Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2011

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια

"Σε ρωτάω άλλη μια φορά. Τι θ' αποφάσιζες αν είχες την επιλογή; Θ' αποφάσιζες να ζήσεις μια σύντομη ζωή εδώ στη γη για να σε πάρουν ύστερα από λίγα χρόνια χωρίς δικαίωμα επιστροφής; Ή θα έλεγες: "Όχι, ευχαριστώ";
Έχεις μόνο αυτές τις δύο εναλλακτικές λύσεις. Επειδή αυτοί είναι οι κανόνες. Αν αποφασίσεις να ζήσεις, τότε αποφασίζεις και να πεθάνεις."
Ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι διαβάζει το γράμμα που έγραψε γι' αυτό ο πατέρας του έντεκα χρόνια πριν, όταν το μικρό τότε τετράχρονο αγόρι δεν θα μπορούσε να καταλάβει αυτά που ο πατέρας του είχε να του πει. Ο άρρωστος πατέρας ήξερε πως δεν θα ζούσε για να δει το γιο του να μεγαλώνει, δεν θα ζούσε για να τον δει να φτάνει στην ηλικία που θα μπορούσε να καταλάβει.
Ο Νορβηγός συγγραφέας, καθηγητής της φιλοσοφίας Γιοστέιν Γκάαρντερ, πασίγνωστος για το πολυμεταφρασμένο βιβλίο του "Ο κόσμος της σοφίας", μας δίνει με το μυθιστόρημά του "Το κορίτσι με τα πορτοκάλια" (Α.Α. Λιβάνη, 2005, μετ. Ιάκωβος Κοπερτί) ένα έργο φαινομενικά απλό, επιφανειακά ένα τρυφερό, μελαγχολικό, γλυκόπικρο παραμύθι, που όμως κάτω από την απλοϊκή επιφάνεια κρύβει βαθύτατα φιλοσοφικά ερωτήματα. Και το πιο βασικό απ' όλα το ερώτημα της ζωής: όταν ερχόμαστε σ' αυτό τον κόσμο, όταν γεννιόμαστε, είναι αναπόφευκτο ότι και θα πεθάνουμε. Αν λοιπόν είχαμε δικαίωμα επιλογής τι θα διαλέγαμε; Να μη γεννηθούμε ποτέ ή θα διαλέγαμε τη ζωή παρά την επίγνωση του τέλους της;
Ο Γκέορκ διαβάζει συγκινημένος το γράμμα του νεκρού πια πατέρα του, ενώ κάθε τόσο παρεμβάλλει τα σχόλια, τις σκέψεις του, στοιχεία της δικής του τωρινής ζωής. Η μακρά αφήγηση του πατέρα αναφέρεται στη ζωή του όταν ήταν είκοσι χρόνων, φοιτητής της ιατρικής. Μια μέρα συναντά στο τραμ ένα κορίτσι που κρατούσε μια μεγάλη χαρτοσακούλα γεμάτη πορτοκάλια. Κοιτάζονται. Ο νεαρός μαγεύεται. Η κοπέλα κατεβαίνει πριν εκείνος προλάβει να μάθει κάτι άλλο γι' αυτήν. Το κορίτσι με τα πορτοκάλια του γίνεται έμμονη ιδέα. Η φαντασία του οργιάζει. Τι να τα ήθελε άραγε τόσα πορτοκάλια; Πλάθει με το νου του διάφορα σενάρια, ενώ ταυτόχρονα την αναζητά σ' όλο το Όσλο. Πότε στην αγορά απ' όπου πιθανότατα αγόραζε τα πορτοκάλια, πότε σε μια καφετέρια, πότε στη λειτουργία των Χριστουγέννων. Θα φτάσει ακόμα και στη Σεβίλη, όταν κάποια ίχνη της τον οδηγούν εκεί.
Δεν θα αποκαλύψω τη συνέχεια, μια συνέχεια που αργά, μέσα από το τρυφερό γράμμα του πατέρα θα ανακαλύψει και ο Γκέορκ. Απ' τον πατέρα του διατηρεί μονάχα μια θολή ανάμνηση. Θυμάται προπάντων μια αστροφώτιστη νύχτα που ο πατέρας του τον κρατούσε αγκαλιά στη βεράντα και του μιλούσε για τη ζωή και το σύμπαν που βέβαια τότε δεν μπορούσε να καταλάβει.
"Τι είναι όμως ο άνθρωπος Γκέορκ; Τι αξία έχει; Μήπως είμαστε απλώς σκόνη που τη στροβιλίζει και τη σκορπίζει ο άνεμος;"
Μέσα από το γράμμα, την ήρεμη θλίψη από την επίγνωση του επικείμενου θανάτου εξουδετερώνει η ευτυχία της αγάπης και της ζωής που όσο σύντομη κι αν ήταν άξιζε να τη ζήσει.
Το ερώτημα που του έθεσε ο πατέρας του στριφογυρίζει διαρκώς στο μυαλό του:
"Φαντάσου ότι βρίσκεσαι πριν από δισεκαταμμύρια χρόνια στη γέννηση των πάντων, στο κατώφλι αυτού του παραμυθιού", έγραφε ο πατέρας μου. "Κι ότι πρέπει να επιλέξεις αν θα γεννηθείς για να ζήσεις σ' αυτό τον πλανήτη. Χωρίς να ξέρεις πότε θα ζήσεις και πόσο, σίγουρα πάντως για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Θα ήξερες δηλαδή ότι αν αποφάσιζες να έρθεις κάποτε σ' αυτό τον κόσμο, θα ήσουν αναγκασμένος να τον εγκαταλείψεις πάλι κάποτε, αυτόν και όλα όσα ήταν σ' αυτόν, όταν θα ωρίμαζε ο χρόνος, ή, όπως λένε,  "όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου".
Το κρίσιμο ερώτημα επανέρχεται επίμονα γιατί, όπως γράφει ο πατέρας, "Νιώθω κάτι σαν ενοχή επειδή συνέβαλα στο να έρθεις στον κόσμο (...) Το να χαρίζεις τη ζωή σ' ένα παιδί δε σημαίνει απλώς να του δωρίζεις τον κόσμο. Σημαίνει επίσης να του αφαιρείς πάλι κάποτε αυτό το ασύλληπτα μεγάλο δώρο".
Όταν το γράμμα τελειώνει ο Γκέορκ ψάχνει για τον παλιό υπολογιστή του πατέρα του στον οποίο θα το είχε γράψει. Κι εκεί απαντά στο νεκρό πατέρα του μ' ένα γράμμα που δεν θα επιδοθεί ποτέ:
"Αγαπητέ μπαμπά! Ευχαριστώ για το γράμμα σου. Ήταν ένα σοκ για μένα, μου έδωσε χαρά αλλά και με βασάνισε. Ωστόσο πήρα πια τη βαριά απόφαση:είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα αποφάσιζα να ζήσω, κι ας ήταν μόνο για μια "στιγμή". Γι' αυτό ξέχασε παι αυτή την έγνοια. Μπορείς "να αναπαυθείς εν ειρήνη", όπως λένε".

Ευχαριστίες στη Χριστίνα απ' την οποία γνώρισα αυτό το υπέροχο βιβλίο.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 23, 2011

Θα πολεμάς με τους θεούς

Παρ' όλο ότι ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του απορρίπτει τον όρο "ιστορικό μυθιστόρημα", λέγοντας: "Κατά τη γνώμη μου ο όρος αυτός είναι αδόκιμος και προκύπτει από την ατυχή προσπάθεια να παντρέψει κανείς δύο ασύμβατες έννοιες", εντούτοις ο όρος ισχύει όχι μόνο ως αυτοπροσδιορισμός έργων από τους συγγραφείς, αλλά και ως δόκιμος λογοτεχνικός όρος σε ιστορίες της λογοτεχνίας.
Βασικά θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τα ιστορικά μυθιστορήματα σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Στη μια ομάδα μπορούμε να εντάξουμε τα μυθιστορήματα εκείνα στα οποία οι κεντρικοί ήρωες είναι φανταστικοί, τοποθετούνται όμως σε μια περασμένη εποχή που αναπαριστάται πιστά και αληθοφανώς. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα μυθιστορήματα στα οποία όχι μόνο το παρελθόν αναβιώνει πιστά, αλλά και οι χαρακτήρες είναι ιστορικά πρόσωπα, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η ανάμιξη και φανταστικών προσώπων. Σ' αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει το "Θα πολεμάς με τους θεούς" (Πατάκης 2010), με υπότιτλο "Ένα μυθστόρημα για τον Λεωνίδα".
Σύμβολο ηρωισμού, αυτοθυσίας, υποταγής στο χρέος, πρόσωπο της ιστορίας, της μυθιστορίας, της ποίησης, προσλαμβάνει εδώ τις φυσιολογικές του διαστάσεις. Τι, αλήθεια, ξέρουμε γι' αυτό τον μακρινό ήρωα πέρα από την αυτοθυσία του στη μάχη των Θερμοπυλών; Πώς τον φανταζόμαστε; Μπορούμε να τον σκεφτούμε μεσήλικα με γκρίζα μαλιά, όπως ήταν όταν έπεφτε με τους τρακόσιους στις Θερμοπύλες; Ήταν παντρεμένος; Είχε παιδιά; Ποια ήταν η οικογένεια, η καταγωγή του; Ποιοι ήταν οι φίλοι του; Πώς έζησε τη ζωή του ως την ώρα της ύστατης θυσίας;
Η προσωπικότητα του Λεωνίδα αναδύεται μέσα από το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Στεφανάκη.  Γίνεται ένα μικρό παιδί, ένας ζωηρός έφηβος, ένας νεαρός εραστής, ένας γενναίος πολεμιστής. Και μαζί του ξαναζωντανεύει ο αρχαίος κόσμος της Σπάρτης και της Ελλάδας. Η ιστορία γίνεται ένα ζωντανό παρόν. Η ανατροφή των παιδιών, οι έρωτες και οι γάμοι, η στρατιωτική εκπαίδευση, οι διασκεδάσεις και η λατρεία των θεών, οι μαντείες και το πολίτευμα, η διατροφή και τα όπλα, οι πολιτικές συζητήσεις, οι σχέσεις των πόλεων, το εμπόριο και τα ταξίδια, οι κοινωνικές τάξεις, η φύση και οι θεσμοί προβάλλουν με όλη την αληθοφάνειά τους.
Οι προϋποθέσεις συγγραφής ενός τέτοιου έργου απαιτούν πολλή μελέτη, πολλή προετοιμασία. Ο αναγνώστης μπορεί να ανεχτεί την ανάμιξη φανταστικών και ιστορικών προσώπων, την απόδοση σκέψεων ή διαλόγων των οποίων η αυθεντικότητα δεν μπορεί να ελεγχθεί, δεν ανέχεται όμως ιστορικές ανακρίβειες. Από την άλλη, δεν σημαίνει ότι το κείμενο πρέπει να φορτώνεται με όλη τη συσσωρευμένη γνώση από την προετοιμασία του συγγραφέα. Έχω την άποψη ότι ο Στεφανάκης παραφόρτωσε το μυθιστόρημά του και ότι αυτό θα κέρδιζε από τη σύμπτηξή του και τον περιορισμό των λεπτομερειών. Εντούτοις, πολλές σελίδες θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως παράλληλα κείμενα στη διδασκαλία της ιστορίας. Θα συνέβαλλαν, πιστεύω, στο να μετατραπεί το μάθημα από ανιαρή αποστήθιση γεγονότων και χρονολογιών, από ένα νεκρό παρελθόν σε κάτι σύγχρονο και ζωντανό. Δεν είναι κάτι που έγινε μια φορά και δεν επαναλαμβάνεται. Οι τελευταίες σκέψεις του Λεωνίδα, όπως ο συγγραφέας τις επινοεί και τις φαντάζεται, ανακαλούν στη σκέψη μας το μονόλογο του δικού μας, σύγχρονου ήρωα, του Γρηγόρη Αυξεντίου, έτσι όπως τις μετουσίωσε ποιητικά ο Γιάννης Ρίτσος στην εξαιρετική ποιητική σύνθεση "Αποχαιρετισμός".
 Ζητήθηκε από τον συγγραφέα να πει τι σημαίνει ο τίτλος. Δεν απάντησε. "Θα προτιμούσα να είναι το μικρό μυστικό που θα ανακαλύψει ο αναγνώστης", είπε. Θα αποπειραθώ μια ερμηνεία. Ο Λεωνίδας βρίσκεται στην Αίγινα. Γίνεται μια θυσία την οποία ακολουθεί η μαντεία. Ο γέροντας ιερέας προφητεύει στον Λεωνίδα πως "θα 'ρθει ο καιρός που τον Απόλλωνα θα προσβάλεις και τη βουλή του Δία θ' αψηφήσεις". Στη διαμαρτυρία του Λεωνίδα ότι σέβεται τους θεούς και ότι ποτέ δεν θα τους προσβάλει, ο γέροντας προφήτεψε:" Δεν θα μπορείς να κάνεις αλλιώς (...) θα πολεμάς με τους θεούς".
Και ήταν στη μεγάλη σπαρτιατική γιορτή των Καρνείων, αφιερωμένη στον Απόλλωνα, όταν αυστηρά απαγορευόταν η εμπλοκή σε πόλεμο, που ο Λεωνίδας αψηφώνας τη γιορτή ξεκίνησε για τις Θερμοπύλες. Τα είχε βάλει με τους θεούς.
Για το ίδιο βιβλίο και στο Βιβλιοκαφέ.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 14, 2011

Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!

