Θα έπρεπε, για να είμαι δίκαιη μ' αυτό το βιβλίο, να αναρτήσω ένα μακροσκελέστατο ποστ. Ξέροντας όμως και εξ ιδίας πείρας, πόσο αποτρεπτικά είναι για τον αναγνώστη τα μακροσκελή κείμενα, θα προσπαθήσω, με κίνδυνο να αδικήσω το βιβλίο, στη συνήθη έκταση των αναρτήσεών μου.
Ο αναγνώστης πρέπει να διαθέτει πολύ χρόνο, πολλή υπομονή και ούτε ίχνος αντισημιτισμού για να παρακολουθήσει την περιπλάνηση του Ντάνιελ Μέντελσον στις 580 πυκνογραμμένες σελίδες του βιβλίου του "Χαμένοι" (Πόλις, 2010, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου). Έχουμε ασφαλώς διαβάσει πλείστα όσα βιβλία για το ολοκαύτωμα. Κι όμως ο Μέντελσον βρίσκει τον τρόπο να μιλήσει γι' αυτό (και όχι μόνο γι' αυτό) από μια άλλη σκοπιά. Ο ίδιος, Εβραίος βέβαια, αλλά όχι φανατικά θρησκευόμενος, είναι πολύ νεότερος. Γεννημένος στην Αμερική το 1960, δεν έχει προσωπικές μνήμες, ούτε και οι γονείς του έζησαν τη φρίκη του πολέμου και της εξόντωσης, μια και ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, είχε μεταναστεύσει στην Αμερική πολύ πριν, η δε γιαγιά του είχε γεννηθεί στην Αμερική. Όμως, όταν ήταν μικρός, 6-7 χρονών, τύχαινε να μπει σ' ένα δωμάτιο και οι ηλικιωμένοι Εβραίοι συγγενείς, θείοι και θείες, να βάζουν τα κλάματα. Μέσα από κουβέντες, συχνά στα γίντις, ακούει "πόσο μοιάζει στο μακαρίτη θείο Σμιλ". Αυτές οι κουβέντες, το πλήθος των ιστοριών του παππού του που καταγόταν από μια μικρή πόλη της Ουκρανίας (σήμερα), το Μπόλεχοφ, εξάπτουν την περιέργεια και τη φαντασία του. Ποιος ήταν αυτός ο θείος Σμιλ για τον οποίο, παρ' όλο το πλήθος των άλλων ιστοριών, ο παππούς δεν έκανε λόγο; Ο Ντάνιελ το μόνο που ξέρει είναι ότι τον Σμιλ, τη γυναίκα του και τις τέσσερις κόρες του τους σκότωσαν οι Ναζί. Μεγαλώνοντας μεγαλώνει και το ενδιαφέρον του να ερευνήσει, να μάθει περισσότερα γι' αυτά τα χαμένα για πάντα πρόσωπα της οικογένειας. Συγκεντώνει στοιχεία, μελετά βιβλία, το διαδίκτυο είναι μεγάλη βοήθεια, κάποια στιγμή όμως αποφασίζει να μάθει από τους ίδιους τους επιζήσαντες από τη μικρή πόλη Μπόλεχοφ (αν μπορέσει να βρει) όχι μόνο πώς πέθανε η οικογένεια του μακρινού του θείου, αλλά και κυρίως πώς έζησε.
Η περιπλάνησή του αρχίζει. Πάει στο Μπόλεχοφ, στην Αυστραλία, στο Ισραήλ, στη Σουηδία, στην Πράγα, στη Βιέννη, στη Δανία, ξανά στο Ισραήλ και στο Μόλεχοφ. Συναντά ηλικιωμένους πια ανθρώπους που ήξεραν κάτι να του πουν για την οικογένεια του θείου του. Κι αυτοί βέβαια απ' ό,τι είχαν ακούσει, γιατί, όπως του λέει κάποιος, αν είχαν υπάρξει αυτόπτες μάρτυρες, τότε δεν θα ήταν τώρα εδώ! Μέσα από την εκπληκτική αφηγηματική ζωντάνια παρακολουθούμε βήμα-βήμα τις μετατοπίσεις του στο χώρο και το χρόνο. Συλλέγοντας σπαράγματα αναμνήσεων προσπαθεί να ανασυστήσει όλη την ταραγμένη εκείνη εποχή και προπάντων να μάθει για τους άγνωστους εκείνους συγγενείς. Ώσπου, στο τέλος, σε μια συγκινητική σκηνή, ξαναγυρίζοντας στο Μπόλεχοφ για δεύτερη φορά, μαζεύει μια χούφτα χώμα και αποθέτει μια πέτρα (εβραϊκή συνήθεια) στο χώρο όπου κατά πάσα πιθανότητα έχει εκτελεστεί ο θείος και μια από τις κόρες, αφού στο μεταξύ κατόρθωσε να μάθει και να αναπλάσει με τη φαντασία του, ποιο ήταν το τέλος της συζύγου και των άλλων τριών κοριτσιών.
