Κυριακή, Ιανουαρίου 29, 2012

Ένα κάποιο τέλος

όσο συχνά διηγείται κανείς την ιστορία της ζωής του; Πόσο συχνά την προσαρμόζει, την εξωραΐζει και κάνει ύπουλες και πανούργες περικοπές; Και όσο περισσότερο τραβάει η ζωή σε μάκρος, τόσο λιγοστεύουν εκείνοι από τους γύρω μας που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την εξιστόρησή μας, να μας θυμίσουν ότι η ζωή μας δεν είναι η ζωή μας, αλλά μόνο η ιστορία που είπαμε γι' αυτήν. Η ιστορία που είπαμε στους άλλους, κυρίως όμως στον εαυτό μας".
 Ο εξαίρετος Τζούλιαν Μπαρνς, δίκαια βραβευμένος για το "Ένα κάποιο τέλος" (Μεταίχμιο 2011, μετ. Θωμάς Σκάσσης), έρχεται να προσθέσει ακόμα ένα αριστοτεχνικά γραμμένο μυθιστόρημα στη συγγραφική του δημιουργία. Ένα μυθιστόρημα για τα νιάτα, τη φιλία, τον έρωτα, τα όνειρα και τις διαψεύσεις, προπάντων όμως για το χρόνο, για τη μνήμη και πώς αυτή αναπλάθει τη ζωή μας.
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής Τόνι Γουέμπστερ, αναπολεί και αφηγείται. Στη μνήμη του αναδύονται σκόρπια κομμάτια από την περασμένη του ζωή. Θυμάται τους φίλους του από τα σχολικά χρόνια, τον Κόλιν και τον Άλεξ, στους οποίους προστέθηκε ένας καινούριος συμμαθητής, ο Έιντριαν Φιν, ψηλός, σοβαρός, προικισμένος με ιδιαίτερη ευφυία. Είναι αρχές της δεκαετίας του '60.  "Ήμασταν διψασμένοι για βιβλία, λιμασμένοι για σεξ, υπέρμαχοι της αξιοκρατίας και αναρχικοί. Παρόλο που όλα τα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα μας φαίνονταν διεφθαρμένα, αρνούμασταν να εξετάσουμε κάποια εναλλακτική λύση, πέρα από το ηδονιστικό χάος". 
 Τελειώνουν το σχολείο, σκορπίζουν σε διαφορετικά πανεπιστήμια, διατηρούν όμως επαφή. Ο Τόνι γνωρίζει τη Βερόνικα, έχουν μια σύντομη σχέση, αλλά τελικά χωρίζουν. Με σύντομες, αδρές πινελιές, σε ελάχιστες γραμμές ο Τόνι αναφέρεται στην πορεία της ζωής του, για να σταματήσει στο παρόν, όταν, εξηντάχρονος πια, μαθαίνει ότι η μητέρα της παλιάς του φίλης Βερόνικα έχει πεθάνει, κληροδοτώντας του ένα μικρό ποσό και κάποια έγγραφα. Είναι ο καταλύτης που θα γίνει αφορμή να αναζητήσει το παρελθόν, να ανακαλύψει αλήθειες που θα του ανατρέψουν βεβαιότητες.
Λίγες φορές συνάντησα τόση δυσκολία να μιλήσω για ένα βιβλίο, προπάντων για ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ. Είναι ένα βιβλίο  η αξία του οποίου δεν στηρίζεται τόσο στο μύθο και στην πλοκή, για την οποία δεν μπορείς να πεις πολλά χωρίς να προδώσεις το αναπάντεχο τέλος, όσο στις σκέψεις, στους συλλογισμούς. "Ένα κάποιο τέλος". Μου φαίνεται κάπως ειρωνικός ο τίτλος. Δεν είναι "ένα κάποιο τέλος". Είναι ένα τέλος τραγικό, στην τραγικότητα του οποίου είχε ανεπίγνωστα συμβάλει και ο ίδιος ο αφηγητής του βιβλίου. 
"Οι αρνητές του χρόνου λένε: τα σαράντα δεν είναι τίποτα, στα πενήντα είσαι στο άνθος της ηλικίας σου, τα εξήντα είναι σήμερα σαν τα παλιά σαράντα, και πάει λέγοντας. Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι υπάρχει ο αντικειμενικός χρόνος, υπάρχει όμως και ο υποκειμενικός, αυτός που τον φοράς στη μέσα μεριά του καρπού σου, εκεί που χτυπάει ο σφυγμός. Κι αυτός ο προσωπικός χρόνος, που είναι αληθινός, μετριέται στη σχέση που έχεις με τη μνήμη. Έτσι, όταν συνέβη αυτό το παράδοξο γεγονός-όταν μου ήρθαν ξαφνικά οι καινούργιες αναμνήσεις-ήταν σαν να είχε αντιστραφεί εκείνη τη στιγμή ο χρόνος. Σαν να έρεε εκείνη τη στιγμή ο ποταμός προς την πηγή του"
Προς αυτή την πηγή μας στρέφει με την αφήγησή του ο Μπαρνς, χαρίζοντάς μας ένα εξαιρετικό λογοτέχνημα.