Δεν ξέρω ακριβώς τι ήταν αυτό που με μάγεψε στο ξαναδιάβασμα των "Επτά αγαπητικών διηγημάτων' του Παπαδιαμάντη, όπως είναι ο υπότιτλος του "Να είχεν ο έρωτας σαΐτες" (επιμέλεια-πρόλογος Κώστα Ακρίβου, ζωγραφιές Δημήτρη Μοράρου, Μεταίχμιο 2010). Να είναι άραγε γιατί με ξαναγύρισαν στα χρόνια της νεότητας, τότε που με άλλες συμμαθήτριες τον διαβάζαμε και τον λατρεύαμε; Ή μήπως γιατί θυμήθηκα τα χρόνια που τον δίδασκα κι ανέβαινα κάθε Χριστούγεννα μαζί του "Στο Χριστό στο Κάστρο" ή ταξίδευα με την "Υπηρέτρα' του μπαρμπα-Διόμα ή τριγύριζα "Στης κοκκώνας το σπίτι" ή χαιρόμουνα με τα αναπάντεχα δώρα της φτωχιάς "Σταχομαζώχτρας"; 'Ο,τι και να 'ταν, βυθίστηκα ακόμα μια φορά στη "Μαγεία του Παπαδιαμάντη" (αλήθεια, δεν υπάρχει πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός για το έργο του Σκιαθίτη από αυτόν με τον οποίο τιτλοφόρησε το σχετικό του έργο ο Ελύτης). Αναρωτιέμαι, τι μπορώ να προσθέσω στις χιλιάδες σελίδες που γράφτηκαν γι' αυτόν;
Έρωτας στα χιόνια, Η νοσταλγός, Όνειρο στο κύμα, Θέρος-έρος, Η Φαρμακολύτρια, Η βλαχοπούλα, Έρως-ήρως. Επτά διηγήματα, επτά μικρά διαμαντάκια απ' το απέραντο αδαμαντωρυχείο του Παπαδιαμάντη. Κρυφοί έρωτες, ανομολόγητοι καημοί, φλερτ μιας εποχής εκατό χρόνια πριν από τη δική μας, η αβάσταχτη νοσταλγία που ωθεί στην περιπετειώδη, νυχτερινή, θαλασσινή διαδρομή, συνοικέσια και απόπειρες βιασμού, φεγγαρόλουστες βραδιές, νυχτερινό κολύμπι, η ανοιξιάτικη φύση, τα μάγια και οι καημοί του έρωτα, εκφρασμένα με τον υπέροχο ήχο των παπαδιαμαντικών λέξεων, συναρμόζονται για να δημιουργήσουν στην ψυχή μας την ευφροσύνη που προκαλεί η υψηλή τέχνη.
Πόση γνώση της ανθρώπινης ψυχής όταν ερωτεύεται, είχε αυτός ο θεωρούμενος ανέραστος, πόση λατρεία της φύσης, άλλοτε της πρωτομαγιάτικης, ανθισμένης εξοχής κι άλλοτε της πανέμορφης, πλανεύτρας θάλασσας! Είναι κάποιες φράσεις, κάποιες εικόνες που εντυπώνονται ανεξίτηλα μέσα μας. Είναι κάποιες σκηνές που σε αναγκάζουν να διακόψεις την ανάγνωση, ν' αφήσεις τη φαντασία σου να πλανηθεί στον μακρινό εκείνο κόσμο, ν' απολαύσεις σιωπηλά την ομορφιά του:
-"Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ' εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου". Τι υπέροχος, παρηγορητικός μέσα στη θλίψη του επίλογος!
-"Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήταν νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα ως πλέει ναυς μανική, η ναυς των ονείρων..." Ποιος ερωτευμένος θα μπορούσε να δώσει ωραιότερη περιγραφή της αγαπημένης του;
-"΄Ύπαγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου", άκουσε να του ψιθυρίζει η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια που την είχε παρακαλέσει να τον γλιτώσει από το μαρτύριο του έρωτα. Κι όμως με μια εξαίσια φράση τελειώνει το διήγημα. Σαν κάθε ερωτευμένος προτιμά το βάσανο του έρωτα από την ίαση: "Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχεν εισακούσει την δέησίν μου".
Ο μπαρμπα-Γιαννιός και το ερωτευμένο βοσκόπουλο, η Λιαλιώ και ο Μαθιός, η Μοσχούλα, η "περικαλλής" Ματή, η εξαδέλφη Μαχούλα, ο Ζήσης και η Φλώρα, ο Γιωργής και η Αρχοντώ παύουν να είναι πλάσματα της φαντασίας. Πιο ζωντανοί απ' τους ζωντανούς παραμένουν για πάντα "ιδεώδεις" μέσα στην ομορφιά που τους χάρισε η τέχνη του Παπαδιαμάντη.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 07, 2011

Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ

Με τη Μάρω Δούκα μου συμβαίνει κάτι περίεργο. Ενώ άλλα έργα της (Αρχαία σκουριά, Ουράνια μηχανική, Αθώοι και φταίχτες) μου άρεσαν πολύ, άλλα, όπως το "Σκούφος από πορφύρα" στάθηκε αδύνατο να τα τελειώσω. Το τελευταίο της, "Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ" (Πατάκης, 2010) αποδείχτηκε εξίσου ζόρικο και στο διάβασμά του. Το βιβλίο είναι περισσότερο χρονικό παρά μυθιστόρημα. Υπάρχει ασφαλώς μύθος, υπάρχουν τα πρόσωπα-φορείς του μύθου, κυριαρχεί όμως η ιστορία. Σύμφωνα και με προλογική δήλωση της συγγραφέως "τα ιστορικά γεγονότα, αναπόσπαστα της βαθύτερης αιτίας του βιβλίου, δεν ανασύρονται για να υπηρετήσουν τη μυθοπλασία αλλά για να την εκθέσουν, διεκδικώντας διαβρωτικά τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο".
Η Βιργινία, φοιτήτρια στην Αθήνα, γυρίζει στην πατρίδα της, τα Χανιά, όπου ζει η μητέρα της, ο άρρωστος, ετοιμοθάνατος παππούς της και ο θείος της, αδελφός της μητέρας της, ο Πανάρης. Συχνά διαβάζει στον παππού της αποσπάσματα από τον "Ερωτόκριτο", προπάντων το μέρος του έργου που αναφέρεται στο μαυροντυμένο παλικάρι, τον Χαρίδημο. Μια μέρα, στον "Ερωτόκριτο" του παππού βρίσκει το αντίγραφο μιας επιστολής με ημερομηνία 16 Απριλίου 1945, με την οποία ο αντισυνταγματάρχης Παύλος Γύπαρης απευθύνεται στον επίσκοπο Αγαθάγγελο, λέγοντας ότι υπό κάποιους όρους είναι έτοιμος να δεχτεί την πρόταση των Γερμανών και να χτυπήσει τους αναρχικούς. Η Βιργινία απορεί. Τι γύρευαν οι Γερμανοί στην Κρήτη τον Απρίλη του '45 όταν είναι γνωστό ότι από την Αθήνα αποχώρησαν τον Οκτώβρη του '44; Με τη βοήθεια βιβλίων που της προμηθεύει ο θείος της Πανάρης και με τετράδια σημειώσεων που της δίνει ο παππούς της, ο οποίος είχε ζήσει εκείνη την ταραγμένη εποχή, η Βιργινία βυθίζεται στο παρελθόν, προσπαθεί να αναπλάσει πρόσωπα και γεγονότα. Θα μάθει ότι οι Γερμανοί παρέμειναν στο νησί με στόχο και σε συνεννόηση με τους Άγγλους και τις εθνικιστικές οργανώσεις, να εμποδίσουν το ΕΑΜ να καταλάβει την εξουσία.
Πλήθος πρόσωπα και γεγονότα ανασύρονται στο φως καθώς η Βιργινία προσπαθεί να κατανοήσει και να εμηνεύσει τον ρόλο καθενός  και το ρόλο του παππού της, ενώ ταυτόχρονα αναζητεί και το δικό της στίγμα στο παρόν. Υπάρχουν τόσα πρόσωπα, παρελαύνουν τόσα ονόματα τόπων και προσώπων, εξιστορούνται τόσα γεγονότα που ο αναγνώστης μπερδεύεται. Δεν μπορείς να θυμάσαι τις δεκάδες τα πρόσωπα ή το ρόλο καθενός, πολλά από τα οποία εμφανίζονται για πολύ λίγο. Τα ιστορικά πρόσωπα διαπλέκονται με τα φανταστικά, το παρελθόν με το παρόν, τα ιστορικά γεγονότα με την ενδοσκόπηση και την προσπάθεια αυτογνωσίας της ηρωίδας.
Το έργο, πιστεύω, ενδιαφέρει πιο πολύ τον ιστορικό παρά τον αναγνώστη λογοτεχνίας. Πιο πολύ τους Κρητικούς και προπάντων τους Χανιώτες, των οποίων την ιστορία με τόσο λεπτομερειακό τρόπο καταγράφει η Δούκα. Σε κάποιο σημείο του βιβλίου αναφέρει η Βιργινία απευθυνόμενη στον παππού της: "Αν έπεφταν στα χέρια μου τα τετράδιά σου πριν από την επιστολή του Γύπαρη στον Αγαθάγγελο, ίσως και να μου προκαλούσαν πλήξη". Ομολογώ ότι μια τέτοια πλήξη μου προκάλεσε μεγάλο μέρος του βιβλίου της Δούκα που με πολύ κόπο και μόχθο τελείωσα.

Μια εκτενής και πολύ διαφωτιστική παρουσίαση γίνεται εδώ.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 01, 2011

Πικρολέμονα

Είχα αρχίσει να διαβάζω το "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" του Λώρενς Ντάρελ, όταν στη δεύτερη παράγραφο με σταμάτησε η φράση "δραπέτευσα σε τούτο το νησί με λίγα βιβλία και το παιδί". Παρ' όλο που η μεταφράστρια του έργου διευκρινίζει ότι η περιγραφή του νησιού στη συνέχεια θυμίζει τη Λέσβο, εντούτοις το "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" είχε αρχίσει να γράφεται στην Κύπρο. Και τότε μου γεννήθηκε η επιθυμία να ξαναδιαβάσω τα "Πικρολέμονα" (Γρηγόρη, 1959) που είχα διαβάσει χρόνια πριν κι από το οποίο διατηρούσα μια θολή ανάμνηση. Άφησα λοιπόν το Κουαρτέτο για αργότερα και βυθίστηκα ξανά στον κόσμο της Κύπρου της δεκαετίας του '50, σε εικόνες που "μισό πραγματικές μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν".
Τότε που ο Ντάρελ έζησε στο νησί μας (1953-56) ήμουν πολύ μικρή για να μου κάνει μάθημα στο γυμνάσιο όπου δίδαξε, που κι αν μου έκανε δεν θα ήξερα καθόλου ποιος ήταν, παρά μόνο θα διασκέδαζα στο μάθημά του, όπως αργότερα μου είπαν γνωστοί μου που τον είχαν δάσκαλό τους.
Το βιβλίο με ταξίδεψε σ' ένα κόσμο χαμένο πια για πάντα. Με σεργιάνισε στα στενά της Κερύνειας, με πήρε μαζί του έκθαμβη στην ομορφιά του Πέλλαπαϊς, εκεί όπου, όταν πήγε ο Ντάρελ για να αγοράσει ένα σπίτι, στάθηκε και κοίταζε σαν μαγεμένος. Γράφει: "...τα δώματα άνοιγαν σαν βεντάλιες σε γαλαρίες κι απ' όπου νέες πανοραματικές θέες ανοίγονταν προς τ' ανατολικά και τα δυτικά. Καθώς ανεβαίναμε φάνηκε πάλι η Κερύνεια κι ολόκληρη η μαιανδρική αχτή σαν ψιλοδουλεμένη νταντέλα. Άρχισα να αισθάνομαι ένοχος για μια πράξη επίφοβης τόλμης το να θέλω να εγκατασταθώ σ' ένα τέτοιο καταπληκτικό μέρος. Θα μπορούσε κανείς να εργαστεί όταν θα ΄χει να θαυμάζει μια τέτοια σκηνογραφία;"
Χρόνια αργότερα, όταν ο αγώνας είχε τελειώσει, όταν ο Ντάρελ είχε από καιρό εγκαταλείψει το νησί μας, θέλησα να επισκεφθώ το σπίτι όπου έζησε. Στο χωριό το ήξεραν, μου το έδειξαν. Τώρα δεν ξέρω πια αν υπάρχει κι αν υπάρχει στο τουρκοκρατούμενο Πέλλαπαϊς, τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο.
Καθώς διάβαζα τα "Πικρολέμονα" από τη μια νοσταλγούσα εκείνη τη μακρινή εποχή, όταν το αίμα και ο θάνατος δεν είχε πλημμυρίσει το νησί μας, όταν η Κερύνεια ήταν η αγνή, ανόθευτη ομορφιά που μάγευε ξένους και δικούς, ομορφιά την οποία απεικονίζει ο Ντάρελ με τις έξοχες περιγραφές του. Κι από την άλλη αντιδρούσα με αγανάκτηση διαπιστώνοντας πόσο μας υποτιμούσαν και μας περιφρονούσαν οι Άγγλοι. Τα "Πικρολέμονα" είναι η αγγλική εκδοχή, η αγγλική ματιά στην Κύπρο και τον αγώνα της. Ο Ντάρελ μιλά ελληνικά, έχει φίλους Κυπρίους, αλλά δεν παύει να μας βλέπει σαν αφελείς επαρχιώτες. Αδυνατεί να κατανοήσει τον πόθο μας για ελευθερία, συνυφασμένο τότε με τον αγώνα για Ένωση με την Ελλάδα, συνεχώς αναφέρει ότι μας ξεσηκώνουν οι παπάδες και το ραδιόφωνο της Αθήνας. Ειρωνεύεται τις μαθητικές διαδηλώσεις, βλέπει τον Καραολή, τον πρώτο καταδικασθέντα σε θάνατο, ως εγκληματία και τρομοκράτη που πρέπει να τιμωρηθεί. Η Κύπρος γι' αυτόν ανήκει δικαιωματικά στην Αυτοκρατορία: "Η Κύπρος, από γεωγραφικής και πολιτικής απόψεως ανήκε στην ίδια τη ραχοκοκαλιά της Αυτοκρατορίας. Δεν θα 'πρεπε λοιπόν να κρατηθεί με κάθε θυσία;"
Κι όμως μετά την εξέγερση του '55 θα πει κάποια στιγμή: "Δεν μπορούσα να μη σκέπτομαι με πίκρα πως αν είμασταν αρκετά τίμιοι για να παραδεχτούμε την ελληνικότητα της Κύπρου απ' την αρχή, ίσως να μην ήταν ανάγκη να εγκαταλείψουμε το νησί ή να αγωνιστούμε για δαύτο. Τώρα ήταν πια πολύ αργά".
Διευθυντής στο Γραφείο Πληροφοριών, υπεύθυνος δηλαδή της αγγλικής προπαγάνδας, πιστεύεται ότι υπήρξε πράκτορας των Άγγλων. Πολλά έχουν γραφτεί και για το ρόλο του και για τα "Πικρολέμονα". Ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Μόντης γράφει τις "Κλειστές πόρτες" ως απάντηση, όπως δηλώνει, στα "Πικρολέμονα" του Ντάρελ. Μια έμμεση απάντηση αποτελεί και το μυθιστόρημα του Ρόδη Ρούφου "Η Χάλκινη εποχή".
Τα "Πικρολέμονα", διαβασμένα τώρα, ύστερα από την τραγική κατάληξη εκείνου του υπέροχου αγώνα, αφήνουν πραγματικά μια πικρή γεύση στο στόμα.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 24, 2011