Ο Μέντελσον ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, θα 'λεγε κανείς την ιστορία των Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης. Δεν σταματά μόνο στις σκηνές φρίκης που έχουμε γνωρίσει από τόσα άλλα διαβάσματα και θεάματα. Μαθαίνουμε πώς ήταν η ζωή σ' αυτή τη μικρή πόλη πριν ενσκήψει η λαίλαπα του Ναζισμού, σε μια πόλη όπου για αιώνες ζούσαν αρμονικά Πολωνοί, Εβραίοι και Ουκρανοί, μα που όταν ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή ήταν φορές που οι πρώην γείτονες φάνηκαν χειρότεροι και από τους Ναζί. Αλλά ήταν κι άλλοι που με κίνδυνο, κάποτε με θυσία της ζωής τους, βοήθησαν και έκρυψαν Εβραίους (Πόσο η ιστορία επαναλαμβάνεται!)
Μα η λογοτεχνική αξία του βιβλίου, που διασώζει πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, πάει πολύ πιο πέρα. Ο κλασικοθρεμένος Μέντελσον κάνει συχνές αναφορές στον 'Ομηρο, στην αρχαία τραγωδία. Η τεχνική της αφήγησής του, λέει κάπου στο βιβλίο, μιμείται την Ιλιάδα, όπου, στο Ζ συγκεκριμένα, δυο αντίπαλοι ήρωες, ο Διομήδης και ο Γλαύκος, ενώ ετοιμάζονται να συγκρουστούν, στήνουν μια μακροσκελή συζήτηση, αρχίζουν να αφηγούνται ιστορίες και τελικά χωρίζουν σαν φίλοι. Έτσι και ο ίδιος, λέει, παρεκκλίνει από τη γραμμή της αφήγησης, παρεμβαίνει με άλλα γεγονότα και ιστορίες, για να ξαναπιάσει ύστερα το νήμα από εκεί που το άφησε.
Μια άλλη σκηνή του θυμίζει τον Αινεία που εγκαταλείποντας συντετριμμένος την ερειπωμένη και πυρπολημένη πόλη του, την Τροία, φτάνοντας στην Καρχηδόνα, μια ζωγραφιά που αντικρίζει τον κάνει να αναλυθεί σε δάκρυα και να πει την περίφημη φράση (που τόσο έχει χρησιμοποιηθεί, sunt lacrimae rerum, έχουν δάκρυα τα πράγματα.
Μια ακόμη ιδιαιτερότητα του βιβλίου είναι η παρεμβολή αποσπασμάτων από την Παλαιά Διαθήκη, ο σχολιασμός τους και ο παραλληλισμός με την ίδια τη ζωή. Η Γένεσις με την αμαρτία των πρωτοπλάστων, το αδελφικό έγκλημα του Κάιν, η περιπλάνηση του Αβραάμ, ο Νώε, τα Σόδομα και τα Γόμμορα, η μεταμόρφωση της γυναίκας του Λωτ σε στήλη άλατος και άλλα, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τους Εβραίους αλλά και για τον Χριστιανισμό, αφού η Παλαιά Διαθήκη είναι και για τον Χριστιανισμό ιερό βιβλίο.
Νομίζω ότι έχω ξεφύγει από την αρχική μου πρόθεση για μια σύντομη παρουσίαση του βιβλίου. Γι' αυτό κλείνω με μια άποψη που διατυπώνεται και συνοψίζει, πιστεύω, το σκοπό του συγγραφέα: "Συχνά το μυαλό συλλαμβάνει τα μικρά πράγματα πιο εύκολα από όσο τη γενική εικόνα. Για παράδειγμα, είναι πιο θελκτικό για τους αναγνώστες να κατανοήσουν το νόημα ενός ιστορικού γεγονότος πελώριας κλίμακας μέσω της ιστορίας μιας οικογένειας".
Εύχομαι Καλή Ανάσταση!
ΑπάντησηΔιαγραφή