Τρίτη, Ιανουαρίου 24, 2012

Χήρα για ένα χρόνο

Ω! Τι βιβλίο! Απολαυστικό, ενδιαφέρον, εκτενές, χορταστικό! Το μυθιστόρημα του Τζον Ίρβινγκ "Χήρα για ένα χρόνο" (Μελάνι, 2011, μετ. Κίκα Κραμβουσάνου) παρά το μέγεθός του (641 σελίδες μεγάλου σχήματος 16χ23) είναι ένα γνήσιο page turner που κάνει τον αναγνώστη να μην το παρατά πριν φτάσει και στην τελευταία σελίδα. Το ενδιαφέρον του μυθιστορήματος δεν έγκειται μόνο στην πλοκή. Οφείλεται και στην τεχνική, στα προαναγγελλόμενα αλλά μη δηλούμενα αμέσως γεγονότα, στο φωτισμό της λεπτομέρειας, στην ειρωνεία, το χιούμορ, τη συγκίνηση, τους έντονα διαγραμμένους χαρακτήρες.
Προπάντων, το "Χήρα για ένα χρόνο" είναι ένα μυθιστόρημα για τον τρόπο που δουλεύει ο συγγραφέας. Πώς εμπνέεται; Χρησιμοποιεί μόνο τη φαντασία ή χρησιμοποιεί και προσωπικές εμπειρίες; Πώς δουλεύει η σκέψη του συγγραφέα; Να τι λέει η Ρουθ, κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, συγγραφέας η ίδια, σε μια διάλεξή της: "Να την εδώ, ένθερμη υποστηρίκτρια της ανόθευτης φαντασίας σε αντιπαράθεση με την επεξεργασμένη μνήμη, να εκθειάζει την ανωτερότητα της επινοημένης λεπτομέρειας σε αντιπαράθεση με την προσωπική εμπειρία της αυτοβιογραφίας. Να την εδώ, υμνώντας τις αρετές της απ' αρχής δημιουργίας εντελώς μυθικών προσώπων σε αντιπαράθεση με τον εποικισμό ενός μυθιστορήματος με συγγενείς και φίλους-"παλιούς εραστές και λοιπές απομιμήσεις αδιάφορων ανθρώπων από την καθημερινότητά μας". Κι όμως σύντομα θα διαψευστεί σ' αυτή τη βεβαιότητά της.
Αλλού πάλι θα πει: "Αν είσαι συγγραφέας, το πρόβλημα είναι ότι, όταν προσπαθείς να δώσεις στο μυαλό σου την εντολή να σταματήσει να επεξεργάζεται το εν εξελίξει μυθιστόρημα, η φαντασία σου δεν υπακούει και απλά συνεχίζει. Δεν υπάρχει διακόπτης να την κλείσεις".
Όλοι σχεδόν οι χαρακτήρες είναι συγγραφείς ή σχετίζονται με το βιβλίο. Το βασικό πρόσωπο, η Ρουθ Κόουλ, είναι μια επιτυχημένη, ευπώλητη συγγραφέας. Ο πατέρας της, Τεντ Κόουλ, είναι διάσημος συγγραφέας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων, η μητέρα της, η Μάριον, έγραψε μερικά όχι και τόσο επιτυχημένα αστυνομικά βιβλία, ο Άλαν, πρώτος σύζυγος της Ρουθ ήταν εκδότης και επιμελητής βιβλίων, ο νεαρός, όταν αρχίζει το βιβλίο Έντι Ο'Χέαρ εξελίσσεται κι αυτός σε συγγραφέα, αν και όχι τόσο σημαντικό. Η Χάννα, αχώριστη φίλη της Ρουθ, που δεν βάζει φραγμούς στην ικανοποίηση των σεξουαλικών της επιθυμιών, είναι δημοσιογράφος και αρθρογράφος. Κι ένας από τους πιο ωραίους χαρακτήρες του πολυπρόσωπου μυθιστορήματος, ο Ολλανδός υπαστυνόμος Χάρρυ Χούκστρα, είναι λάτρης των βιβλίων και της ανάγνωσης,