Το βιβλίο για τα βιβλία

Δεν νομίζω ότι υπάρχει βιβλιόφιλος που να μην έλκεται και να μη γοητεύεται από ένα βιβλίο που μιλά για άλλα βιβλία. Είτε αυτό είναι μυθιστόρημα είτε δοκίμια είτε κριτικές και παρουσιάσεις. Ένα τέτοιο βιβλίο με τίτλο "Το βιβλίο για τα βιβλία" εξέδωσε πρόσφατα (Οξύ 2010) ο Πέτρος Τατσόπουλος. Πρόκειται για κριτικές που είχε δημοσιεύσει από το 2004 ως το 2010 στην εφημερίδα "Τα Νέα". Αν εμπιστευτούμε τον υπότιτλο του βιβλίου, "Η ανάγνωση ως απόλαυση", καθώς και τη δήλωσή του στον πρόλογο ότι "Ουδέποτε υπέκυψα στην ψυχαναγκαστική ανάγνωση. Ουδέποτε θα έμπαινα στον κόπο να διαβάσω τετρακόσιες ή πεντακόσιες σελίδες, μόνο και μόνο για να σας πω πόσο άσχημα πέρασα", όλες αυτές οι παρουσιάσεις και κριτικές αφορούν βιβλία που του άρεσαν, βιβλία που "πέρασε καλά μαζί τους".
Εκατό περίπου συγγραφείς και ισάριθμα βιβλία περιλαμβάνονται στη συλλογή του Τατσόπουλου. Από μυθιστορήματα έως μελέτες, από δοκίμια έως μαρτυρίες, από κλασσική έως σύγχρονη λογοτεχνία. "Βιβλία εύκολα και βιβλία δύσκολα, βιβλία διασκεδαστικά και βιβλία αποκαλυπτικά, βιβλία εκφοβιστικά και βιβλία ανακουφιστικά,  βιβλία ευοίωνα και βιβλία δυσοίωνα".  Αφθονούν οι βιογραφίες: Πικάσο, Τέννεσυ Ουίλιαμς, Χένρι Μίλλερ, Λόρδος Μπάιρον, Καραβάτζιο, Μπάροουζ, Φιντέλ Κάστρο, μερικοί μόνο απ' αυτούς στους οποίους αναφέρονται οι αναγνωστικές προτιμήσεις του συγγραφέα. Κατά πλειοψηφία (περίπου τα τρία τέταρτα) οι συγγραφείς είναι ξένοι. Δεν ξέρω αν αυτό είναι τυχαίο ή χαρακτηριστικό κι αυτό των προτιμήσεων του Τατσόπουλου.
"Το βιβλίο για τα βιβλία" μπορεί να λειτουργήσει ποικιλοτρόπως. Μπορεί να αποβεί έργο αναφοράς, στο οποίο κάποιος να μπορεί να ανατρέξει για πληροφορίες. Μπορεί επίσης να γίνει ένας οδηγός ανάγνωσης και να αποτελέσει κίνητρο για να αναζητήσει ο αναγνώστης και να διαβάσει κάποιο από τα αναφερόμενα βιβλία. Μπορεί τέλος να αποτελέσει και ένα μέτρο σύγκρισης για τις εντυπώσεις που δημιούργησαν τα ίδια βιβλία στον αναγνώστη, αν έχει τύχει να τα διαβάσει.
Συχνά ο Τατσόπουλος θεωρεί ως δεδομένο ότι ο αναγνώστης του ξέρει το κρινόμενο βιβλίο (π.χ. το "Δρ Ζιβάγκο" ή έργα του Ιουλίου Βερν) και είτε αναφέρεται ακροθιγώς είτε δεν αναφέρεται καθόλου στο περιεχόμενο, περιοριζόμενος σε άλλες πληροφορίες και σκέψεις γύρω από το βιβλίο. Δεν του λείπει το χιούμορ και η λεπτή ειρωνεία.
Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της έκδοσης είναι η ίδια η έκδοση. Σκληρό εξώφυλλο, ποικιλία τυπογραφικών στοιχείων, διάταξη του κειμένου, οπτικό υλικό. Πιστεύω πως πολλά βιβλιοφιλικά μπλογκς (ενδεικτικά αναφέρω το "Βιβλιοκαφέ" και τον Librofilo)  θα μπορούσαν άνετα να εκδοθούν και να σταθούν επάξια πλάι στον Τατσόπουλο, αν είχαν μια παρόμοια εκδοτική επιμέλεια.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 17, 2011

Ξεχασμένη φρουρά

"Ο Κουμανταρέας είναι από τους συγγραφείς που το όνομά τους και μόνο αποτελεί για μένα αρκετή εγγύηση για την ποιότητα του έργου, έστω κι αν δεν στέκονται όλα στο ίδιο ύψος". Αυτά έγραφα προλογίζοντας ένα άλλο κείμενο του Κουμανταρέα. Δεν αποτελεί εξαίρεση το πιο πρόσφατο βιβλίο του "Ξεχασμένη φρουρά", με υπότιτλο "Τα κρυφά χαρτιά του συγγραφέα" (Καστανιώτης 2010).
Θα το χαρακτήριζα αυτό που οι παλαιοί προσδιόριζαν ως "σύμμικτα", δηλ. μια συναγωγή ποικίλων κειμένων που γράφτηκαν (ή εκφωνήθηκαν) σε διάφορες περιπτώσεις. 
Στον κατατοπιστικότατο πρόλογό του ο συγγραφέας μας πληροφορεί πότε και με ποια ευκαιρία γράφτηκε κάθε κείμενο. Θέατρο, μουσική, ζωγραφική, ποίηση, πεζογραφία, όλες οι μορφές της τέχνης περνούν μέσα από τα γραπτά του. Όπως ο ίδιος λέει, "Κείμενα όλων των ειδών, που πέφτουν πυκνά σαν χιόνι ή κομφετί μεταμφιεσμένα σε δοκίμια, βιογραφίες, συνομιλίες ή απλά αφηγήματα. Κείμενα λοιπόν αυτοβιογραφικά, συγγραφικά, κοινωνικά, κάθε λογής που με απασχόλησαν τα τελευταία δέκα χρόνια".
Δεν είναι βέβαια εφικτό, θα ήταν άλλωστε ανιαρό, να αναφερθώ ξεχωριστά στο καθένα από τα 34 αυτά κείμενα. Σταματώ σε μερικά απ' αυτά. Πολύ μου άρεσε το κείμενο για τον Καβάφη κι ας λέει ο Κουμανταρέας: "Υπάρχουν πρόσωπα στη λογοτεχνία που ό,τι και να γράψεις γι' αυτά μοιάζει ήδη ειπωμένο. Ένα από αυτά και ο Καβάφης". Κι όμως στο κείμενο του Κουμανταρέα με τίτλο "Ένας θεός μου", ένα κείμενο κάπου 32 σελίδων, ρίχνουμε μια καινούρια ματιά στον Αλεξανδρινό. Παρακολουθούμε την πρώτη επαφή του συγγραφέα με αυτή την παράξενη ποίηση, που οφειλόταν σ' ένα φιλόλογο που τους τη δίδασκε εκτός προγράμματος. "Ο Καβάφης ήρθε ξαφνικά σαν πυρετός και ξεσήκωσε την τάξη. Πέσαμε μονομιάς όλοι άρρωστοι". Παρεμβάλλοντας πλήθος στίχων του μεγάλου ποιητή ο Κουμανταρέας προχωρεί συνειρμικά συνδέοντας προσωπικές του εμπειρίες με στοιχεία της ποιητικής και του χαρακτήρα του Καβάφη, θυμίζοντάς μας στίχους που "λειτουργούν ως σηματοδότες".
Τα κείμενα του τόμου δεν έχουν ομοιομορφία, προσαρμοζόμενα το καθένα στην περίπτωση για την οποία γράφτηκε. Αλλιώς αναφέρεται στον Καβάφη, διαφορετικά στον Μυριβήλη, από τα χέρια του οποίου δέχτηκε -δώρο ανεκτίμητο- το ¨Βασίλης ο Αρβανίτης", διαφορετικά στον Καραγάτση, από τους λίγους της γενιάς του που δεν γνώρισε προσωπικά, αλλιώς στον Τσίρκα, κεφάλαιο το οποίο τιτλοφορεί "Ένας τζέντλεμαν στην Αθήνα". Ακόμη ο Ταχτσής, ο Γιώργος Ιωάννου αλλά και νεότεροι όπως ο Τατσόπουλος, ο Ραπτόπουλος, ο Νιάρχος, ο Γκιμοσούλης και πολλοί άλλοι περνούν μέσα από τη βιωματική ματιά του συγγραφέα.
Με το κείμενό του για το θέατρο μας μεταφέρει σε αξέχαστες θεατρικές παραστάσεις, ενώ το κείμενό του από την επίσκεψη στην αναδρομική έκθεση του Τσαρούχη μας μεταδίδει όλο το πνεύμα της τέχνης του ξεχωριστού αυτού ζωγράφου, από τον ομώνυμο πίνακα του οποίου είναι εμπνευσμένος και ο τίτλος του βιβλίου: "Ξεχασμένη φρουρά".
Διαβάζοντάς το δεν μαθαίνουμε μόνο γι' αυτούς για τους οποίους γράφει ο Κουμανταρέας. Μαθαίνουμε πολλά και για τον ίδιο, όχι μόνο από τον βιωματικό τρόπο γραφής αλλά και από μια συνέντευξη που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου. Είναι μια συνομιλία  με ένα φίλο που δεν έγινε για να δημοσιευτεί. Ίσως γι' αυτό τόσο αυθόρμητη, ειλικρινής και διαφωτιστική για τον συγγραφέα και το έργο του.

Κυριακή, Ιανουαρίου 09, 2011

Ληξιπρόθεσμα δάνεια

Μπορεί να μη θυμάμαι λεπτομέρειες από τα πέντε βιβλία του Πέτρου Μάρκαρη (Νυχτερινό δελτίο, Άμυνα ζώνης, Ο Τσε αυτοκτόνησε, Βασικός μέτοχος, Παλιά, πολύ παλιά), όπως πολύ πιθανόν να μη θυμάμαι στο μέλλον και από το τελευταίο του βιβλίο "Ληξιπρόθεσμα δάνεια" (Γαβριηλίδης, 2010). Όμως  διαβάζοντάς τα είναι σαν να ξαναβρίσκω παλιούς γνώριμους, φίλους που μ' ενδιαφέρει η ζωή τους, που θα ΄θελα να ξέρω τι κάνουν. Είναι οι μόνιμοι πρωταγωνιστές των βιβλίων του, ο συμπαθής αστυνόμος Χαρίτος, η τυπική μέση ελληνίδα νοικοκυρά γυναίκα του, η Αδριανή, η κόρη του Κατερίνα, τώρα και ο γαμπρός του Φάνης. Φυσικά και οι βοηθοί του και τα άλλα πρόσωπα του αστυνομικού σώματος.
Ο Πέτρος Μάρκαρης έντεχνα στήνει το σκηνικό των αστυνομικών του ιστοριών μέσα στο τοπικό (με εξαίρεση το "Παλιά , πολύ παλιά", που διαδραματίζεται στην Πόλη) και κοινωνικοπολιτικό πλαίσο της σύγχρονης Αθήνας. Έτσι, και σ' αυτό το τελευταίο του βιβλίο διασχίζουμε μαζί του με το καινούριο του Σέατ Ίμπιζα, που μετά από συμβουλή του γαμπρού του αντικατέστησε το παλιό Μιραφιόρι, τους μποτιλιαρισμένους δρόμους της Αθήνας, σκοντάφτουμε πάνω σε πορείες και διαδηλώσεις που κλείνουν τους δρόμους, κυκλοφορούμε σε δρόμους γνωστούς, αναμιγνυόμαστε με τους μετανάστες της οδού Αθηνάς, Ευριπίδου, Σωκράτους. Συμμεριζόμαστε τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας, αγωνιούμε ή κάποτε αντιμετωπίζουμε με χιούμορ τις περικοπές των μισθών ή τις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό, που χτύπησαν όλους τους εργαζόμενους. Κι αυτά ενώ προσπαθούμε μαζί με τον αστυνόμο Χαρίτο και τους βοηθούς του να ανακαλύψουμε ποιος επιτέλους είναι ο δολοφόνος που αποκεφαλίζει με σπαθί τα θύματά του, που όλα έχουν σχέση με Τράπεζες. Τον ίδιο καιρό η Αθήνα γεμίζει με αφίσες που παρακινούν τους πολίτες να μην εξοφλούν στις Τράπεζες τα δάνειά τους ή τις πιστωτικές τους κάρτες. Άραγε σχετίζονται τα δύο γεγονότα, οι δολοφονίες και οι αφίσες;
Οι υποψίες για τους ενόχους και τα αίτια των αποτρόπαιων δολοφονιών στρέφονται άλλοτε προς την τρομοκρατία, άλλοτε σε όποιον είχε τη δυνατότητα χρήσης σπαθιού. Στο τέλος, όπως συνήθως συμαβαίνει στα αστυνομικά μυθιστορήματα, ο ένοχος είναι κάποιος που δεν είχαμε υποπτευθεί.
Ο Πέτρος Μάρκαρης χρησιμοποιεί την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα. Πίσω από την αστυνομική ιστορία και ίσως κύριος σκοπός του είναι να περιγράψει και να κριτικάρει κοινωνικά προβλήματα της εποχής, που εδώ κυρίαρχο ρόλο έχει η πρόσφατη οικονομική κρίση της Ελλάδας.
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και σε ενεστωτικό χρόνο, το βιβλίο αποκτά μια ζωντάνια, σαν να παρακολουθούμε τα γεγονότα μαζί με τον Χαρίτο την ώρα που διαδραματίζονται. Διάλογοι απλοί, συχνά γεμάτοι χιούμορ, σύντομα περιγραφικά και αφηγηματικά μέρη. Ακόμα και μια εξαιρετική περιγραφή του τελικού του Μουντιάλ του 2010 ανάμεσα στις ομάδες Ολλανδίας και Ισπανίας, γίνεται μέσα από σχόλια, επιφωνήματα ή τις αφελείς ερωτήσεις της Αδριανής, καθώς όλη η οικογένεια παρακολουθεί τον αγώνα τρώγοντας σουβλάκια.
Γνωρίσαμε την Κατερίνα φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο, ύστερα να κάνει το μεταπτυχιακό της, να γνωρίζει τον Φάνη, τώρα να παντρεύεται, με τον Χαρίτο να αντιδρά αρχικά, αλλά σύντομα να αποδέχεται τις επιλογές της μοναχοκόρης του. Θα τον δούμε άραγε και στο ρόλο παππού; Πολύ πιθανόν, καθώς προαναγγέλλεται ότι τα "Ληξιπρόθεσμα δάνεια" είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας. Όλοι εμείς οι φίλοι του Χαρίτου αδημονούμε για τη συνέχεια.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 03, 2011

Ο Φρόιντ στο Μανχάταν

Ο συνδυασμός υπαρκτών και επινοημένων προσώπων, ψυχανάλυσης και αστυνομικής πλοκής, ορθολογισμού και αποκρυφισμού, πρέπει να είναι δύσκολο εγχείρημα για τον συγγραφέα, αποβαίνει όμως ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Τέτοιο είναι το μυθιστόρημα, το πρώτο του μάλιστα, του Γάλλου Λυκ Μποσί "Ο Φρόιντ στο Μανχάταν"(Καλέντης 2010, μετ. Γιάννης Καυκιάς).
Το 1909 ο Φρόιντ μαζί με το μαθητή και φίλο του Γιουνγκ και τον Ούγγρο ψυχαναλυτή Φερέντζι (του οποίου ο ρόλος στο βιβλίο είναι πολύ υποβαθμισμένος σε σχέση με τους άλλους δυο) φτάνουν στην Αμερική για μια σειρά διαλέξεων γύρω από την ψυχανάλυση. Μόλις όμως φτάνουν, πληροφορούνται τη δολοφονία μιας σημαίνουσας προσωπικότητας της Ν. Υόρκης. Πρόκειται για τον Όγκαστ Κόρντα, χρηματιστή, πολεοδόμο, επιχειρηματία στον τομέα των κατασκευών και της κτηματαγοράς, που υλοποιώντας ένα παιδικό του όνειρο, έβαλε τις βάσεις για να γίνει η Ν. Υόρκη, και ειδικά το Μανχάταν, η πιο ψηλή πόλη στον κόσμο. Η μοναδική μάρτυς του φόνου, η Γκρέις, κόρη του Κόρντα, δεν μπορεί να βοηθήσει την αστυνομία, γιατί πάσχει από αμνησία. Ο Φρόιντ αναλαμβάνει τη θεραπεία της. Όμως σε λίγο ένας ακόμη αρχιτέκτονας βρίσκεται δολοφονημένος με φρικτό τρόπο και ύστερα ακόμη ένας, οπότε ο Φρόιντ και ο Γιουνγκ συνεργάζονται με την αστυνομία, ώστε μέσω της ψυχανάλυσης να ανακαλύψουν το δολοφόνο, πράγμα που βεβαίως θα γίνει, όπως σε όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα, στις τελευταίες από τις 447 σελίδες του βιβλίου.
Όμως η αστυνομική πλοκή είναι μονάχα το δόλωμα. Παρακινημένος ο αναγνώστης από το ενδιαφέρον της αστυνομικής ιστορίας, παρακολουθεί τις ακόμη πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες γύρω από την ψυχανάλυση. Έντονα προβάλλονται οι διαφωνίες Φρόιντ-Γιουνγκ. Ο Γιουνγκ προτιμούσε τον πνευματισμό, την τηλεπάθεια, πίστευε στη διαίσθηση και στις αισθήσεις, μίλησε για συλλογικό ασυνείδητο, ενώ ο Φρόιντ ανήγε την αιτία των νευρώσεων στην libido και τα τραύματα της παιδικής ηλικίας. Ψυχαναλυτικοί όροι όπως ασυνείδητο, ελεύθεροι συνειρμοί, γλωσσικά ολισθήματα, ερμηνεία των ονείρων, υστερία, νεύρωση, οιδιπόδειο σύμπλεγμα, παραπραξία κ.λπ. δίνονται με απλό τρόπο μέσα από τις συζητήσεις μεταξύ των δύο ψυχαναλυτών, άλλοτε με την αστυνομία, άλλοτε στην προσπάθεια του Φρόιντ να θεραπεύσει την Γκρέις.
Όμως το ενδιαφέρον του αναγνώστη δεν εξαντλείται εδώ. Με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθούμε τη γένεση του Νέου Κόσμου και τη δημιουργία του Μανχάταν. Ουρανοξύστες γνωστοί ως σήμερα με το όνομα που τους δόθηκε τότε, στοιχεία αρχιτεκτονικής, ζωντανεύουν την ομορφιά και το μεγαλείο της πόλης, αν και δίνεται και σ' αυτό ακόμη μια ψυχαναλυτική ερμηνεία: "Αν τα εξέταζε όλα αυτά από ψυχαναλυτική σκοπιά, δεν ήταν παρά καθαρή κενοδοξία και ναρκισσιστική παρόξυνση. Ο συμβολισμός του ύψους, που άλλοτε βρισκόταν στην υπηρεσία του Θεού, του βασιλιά ή της επιστήμης, τώρα υμνούσε τον προμηθεϊκό άνθρωπο που θριάμβευε. Οι φαλλικοί ουρανοξύστες αποτύπωναν την επιθυμία του για δύναμη". 
Ακόμη και στη ρυμοτομία του Μανχάταν αποδίδεται αποκρυφιστική σημασία: "Δώδεκα είναι ο αριθμός των λεωφόρων του Μανχάταν. Ο αριθμός των οδών, που είναι εκατόν πενήντα έξι, είναι επίσης το γινόμενο του δώδεκα πολλαπλασιαζόμενου με το δεκατρία. Οι ολλανδοί μασόνοι που χάραξαν τις λεωφόρους και τις οδούς είχαν δανειστεί αυτούς τους ιερούς αριθμούς από τους παλιούς αλχημιστές". Σε πολλά σημεία το βιβλίο θυμίζει Νταν Μπράουν, αλλά σε πολύ πιο εξελιγμένη και πειστική μορφή.
Εκτός από τον Φρόιντ και τον Γιουνγκ (που πράγματι έκαναν αυτό το ταξίδι στην Αμερική) πολλές άλλες υπαρκτές προσωπικότητες κάνουν το πέρασμά τους στο μυθιστόρημα. Για παράδειγμα, ο βραβευμένος με Νόμπελ Μαρκόνι που είχε εφεύρει τον ασύρματο και τη ραδιοφωνία, ο πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ, ο Μαρκ Τουέιν κ.ά. Είναι μια εποχή εφευρέσων, η αστυνομία αποκτά τα πρώτα της αυτοκίνητα, ο κόσμος είναι γεμάτος δυναμισμό και αισιοδοξία, ενώ παράλληλα η εγκληματικότητα αυξάνεται.
Υπάρχουν βέβαια αρκετές υπερβολές στο βιβλίο, καταδιώξεις που θυμίζουν γκαγκστερικές ταινίες, συμπτώσεις και συλλογισμοί που οδηγούν στο δολοφόνο, αλλά γενικά είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα που συνδυάζει το ρεαλισμό με τη φαντασία, τη σοβαρότητα με το χιούμορ, την επιστήμη με την αλχημεία, την αναγνωστική απόλαυση με τη γνώση και τον προβληματισμό. 

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 27, 2010

Το χαμόγελο των Ετρούσκων

Η φίλη με την οποία βρεθήκαμε πριν από λίγο καιρό στην Αθήνα κρατούσε μια σημείωση: "Μήπως έχεις διαβάσει ή μήπως ξέρεις", μου είπε, "ένα συγγραφέα που λέγεται Χοσέ Λουίς Σαμπέδρο και το βιβλίο του "Το χαμόγελο των Ετρούσκων"; Δεν είχα ακούσει ούτε το συγγραφέα ούτε το  συγκεκριμένο βιβλίο. Ρωτήσαμε σε τρία μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου. Κανένα δεν είχε το βιβλίο. Σε κάποιο μας είπαν να το παραγγείλουμε και να μας το φέρουν, σ' ένα άλλο μας είπαν να απευθυνθούμε στον εκδότη: Γκοβόστης. Ανηφορίζοντας τη Ζωοδόχου Πηγής φτάνουμε στον Γκοβόστη και βεβαίως δεν πήραμε μόνο ένα αντίτυπο. Το ότι δεν είχε μεταφραστεί στα Αγγλικά (όπου και το αναζητούσε ο γιος της φίλης που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο), αλλά και το ότι μεγάλα κεντρικά βιβλιοπωλεία δεν το είχαν, μου αύξησαν την περιέργεια γι' αυτό το βιβλίο και την επιθυμία μου να το διαβάσω.
Και πραγματικά δεν με απογοήτευσε, αν και η απορία μου γιατί να είναι τόσο δυσεύρετο δεν λύθηκε. Ίσως γιατί δεν είναι καινούρια έκδοση (1999, μετ. Αγγελική Βασιλάκου), ίσως γιατί πιθανόν να μη μπήκε στα ευπώλητα. Δεν έχει νέους και ωραίους πρωταγωνιστές, δεν τελειώνει με happy end. Με κεντρικό ήρωα έναν ηλικιωμένο Ιταλό (γέρο τον αποκαλεί ο συγγραφέας σ' όλο το βιβλίο, αν και είναι μόνο 67 χρονών) αποπνέει μια ευγένεια, μια τρυφερότητα, μια καλοσύνη, ανακινεί μέσα μας συναισθήματα όλο συγκίνηση, μας φέρνει το χαμόγελο στα χείλη, μας μεταφέρει το άρωμα και το χρώμα της Ιταλίας, προπάντων της Καλαβρίας, έστω κι αν είναι γραμμένο από Ισπανό.
Ο Σαλβατόρε Ρονκόνε, παλιός παρτιζάνος, άρρωστος με καρκίνο, πηγαίνει από το χωριιό του, τη Ροκασέρα, στο Μιλάνο, όπου ζει ο γιος του με τη γυναίκα του και το δεκατριών μηνών παιδί τους, για ιατρικές εξετάσεις. Ανάμεσα στις αναμνήσεις από την πλούσια σε εμπειρίες ζωή του και  από τη ζωή του παρτιζάνου κυλάνε οι μέρες του στο Μιλάνο που το αντιπαθεί. Μια αντιπάθεια που τρέφει και για τη νύφη του, κόρη γερουσιαστή, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο, για την οποία απορεί τι της βρήκε ο γιος του και την παντρεύτηκε. Όμως τα συναισθήματά του αλλάζουν όταν γνωρίζει το μικρό Μπρούνο. Η αντίθεση ανάμεσα στο παιδί που τώρα αρχίζει τη ζωή του και στον ηλικιωμένο άντρα που τώρα την τελειώνει, γίνεται η αλληγορική εικόνα ζωή-θάνατος. Ο γέρος αφοσιώνεται στο παιδί. Το λατρεύει. Έντονα αντιτίθεται στις περί ανατροφής αντιλήψεις της νύφης του που μεγαλώνει το παιδί με τις οδηγίες βιβλίων, που από τόσο μικρό το βάζει να κοιμάται μόνο του. Κρυφά τις νύχτες ο γέρος σηκώνεται, πάει στο δωμάτιο του παιδιού, κάθεται και το κοιτάζει, του μιλάει κι ας μη καταλαβαίνει εκείνο. Εύχεται κι ελπίζει ν' ακούσει από το στόμα του εγγονού του τη λέξη "παππού" πριν πεθάνει.
Η αντίθεση ανάμεσα στη ζωή της πόλης και στον παλιό τρόπο ζωής στο χωριό του διαποτίζει το βιβλίο. Η ευθύτητα και η ειλικρίνεια στη συμπεριφορά του γέρου που έρχεται σε αντίθεση με τον κομφορμισμό της πόλης δημιουργεί κωμικές σκηνές. Το χιούμορ πορεύεται παράλληλα με τη συγκίνηση. Ο ηλικιωμένος άντρας θα γνωρίσει αυτές τις τελευταίες μέρες της ζωής του, εκτός από τη χαρά της νέας ζωής που μεγαλώνει, και τη χαρά από έναν αναπάντεχο έρωτα για μια γυναίκα.
Το βιβλίο, πλημμυρισμένο από τους μονολόγους του γέρου, διακρίνεται από μια βαθιά εσωτερικότητα. Ο γέρος άλλοτε μιλάει στον εγγονό του, άλλοτε διαλογίζεται, άλλοτε απευθύνεται ακόμη και στο καρκίνο που του κατατρώει τα σπλάχνα.
"Το χαμόγελο των Ετρούσκων", που γνώρισε τεράστια επιτυχία στην Ισπανία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, που ήδη έχει γυριστεί σε ταινία, χαρίζει στον αναγνώστη μια ηρεμία, μια ψυχική γαλήνη, ένα χαμόγελο χαράς της ζωής και συμφιλίωσης με το θάνατο, όπως ακριβώς το χαμόγελο ενός ζευγαριού Ετρούσκων που απεικονίζεται σε μια σαρκοφάγο που ο γέρος είχε κάποτε θαυμάσει στο μουσείο.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 21, 2010

Jacqueline η ελληνικοτέρα

Αγάπησα περιπαθώς τη ξεχωριστή αυτή γυναίκα, τη ζήλεψα για την ελληνικότητά της, με έθρεψαν τα βιβλία της και ο θάνατός της μου φέρνει τη θλίψη που προκαλεί ο θάνατος ενός πολύ κοντινού προσώπου. Αντί δικού μου μνημοσύνου αναδημοσιεύω από την εφημερίδα "Σημερινή" το κείμενο του Λάζαρου Μαύρου, ενός δημοσιογράφου που φαίνεται ότι κι εκείνος πολύ την αγάπησε.

Μ Ε ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ απέραντη, όπως οι ευσυνείδητοι μαθητές οφείλουν στους φωτοδότες δασκάλους τους, κατευοδώνουμε σήμερα την από προχθές, 19τρ., διαπλέουσα την Αχερουσία, μεγίστη εμπράκτως, διαχρονικώς κι επαξίως, Ελληνίστρια Δασκάλα Jacqueline de Romilly. Πλήρης ημερών, πληρεστάτης εργώδους προσφοράς, αειθαλής μεταλαμπαδεύτρια του φωτοβόλου αρχαίου ελληνικού πνεύματος, ολοκλήρωσε τη διέλευσή της, στα 97 της, η δικαιούμενη να προσφωνείται εις Παρισσίους ως «Κυρία Ελλάς», κορυφαία Γαλλίδα και της οικουμένης ακαδημαϊκός Ζακλίν ντε Ρομιγί.

Μ Α Σ ΔΙΔΑΞΕ, με χαρμόσυνη λατρεία, με επίμονη επιστημονικότητα, με δεινότητα επιδέξιου χειρουργού και λεπτουργική παθιασμένου καλλιτέχνη, όλα τα κρυμμένα και ες αιεί αληθεύοντα, του κορυφαίου μας Θουκυδίδη. Όχι πώς να τον διαβάζουμε απλώς, μα πώς να τον μελετούμε και να τον ξεψαχνίζουμε: (1) «Ο Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός», (2) «Η οικοδόμηση της αλήθειας στον Θουκυδίδη», (3) «Ιστορία και λόγος στον Θουκυδίδη». Κι ακόμα: (4) «Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας», (5) «Η έξαρση της δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα», (6) «Ο νόμος στην ελληνική σκέψη από τις απαρχές στον Αριστοτέλη», (7) «Η ηπιότητα στην αρχαία ελληνική σκέψη». Κι επίσης: (8) «Συναντήσεις με την αρχαία Ελλάδα», (9) «Γιατί η Ελλάδα;», (10) «Η αρχαία Ελλάδα εναντίον της βίας», (11) «Μια ορισμένη αίσθηση της Ελλάδος», (12) «Παιχνίδι φωτός στην Ελλάδα», (13) «Αρχαία ελληνική γραμματολογία», (14) «Αρχαία ελληνική τραγωδία», (15) «Ο χρόνος στην ελληνική τραγωδία», (16) «Η νεωτερικότητα του Ευριπίδη», (17) «Ήρωες τραγικοί, ήρωες λυρικοί», (18) «Ο φόβος και η αγωνία στο θέατρο του Αισχύλου», (19) «Η εξέλιξη του πάθους από τον Αισχύλο στον Ευριπίδη», (20) «Από το φλάουτο στην απολλώνια λύρα», (21) «Αλκιβιάδης». Κι επί πλέον, διαρκώς κι εντονότερα: (22) «Αγαπάμε τα αρχαία ελληνικά», (23) «Μαθήματα ελληνικών» και άλλα, από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά, έργα της, που… κάποιος ίσως δανείστηκε και λησμόνησε να τα επιστρέψει!

