Όταν το παράγγελνα στο βιβλιοπωλείο δεν ήξερα το μέγεθός του. Όταν το παρέλαβα τρόμαξα με τις 1072 σελίδες του. Όταν όμως άρχισα να το διαβάζω, προπάντων όσο προχωρούσε το διάβασμα, τόσο πιο πολύ απολάμβανα τη γοητεία που ασκεί αυτό το ογκώδες, σκοτεινό βιβλίο (Κέδρος 2012) με τίτλο πρωτοτύπου "Berlin noir". Κι ας είναι γεμάτο από πτώματα, συχνά με την ωμά νατουραλιστική περιγραφή τους, κάποτε σκουληκιασμένα, άλλοτε απαγχονισμένα, καμένα ή αποκεφαλισμένα.
Είναι αδύνατο να θυμάται κανείς τα δεκάδες ονόματα των προσώπων που παρελαύνουν στο βιβλίο, ούτε και το ρόλο του καθενός. Γερμανοί, Αμερικανοί, Ρώσοι, κατάσκοποι και αντικατάσκοποι, μέλη των Ες Ες ή της Γκεστάπο, άνδρες και γυναίκες διαδραματίζουν το μικρό ή μεγαλύτερο ρόλο τους. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για ένα αλλά για τρία βιβλία, όπως δείχνουν και οι τίτλοι στα τρία μέρη του βιβλίου: "Οι βιολέτες του Μάρτη" (μετ. Αντώνης Καλοκύρης), "Ο χλομός εγκληματίας" (μετ. Ντενίζ Ρώντα), "Γερμανικό ρέκβιεμ" (μετ. Ντενίζ Ρώντα).
Συνδετικός κρίκος είναι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής Μπέρνι Γκούντερ, ένας σκληροτράχηλος πρώην αστυνομικός και τώρα ιδιωτικός ντετέκτιβ. Δεν διακρίνεται ιδιαίτερα για τις ηθικές του αρχές ή με το ποιον χρειάζεται κάθε φορά να συνεργαστεί. Έξυπνος, δυναμικός, πολύ εύκολα ανασύρει το πιστόλι του, γλιτώνει από απίστευτες κακοτοπιές (ακόμα και στο Νταχάου κλείνεται εκούσια για να αποσπάσει πληροφορίες), προδίδει και προδίδεται, σαφώς εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού και του χιτλερικού καθεστώτος. Το τσιγάρο, που θα αποτελέσει είδος πολυτελείας μετά την ήττα, δεν λείπει από το χέρι του, ο λόγος του κυνικός, γεμάτος από σαρκαστικούς διαλόγους.
Κεντρικό θέμα καθενός από τα τρία βιβλία, πάντα με κύριο πρόσωπο τον Μπέρνι Γκούντερ, είναι το εξής: Στο πρώτο, τις "Βιολέτες του Μάρτη" (ειρωνικά αποκαλούνται έτσι όσοι έσπευδαν να ενταχθούν στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα), που διαδραματίζεται το 1936, ο Γκούντερ προσλαμβάνεται από τον εκατομμυριούχο βιομήχανο Χέρμαν Σιξ για να βρει ένα διαμαντένιο κολιέ που βρισκόταν στο χρηματοκιβώτιο της κόρης του και είχε κλαπεί. Η κόρη του Σιξ μαζί με το σύζυγό της βρέθηκαν απανθρακωμένοι, πιθανόταττα από φωτιά που έβαλαν εκείνοι που είχαν κλέψει το κολιέ, για να καλύψουν τα ίχνη τους.
Στο δεύτερο βιβλίο, "Ο χλομός εγκληματίας", βρισκόμαστε στο 1938. Ο Γκούντερ καλείται να συνεργαστεί με την αστυνομία για να εξιχνιάσει μια σειρά δολοφονιών κοριτσιών 15-16 χρονών που εξαφανίζονται και μέρες αργότερα κάποιος ειδοποιεί την αστυνομία για το πού βρίσκονται τα πτώματα. Ταυτόχρονα ο Μπέρνι αναλαμβάνει και μια άλλη υπόθεση που αφορά τον ομοφυλόφιλο γιο μιας πάμπλουτης μεγαλοεκδότριας και σχετίζεται με τον εκβιασμό που εκείνος υφίσταται, μια και η ομοφυλοφιλία ήταν αρκετός λόγος για να οδηγηθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Στο τρίτο βιβλίο, "Γερμανικό ρέκβιεμ", μεταφερόμαστε στο 1947, στην ηττημένη πια Γερμανία, στο κατακτημένο και βομβαρδισμένο Βερολίνο. Μεγάλο μέρος του τρίτου αυτού μέρους διαδραματίζεται στη Βιέννη, όπου ο Γκούντερ πηγαίνει έναντι αδρής αμοιβής, για να βοηθήσει ένα παλιό του συνάδελφο, που κατηγορείται για το φόνο ενός Αμερικανού λοχαγού.