Η ιστορία αρχίζει το 1958, όταν ο δεκαεξάχρονος Έντι Ο'Χέαρ στέλλεται το καλοκαίρι ως βοηθός του συγγραφέα παιδικών βιβλίων Τεντ Κόουλ, του οποίου η κόρη Ρουθ είναι μόλις 4 χρόνων. Πολύ σύντομα ο νεαρός θα γίνει εραστής της κατά 23 χρόνια μεγαλύτερής του Μάριον, συζύγου του Τεντ. Με μια τολμηρή σκηνή σεξ ανοίγει το βιβλίο. Άλλωστε οι πολλές σεξουαλικές σκηνές του βιβλίου είναι απ' αυτές που θα χαρακτηρίζονταν "ακατάλληλες για ανηλίκους".
Η πρώτη αυτή σεξουαλική εμπειρία θα σημαδέψει για πάντα τον Έντι. Ερωτεύεται βαθιά τη Μάριον, μ' έναν έρωτα που θα κρατήσει μια ζωή. Η Μάριον μέσα απ' αυτή τη σχέση ζητάει να ξορκίσει τους δαίμονές της. Κουβαλάςι μέσα  της ένα βαθύτατο τραύμα, από το οποίο δεν θα γιατρευτεί ποτέ. Τα δυο αγόρια της, 15 και 17 χρόνων είχαν βρει τραγικό θάνατο σε δυστύχημα. Το μαθαίνουμε από την αρχή, αλλά η αφήγηση των λεπτομερειών, από τις πιο δυνατές και συγκινητικές στιγμές του βιβλίου, θα έρθει, σύμφωνα με την τεχνική του συγγραφέα, πολύ αργότερα. 
Ο συγγραφέας δεν παρακολουθεί τους ήρωές του σ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Από το καλοκαίρι του 1958, όταν γνωρίζουμε τα κύρια πρόσωπα του έργου, μεταφερόμααστε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου στο φθινόπωρο του 1990, όταν "Ο Έντι (ήταν) στα σαράντα οχτώ του, η Ρουθ στα τριάντα έξι, ο Άλαν στα πενήντα τέσσερα, η Χάννα στα τριάντα πέντε, ο Τεντ στα εβδομήντα επτά". Η Μάριον δεν αναφέρεται. Το καλοκαίρι εκείνο του 1958 είχε εγκαταλείψει το σπίτι, τον άντρα, τη μικρή της κόρη. Θα τη ξανασυναντήσουμε 37 χρόνια αργότερα, όταν το βιβλίο τελειώνει, το φθινόπωρο του 1995.
Τοπικό πλαίσιο του έργου είναι κυρίως το Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, αλλά μέρος του έργου διαδραματίζεται και στην Ευρώπη, στη Γερμανία, αλλά κυρίως στο Άμπστερνταμ, όπου η Ρουθ πηγαίνει για παρουσίαση του βιβλίου της. Εκεί, για τις ανάγκες του καινούριου βιβλίου που ετοιμάζει και σε αντίθεση με ό,τι είχε υποστηρίξει κάποτε για  έμπνευση μόνο από τη φαντασία, τριγυρίζει στα δρομάκια της συνοικίας των "κόκκινων φαναριών", με τις βιτρίνες όπου οι πόρνες επιδεικνύουν το "εμπόρευμά" τους, γιατί θέλει να τα εντάξει στο μυθιστόρημά της. Η εξέλιξη προσιδιάζει σε αστυνομικό μυθιστόρημα.
Παρ' όλο ότι το "Χήρα για ένα χρόνο" είναι ένα απολαυστικό, πολυεπίπεδο έργο, με απογοήτευσε το τέλος που μοιάζει με κατάληξη έργου ροζ λογοτεχνίας. Θα περίμενα κάτι πιο ευρηματικό από τον Τζον Ίρβινγκ.







Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012

Και τώρα...e-books

Χτες είχα τη μεγάλη χαρά να αποκτήσω τον πρώτο μου e-reader, την πρώτη μου συσκευή ηλεκτρονικής ανάγνωσης, που από καιρό ήθελα. Πέρασα την ημέρα εξερευνώντας τον, προσπαθώντας να κατανοήσω τη λειτουργία του, να κατεβάζω και να αποθηκεύω βιβλία. Βιβλία που άλλα προσφέρονται δωρεάν (και νόμιμα) από το διαδίκτυο, άλλα που αγοράζεις πολύ φθηνά ή άλλα σε αρκετά μειωμένη τιμή. Από τη διεύθυνση http://www.openbook.gr/  κατέβασα "Το χαμένο μπλουζ" του Μίμη Ανδρουλάκη (εκδ. Καστανιώτη) καθώς και τα Άπαντα του Καρυωτάκη (δεν αναφέρεται εκδότης). Για 4 ευρώ αγόρασα το "Εγώ ο Steve Jobs" (Πατάκης, κυκλοφορεί όμως και η επίσημη βιογραφία από τον Ψυχογιό) και για 4,5 ευρώ πήρα το "Η κάθοδος των εννιά" του Θανάση Βαλτινού (Εστία).
 Ω, τι απόλαυση! Να κρατάς μια σελίδα που περιέχει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη! Μ' ένα άγγιγμα να ξεφυλλίζεις βιβλία, ν' αφήνεις το ένα να πιάνεις το άλλο. Να ταξιδεύεις και να μην έχεις την έγνοια αν θα σε φτάσει το βιβλίο που πήρες μαζί σου. Να πηγαίνεις διακοπές και να μη χρειάζεται να βαρυφορτώνεις τις αποσκευές σου.
 Ποιο θα είναι το μέλλον του βιβλίου όπως το ξέρουμε σήμερα; Κανείς δεν ξέρει. Άλλωστε, ο ίδιος ο Steve Jobs είχε πει: "Είμαι σίγουρος ότι ποτέ δεν θα πάψουν να υπάρχουν οι συσκευές εξειδικευμένης χρήσης, όπως αυτές για την ανάγνωση των e-book, και ίσως διαθέτουν ορισμένα πλεονεκτήματα, εφόσον κάνουν μόνο ένα πράγμα. Όμως πιστεύω ότι τελικά θα επικρατήσουν οι συσκευές γενικής χρήσης, επειδή οι άνθρωποι δε θα είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για μια συσκευή εξειδικευμένης χρήσης".
Προτιμώ τα e-books από τα βιβλία στο χαρτί; Όχι, σαφώς όχι. Για την ώρα όμως μου αρκεί να απολαμβάνω τη χαρά του καινούριου, την ικανοποίηση της συμμετοχής στο "Θαυμαστό καινούριο κόσμο" της ηλεκτρονικής μας εποχής.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 13, 2012

