Παρακολουθώ τη συγγραφική πορεία του Νίκου Θέμελη από το πρώτο του βιβλίο, την "Αναζήτηση", μέχρι το πιο πρόσφατο, "Οι αλήθειες των άλλων" (Κέδρος, 2008) με αυξομειούμενη ικανοποίηση. Μετά τον ενθουσιασμό για την τριλογία "Αναζήτηση", "Ανατροπή", "Αναλαμπή" (το τελευταίο με κάπως λιγότερο ενθουσιασμό, ομολογώ) ήρθε η απογοήτευση για το "Για μια συντροφιά ανάμεσά μας", η μέτρια ικανοποίηση από το "Μια ζωή δυο ζωές" και τώρα ικανοποίηση αλλά και προβληματισμός για το "Οι αλήθειες των άλλων".
Ο Θέμελης ξαναγυρίζει στο ιστορικό μυθιστόρημα. Μας μεταφέρει σε μια εποχή που όσα κι αν έχουμε ακούσει, όσα κι αν έχουμε διαβάσει γι' αυτήν, πάντα θα μας ενδιαφέρει και φαίνεται πως κι η λογοτεχνία θα εμπνέεται απ' αυτήν για καιρό ακόμη. Βρισκόμαστε στο Αϊβαλί, τις αρχαίες Κυδωνίες, ένα χρόνο μετά τη συμφορά του '22. Η πόλη είναι έρημη. Ανάμεσα στους λίγους Έλληνες που έχουν απομείνει είναι ο ηλικιωμένος Μανόλης Λινός και ο συνονόματος εγγονός του, που όμως με ψεύτικα χαρτιά είχε καταφέρει να πολιτογραφηθεί Τούρκος με το όνομα Μεχμέτ. Στο υπόγειο του σπιτιού τους φυλάνε 4 μπαούλα γεμάτα από βιβλία, έγγραφα, αρχεία, όλη την ιστορία του Ελληνισμού των Κυδωνιών, ψάχνοντας τρόπο να τα διασώσουν και να τα μεταφέρουν στην Ελλάδα. Μαζί μ' αυτά κι ένα παλιό χειρόγραφο που το περιεχόμενό του ανατρέπει την ηρωική εικόνα του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, υποστηρίζοντας ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν θυσιάστηκε, αλλά μεταμφιεσμένος έφυγε κρυφά από την Πόλη.
Στο Αϊβαλί αρχίζουν να καταφθάνουν καραβιές με Τούρκους από τη Μυτιλήνη, την Κρήτη και αλλού. Είναι ο περίφημος "μπουμπαντελές", η ανταλλαγή πληθυσμών που έχει συμφωνηθεί. Σιγά-σιγά το Αϊβαλί εκτουρκίζεται. Όμως ο παππούς Μανόλης αρνείται να φύγει. Γι 'αυτόν η φυγή από τον τόπο του είναι χειρότερη από το θάνατο, γι' αυτό και τον προτιμά και τον επιλέγει.
Ο εγγονός κατορθώνει με τη βοήθεια ενός Τούρκου φίλου του, του Ισμαήλ, να φύγει σώζοντας και τα μπαούλα και το χειρόγραφο που δεν αποχωρίζεται ποτέ. Στη Μυτιλήνη θα συναντήσει τους δικούς του. Οι σκηνές της προσφυγιάς, η αντίδραση των ντόπιων, ο ξεπεσμός των ανθρώπων που ως χτες ήταν άρχοντες στον τόπο τους και σήμερα ψωμοζητάνε, ίσως να μη λένε τίποτα στους σημερινούς Έλληνες. Για μας όμως στην Κύπρο που οι μνήμες του 1974 είναι ολοζώντανες, που υπάρχουν ακόμα προσφυγικοί συνοικισμοί, που οι άνθρωποι βλέπουν τα σπίτια, τα περιβόλια, τα χωράφια τους, βίαια αρπαγμένα, στα χέρια των Τούρκων οι περιγραφές του Θέμελη συγκινούν βαθύτατα υπομιμνήσκοντας "οικεία κακά".