Ε Γ Ρ Α Φ Ε η στήλη 5.1.2007: Η παράθεση των ονομάτων, εκείνων που έχουν προλογίσει βιβλία της Ζακλίν ντε Ρομιγί, δείχνει τη σπουδαιότητα της προσφοράς της: Αριστόβουλος Μάνεσης, Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, Μάριος Πλωρίτης... Εκείνη επέμενε άχρι τέλους: «Η δημοκρατία δεν μπορεί να συμβιβαστεί με αξίες σε κατάπτωση. Και γι’ αυτό, η ποιότητα της παιδείας με την οποία διαμορφώνονται οι άνθρωποι του μέλλοντος, έπρεπε να είναι η πρώτη φροντίδα των πολιτικών που αγαπούν τη δημοκρατία, πράγμα που όπως φαίνεται δεν συμβαίνει»…

ΛΑΖΑΡΟΣ Α. ΜΑΥΡΟΣ

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 08, 2010

Η απόδειξη

Εντυπωσιακό στην πρωτοτυπία του, συναρπαστικό στην κάπως αστυνομική του πλοκή, φιλοσοφικό-θεολογικό ως προς τους προβληματισμούς που προκαλεί στον αναγνώστη, "Η απόδειξη" (Πόλις 2010, μετ. Ρένη Παπαδάκη) της Laurencce Cosse, είναι ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα (διστάζω να το πω μυθιστόρημα) που μπορεί να αποτελέσει πηγή σκέψεων και προβληματισμών κι εντούτοις δεν του λείπει το χιούμορ και η ελαφράδα.
Το έργο τοποθετείται στο Παρίσι, με λίγες σκηνές στη Ρώμη,  και κρατάει μια βδομάδα, από τη Δευτέρα 24-31 Μαΐου 1999. Ένα βράδυ, ο Μπερτράν, μοναχός και θεολόγος του τάγματος των Καζουιστών (ανύπαρκτο στην καθολική Εκκλησία, αλλά όπως μας πληροφορεί η μεταφράστρια στις σημειώσεις της, η συγγραφέας αναφέρεται στο Τάγμα των Ιησουιτών), παίρνει μια εξασέλιδη επιστολή, στην οποία υπάρχει μια αδιάσειστη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Μόλις τη διαβάζει, συγκλονίζεται, αρχίζει να τρέμει, "έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς, όπως τη μέρα της χειροτονίας του". Ο ίδιος συγκλονισμός, η ίδια απέραντη γαλήνη και ευτυχία πλημμυρίζει και την ψυχή του συνάδελφού του Εβρέ, στον οποίο δείχνει την επιστολή. Οι δυο τους θεωρούν σωστό να αναφέρουν το γεγονός στον ανώτερό τους, τον επικεφαλής του Τάγματος, ο οποίος με τη σειρά του επιζητεί επιβεβαίωση από λαμπρούς θεολόγους. Κάποια στιγμή η μεγάλη είδηση φτάνει στον πρωθυπουργό της χώρας. Η αναστάτωση που δημιουργείται στην ψυχή του (αν και δεν έχει διαβάσει την απόδειξη) τον οδηγεί μέσα στη νύχτα να ψάχνει ιερέα για να εξομολογηθεί! Όταν όμως πληροφορεί τους υπουργούς του, τότε αρχίζει ο σκεπτικισμός. Πώς θα είναι μια κοινωνία όπου όλοι θα ζουν μέσα στη βεβαιότητα της ύπαρξης του Θεού; "Στις οικονομίες μας που είναι τόσο περίπλοκες και εύθραυστες, θα έρθουν τα πάνω κάτω. Θαμπωμένοι από τον Θεό, οι άνθρωποι δεν θα έχουν πια λόγο να εργάζονται για να δουλέψει η μηχανή όπως πριν. Η οικονομία θα περάσει σε δεύτερη μοίρα. Το ενενήντα τοις εκατό των ανθρώπινων εγχειρημάτων θα  φαίνονται γελοία. Ο διαφημιστής, η αισθητικός, όλοι οι έμποροι του ονείρου και της απόδρασης θα βάλουν λουκέτο. Οι έμποροι όπλων ακόμη περισσότερο. Η μόνη αποδεκτή συμπεριφορά θα είναι εκείνη που έχουν οι αφοσιωμένοι στα θεία: προσευχή και λιτότητα".- "Η απόδειξη ύπαρξης του Θεού θα μπορούσε να καταστρέψει την ισορροπία του κοσμικού κράτους.  Γιατί η ισορροπία βασίζεται στην αβεβαιότητα ύπαρξης του Θεού. Η απουσία απόδειξης της ύπαρξης του Θεού επιβάλλει το σεβασμό στους άπιστους, αλλά και η απουσία απόδειξης της ανυπαρξίας Του, το σεβασμό στους πιστούς". Η απόδειξη δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί!
Στο μεταξύ οι πέντε "μυημένοι", αυτοί που έχουν διαβάσει την απόδειξη, φτάνουν στο Βατικανό για να ενημερώσουν τον Ποντίφηκα. Ο Καρδινάλιος που τους δέχεται τους αναπτύσσει όλα τα επιχειρήματα υπέρ της συνέχισης της αβεβαιότητας για την ύπαρξη του Θεού. Ο Ποντίφηκας δεν ειδοποιείται. Το μυστικό θάβεται και όσοι το έμαθαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σιωπούν.
Με αρκετές νύξεις σε θεολογικά ζηγήματα, κυρίως της καθολικής Εκκλησίας, πνευματώδες και ευρηματικό, το μικρό αυτό βιβλίο, παράλληλα με την αναγνωστική απόλαυση, δίνει τροφή για σκέψη και προβληματισμό.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 01, 2010

Ο επισκέπτης του ονείρου

Κατηγορείται συχνά το διαδίκτυο ότι απομονώνει, ότι αποξενώνει τους ανθρώπους, ότι γίνεται αποτρεπτικός παράγοντας για το διάβασμα. Η προσωπική μου εμπειρία δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Μέσα από το διαδίκτυο πληροφορήθηκα για νέες εκδόσεις, διάβασα κριτικές, αντάλλαξα απόψεις, γνώρισα ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να μη συναντηθώ ποτέ, αλλά μας ενώνουν τα ίδια διαβάσματα, η συμφωνία ή η διαφωνία μας γι' αυτά που διαβάζουμε, σκέψεις και συναισθήματα.
Μια από τις διαδικτυακές μου γνωριμίες που προχώρησε και έγινε προσωπική σχέση, μπορώ να πω και φιλία, είναι αυτή της Ελένης Τσαμαδού, της αγαπητής Έλλεν. Λίγο μετά που δημιούργησα το μπλογκ μου, μου έγραψε ένα σχόλιο πληροφορώντας με για τα δυο βιβλία της που είχαν ως τότε εκδοθεί, το "Οι θεοί πέθαναν στη Ρώμη" (2006) και "Η εταίρα του Μ. Αλεξάνδρου" (2007). Τα αναζήτησα, τα διάβασα, η επικοινωνία μας συνεχίστηκε, συναντηθήκαμε στην Κύπρο και στην Αθήνα και από τότε παρακολουθώ αδιάλειπτα τη συγγραφική της πορεία.
Τα δυο πρώτα βιβλία ακολούθησαν "Ο χορός των μυστικών" (2008) και "Της ζωής και της αγάπης" (2009). Τώρα έχουμε τη χαρά να κρατάμε και να απολαμβάνουμε το καινούριο της "παιδί", "Ο επισκέπτης του ονείρου" (Ψυχογιός, 2010). Το εντυπωσιακό με τη Τσαμαδού είναι ότι δεν επαναλαμβάνεται. Βεβαίως υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά στη γραφή της, αλλά κάθε βιβλίο είναι μια άλλη εποχή, ένας άλλος κόσμος. Από την κλασική αρχαιότητα, στο 400 μ.Χ., από την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τους μετανάστες της Αμερικής στην Αθήνα του σήμερα. Το πιο πρόσφατο βιβλίο μας μεταφέρει στην εποχή του Μεσοπολέμου, πιο συγκεκριμένα στα μέσα της δεκαετίας του '30, αν και το μυθιστόρημα δεν είναι ιστορικό. Όπως η ίδια λέει στον πρόλογό της, "Δε θεωρώ ότι έγραψα "ιστορικό μυθιστόρημα". Η Ιστορία δεν είναι ο κεντρικός άξονας του βιβλίου, τα ιστορικά γεγονότα δεν ερμηνεύονται, ο απόηχός τους μόνο φτάνει ως τους ήρωές μου, οι οποίοι πολλές φορές δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν το βάθος και τη σημασία τους, όπως άλλωστε όλοι μας τη στιγμή που βιώνουμε κάποιο σημαντικό γεγονός δε συναισθανόμαστε το μέγεθος και τις επιπτώσεις του". Παρ' όλα αυτά, πιστεύω πως είναι κρίμα που η συγγραφέας δεν αξιοποίησε περισσότερο την εποχή, την οποία φαίνεται να μελέτησε και  να γνωρίζει πολύ καλά. Μια εποχή που τόσο μοιάζει με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, εποχή οικονομικής κρίσης. "Ο κύριος Καραλέων έλεγε", αναφέρει στην αφήγησή της μια από τις αφηγήτριες, "πως τότε η δραχμή μας είχε χάσει το 75% της αξίας της. Και το χειρότερο, ενώ δεν είχε το κράτος χρήματα και το θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος ήταν σχεδόν άδειο, έπρεπε να πληρωθούν και οι ξένοι που είχαν αγοράσει τις ομολογίες των δανείων που είχαμε συνάψει για να πληρώσουμε τα έξοδα των πολέμων, των Βαλκανικών, του Μεγάλου και της άτυχης εκστρατείας στη Μικρά Ασία (...) Είχαμε απεργίες, διαδηλώσεις, συγκρούσεις απεργών με την αστυνομία και, το χειρότερο, είχαμε και τραυματισμούς απεργών και αστυνομικών".
Χώρος της δράσης είναι η Πάτρα που τόσο καλά φαίνεται να την ξέρει η συγγραφέας. Οι δρόμοι, οι γειτονιές, το εμπόριο της σταφίδας, η ζωή γενικά στην πόλη ζωντανεύει μεταφέροντας τον αναγνώστη στην Πάτρα του Μεσοπολέμου. Σε πολύ λίγες σελίδες, αλλά με δυνατές, παραστατικές εικόνες περνάει στο μυθιστόρημα και η καταστροφή της Σμύρνης, ως ανάμνηση στην αφήγηση της Σμυρνιάς Μαρίτσας.
Ένα δύσκολο δρόμο τεχνικής διάλεξε η Ελένη Τσαμαδού, τις πρωτοπρόσωπες, πολλαπλές αφηγήσεις. Σε κάθε κεφάλαιο μιλάει μια γυναίκα: η αφηγήτρια (Ελπινίκη, φίλη της Ευτέρπης), η Μαρίτσα (Σμυρνιά, υπηρέτρια στο αρχοντόσπιτο), η Μαριάνθη (δεύτερη σύζυγος του Αριστείδη), η Πιπίτσα (η μεσαία κόρη του Αριστείδη και της Μαριάνθης), η γραμματέας του Τραπεζίτη Καραλέοντος και σ' ένα μόνο κεφάλαιο, το προτελευταίο, ο αστυνόμος.
Η Ελένη Τσαμαδού φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση στους γυναικείους χαρακτήρες. Σ' όλα τα βιβλία της αυτοί είναι που δεσπόζουν, γυναίκες είναι που πρωταγωνιστούν, οι άντρες έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Από την εταίρα του Αλεξάνδρου ως τη Μεγώ, από την Αννέζω ως τη Νάσια, ως την Ευτέρπη και τη Μαριάνθη (για να αναφέρω μόνο μερικές) αυτών η ζωή και η μοίρα είναι που κινούν τα νήματα της κάθε ιστορίας.
Όλες οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις απευθύνονται σε κάποιον αστυνόμο, είναι τρόπον τινά καταθέσεις, μαρτυρίες. Ξέρουμε, επομένως, από την αρχή ότι έχει γίνει κάποιο έγκλημα, χωρίς να ξέρουμε ούτε ποιος έχει σκοτωθεί ούτε ποιος τον σκότωσε, πράγμα που θα αποκαλυφθεί μόνο στις τελευταίες σελίδες. Πάθη, συμφέροντα, οικογενειακά μυστικά, παθιασμένοι έρωτες, δράματα, ανατροπές συνδέουν τα πρόσωπα του έργου. Μέσα από την αφήγηση της καθεμιάς γυναίκας φωτίζεται όχι μόνο η δική της ζωή και ψυχοσύνθεση, αλλά ρίχνεται φως και στους υπόλοιπους χαρακτήρες. Η ιστορία μπλέκεται αργά, μεθοδικά, από τη μια αφήγηση στην άλλη προστίθενται οι ψηφίδες που θα οδηγήσουν στην έξοδο.
Η γλώσσα προσεγμένη, όπως πάντα, με μια αξιοπρόσεχτη ιδιαιτερότητα αυτή τη φορά. Στα κεφάλαια στα οποία μιλά η Σμυρνιά Μαρίτσα χρησιμοποιείται η σμυρναίικη ντοπιολαλιά. Βρίσκω ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα τη χρήση αυτού του ιδιώματος. Όχι μόνο γιατί προσδίδει πειστικότητα και αληθοφάνεια στο χαρακτήρα, αλλά γιατί διασώζει ένα ιδίωμα που πάει να χαθεί, αν δεν έχει κιόλας εξαλειφθεί. Η συγγραφέας φροντίζει να ερμηνεύει τις ασυνήθιστες λέξεις, αλλά είναι εντυπωσιακό το ότι για μένα ως Κυπρία πολλές δεν χρειάζονταν ερμηνεία: σκεμπέ, πεζεβέγκης, η πόστα, το πολοιφάδι, οι μποξάδες, ούλοι κ. ά. δεν είναι άγνωστες, τουλάχιστον στους πιο ηλικιωμένους Κυπρίους.
Με τον "Επισκέπτη του ονείρου" ένα ακόμη ωραίο βιβλίο προστέθηκε στη λογοτεχνική δημιουργία της Ελένης Τσαμαδού.

Σάββατο, Νοεμβρίου 27, 2010

Ένας φίλος έφυγε...

Από τη στιγμή που ένα έμβιο ον έρχεται στη ζωή, τίποτα δεν υπάρχει πιο σίγουρο, πιο αναπότρεπτο γεγονός να το περιμένει, από τον τερματισμό αυτής της ζωής, το θάνατο. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε βαδίζουμε προς αυτό το προκαθορισμένο και αμετάθετο τέρμα. Κι ενώ δεν μας τρομάζει, ούτε, συνήθως, μας προβληματίζει η ανυπαρξία μας πριν από τη γέννησή μας, η εξαφάνιση της ζωής με τη μορφή που τη ξέρουμε, είτε πρόκειται για τη ζωή προσφιλών μας προσώπων, είτε για την προσωπική μας ύπαρξη, μας γεμίζει τρόμο και αγωνία, συχνά με άκρο απελπισμό.
Θρησκείες και φιλοσοφίες έχουν σαν κεντρικό τους άξονα το θέμα του θανάτου και προσπαθούν με τη θέση που παίρνουν να δώσουν μια βοήθεια στον άνθρωπο, για να ξεπεράσει το φόβο του. Βασική θέση των πιο πολλών απ' αυτές είναι πως με το θάνατο δεν τελειώνουν όλα, πως η ζωή με άλλη μορφή συνεχίζεται. Μερικές μάλιστα φιλοσοφίες και θρησκείες, όπως η πλατωνική φιλοσοφία ή η χριστιανική θρησκεία, προχωρούν ακόμη πιο πέρα. Όχι μόνο η ζωή συνεχίζεται, υποστηρίζουν, αλλά η άλλη ζωή που μας περιμένει είναι απείρως ωραιότερη, άλυπη, αιώνια, αυτή είναι η πραγματική ζωή. Αυτή που ζούμε ως θνητοί, η επίγεια, είναι μονάχα μια οδός βασάνων, δοκιμασιών που σκοπό έχουν να μας προετοιμάσουν για την άλλη, την αληθινή και αιώνια ζωή.
Ωραίες βέβαια και αισιόδοξες θεωρίες. Δεν ξέρω όμως πόσους  μπόρεσαν να απαλλάξουν από τον πόνο ή το φόβο του θανάτου. Για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων παραμένει ένα μυστήριο, ένα ταξίδι προς το άγνωστο, που συνήθως προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε αγνοώντας το και διώχνοντας μακριά ακόμα και τη σκέψη της πιθανότητας να μας συμβεί. Ο θάνατος είναι για τους άλλους, όχι για μας ή τους δικούς μας.
Ξανακάνω αυτές τις σκέψεις κάθε φορά που ένας φίλος, διαβαίνοντας την Αχερουσία, ξεκινάει για το ταξίδι χωρίς γυρισμό. Αυτή τη φορά είναι ο Γλαύκος Χρίστης, που έφυγε στις 18 Νοεμβρίου. Παιδί της Κερυνειώτικης γης, "Ωραίος σαν Έλληνας" στη μορφή και στην ψυχή, όπως τη γη που τον γέννησε, έζησε τη ζωή του ανάμεσα στα βιβλία, στο διάβασμα, στο γράψιμο. Δημοσιογράφος, μεταφραστής, αγωνιστής της ελευθερίας, είχε μια πλούσια σε εμπειρίες ζωή, που μας τις κατέλιπε στα τέσσερα βιβλία που εξέδωσε μετά την αφυπηρέτησή του: Κύπρος: Αναδρομές στο παρελθόν (2004), Ταξίδι στο χρόνο (2006), Χασαμπουλιά (2008), Αποικιακά παρασκήνια και παρατράγουδα (2010).
Καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή του, όταν άλλοι, πολύ νεότεροί του, ομολογούν "δεν έχω ιδέα απ' αυτά τα πράγματα", έγραφε, επικοινωνούσε, δημοσίευε στο διαδίκτυο.
Ήρεμος πάντα, ευγενής αριστοκράτης της παλιάς σχολής, ενδοστρεφής αλλά και μια ευχάριστη παρουσία για το στενό κύκλο των γνωστών, μ' ένα λεπτό χιούμορ που δεν του έλειψε ούτε ακόμη και στις τελευταίες μέρες της αρρώστιας του.
Ο θάνατος είναι πάντα μια οδυνηρή παρουσία, έστω κι αν αυτός που διαβαίνει "στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη" έζησε μια ολοκληρωμένη ζωή. Η ανάμνηση του ωραίου περάσματός του απ' αυτή τη ζωή ας είναι μικρή παρηγοριά για τη σύζυγο και τις δυο του κόρες.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 22, 2010

Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς

Όταν, πριν από λίγους μήνες, τελειώνοντας το μυθιστόρημα του Θοδωρή Παπαθεοδώρου "Οι κόρες της λησμονιάς", διάβαζα στην τελευταία σελίδα "Τέλος του πρώτου μέρους", άρχισα να ανυπομονώ πότε θα κυκλοφούρούσε το δεύτερο μέρος. Οι ημιτελείς ιστορίες των τριών γυναικών, της Μέλπως από τη Θεσσαλονίκη, της Αγγέλας από το Μυριόφυλλο, της Αριάδνης από την Αθήνα, ζητούσαν επιτακτικά τη συνέχεια. Κι ας ήταν ό,τι περίμενα να βρω και στο δεύτερο αυτό τόμο σελίδες τραγικές, σελίδες γεμάτες τρόμο, θλίψη, αίμα και δάκρυ, σελίδες άκρως ρεαλιστικές του πικρού εμφυλίου σπαραγμού.
Η ιστορία των τριών γυναικών και τα παράλληλα ιστορικά γεγονότα σταματούσαν στο 1945. Από εκεί παίρνει τη σκυτάλη ο δεύτερος τόμος, "Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς" (Ψυχογιός, 2010) και φτάνει ως το 1948. Τα πιο άγρια χρόνια του εμφυλίου, εικόνες φρίκης, εγκλήματα που σε κάνουν να διερωτάσαι πώς ήταν δυνατό να διαπραχθούν από Έλληνες εναντίον Ελλήνων.
Παράλληλα με τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, κυρίως τις τρεις γυναίκες που η κάθε μια με διαφορετικό τρόπο έχει χάσει και αναζητεί την κόρη της, πορεύονται τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, τεκμηριωμένα επεισόδια του εμφυλίου, πρόσωπα-πρωταγωνιστές των σκοτεινών εκείνων χρόνων. Ο φανατισμός και από τις δύο πλευρές στην ύψιστή του μορφή. Ο συγγραφέας εξακολουθεί κι εδώ να ισοζυγιάζεται ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Δεν παίρνει το μέρος καμιάς, καταγράφει μόνο γεγονότα, με πόνο ψυχής για τα αθώα θύματα, σ' όποια πλευρά κι αν ανήκουν. Από τις δεκάδες σκηνές και επεισόδια  επιλέγω δυο χαρακτηριστικές:
"Εκείνο το βράδυ και όλη την επόμενη μέρα, η Καλαμάτα έζησε ένα όργιο ακροδεξιάς βίας. Το μεσημέρι εκείνης της Κυριακής, 20 Ιανουαρίου 1946, περίπου χίλιοι οργανωμένοι ακροδεξιοί από όλη την Πελοπόννησο, αριθμός εκπληκτικός ακόμη και για τα δεδομένα της ευρύτερης περιοχής, συγκεντρώθηκαν στο χωριό Θουρία και με μία άμεση και αιφνίδια κίνηση μπήκαν στην πόλη από όλες τις διευθύνσεις. Μέσα σε μόλις λίγες ώρες, κατέλυσαν τις Αρχές και βύθισαν την πρωτεύουσα της Μεσσηνίας στο χάος και στην αναρχία. Σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες, καταστήματα αριστερών πολιτών λεηλατήθηκαν (...)Αργά το βράδυ της 21ης Ιανουαρίου οι ένοπλοι ακροδεξιοί αποχώρησαν από την Καλαμάτα έχοντας εκτελέσει μέσα στην πόλη έξι πολίτες και σέρνοντας μαζί τους άλλους εκατό σαν ομήρους".
"Ο καπετάνιος των ανταρτών, ο επονομαζόμενος και καπετάν Βροντάς, έβαλε τους τέσσερις άντρες να γονατίσουν με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από τον αυχένα κι έπειτα όπλισε το πιστόλι του και τους εκτέλεσε έναν προς έναν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πρώτα τους τρεις συνοδούς και τελευταίο τον άντρα με το κοστούμι. Ένα δευτερόλεπτο πριν τον στείλει στον Άλλο Κόσμο, ένα θριαμβευτικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα σφιχτά χείλια του καπετάν Βροντά (...) Ο καπετάνιος έκανε ένα νεύμα στο πρωτοπαλίκαρό του, που προχώρησε προς τον μικρό, έβγαλε το δικό του πιστόλι και τραβώντας τη σκανδάλη φύτεψε μια σφαίρα ανάμεσα στα δυο πελώρια από τρόμο και θλίψη παιδικά μάτια- "Ένα μοναρχοφασιστικό σκουπίδι λιγότερο", μουρμούρισε ικανοποιημένος"
Όπως και στον πρώτο τόμο, οι "Σημειώσεις του συγγραφέα" στο τέλος του βιβλίου, παρέχουν με συντομία και σαφήνεια ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες για την εποχή. Τι ήταν η Συμφωνία της Βάρκιζας, το Ε.Α.Μ., ο Ο.Π.Λ.Α., ο Ε.Δ.Ε.Σ. η Εξαρχία, η Οργάνωση Χ, το "Σύμφωνο Πετριτσίου", το διαβόητο Μπούλκες, ποιος ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Μάρκος Βαφειάδης, κ.λπ., κ.λπ. Βρήκα το μέρος αυτό του βιβλίου εξίσου ενδιαφέρον με το υπόλοιπο πολυσέλιδο βιβλίο. Είναι πληροφορίες όχι μόνο κατατοπιστικές για την εποχή αλλά και ενισχυτικές της αξιοπιστίας της μυθιστορίας.
Δεν υπάρχει ίσως συντομότερος και καταλληλότερος τρόπος να συνοψιστεί το περιεχόμενο του βιβλίου απ' αυτή την έξοχη παράγραφο: "Δόλια πατρίδα, δόλιε λαέ, εύπιστε και αφελή, έρμαιο παθιασμένο κάθε άκαπνου ήρωα Ζαχαριάδη και κάθε φευγατισμένου στα Λονδίνα βασιλιά, τραγουδιστή και υμνωδέ της κομμουνιστικής διεθνούς ή των βασιλικών παιάνων, λαέ που σκέφτεσαι με την καρδιά κι όχι με το μυαλό, δόλιε λαέ, άξιος της μοίρας και της σκέψης σου".
Τώρα δεν απομένει παρά να περιμένουμε το τρίτο μέρος αυτής της εξαιρετικής τριλογίας, που, όπως προαναγγέλλει ο συγγραφέας, θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 2011, με τίτλο "Τα δάκρυα των αγγέλων".

Τρίτη, Νοεμβρίου 09, 2010

Η συμφωνία των ονείρων

Το διάβασα μέσα σε δυο μέρες, αλλά δεν μου άρεσε. Αν αυτό ακούγεται αντιφατικό, θα εξηγήσω αμέσως γιατί.
Ο Νίκος Θέμελης έχει μια αφηγηματική ικανότητα που θέλγει, που κινεί το ενδιαφέρον, που σε κάνει να γυρίζεις βιαστικά τις σελίδες για να δεις τη συνέχεια. Διαβάζεται εύκολα, άνετα, τρέχει, γι' αυτό και το τέλειωσα τόσο σύντομα. Όμως, από την άλλη, το βρήκα ρηχό, χωρίς βαθιά νοήματα ή προβληματισμούς που θα σου τραβούσαν την προσοχή, που θα σε έκαναν να σταθείς για λίγο και να συλλογιστείς. Έχω διαβάσει και τα επτά μυθιστορήματα του Θέμελη και πιστεύω πως ό,τι είχε να πει το είπε με τα τρία πρώτα: Αναζήτηση, Ανατροπή, Αναλαμπή. Τα υπόλοιπα  δεν στέκονται καθόλου στο ίδιο ύψος. Παρ' όλα αυτά, κάθε βιβλίο του βρίσκεται αμέσως στα ευπώλητα. Να είναι άραγε άσχετο το ότι κάθε βιβλίο του διαφημίζεται πριν ακόμη κυκλοφορήσει ή ότι κριτικές και συνεντεύξεις αφθονούν, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με άλλους συγγραφείς, συχνά με αξιολογότερη δουλειά; (Αναφέρω το μυθιστόρημα του Θοδωρή Παπαθεοδώρου "Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς", συνέχεια του "Οι κόρες της λησμονιάς", που κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με τον Θέμελη, βιβλίο κατά τη γνώμη μου πολύ ανώτερο, που όμως δεν έτυχε της ίδιας προβολής).
"Η συμφωνία των ονείρων" (Μεταίχμιο, 2010) αποτελείται από τέσσερα μέρη, τέσσερις ιστορίες. Τα τρία πρώτα μέρη διαδραματίζονται στα Γιάννενα, ενώ το τελευταίο μέρος σ' ένα νησί που δεν κατονομάζεται. Χρονικά καλύπτει την περίοδο 1947-1990. Όμως τα ιστορικά στοιχεία της περιόδου δίνονται μόνο υπαινικτικά, με μια-δυο προτάσεις, με μια σύντομη αναφορά, έτσι που ο μη ενημερωμένος αναγνώστης, οι νεότεροι για παράδειγμα, που δεν έζησαν ή που δεν διάβασαν σχετικά, δεν μπορούν να καταλάβουν. Π.χ. Τα Σπίτια του Παιδιού της Φρειδερίκης, ο Συναγερμός, ο Πλαστήρας, ο Παπάγος, ο αγώνας της Κύπρου, η κρίση του Κυπριακού και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, η Χούντα, ο Αντρέας "που είχε έρθει ουρανοκατέβατος", ο Κοσκωτάς και άλλα ανάλογα, έτσι όπως ρίχνονται στο κείμενο έχουν σημασία μόνο για όσους τα βίωσαν, οι άλλοι δεν θα καταλάβουν τίποτα. Και διερωτώμαι. Ένα βιβλίο γράφεται μόνο για τους συγχρόνους σαν να είναι ένα life style περιοδικό;
Τέσσερις ξεχωριστές ιστορίες με ήρωες που συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς συνθέτουν το περιεχόμενο του βιβλίου. Η γιαγιά Μαριάνθη, μια δυναμική, αυταρχική και καταπιεστική γυναίκα, που χρησιμοποεί την αλάθευτη ερμηνεία των ονείρων της για να επιβάλλει τη θέλησή της, κόρες και γαμπροί και νύφες και εγγόνια αποτελούν τον πληθυσμό του μυθιστορήματος. Δεν λείπει ούτε ο αντάρτης γιος, χαμένος για πάντα, ούτε ο αντιπαθητικός χαρακτήρας του εμπόρου, ούτε ο άπιστος και παρ' ολίγον αιμομίκτης σύζυγος, ούτε ο γιος που η συμπεριφορά της χήρας μητέρας του τον ωθεί να εξαφανιστεί στη Θεσσαλονίκη και άλλοι ακόμη χαρακτήρες. Η τελευταία ιστορία, με κύριο πρόσωπο την ορφανή κόρη του χαμένου αντάρτη, μοιάζει έξω από το κλίμα των υπολοίπων. Πάει να γίνει μια αστυνομική ιστορία, κάπως απίθανη και με πολύ προβλεπτό τέλος.
Κάνοντας μια γενική αποτίμηση για το βιβλίο θα έλεγα το εξής: Καλογραμμένες ιστορίες που δεν σου αφήνουν τίποτα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 03, 2010