Το αστέρι του διαβόλου

Δεν θυμάμαι σε ποιο έτος της Φιλοσοφικής διδαχτήκαμε το "De senectute" του Κικέρωνα ούτε και πολλά πράγματα από το περιεχόμενό του (όταν είσαι 20 χρονών δεν σε απασχολεί το γήρας). Έτσι, δεν θυμάμαι αν, ανάμεσα στα επιχειρήματα που ο Κικέρωνας εύρισκε για να υπερασπιστεί τα γηρατειά, αναφερόταν και στην αφθονία του ελεύθερου χρόνου που αυτά παρέχουν. Το ανακάλυψα όμως τώρα που (φευ!) δεν είμαι πια είκοσι χρονών και το απολαμβάνω όσο δεν λέγεται.
Γιατί αυτός ο πρόλογος; Γιατί μόνο σ' αυτή την ηλικία που είμαι τώρα μπορώ, αν θέλω, να αφιερώσω ολόκληρη μέρα στο διάβασμα. Κι όταν λέω ολόκληρη, εννοώ ολόκληρη.
 Το βιβλίο που με τράβηξε τόσο ώστε να διαβάσω σε μια μέρα τις 527 σελίδες του ήταν το αστυνομικό μυθιστόρημα του Νορβηγού Jo Desbo "Το αστέρι του διαβόλου" (Μεταίχμιο, 2011, μετ. από τα αγγλικά Γωγώ Αρβανίτη). Ομολογώ  ότι παρά την αγάπη μου για τα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν θα το είχα αγοράσει, προπάντων  εξαιτίας του τίτλου, που παραπέμπει σε εξωλογικά και μαγικά, καθόλου του γούστου μου.  Μου το χάρισε όμως η φίλη-ιδιοκτήτρια του ωραιότερου βιβλιοπωλείου της Λευκωσίας, και επιπλέον είχα ακούσει για το νέο αυτό συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας από τον αγαπητό Πατριάρχη του Βιβλιοκαφέ, που έγραψε για το προηγούμενο βιβλίο του Νesbo, το "Νέμεσις". Έτσι το άρχισα κια δεν το άφησα παρά μόνο κλείνοντας και την τελευταία σελίδα.
Όπως όλοι οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, έτσι και ο Nesbo πλάθει το δικό του ντετέκτιβ που είναι ο βασικός χαρακτήρας των ιστοριών του. Λέγεται Χάρι Χόλε και είναι κάθε άλλο παρά πρότυπο αστυνομικού. Αλκοολικός, υπό δυσμένεια και στα πρόθυρα απόλυσης από το σώμα, όμως αυτός είναι που τελικά, με τη συνέργεια βέβαια και άλλων συναδέλφων, θα λύσει το  μυστήριο των δολοφονιών που συνταράσσουν το Οσλο ένα ζεστό καλοκαίρι. Νέες και ωραίες γυναίκες αρχίζουν να δολοφονούνται, μια κάθε πέντε μέρες. Το πιο παράξενο είναι ότι ο δολοφόνος κόβει κάθε φορά κι ένα δάχτυλο από τα θύματά του. Αφήνει επίσης σαν επισκεπτήριο ένα κόκκινο διαμάντι στο σχήμα αστεριού, άλλοτε κάτω από το βλέφαρο του θύματος, άλλοτε σ' ένα δαχτυλίδι, άλλοτε σχηματίζοντάς το σε μια σκονισμένη επιφάνεια. Ο αριθμός πέντε φαίνεται να διαδραματίζει ένα ιδιαίτερο ρόλο.
Ο γοργός ρυθμός της δράσης, οι αναπάντεχες ανατροπές, το λαθρεμπόριο όπλων, ο διεφθαρμένος αστυνομικός, οι δρόμοι και οι γειτονιές του Όσλο που ρεαλιστικά αποδίδονται (χαρακτηριστικό είναι  ότι προτάσσεται του βιβλίου χάρτης της πόλης), ο ιδιόρρυθμος ντετέκτιβ, η χρήση της ψυχολογίας για τη σκιαγράφηση του πορτρέτου του δολοφόνου, ειδικά του σίριαλ κίλερ, όλα συμβάλλουν στο να δώσουν ένα ενδιαφέρον μείγμα κι ένα ξεχωριστό στο είδος του αστυνομικό μυθιστόρημα.
Όπως πολύ συχνά συμβαίνει, το τέλος δεν είναι εξίσου ικανοποιητικό με ό,τι προηγήθηκε. Βρήκα τη λύση στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα μάλλον εξεζητημένη και ολίγον τι...αηδιαστική.
Σχολιάζοντας την ανάρτηση του Πατριάρχη για το "Νέμεσις" η Pellegrina αναρωτιόταν: Τι προσφέρουν στην τέχνη;" (τέτοια βιβλία). Τίποτα, θα έλεγα. Πειράζει όμως πότε-πότε να επιτρέπουμε στον εαυτό μας την πολυτέλεια να απολαμβάνει το τίποτα;




Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2012

Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού

"Πάντως εμένα τα καλοκαίρια με γεμίζουν μελαγχολία. Η γαλάζια προκυμαία, η θάλασσα που τρέμει σχηματίζοντας αμέτρητα καθρεφτάκια, οι ανεμιστήρες κι οι μισόκλειστες γρίλιες μες στην ντάλα του μεσημεριού, ο κούκος μες στα πεύκα και το αμπέλι, όχι μόνο δεν μου φτιάχνουν τη διάθεση, αλλά με βυθίζουν σε βαθιά κατάθλιψη, γιατί κάθε καλοκαίρι φέρνει στο νου μου την ανάμνηση εκείνου του καλοκαιριού".
Έτσι αρχίζει το τελευταίο μυθιστόρημα του Τεύκρου Μιχαηλίδη "Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού" (Πόλις, 2011). "Εκείνο το καλοκαίρι" ήταν το καλοκαίρι του 1970. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που μόλις έχει απολυθεί από το στρατό, αποδέχεται την πρόσκληση ενός φίλου και συμφοιτητή του να περάσει τις διακοπές του στη Σέριφο. Εκεί γνωρίζει και ερωτεύεται την Ερνεστίν . Η ιστορία της οικογένειάς της που με κορυφούμενο ενδιαφέρον ζητά να μάθει ο νεαρός ερωτευμένος οδηγεί στη Σέριφο του 1916 και στην εξέγερση των μεταλλωρύχων, στον έρωτα του Γάλλου μηχανικού με τη Μαριγώ, γιαγιά της Ερνεστίν, στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Παρίσι, στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, στην εκδίωξη των Εβραίων καθηγητών και όλα αυτά με επίκεντρο ένα άλυτο μαθηματικό πρόβλημα, το πρόβλημα των τεσσάρων χρωμάτων. Δηλαδή ποιος είναι ο ελάχιστος αριθμός χρωμάτων που απαιτείται  για να χρωματιστεί ένας επίπεδος χάρτης έτσι ώστε δυο χώρες να μην έχουν το ίδιο χρώμα. [Η απάντηση ότι τέσσερα μόνο χρώματα είναι αρκετά παίδεψε για χρόνια τους μαθηματικούς, ωσότου στις μέρες μας αποδείχτηκε με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, κάτι που προκαλεί διχογνωμίες και συζητήσεις κατά πόσο μπορεί να γίνει δεχτή μια τέτοια απόδειξη].
Το πρόβλημα αυτό θα γίνει αφορμή ο έρωτας του νεαρού αφηγητή με την ωραία Ερνεστίν να περάσει μια δοκιμασία που θα οδηγηθεί σε αίσιο  πέρας μόνο δεκαπέντε χρόνια αργότερα.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πώς ο Τεύκρος Μιχαηλίδης κατορθώνει να συγκεντρώσει σ' ένα σχετικά ολιγοσέλιδο βιβλίο 160 σελίδων τόσο ενδιαφέροντα θέματα (σε αντίθεση με τα "τούβλα" πολλών σύγχρονων ευπώλητων που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να είναι τόσο ογκώδη).
Έχω συχνά μιλήσει για τη γοητεία της μαθηματικής λογοτεχνίας, αν και ο όρος δεν γίνεται αποδεχτός από όλους (Ωραία σχετική συζήτηση Δοξιάδη-Μιχαηλίδη στο "Θαλής και φίλοι" ). Τη γοητεία αυτή ξαναβρίσκουμε στο τέταρτο  βιβλίο του Τεύκρου Μιχαηλίδη, στο οποίο  συνδυάζει την ωραία νησιώτικη ατμόσφαιρα με τον έρωτα τριών γενιών, με τον πόλεμο, με την πανεπιστημιακή ατμόσφαιρα του μεσοπολέμου και βεβαίως με τα μαθηματικά.