Όταν η "Τριλογία" τελειώνει, ο αναγνώστης μπορεί να μη θυμάται λεπτομέρειες της κάθε υπόθεσης ούτε και το ρόλο κάθε προσώπου. Εκείνο όμως που μένει, και πιστεύω για πάντα στη μνήμη μας, είναι η όλη ατμόσφαιρα. Παρακολουθούμε αρχικά ένα Βερολίνο που σημαιοστολίζεται για τους Ολυμπιακούς του 1936, όπου η λεωφόρος Ούντερ ντεν Λίντεν διαπλατύνεται για να χωράει τις παρελάσεις, όπου οι κάτοικοι αναγκάζονται να παρακολουθούν υποχρεωτικά τις ομιλίες του Γκέμπελς και του Χίτλερ, που όπως λέει κάποια στιγμή ο Γκούντερ "ασκούν μια υπνωτιστική επίδραση στον κόσμο". Τα καμπαρέ και τα κλαπ λειτουργούν, όμως ο φόβος αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του για τους Εβραίους, τους ομοφυλόφιλους, τους αντικαθεστωτικούς. Μαζί με τον ήρωα τριγυρνάμε στους δρόμους του Βερολίνου, σε πασίγνωστα μέρη όπως τη Φριντριχστράσσε, η Αλεξάντερπλατς, το Κα-ντε-Βε, αλλά και σε κακόφημες συνοικίες και δρόμους.
Στο δεύτερο βιβλίο που τοποθετείται στα 1938 η εξουσία του Χίτλερ έχει εδραιωθεί για καλά και ο Φύρερ ετοιμάζεται για πόλεμο. Το Βερολίνο εξακολουθεί να διασκεδάζει, όμως ο φόβος εντείνεται, άνθρωποι εξαφανίζονται, οι επιθέσεις κατά των Εβραίων παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή. Τα δολοφονημένα κορίτσια δίνουν μια πιο έντονη αστυνομική χροιά στο μυθιστόρημα και η όλη ατμόσφαιρα του Βερολίνου δίνεται μέσα από την έρευνα για εξιχνίαση των δολοφονιών,
Τέλος, στο τρίτο μέρος, στο "Γερμανικό ρέκβιεμ", βρισκόμαστε στο 1947, στο βομβαρδισμένο Βερολίνο. Παντού ερείπια, κρύο, πείνα, τα τρόφιμα με το δελτίο, οι γυναίκες, αποκαλούμενες και "κυρίες της σοκολάτας", πουλούν το κορμί τους στους Αμερικανούς ή βιάζονται από τους Ρώσους. Στη Βιέννη, όπου μεταφέρεται η υπόθεση, τα πράγματα είναι ελαφρώς καλύτερα από το Βερολίνο, παρ' όλο που και εκεί υπάρχουν ερείπια, η πόλη είναι μοιρασμένη ανάμεσα στους νικητές του πολέμου κι εκεί καταφεύγουν πολλοί πρώην Ναζί, επιδιώκοντας την αποναζικοποίηση.
Εν τέλει ένα έξοχο ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα της αστυνομικής noir λογοτεχνίας και δίκαια συμβάλλει ώστε ο Σκωτσέζος συγγραφέας Φίλιπ Κερρ (γεν. 1956) να είναι ένας από τους καλύτερους σύγχρονους ευρωπαίους συγγραφείς. Εντυπωσιάζει εκτός από όλα τα άλλα και η ενοραματική του σκέψη για το μέλλον της Γερμανίας. Γράφοντας το έργο στο τέλος της δεκαετίας του '80 και στις αρχές της δεκαετίας του '90 γίνεται σχεδόν προφητικός: "Εργαζόμαστε για ένα καινούριο αύριο χερ Γκούντερ. Η Γερμανία μπορεί να είναι τώρα μοιρασμένη ανάμεσά τους. Θα έρθει όμως ο καιρός που θα γίνουμε ξανά μια μεγάλη δύναμη. Μια μεγάλη οικονομική δύναμη. Όσο η Οργάνωσή μας δουλεύει στο πλευρό των Αμερικανών εναντίον του κομμουνισμού, θα μπορούμε να τους πείσουμε να επιτρέψουν την ανοικοδόμηση της Γερμανίας. Με τη βιομηχανία και την τεχνολογία μας θα επιτύχουμε αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει ο Χίτλερ (...) Την Ευρώπη δεν θα την κατακτήσει η σβάστικα αλλά το μάρκο".