"Σε ρωτάω άλλη μια φορά. Τι θ' αποφάσιζες αν είχες την επιλογή; Θ' αποφάσιζες να ζήσεις μια σύντομη ζωή εδώ στη γη για να σε πάρουν ύστερα από λίγα χρόνια χωρίς δικαίωμα επιστροφής; Ή θα έλεγες: "Όχι, ευχαριστώ";
Έχεις μόνο αυτές τις δύο εναλλακτικές λύσεις. Επειδή αυτοί είναι οι κανόνες. Αν αποφασίσεις να ζήσεις, τότε αποφασίζεις και να πεθάνεις."
Ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι διαβάζει το γράμμα που έγραψε γι' αυτό ο πατέρας του έντεκα χρόνια πριν, όταν το μικρό τότε τετράχρονο αγόρι δεν θα μπορούσε να καταλάβει αυτά που ο πατέρας του είχε να του πει. Ο άρρωστος πατέρας ήξερε πως δεν θα ζούσε για να δει το γιο του να μεγαλώνει, δεν θα ζούσε για να τον δει να φτάνει στην ηλικία που θα μπορούσε να καταλάβει.
Ο Νορβηγός συγγραφέας, καθηγητής της φιλοσοφίας Γιοστέιν Γκάαρντερ, πασίγνωστος για το πολυμεταφρασμένο βιβλίο του "Ο κόσμος της σοφίας", μας δίνει με το μυθιστόρημά του "Το κορίτσι με τα πορτοκάλια" (Α.Α. Λιβάνη, 2005, μετ. Ιάκωβος Κοπερτί) ένα έργο φαινομενικά απλό, επιφανειακά ένα τρυφερό, μελαγχολικό, γλυκόπικρο παραμύθι, που όμως κάτω από την απλοϊκή επιφάνεια κρύβει βαθύτατα φιλοσοφικά ερωτήματα. Και το πιο βασικό απ' όλα το ερώτημα της ζωής: όταν ερχόμαστε σ' αυτό τον κόσμο, όταν γεννιόμαστε, είναι αναπόφευκτο ότι και θα πεθάνουμε. Αν λοιπόν είχαμε δικαίωμα επιλογής τι θα διαλέγαμε; Να μη γεννηθούμε ποτέ ή θα διαλέγαμε τη ζωή παρά την επίγνωση του τέλους της;
Ο Γκέορκ διαβάζει συγκινημένος το γράμμα του νεκρού πια πατέρα του, ενώ κάθε τόσο παρεμβάλλει τα σχόλια, τις σκέψεις του, στοιχεία της δικής του τωρινής ζωής. Η μακρά αφήγηση του πατέρα αναφέρεται στη ζωή του όταν ήταν είκοσι χρόνων, φοιτητής της ιατρικής. Μια μέρα συναντά στο τραμ ένα κορίτσι που κρατούσε μια μεγάλη χαρτοσακούλα γεμάτη πορτοκάλια. Κοιτάζονται. Ο νεαρός μαγεύεται. Η κοπέλα κατεβαίνει πριν εκείνος προλάβει να μάθει κάτι άλλο γι' αυτήν. Το κορίτσι με τα πορτοκάλια του γίνεται έμμονη ιδέα. Η φαντασία του οργιάζει. Τι να τα ήθελε άραγε τόσα πορτοκάλια; Πλάθει με το νου του διάφορα σενάρια, ενώ ταυτόχρονα την αναζητά σ' όλο το Όσλο. Πότε στην αγορά απ' όπου πιθανότατα αγόραζε τα πορτοκάλια, πότε σε μια καφετέρια, πότε στη λειτουργία των Χριστουγέννων. Θα φτάσει ακόμα και στη Σεβίλη, όταν κάποια ίχνη της τον οδηγούν εκεί.
Δεν θα αποκαλύψω τη συνέχεια, μια συνέχεια που αργά, μέσα από το τρυφερό γράμμα του πατέρα θα ανακαλύψει και ο Γκέορκ. Απ' τον πατέρα του διατηρεί μονάχα μια θολή ανάμνηση. Θυμάται προπάντων μια αστροφώτιστη νύχτα που ο πατέρας του τον κρατούσε αγκαλιά στη βεράντα και του μιλούσε για τη ζωή και το σύμπαν που βέβαια τότε δεν μπορούσε να καταλάβει.
"Τι είναι όμως ο άνθρωπος Γκέορκ; Τι αξία έχει; Μήπως είμαστε απλώς σκόνη που τη στροβιλίζει και τη σκορπίζει ο άνεμος;"
Μέσα από το γράμμα, την ήρεμη θλίψη από την επίγνωση του επικείμενου θανάτου εξουδετερώνει η ευτυχία της αγάπης και της ζωής που όσο σύντομη κι αν ήταν άξιζε να τη ζήσει.
Το ερώτημα που του έθεσε ο πατέρας του στριφογυρίζει διαρκώς στο μυαλό του:
"Φαντάσου ότι βρίσκεσαι πριν από δισεκαταμμύρια χρόνια στη γέννηση των πάντων, στο κατώφλι αυτού του παραμυθιού", έγραφε ο πατέρας μου. "Κι ότι πρέπει να επιλέξεις αν θα γεννηθείς για να ζήσεις σ' αυτό τον πλανήτη. Χωρίς να ξέρεις πότε θα ζήσεις και πόσο, σίγουρα πάντως για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Θα ήξερες δηλαδή ότι αν αποφάσιζες να έρθεις κάποτε σ' αυτό τον κόσμο, θα ήσουν αναγκασμένος να τον εγκαταλείψεις πάλι κάποτε, αυτόν και όλα όσα ήταν σ' αυτόν, όταν θα ωρίμαζε ο χρόνος, ή, όπως λένε, "όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου".
Το κρίσιμο ερώτημα επανέρχεται επίμονα γιατί, όπως γράφει ο πατέρας, "Νιώθω κάτι σαν ενοχή επειδή συνέβαλα στο να έρθεις στον κόσμο (...) Το να χαρίζεις τη ζωή σ' ένα παιδί δε σημαίνει απλώς να του δωρίζεις τον κόσμο. Σημαίνει επίσης να του αφαιρείς πάλι κάποτε αυτό το ασύλληπτα μεγάλο δώρο".
Όταν το γράμμα τελειώνει ο Γκέορκ ψάχνει για τον παλιό υπολογιστή του πατέρα του στον οποίο θα το είχε γράψει. Κι εκεί απαντά στο νεκρό πατέρα του μ' ένα γράμμα που δεν θα επιδοθεί ποτέ:
"Αγαπητέ μπαμπά! Ευχαριστώ για το γράμμα σου. Ήταν ένα σοκ για μένα, μου έδωσε χαρά αλλά και με βασάνισε. Ωστόσο πήρα πια τη βαριά απόφαση:είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα αποφάσιζα να ζήσω, κι ας ήταν μόνο για μια "στιγμή". Γι' αυτό ξέχασε παι αυτή την έγνοια. Μπορείς "να αναπαυθείς εν ειρήνη", όπως λένε".
Ευχαριστίες στη Χριστίνα απ' την οποία γνώρισα αυτό το υπέροχο βιβλίο.