Δευτέρα, Ιανουαρίου 02, 2012

Το νήμα

"Δεν θα απορούσα καθόλου αν σε 1-2 χρόνια η Βικτόρια Χίσλοπ έριχνε στην αγορά ακόμα ένα best seller μετά το "Νησί" και το "Ο γυρισμός" (...) Με πανομοιότυπη τεχνική πορεύεται και στηριγμένη σε πραγματικά στοιχεία (λέπρα-ισπανικός εμφύλιος) υφαίνει μια εύπεπτη, ευπώλητη ιστορία".
Αυτά έγραφα στις 15/1/2009 παρουσιάζοντας στο μπλογκ μου το μυθιστόρημα της Χίσλοπ "Ο γυρισμός". Δεν έχω βέβαια προφητικές ικανότητες, αλλά ήταν τόσο όμοια η τεχνική των δύο βιβλίων ώστε η συνακόλουθη κυκλοφοριακή επιτυχία  εύκολα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το πείραμα θα επαναλαμβανόταν. Και πράγματι, μια τρίτη παρόμοια προσπάθεια έρχεται να επιβεβαιώσει την πρόβλεψή  μου με την έκδοση του μυθιστορήματος "Το νήμα" (Διόπτρα, 2011, μετ. Φωτεινή Πίπη). Μόνο που εδώ δεν έχουμε μια νεαρή γυναίκα που ψάχνει τις ρίζες της και μέσα από μια μακρά αφήγηση μαθαίνει το παρελθόν της οικογένειάς της, αλλά ένα νεαρό και η αφήγηση γίνεται από τον παππού και τη γιαγιά του. Βέβαια, η αφήγηση αυτή κρατάει κάπου 600 σελίδες και καλύπτει περίπου 60 χρόνια ιστορίας. Ώσπου να φτάσει στο τέλος ο αναγνώστης ξεχνάει ότι πρόκειται για αφήγηση-αναπόληση και το θυμάται μόνο αν ξεφυλλίσει το βιβλίο από την αρχή. (Στην αρχή μάλιστα είχαμε δει τη γιαγιά να μαγειρεύει γεμιστά, τα οποία δεν μας πληροφορεί στο τέλος η συγγραφέας αν τα έφαγαν ή όχι. Σίγουρα θα είχαν μπαγιατέψει ώσπου να τελειώσει η αφήγηση!).
Η αφηγημένη ιστορία αρχίζει το 1917 με την πυρκαγιά που κατέστρεψε μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης. Συναντάμε τότε την οικογένεια Κομνηνού, ενός πλούσιου μεγαλοεπιχειρηματία, που αποκτά την ίδια χρονιά το γιο του τον Δημήτρη. Στη συνέχεια μεταφερόμαστε στη Σμύρνη και στα ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν τη μοίρα της. Ένα μικρό κορίτσι, η Κατερίνα, χάνει τη μητέρα και την αδελφή της μέσα στο χαλασμό και την τραγωδία του '22 και σώζεται από μια άλλη γυναίκα, την Ευγενία, μαζί με τις δυο δίδυμες κόρες της.