Ήρεμο χάος

"Ήρεμο χάος, σκέφτομαι. Όπως εκείνο όλων των γονιών χθες το απόγευμα στο σχόλασμα, όπως κάθε στιγμή στην ψυχή όλων των παιδιών του κόσμου. Μόνο που τώρα το σκέφτομαι για μένα, γι' αυτό το στήριγμα που συνεχίζει να με σώζει από τα βάσανα που όλοι, οι πάντες, φαντάζονται ότι είμαι θύμα τους, κι ακόμη δεν είναι έτσι. Είναι ένα ήρεμο χάος, ναι, έτσι είναι αυτό που έχω μέσα μου. Ένα ήρεμο χάος".
Η φράση-τίτλος του μυθιστορήματος επανέρχεται αρκετές φορές στη διάρκεια της μακράς αφήγησης του Πιέτρο Παλαντίνι, κεντρικού ήγρωα και αφηγητή στο πολυσέλιδο βιβλίο του σύχρονου Ιταλού συγγραφέα Sandro Veronesi. Το "Ήρεμο χάος" (Πάπυρος 2010, μετ. Λητώ Σεϊζάνη), που ήδη έχει γυριστεί σε ταινία, είναι ένα αντιπροσωπευτικό, χαρακτηριστικό της εποχής μας έργο. Ένα κομμάτι του σύγχρονου κόσμου μας, τουλάχιστον όπως τον ξέρουμε στις χώρες της Δύσης. Με μια πρωτότυπη στη σύλληψή της ιδέα, ο συγγραφέας, από ένα παγκάκι στο οποίο βρίσκεται καθισμένος ο ήρωάς του για τρεις μήνες, επεκτείνεται πολύ πιο μακριά από το άμεσο, γύρω του περιβάλλον.
Ο Πιέτρο Παλαντίνι, 43χρονος κάτοικος του Μιλάνου, στέλεχος σε μια πολυεθνική, περνά τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού στο παραθαλάσσιο εξοχικό του. Μια μέρα, βλέποντας μια γυναίκα να κινδυνεύει να πνιγεί, ρίχνεται στη θάλασσα και με κίνδυνο της δικής του ζωής και μεγάλη προσπάθεια, τη σώζει. Την ίδια ώρα, στο σπίτι, η γυναίκα του πεθαίνει ξαφνικά, αβοήθητη, μπροστά στα μάτια της δεκάχρονης κόρης τους. Η ζωή του Πιέτρο από τη μια στιγμή στην άλλη ανατρέπεται. Επιπλέον κινδυνεύει και η επαγγελματική του ζωή, μια και η εταιρεία του πρόκειται να συγχωνευθεί με έναν άλλο κολοσσό, πράγμα που αναπόφευκτα θα φέρει απολύσεις και οπωσδήποτε πολλές αλλαγές.
Την πρώτη μέρα της νέας σχολικής χρονιάς, αφού συνοδέψει την κόρη του στο σχολείο, την ώρα που τη χαιρετούσε, της είπε αυθόρμητα: "Θα σε περιμένω ώσπου να σχολάσεις", πράγμα που κάνει. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και την επομένη και πλέον η συνήθεια αυτή αποκτά μια μονιμότητα. Καθισμένος στο αυτοκίνητό του ή στο παγκάκι του  πάρκου, κοιτάζει και καταγράφει τη ζωή που περνάει μπροστά του με μια καθημερινή ομοιομορφία. Οι γονείς που φέρνουν τα παιδιά τους στο σχολείο ή τα παίρνουν το απόγευμα, μια κοπέλα που βγάζει το σκύλο της περίπατο στο μικρό πάρκο, ο Πακιστανός που καθαρίζει τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ένα παιδί με σύνδρομο Ντάουν που περνάει με τη μητέρα του, ο τροχονόμος, υπάλληλοι ενός πρακτορείου ταξιδίων που βγαίνουν για καφέ κ.λπ. γίνονται αντικείμενο της παρατήρησης και των σκέψεών του.
Από το γραφείο του επικοινωνούν μαζί του, του φέρνουν όταν χρειάζεται κάτι να υπογράψει, αλλά ταυτόχρονα το παγκάκι και το αυτοκίνητο γίνονται, όπως λέει, "ένα τείχος των δακρύων". Συγγενείς, συνάδελφοι που απολύθηκαν ή αντιμετωπίζουν άλλα προβλήματα, ο αδελφός του, η κουνιάδα του, φίλοι, ακόμα και προϊστάμενοί του ένας-ένας καταφθάνουν, καθένας με τα δικά του προβλήματα.  Ο Πιέτρο με έκπληξη διαπιστώνει πως ο μεγάλος πόνος από το θάνατο της γυναίκας του που περίμενε να εμφανιστεί δεν έχει έρθει. Ούτε και στην κόρη του, που περιμένει να την παρηγορήσει. Όλα είναι ένα ήρεμο χάος.
Μέσα από την ακινησία του ήρωά του ο Veronesi απλώνει τη ματιά του και αγκαλιάζει τον κόσμο. Στις 529 σελίδες του μυθιστορήματος περνάνε πλήθος θέματα. Ο θάνατος, η ενοχή, οι τύψεις, όνειρα, εμπειρίες ζωής, ανθρώπινες σχέσεις, σχέσεις αδελφιών, γονιών-παιδιών, κινηματογραφικά έργα, στίχοι από ένα cd των Radiohead που έρχονται και επανέρχονται, ατομικά δράματα, εμπειρία από το κάπνισμα οπίου, ακόμα και μια αναφορά στην οικονομική πτυχή του ολοκαυτώματος, αλλά πάνω απ' όλα ο σκληρός, ανταγωνιστικός κόσμος των επιχειρήσεων.
Δεν λείπει το χιούμορ ούτε η συγκίνηση. Κάποτε μόνο η αφήγηση γίνεται τόσο υπερβολικά λεπτομερειακή που ο αναγνώστης αισθάνεται κάποια πλήξη, αδημονώντας για τη συνέχεια.
Κλείνοντας το βιβλίο μαζί με την ικανοποίηση από ένα ωραίο λογοτεχνικό έργο ένιωθα και τη μελαγχολία που μπόρεσε να μου μεταδώσει ο συγγραφέας για τον κόσμο μας. Πράγματι, "It's a wild world", όπως ο Πιέτρο διαπιστώνει.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 25, 2010

Η θάλασσα

Δεν ξέρω ποια βιβλία ήταν υποψήφια για το βραβείο Booker το 2005, ούτε αν υπήρχαν καλύτερα από το "Η θάλασσα' του Τζων Μπάνβιλ (Καστανιώτης 2005, μετ. Τόνια Κοβαλένκο) που τελικά το πήρε. Μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα ότι το άξιζε. Και είναι από τις λίγες φορές που ένιωσα ότι θα ήθελα να το διαβάσω στο πρωτότυπο. Όχι γιατί υστερεί η μετάφραση της Κοβαλένκο, ίσα-ίσα πιστεύω πως καθόλου δεν προδίδει την ατμόσφαιρα και την ποιητικότητα του βιβλίου. Όμως, θα ήθελα να το διάβαζα στα Αγγλικά, παρ' όλες τις δυσκολίες που μια τέτοια ποιητική χρήση της γλώσσας θα μου δημιουργούσε, ακριβώς γιατί μεγάλο μέρος της γοητείας του βιβλίου έγκειται στη γλώσσα.
Ο αναγνώστης δεν πρέπει να αναμένει  μια ενδιαφέρουσα ιστορία που η σημασία της έγκειται στην πλοκή και την εξέλιξη του μύθου. Υπάρχουν βέβαια κι αυτά. Υπάρχουν πρόσωπα και χαρακτήρες, υπάρχει υπόθεση, υπάρχει στο τέλος και μια ανατροπή που καθόλου δεν προαναγγέλλεται. Όμως, η μεγαλύτερη έμφαση μέσα από το μονόλογο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή δίνεται στην ενδοσκόπηση και τη μνήμη. Στις σκέψεις και τις αναμνήσεις του Μαξ Μέρντεν, που ηλικιωμένος πια, επιστρέφει σ΄ ένα παραθαλάσσιο χωριό, όπου περνούσε τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων, πενήντα χρόνια πριν. Όμως η μνήμη του λειτουργεί και για το πιο πρόσφατο παρελθόν, καθώς θυμάται τον πρόσφατο θάνατο της γυναίκας του μετά από αρρώστια ενός χρόνου.
"Δεν επρόκειτο να κολυμπήσω ξανά, ύστερα από εκείνη την ημέρα", μας λέει κιόλας στην πρώτη σελίδα. Ποια ήταν εκείνη η μέρα; Τι συνέβη; Θα το μάθουμε πολύ αργότερα, προς το τέλος του βιβλίου, όταν σχεδόν θα έχουμε ξεχάσει αυτή τη δήλωση. Οι σκέψεις του περιστρέφονται γύρω από ένα θερινό εξοχικό σπίτι που ονομαζόταν Κέδροι και που το νοίκιαζε η οικογένεια Γκρέις. Την οικογένεια αποτελούσαν οι γονείς και τα δυο παιδιά, οι δίδυμοι Μάιλς και Χλόη, με τα οποία ο αφηγητής αρχίζει να κάνει παρέα, παρ' όλη τη διαφορά της κοινωνικής τους τάξης. Καθώς θυμάται εκείνα τα καλοκαίρια, η σκέψη του σταματά σε σκηνές, σε λεπτομέρειες, σε συναισθήματα εκείνης της μακρινής εποχής. Στην έλξη που του ασκούσε η μητέρα Γκρέις αλλά και στη σχέση που ανέπτυξε -πρώτη νεανική αγάπη-με την κόρη, τη Χλόη. Μα πάνω απ' όλα, επιμένει στη λεπτομέρεια. "Δεν είναι περίεργο πώς γίνονται μόνιμοι κάτοικοι της μνήμης μας τα πιο φαινομενικά ανούσια πράγματα;", θα πει κάποια στιγμή. Και με άπειρες λεπτομέρειες θα μας περιγράψει μια εκδρομή στην ακρογιαλιά, ένα γαλατά και το αγρόκτημα στο οποίο πήγαινε ως παιδί, ένα όνειρο, το δάγκωμα στο χέρι από ένα σκυλί, ένα νεροβάρελο, το κήρυγμα πριν από την πρώτη του κοινωνία, ένα περίπατο στο πάρκο, τη δεξίωση του γάμου του, την επίσκεψη μαζί με τη γυναίκα του στο γιατρό και τη διάγνωση της μοιραίας της αρρώστιας.
Αλλού μιλάει για τα σημάδια της ηλικίας κι αλλού με μια διάθεση αυτογνωσίας προβαίνει σε μια ενδοσκόπηση γύρω από τον εαυτό του. "Η μνήμη απεχθάνεται την κίνηση, προτιμά να διατηρεί τα πράγματα σε ακινησία κι όπως τόσες άλλες αναμνήσεις μου, έτσι κι αυτή τη βλέπω σαν αποκρυσταλλωμένο στιγμιότυπο", θα πει πριν από μια άλλη του ανάμνηση.
Έτσι κυλάει όλο το βιβλίο. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι μόνο η αφορμή για να συλλογιστεί, και μαζί του κι εμείς, πάνω στους μηχανισμούς της μνήμης. Ακόμα και η "αθανασία" μας είναι θέμα μνήμης. "Κουβαλάμε τους νεκρούς μαζί μας μόνο μέχρι να πεθάνουμε κι εμείς κι έπειτα είμαστε εμείς που μεταφερόμαστε για λίγο νοερά κι ύστερα οι μεταφορείς μας πέφτουν κι αυτοί με τη σειρά τους κι έτσι συνεχίζονται οι γενιές μέχρι εκεί που δεν χωράει ο νους. Θυμάμαι την Άννα, η κόρη μας, η Κλερ, θα θυμάται την Άννα κι εμένα, ύστερα η Κλερ θα αποχωρήσει και θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θυμούνται εκείνη, μα όχι εμάς, κι αυτή θα είναι η ύστατή μας διάλυση. Πράγματι, κάτι δικό μας θα απομένει, μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, μια μπούκλα μαλλιών, μερικά αποτυπώματα, κάποια δικά μας μόρια στον αέρα του δωματίου όπου αφήσαμε την τελευταία μας πνοή, κι όμως, τίποτε από αυτά δεν θα είμαστε εμείς, αυτό που είμαστε κι αυτό που υπήρξαμε, παρά μόνο των νεκρών οι στάχτες"

