύντομα η πραγματικότητα θα τον διαψεύσει. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, κατορθώνει να σωθεί με τη βοήθεια μιας συμπονετικής δικηγόρου και καταλήγει ανεπιθύμητος λαθρομετανάστης, νυχτοφύλακας και οδηγός για το νοσοκομείο, με το τραγικό τέλος να παραμονεύει.
Πολύ διαφορετική η μοίρα της Ντόροθι, μα η δυστυχία που βιώνει δεν την κάνει λιγότερο τραγική μορφή. Ο θάνατος την τριγυρίζει. Πεθαίνει η μάνα, ο πατέρας, χάνει την αδερφή της από καρκίνο και, το επιστέγασμα, την εγκαταλείπει ο άντρας της. Θέλοντας να κάνει μια καινούρια αρχή στη ζωή της καταλήγει στο μικρό χωριό, σ' ένα καινούριο οικισμό, στον οποίο νυχτοφύλακας είναι ο Σόλομον. Μάταια όμως αναζητεί την ανθρώπινη επαφή. Η αναζήτηση λίγης ανθρώπινης συντροφιάς θα σταθεί αφορμή να την εξωθήσουν σε αναγκαστική παραίτηση από τη δουλειά της. Θα καταλήξει σ' ένα ίδρυμα για ψυχοθεραπεία, κλεισμένη στον εαυτό της και στις σκέψεις της.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι. Τι είναι αυτό που κάνει ένα τόσο μελαγχολικό βιβλίο, ένα μυθιστόρημα διωγμού, αποξένωσης, μισαλλοδοξίας, απέλπιδης αναζήτησης κάποιας χαράς στη ζωή να μας γοητεύει; Αυτή είναι η δύναμη και η γοητεία της λογοτεχνίας. Τα προβλήματα του κόσμου να γίνονται δικά μας, η ψυχολογική βυθομέτρηση των ηρώων να γίνεται εργαλείο για τη δική μας ενδοσκόπηση.
Και μια φράση από κριτική του Time Out που συνοψίζει, νομίζω, με τον πιο καίριο τρόπο όλο το μυθιστόρημα: "Είναι ένα από τα σπάνια μυθιστορήματα που εξετάζουν με επιτυχία σημαντικά θέματα μέσα από το πρίσμα ασήμαντων ζωών".
Ευχαριστίες στον librofilo
Χαίρομαι που σου άρεσε.Τα σέβη μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου αρέσει, Κίκα μου, το θέμα του νέου βιβλίου που μας προτείνεις. Είναι πολύ ενδιαφέρον.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή σου μέρα!
Δεν είναι η πρώτη φορά που από σένα γνωρίζω ωραία βιβλία, αγαπητέ Libro. Και πάλι ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι, Ζήνα μου, πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Σε χαιρετώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή