Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2017

Η Ταβέρνα της Τζαμάικας

Δάφνη ντυ Μωριέ
Η Ταβέρνα της Τζαμάικας
Στοχαστής
Μετ. Κορίννας Σπυράτου-Γιώργου Μέλου
(Χωρίς χρονολογία)
Κρατάω στα χέρια μου ένα μισοδιαλυμένο, κιτρινισμένο απ' τον καιρό βιβλίο, μόλις που αντέχει να μη διαλυθεί εντελώς (πρέπει το συντομότερο να το πάρω για βιβλιοδεσία), χωρίς ημερομηνία έκδοσης, με εκδοτικό οίκο ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, που δεν ξέρω αν ταυτίζεται με το σημερινό Στοχαστή. Πρέπει να 'ναι δεκαετίες από τότε που εκδόθηκε, ασφαλώς πολύτιμο συλλεκτικό αντίτυπο τώρα πια!
Χρόνια καταχωνιασμένο στη βιβλιοθήκη μου το ανακάλυψα και θέλησα να το ξαναδιαβάσω, να γυρίσω πίσω, σε καιρούς περασμένους, τότε που ανακάλυπτα την αγάπη μου για τη Δάφνη ντυ Μωριέ. Βέβαια η "Ταβέρνα" δεν φτάνει τη γοητεία της "Ρεβέκκας", βιβλίο λατρεμένο που το διάβασα ξανά και ξανά, άπειρες φορές, αλλά και η "Ταβέρνα" δεν κρύβει λιγότερο μυστήριο, λιγότερο ενδιαφέρον, λιγότερη λογοτεχνική απόλαυση, όπως άλλωστε και όλα τα βιβλία της συγγραφέως.
Δεν μπορώ να θυμηθώ, ύστερα από τόσα χρόνια, τι σκεφτόμουν και τι ένιωθα όταν διάβαζα το μυστηριώδες, σκοτεινό αυτό έργο που στάθηκε, όπως και άλλα έργα της βέβαια, πηγή έμπνευσης για τον μεγάλο μαιτρ του τρόμου, τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Τώρα η ανάγνωσή του μου άφησε ένα αίσθημα σκοτεινιάς, αδιάκοπης βροχής, αέρα που λυσσομανά, βάλτου, σκοτεινών λόφων, απόκρημνων ακρογιαλιών, πάνω στις οποίες τσακίζονται πλοία και σκοτώνονται άνθρωποι.
Το έργο γράφτηκε το 1936, το θέμα του όμως τοποθετείται γύρω στο 1820 και τοπικά στην Κορνουάλη, νοτιοδυτική κομητεία της Αγγλίας, αγαπημένη περιοχή της Μωριέ, στην οποία έζησε πολλά χρόνια.
"Ήταν μια κρύα, γκρίζα μέρα του Νοέμβρη. Ο καιρός είχε αλλάξει τη νύχτα κι ένας ξαφνικός αέρας έφερε βαρύ μολύβι στον ουρανό και αδιάκοπη, ψιλή, διαπεραστική βροχή. Η μεσημεριάτικη αυτή ώρα έμοιαζε σαβανωμένη με το χειμωνιάτικο σκοτάδι που σουρνόταν πάνω στους λόφους τυλίγοντάς τους σε πηχτή ομίχλη. Σε δυο ώρες το πολύ το σκοτάδι θα 'χε πέσει ολότελα. Ο αέρας, διαπεραστικά κρύος, εύρισκε τον τρόπο να περνάει ανάμεσα απ' τις χαραμάδες των κλειστών παραθυριών και να παγώνει απελπιστικά το εσωτερικό του μεγάλου αμαξιού που ταξίδευε στον ανοιχτό δρόμο."
Τι μπορεί να περιμένει ο αναγνώστης μετά από μια τέτοια εισαγωγή; Ένα νεαρό κορίτσι, η Μαίρη Γίλλαν, μένοντας ορφανή και από πατέρα κα μητέρα, καταφεύγει στο σπίτι της θείας της, η οποία διατηρεί μαζί με τον σύζυγό της μια ταβέρνα, την "Ταβέρνα της Τζαμάικα", η οποία όμως καθώς υψώνεται δυσοίωνα μέσα στην ερημιά, δείχνει αμέσως πως δεν είναι αυτό που φαίνεται. Λαθρεμπόριο, εγκλήματα, αγριότητες, τρομάζουν τη νεαρή Μαίρη που διαρκώς κινδυνεύει αλλά δεν παύει να αγωνίζεται και για τη δική της ζωή και για την αποκάλυψη των κακών. Ανατροπές αλλά κι ένας έρωτας την περιμένει.
Το έργο ακολουθεί έναν αργό βηματισμό. Ας μην περιμένει ο σύγχρονος αναγνώστης τους γοργούς ρυθμούς της εποχής μας. Ας απολαύσει αυτό το αριστουργηματικό θρίλερ, το σκοτάδι της νύχτας, την αδιάκοπη βροχή, τον βάλτο μέσα στον οποίο βουλιάζει ο πεζοπόρος, το αργό κύλισμα της άμαξας, γενικά την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, που με τόση επιτυχία αποδίδει η Δάφνη ντυ Μωριέ.
Εξώφυλλο της φετινής έκδοσης


Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2017

Τα απομεινάρια μιας μέρας

Καζούο Ισιγκούρο
Τα απομεινάρια μιας μέρας
Ψυχογιός, 2017 (Πρώτη έκδοση στα ελληνικά:Καστανιώτης 2005, εξαντλημένο)
Μετ. Αργυρώ Μαντόγλου
Από τα έργα του Ιάπωνα-Άγγλου Καζούο Ισιγκούρο, που γενήθηκε στο Ναγκασάκι αλλά πέντε χρονών μετανάστευσε με τους γονείς του στην Αγγλία, ήξερα μόνο το εξαίρετο "Μη μ' αφήσεις ποτέ" (2005) και τη συλλογή διηγημάτων "Νυχτερινά" (2009).  Παρ' όλη τη φήμη που συνόδευε "Τα απομεινάρια μιας μέρας", το βραβείο Booker (1990)  και την περίφημη ταινία, δεν έτυχε ως τώρα να το διαβάσω. Όμως το φετινό Νόμπελ λογοτεχνίας  και η επανέκδοσή του από από τον Ψυχογιό, τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή, δεν με άφηνε ασφαλώς να το προσπεράσω.
Το διάβασα με τον αργό βηματισμό που προχωρεί το ίδιο το βιβλίο. Το απόλαυσα. Στέκομαι όμως διαστακτική να μιλήσω γι' αυτό. Πώς να μιλήσεις για ένα βιβλίο όπου τίποτα σχεδόν δεν συμβαίνει; Δεν υπάρχουν σημαντικά γεγονότα, δεν υπάρχουν ανατροπές, δεν συμβαίνει τίποτα το συνταρακτικό ή κάτι που να σε κάνει να αδημονείς για τη συνέχεια για το "τι θα γίνει παρακάτω". Κι όμως είναι απολαυστικό. Υπάρχει ο αργός βηματισμός μιας άλλης εποχής, της Αγγλίας της δεκαετίας του '50 και ακόμα πιο πίσω, της Αγγλίας του Μεσοπολέμου. Προχωρείς μαζί με τον πρωταγωνιστή, θαυμάζεις τη φύση και ταυτόχρονα μοιράζεσαι τις αναμνήσεις του.
Πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο κύριος Στίβενς. Τυπικός μπάτλερ, αφοσιωμένος στο καθήκον, που για δεκετίες υπηρετεί στο Ντάρλινγκτον Χολ, ένα πολυδαίδαλο, αριστοκρατικό "σπίτι". Η λέξη ασφαλώς δεν αποδίδει αυτό το τεράστιο οικοδόμημα, με τα πολυάριθμα δωμάτια, χώρους υποδοχής, κήπους, θερινό περίπτερο και υπηρετικό προσωπικό που έφτανε κάποτε τα είκοσι οκτώ (!) άτομα. Τυπικότατος μπάτλερ, τον φανταζόμαστε ευθυτενή, αγέλαστο, άκρως τυπικό ως προς τα καθήκοντα τόσο του ιδίου όσο και του υπόλοιπου προσωπικού, το οποίο διεθύνει και ελέγχει. Τόσο τυπικό που ακόμα κι όταν τον ειδοποίησαν ότι ο πατέρας του, που υπηρετούσε στο ίδιο σπίτι, βρισκόταν στα τελευταία του, δεν πήγε να τον δει παρά μόνο όταν τέλειωσε το καθήκον που είχε εκέινη την ώρα.
Το έργο αρχίζει το 1956. Ο ιδιοκτήτης, Λόρδος Ντάρλινγκτον, έχει πεθάνει. Το παλιό, αριστοκρατικό σπίτι έχει πουληθεί σ' έναν Αμερικανό, τον κύριο Φάραντεϊ, το προσωπικό έχει κατά πολύ μειωθεί και αλλάξει, αλλά ο κύριος Στίβενς παραμένει στη θέση του.
Η προσωρινή απουσία του καινούριου ιδιοκτήτη δίνει την ευκαιρία στον κύριο Στίβενς με την άδεια και την προτροπή του κ. Φάραντεϊ να επιχειρήσει μια ολιγοήμερη περιήγηση στη δυτική Αγγλία. Η περιήγηση αυτή υπανίσσεται αδιόρατα και κάτι άλλο, πέρα από την ξεκούραση και την έξοδο στη φύση. Αφήνεται να νοηθεί ότι ο κύριος Στίβενς θα συναντήσει εκεί τη δεσποινίδα Κέντον, που υπήρξε συνάδελφός του πριν από χρόνια στο Ντάρλινγκτον Χωλ και τώρα υπάρχει μια πιθανότης να επανέλθει. Εκείνη τότε είχε προσπαθήσει να κινήσει το ενδιαφέρον του, αλλά εκείνος μέσα στην αυστηρότητα και την τυπικότητά του αγνόησε όλα τα υπονοούμενα.
Ο Στίβενς περιηγείται, θαυμάζει και θυμάται. Σταματά σε μικρά χωριουδάκια, κοιμάται σε πανδοχεία, αλλά προπάντων εκφράζει τον θαυμασμό και την αγάπη του για την αγγλική φύση. "Κι όμως, απόψε, στη γαλήνη αυτού του δωματίου, διαπιστώνω πως αυτό που απομένει από αυτή την πρώτη μέρα του ταξιδιού δεν είναι ο Καθεδρικός του Σόλσμπερι, ούτε κάποιο από τα υπόλοιπα αξιοθέατα της πόλης, αλλά εκείνη η υπέροχη θέα της κυματιστής αγγλικής υπαίθρου που είδα το πρωί (...) τολμώ να πω με κάποια σιγουριά ότι η αγγλική εξοχή στην ωραιότερη στιγμή της-όπως εγώ την είδα το πρωί- διαθέτει μια ποιότητα την οποία τα τοπία άλλων χωρών, παρότι επιφανειακά είναι πιο θεαματικά, δεν  τη διαθέτουν".
Οι αναμνήσεις του μπάτλερ καθώς προχωρεί πάνε πιο πίσω. Φτάνουν στον μεσοπόλεμο, γύρω στο 1922. Θυμάται τις πολιτικές συγκεντρώσεις που γίνονταν στο Ντάρλινγκτον Χωλ, συγκεντρώσεις και αποφάσεις που επηρέαζαν τις τελικές κρατικές αποφάσεις και σχετίζονταν με τις κατηγορίες εναντίον του Λόρδου για φιλοναζισμό.
Θα συναντήσει τελικά ο Στίβενς τη δεσποινίδα Κέντον ύστερα από τόσα χρόνια; Θα σπάσει άραγε αυτό το αγέλαστο, ατσαλάκωτο, αφοσιωμένο προφίλ του που δεν τον άφησε καθόλου να χαλαρώσει, ακόμα και τότε που συνυπηρετούσε με τη δεσποινίδα Κέντον και η οποία τόσο έκδηλα είχε εκφράσει την επιθυμία της για ένα πλησίασμα;
Το έργο σου αφήνει μια ευχάριστα μελαγχολική διάθεση. Σε κάνει να αναλογιστείς, όπως τον κύριο Στίβενς "τι είχαμε να κερδίσουμε αναλογιζόμενοι συνεχώς το παρελθόν, κατηγορώντας τον εαυτό μας για το γεγονός πως η ζωή μας δεν εξλίχθηκε όπως θα θέλαμε;"
"Ας προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε καλύτερα "Τα απομεινάρια της ζωής μας".