Δευτέρα, Οκτωβρίου 18, 2010

Περί τυφλότητος

Ομολογώ (όχι χωρίς κάποιο δισταγμό ντροπής) ότι είναι το πρώτο βιβλίο του Πορτογάλου νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου που διαβάζω. Δεν ξέρω αν θα επιδιώξω να διαβάσω άλλο, καμιά φορά έρχονται από μόνα τους τα βιβλία και μας βρίσκουν. Ασφαλώς όχι γιατί δεν μου άρεσε το "Περί τυφλότητος" (Καστανιώτης, 1998, μετ. Αθηνά Ψύλλια). Αντιθέτως, μου άρεσε και πολύ μάλιστα, αλλά είναι τόσο εφιαλτικό που δεν θα ήθελα να ξαναζήσω παρόμοια αναγνωστική φρίκη, αν είναι και τα άλλα του βιβλία  παρόμοια.
Σε μια πόλη που δεν κατονομάζεται (όπως και όλα τα πρόσωπα είναι ανώνυμα) κάποιος, ενώ οδηγεί το αυτοκίνητό του, περιμένοντας μπροστά στο φανάρι ν' ανάψει πράσινο, ξαφνικά τυφλώνεται. Ένας περαστικός φροντίζει να τον οδηγήσει στο σπίτι του, βρίσκει όμως και την ευκαιρία να του κλέψει το αυτοκίνητο. Μαζί με τη γυναίκα του ο πρώτος αυτός τυφλός επισκέπτεται έναν οφθαλμίατρο, ο οποίος δεν του βρίσκει τίποτα παθολογικό. Όμως, τόσο ο οφθαλμίατρος όσο και οι άλλοι που βρίσκονταν στην αίθουσα αναμονής και ήρθαν, σε οπτική έστω, επαφή με τον πρώτο τυφλό, αρχίζουν να τυφλώνονται. Πρόκειται για μια επιδημία τύφλωσης! Η πολιτεία, όταν διαπιστώνει τη μεταδοτικότητα της τύφλωσης, για να εμποδίσει την εξάπλωσή της, απομονώνει τους τυφλούς σ' ένα δαιδαλώδες παλιό ψυχιατρείο. Στρατιώτες φρουρούν την είσοδο με εντολή να πυροβολούν όποιον δοκιμάσει να βγει και παρακολουθούμε τέτοιες εκτελέσεις. Οι τυφλοί αυξάνονται ραγδαία. Οι έγκλειστοι περιέρχονται σταδιακά σε απελπιστική κατάσταση. Η τροφοδοσία τους που γίνεται με προμήθειες που αφήνονται στην είσοδο ολοένα και δυσχεραίνεται, καθώς η τυφλότητα κυριεύει σιγά-σιγά όλη την πόλη. Τα πιο άγρια ένστικτα ξυπνούν. Το ένστικτο της επιβίωσης, το σεξουαλικό ένστικτο καταδυναστεύουν την κοινότητα των εγκλείστων.
Ο Σαραμάγκου ρίχνει το φως του συγγραφικού του προβολέα κυρίως σε μια ομάδα, την πρώτη ομάδα τυφλών που γνωρίσαμε. Είναι ο πρώτος τυφλός, η γυναίκα του, μια κοπέλα με σκούρα γυαλιά, ένα παιδί με στραβισμό, ένας γέρος με μια καλύπτρα στο μάτι, ο γιατρός και η γυναίκα του, που όλως παραδόξως δεν έχει τυφλωθεί. Με αυτούς τους χαρακτηρισμούς τους αναφέρει σ' όλο το βιβλίο, ονόματα δεν υπάρχουν πουθενά. Παρ' όλη τη στέρηση της τροφής, τη βρωμιά, την κακοποίηση και τον εξευτελισμό, ίσως χάρις στη γυναίκα του γιατρού που βλέπει (πράγμα που φροντίζει να κρατάει κρυφό από όλους εκτός από τον άντρα της) η ομάδα επιβιώνει και κάποια στιγμή βγαίνει από τον εγκλεισμό. Όμως η κατάσταση στην πόλη είναι ακόμη χειρότερη. Τίποτα δεν λειτουργεί πια. Ούτε ύδρευση υπάρχει, ούτε ηλεκτρισμός, ούτε τρόφιμα. Όλοι έχουν τυφλωθεί. Όλος ο κόσμος έχει ως μόνη επιδίωξη την επιβίωση. "Ο θάνατός σου η ζωή μου", μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας. Σκηνές αποτροπιασμού, σκύλοι που τρώνε πτώματα, ωμοφαγία από ανθρώπους, αποπνικτική βρωμιά παντού. Όταν μια μέρα δέχονται την ευεργετική καθαριότητα που τους προσφέρει η βροχή, αισθανόμαστε σαν να μας καθαρίζει κι εμάς από όλη τη βρωμιά που μαζεύτηκε μέσα μας από την τόσο δυνατή, ρεαλιστική γραφή του Σαραμάγκου. Το τέλος αισιόδοξο. Ας μην το προδώσω.
Εντυπωσιάζει η ιδιαίτερη τεχνική του συγγραφέα. Όχι μόνο η απουσία ονομάτων, σύνηθες άλλωστε και σε πολλά άλλα έργα, αλλά και η ιδιόμορφη χρήση των σημείων στίξης. Απουσιάζει το ερωτηματικό καθώς και τα εισαγωγικά στους διαλόγους. Επιπλέον οι διάλογοι είναι ενσωματωμένοι στην αφήγηση και το μόνο που ξεχωρίζει την αλλαγή του προσώπου που μιλά είναι η χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων στη μέση της πρότασης. Το εντυπωσιακό είναι πως δεν δημιουργείται καμιά δυσκολία στην ανάγνωση.
Πολύ συχνά ο Σαραμάγκου παρεμβάλλει σύντομες σκέψεις, ένα είδος συμπύκνωσης, ένα δικό του σχόλιο, που σε σταματά, λειτουργώντας αποφθεγματικά.
Δεν προσπάθησα να βρω κανένα αλληγορικό νόημα στο έργο, που μπορεί και να υπάρχει. Το είδα σαν ένα έργο επιστημονικής φαντασίας, τι θα μπορούσε να συμβεί αν όλοι τυφλωνόμαστε, πόσο το ένστικτο μπορεί να κυριαρχήσει, αφαιρώντας μας όλο αυτό το περίβλημα που ονομάζουμε πολιτισμό. Μου θύμισε ανάλογες (αν και πολύ διαφορετικές ) εφιαλτικές καταστάσεις όπως το "1984" ή τη "Δίκη".

Τρίτη, Οκτωβρίου 12, 2010

Ο αγαπημένος μαθηματικός τύπος του καθηγητή

"Όσο αδύνατο είναι να εξηγήσει κανείς γιατί τα αστέρια είναι όμορφα, άλλο τόσο είναι και να εκφράσει την ομορφιά των μαθηματικών". Μια φράση από το βιβλίο της Γιαπωνέζας Γιόκο Ογκάουα "Ο αγαπημένος μαθηματικός τύπος του καθηγητή" (Άγρα, 2010, μετ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης) που αποδίδει ακριβώς αυτό που αισθάνομαι για τη "μαθηματική λογοτεχνία". Μου αρέσει, με γοητεύει, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω γιατί. Μου αρέσει έστω κι αν πολλές φορές δεν μπορώ να κατανοήσω πλήρως τις μαθηματικές έννοιες, όρους ή σχέσεις που εκφράζουν οι αριθμοί.
Όμως στο βιβλίο της Ογκάουα η έμφαση δεν δίνεται στα μαθηματικά, παρ' όλο που αποτελούν τον άξονα της ιστορίας της. Η έμφαση δίνεται ακριβώς στην αγάπη για τα μαθηματικά και στην έλξη και τη γοητεία που μπορεί να ασκήσουν, ακόμη και σε κάποιον χωρίς ιδιαίτερες μαθηματικές γνώσεις.
Ο καθηγητής, κεντρική μορφή του έργου, είναι ένας εξηντατετράχρονος πρώην καθηγητής μαθηματικών, παθιασμένος με την επιστήμη του, που πριν από 17 χρόνια (βρισκόμαστε στο 1992) έχασε την μνήμη του μετά από ένα ατύχημα. Από εκείνη τη μέρα και μετά η μνήμη του δεν μπορεί να καταγράψει περισσότερα από ογδόντα λεπτά. Κυκλοφορεί με σημειώματα καρφιτσωμένα στο σακάκι του, για να θυμάται βασικά πράγματα της καθημερινότητας.
"Τι νούμερο παπούτσια φοράτε;" είναι η πρώτη ερώτηση που υποβάλλει στην καινούρια οικιακή βοηθό. Μια ερώτηση που θα της υποβάλλει κάθε μέρα, αφού η βοηθός κάθε μέρα πρέπει να ξανασυστήνεται.-" Ποιος είναι ο αριθμός του τηλεφώνου σας;" κι ενθουσιάζεται όταν σ' αυτούς τους αριθμούς βρίσκει μια ωραία μαθηματική σχέση: "Ω, ένας καθαρός αριθμός", αναφωνεί όλο χαρά, "το παραγοντικό του 4" (1χ2χ3χ4=24). Ή, "μα αυτό είναι υπέροχο. Ισούται με την ποσότητα των πρώτων αριθμών που υπάρχουν μέχρι τα εκατό εκατομμύρια". Πρώτοι αριθμοί, δίδυμοι πρώτοι, φίλοι αριθμοί, τέλειοι αριθμοί, το θεώρημα του Φερμά κ.λπ. αποκαλύπτουν τη γοητεία τους στην οικιακή βοηθό, που είναι και η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια.
Συχνά στο σπίτι του καθηγητή πηγαίνει, αφού σχολάσει, και ο δεκάχρονος γιος της βοηθού, τον οποίο ο καθηγητής αποκαλεί Ρουτ (root=ρίζα), γιατί βρήκε ότι το κεφάλι του ήταν επίπεδο, μοιάζοντας με την τετραγωνική ρίζα.
Μεταξύ των τριών αυτών προσώπων δημιουργούνται τρυφεροί δεσμοί φιλίας. Εκτός απ' την αγάπη για τα μαθηματικά που ο ηλικιωμένος καθηγητής κατορθώναει να εμπνεύσει στους άλλους δυο, τους ενώνει και η αγάπη για το μπέηζμπολ. Πολλές αναφορές σε παίκτες, σε σημαντικά στιγμιότυπα από αγώνες, αλλά και περιγραφή ενός αγώνα που παρακολουθούν, υπάρχουν στο βιβλίο. Ακόμα όμως κι εκεί, στους αριθμούς των θέσεών τους (7-14 και 7-15) ο καθηγητής θα ανακαλύψει μυστικές σχέσεις.
Το μυθιστόρημα της Γιόκο Ογκάουα είναι μια τρυφερή ιστορία αγάπης, στοργής, φιλίας, αγνών αισθημάτων και πάνω απ' όλα μια ιστορία της γοητείας που κρύβουν μέσα τους οι αριθμοί.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 08, 2010

Το νόμπελ λογοτεχνίας 2010

Επιτέλους! Κι ένα νόμπελ που διαβάζεται! Υπέροχος ο Λιόσα τόσο στο "Η γιορτή του τράγου" όσο και στο "Το παλιοκόριτσο".

Τρίτη, Οκτωβρίου 05, 2010

Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα

Ένα βιβλίο που ασχολείται με άλλα βιβλία έχει κάτι το ακαταμάχητα γοητευτικό, μου ασκεί (όπως και άλλες φορές έχω πει) μια ιδιαίτερη έλξη και, έχω τη γνώμη, ότι αυτό συμβαίνει με κάθε βιβλιόφιλο. Τελευταίο τέτοιο βιβλίο που αγόρασα ευθύς μόλις περιέπεσε στην αντίληψή μου είναι το "Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα" του Jacques Bonnet (Άγρα, 2010, μετ. Βάνα Χατζάκη).
Δεν ξέρω γιατί, τελειώνοντάς το, ο χαρακτηρισμός που μου ερχόταν στο μυαλό σαν γενική εικόνα ήταν: χαριτωμένο. Το διάβαζα μ' ένα χαμόγελο στα χείλη, ήταν στιγμές που ένιωθα σαν κάποιος να κρατούσε μπροστά μου ένα καθρέφτη όπου έβλεπα να καθρεφτίζεται το είδωλό μου. Με λίγα λόγια το απόλαυσα.
Ο συγγραφέας είναι εκδότης, επιμελητής εκδόσεων, συγγραφέας, βιβλιόφιλος, κάτοχος μιας βιβλιοθήκης με πάνω από είκοσι χιλιάδες τόμους βιβλία. Με χιούμορ, με μια άνεση να κινείται ανάμεσα σε βιβλία διαφόρων εποχών και λογοτεχνιών (κυρίως όμως της γαλλικής λογοτεχνίας) μας περιφέρει σ' αυτό το μαγικό για κάθε βιβλιόφιλο σύμπαν, στις βιβλιοθήκες. Καταθέτει τις σκέψεις του, την αγάπη του για το βιβλίο, προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα που απασχολούν κάθε βιβλιόφιλο.
-Ποιες είναι οι μορφές της βιβλιομανίας που υπάρχουν; Διακρίνει τους συλλέκτες (που μπορεί και να μη διαβάζουν τα βιβλία που συλλέγουν) και τους μανιακούς αναγνώστες.
-Πώς ταξινομούνται τα βιβλία; Ταξινομείτε τα βιβλία σύμφωνα με το θέμα τους, τη γλώσσα, τον συγγραφέα, τη χρονολογία έκδοσης, το σχήμα τους ή μήπως με ένα εντελώς διαφορετικό κριτήριο που μόνο εσείς το γνωρίζετε; Μπορεί κανείς να τοποθετήσει πλάι πλάι σ' ένα ράφι δύο συγγραφείς που ήσαν θανάσιμα τσακωμένοι μεταξύ τους όσο ζούσαν;
-Πώς και πού διαβάζετε; Καθισμένος ή όρθιος ή, και γιατί όχι, περπατώντας. Το ιδεώδες πάντως παραμένει να διαβάζει κανείς ξαπλωμένος λες και η στάση αυτή αφήνει το κείμενο να εισχωρήσει καλύτερα στο σώμα.
-Από πού έρχονται τα βιβλία; Πώς έφτασαν τα βιβλία στη βιβλιοθήκη μου; Από την ανάμειξη τυχαίων περιστατικών, συστηματικής περιέργειας και επιθυμιών που μου γεννήθηκαν από διάφορες συζητήσεις και αναγνώσεις.
Πάρα πολλές αναφορές γίνονται σε ένα άλλο εξαίρετο "βιβλιοβιβλίο", "Το χάρτινο σπίτι". Δεν μπορώ όμως να τελειώσω την ανάρτηση χωρίς να αναφέρω λίγα ακόμη αποσπάσματα:
-Το μόνο πλεονέκτημα με μια βιβλιοθήκη σαν τη δική μου είναι πως ποτέ δεν τράβηξε το ενδιαφέρον των διαρρηκτών που με τίμησαν κατά καιρούς με την επίσκεψή τους: Τα βιβλία είναι πολύ βαριά και έχουν ελάχιστη μεταπωλητική αξία.
-Η βιβλιοθήκη προστατεύει από την έξωθεν εχθρότητα, φιλτράρει τους θορύβους του κόσμου, μετριάζει το κρύο που βασιλεύει στην ατμόσφαιρα, ενώ σου δίνει ταυτόχρονα και μια αίσθηση παντοδυναμίας. Γιατί η βιβλιοθήκη αμβλύνει το πεπερασμένο των ανθρώπινων δυνατοτήτων: αντιπροσωπεύει τη συμπύκωνση του χώρου και του χρόνου.