Από κει και πέρα το μυθιστόρημα προχωρεί γοργά, κάνοντας σταθμούς ανά δεκαετία και φτάνοντας ως το 1958. Ο Μεχμέτ, ως Μανόλης πια, κατορθώνει να πάει στην Αθήνα, να σπουδάσει και τον συναντάμε στην Κομοτηνή να διδάσκει στο εκεί Γυμνάσιο. Το μυστικό του χειρογράφου δεν έχει πάψει ποτέ να τον βασανίζει. Σε μια σχολική γιορτή για την 25η Μαρτίου το αποκαλύπτει, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί και να φυγαδευτεί με τη βοήθεια ενός φίλου του Εβραίου. Κανείς δεν είναι έτοιμος να δεχτεί μια "άλλη αλήθεια". Στη συνέχεια το χειρόγραφο θα αποτελέσει το θέμα της διδακτορικής διατριβής του γιου του Μανόλη, ο οποίος σπουδασμένος στο εξωτερικό θα προχωρήσει πιο πέρα, παίρνοντας θέση και στο περίφημο θέμα της αδιάλειπτης συνέχειας ή μη του Ελληνισμού.
Η αλήθεια για το τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δεν είναι η μόνη που υπονομεύεται στο βιβλίο, άλλωστε αυτή είναι ένα συγγραφικό εύρημα. Υπονομεύεται ακόμη η αλήθεια των Ελλήνων, όταν αυτός που τον βοηθάει στο Αϊβαλί είναι ο Τούρκος Ισμαήλ, η αλήθεια των Εβραίων, όταν αυτός που τον σώζει στην Κομοτηνή είναι ο Εβραίος Αμπαχέρ, η αλήθεια της σεξουαλικής διαφορετικότητας, η αλήθεια των άλλων στον Εμφύλιο , όταν ο πιο στενός του φίλος, ο Αυγέρης, που ανήκει στο ΕΑΜ προδίδεται από πρόσωπο που πιστεύει στη δική του αλήθεια.
Άραγε όμως, συλλογίζομαι, δεν υπάρχει κάποτε και μια αλήθεια που δεν είναι ούτε δική μας ούτε των άλλων; Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικά η αλήθεια; Και πάλι το θέμα έχει μια ιδιαίτερη σημασία για το νησί μας, όταν Τούρκοι και Έλληνες, κάτοικοι αυτού του τόπου, προβάλλουμε ο καθένας τη δική του αλήθεια.
Αυτό και άλλα ερωτήματα μας δημιουργεί το βιβλίο του Θέμελη, παράλληλα βέβαια με την ικανοποίηση που προκαλεί ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Γιατί ο Θέμελης και στα λιγότερο επιτυχημένα βιβλία του δεν παύει να είναι ένας καλός αφηγητής που παρασύρει τον αναγνώστη. Η αφήγησή του έχει ζωντάνια, ρεαλιστικότητα, οι λεπτομέρειες, άχρηστες εν πολλοίς, κινητοποιούν όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη που μεταφέρεται σε χρόνο και τόπο, ζει τα γεγονότα, ακούει τους διαλόγους, βλέπει τους δρόμους, τις γειτονιές. Τι σημασία έχει για το θέμα ένα καλοσιδερωμένο πουκάμισο, ο σοφέρ που μυρίζει ιδρωτίλα, ο καφές που καίει στο φλιντζάνι, ένα σπαρματσέτο να τρεμοπαίζει το φως του, μια δυνατή βροχή, μια χειμωνιάτικη λιακάδα. Κι όμως αυτά τα μικρά κι σήμαντα μεταφέρουν τον αναγνώστη κατευθείαν στην ατμόσφαιρα του έργου. Η άρτια ηθογράφηση των ηρώων του και προπάντων η ιστορική γνώση και ο προβληματισμός που κινητοποιεί τη σκέψη είναι ακόμη πλεονεκτήματα του μυθιστορήματος.
Για το έργο άχουν ήδη γραφτεί πολλά. Παραπέμπω μόνο στο μπλογκ της Άννας, από όπου μπορεί να οδηγηθεί κάποιος και σε άλλες συνδέσεις.