Καταλήγουν σε μια φτωχογειτονιά της Θεσσαλονίκης, όπου αρμονικά συμβιώνουν Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι. Θα ακολουθήσει η ανταλλαγή πληθυσμών, οι Τούρκοι θα φύγουν. Με ευθύγραμμη χρονολογική εξιστόρηση, παρακολουθώντας τις τύχες των ηρώων της η Χίσλοπ θα ξεδιπλώσει όλη την ιστορία της πόλης φτάνοντας ως το 1978 και το μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης. Φορείς του μύθου είναι κυρίως τρεις οικογένειες: η προσφυγική οικογένεια της Ευγενίας με τις δίδυμες κόρες και την Κατερίνα, η γειτονική τους οικογένεια των Εβραίων Μορένο,  περίφημων ραφτάδων και η μεγαλοαστική οικογένεια των Κομνηνών. Κεντρική  ηρωίδα η μικρή Κατερίνα που εξελίσσεται σε εξαιρετική καντίστρα.
Η πορεία της ζωής των προσώπων αυτών προχωρεί παράλληλα με την ιστορία της πόλης, που είναι το κυριότερο πλεονέκτημα του βιβλίου. Η προσφυγιά και οι προσπάθειες των προσφύγων να ριζώσουν και να ορθοποδήσουν στη νέα πατρίδα, οι διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, η πολιτική κατάσταση, η δικτατορία του Μεταξά, οι εργατικές αναταραχές, ο πόλεμος, οι διωγμοί των Εβραίων, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος, οι δωσίλογοι, η χούντα του 1967, όλη γενικά η ιστορία της πόλης είναι το ιστορικό πλαίσιο.
Η συγγραφέας, όντας ξένη, ασφαλώς θα προέβη σε κάποια έρευνα. Ένας Έλληνας συγγραφέας όμως θα μπορούσε να γράψει το βιβλίο αυτό χωρίς έρευνα, χρησιμοποιώντας μόνο τη φαντασία και τις μνήμες  του. Είναι τόσο επιφανειακά, τόσο απλουστευμένα τα ιστορικά γεγονότα που σ΄εμάς τους κάπως μεγαλύτερης ηλικίας Έλληνες τίποτα δεν έχουν να προσθέσουν στις γνώσεις μας. Καμία εμβάθυνση, καμία ανάλυση, καθόλου κριτική σκέψη, άλλωστε, πιστεύω,  στόχος της δεν ήταν να γράψει ιστορικό βιβλίο. Στόχος ήταν να αφηγηθεί μια εύπεπτη ιστορία, με ήρωες καλούς και κακούς, με απίθανες συμπτώσεις, με φιλίες και έρωτες, με επιβράβευση των καλών και τιμωρία των κακών, με ένα happy end που θα αφήσει ικανοποιημένο τον  αναγνώστη. Αν όλα αυτά διαδραματίζονται  με φόντο και με επίδραση από τις ιστορικές συγκυρίες, αυτό είναι υπέρ του βιβλίου. Αξιέπαινη προσπάθεια μιας συγγραφέως που φαίνεται πολύ να αγάπησε την Ελλάδα.