Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2012

Οι προσκεκλημένοι

Πλήθος θέματα αναδεικνύονται μέσα από το απολαυστικό μυθιστόρημα του Pierre Assouline "Οι προσκεκλημένοι" (Πόλις, 2012, μετ. Ρίτα Κολαΐτη): η διάκριση των τάξεων, η σημασία του "φαίνεσθαι", η προσποίηση, η κοινωνική υποκρισία, η επιδειξιομανία, η διασύνδεση συμφερόντων, ο ρατσισμός. Και όλα αυτά με μια έκφραση δουλεμένη σαν κέντημα, με λεπτές αποχρώσεις, με καταιγιστική υποβόσκουσα ειρωνεία, με καταλυτικό χιούμορ, με αφοριστικές διατυπώσεις.
Τόπος: Ένα αριστοκρατικό διαμέρισμα στην οδό Λα Καζ στο Παρίσι, όπου "η Γαλλική Επανάσταση έμοιαζε να έχει σταματήσει εδώ και καιρό μπροστά στις πύλες του Σαιν-Ζερμαίν".
Χρόνος: Η διάρκεια ενός δείπνου.
Πρόσωπα: Η κυρία "Ντυ Βι-βιέ" ή κυρία-ντυ, ο μεγαλοεπιχειρηματίας σύζυγός της, οι καλεσμένοι της και η υπηρέτρια, ή οικιακή βοηθός, ή "ακόμα πιο ψηλά στην κλίμακα Ρίχτερ της υποκρισίας" "οικιακή εργαζομένη", η Σόνια, Μαροκινής καταγωγής. Σε πολύ δευτερεύοντα ρόλο και ο Οτμάν, σεφ και σύντροφος της Σόνιας.
Τα δείπνα της κυρίας ντυ ήταν ξακουστά, κανείς δεν έπληττε σ' αυτά. Διάλεγε με προσοχή τους συδαιτημόνες φροντίζοντας "να μην υπερ-εκπροσωπείται κάποιο επάγγελμα", για να μη μονοπωλούνται οι συζητήσεις. Τοποθετούσε με μαθηματικούς υπολογισμούς τα σερβίτσια και φωτογράφιζε τα τραπέζια ώστε να μην ξαναστρώνει το ίδιο τραπεζομάντιλο στους ίδιους καλεσμένους!
Στην προετοιμασία του συγκεκριμένου δείπνου ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η κυρία ντυ ήταν ποιον καλεσμένο να βάλει στα δεξιά της. Τον πλούσιο ξένο που πρώτη φορά ερχόταν στο σπίτι της και που ο άντρας της ήθελε να εντυπωσιάσει και να προσελκύσει ως πελάτη ή μήπως ένα μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας ή πάλι έναν πρέσβη; Καταφεύγει, όπως και άλλες φορές, στις συμβουλές του  επικεφαλής του πρωτοκόλλου της προεδρικής κατοικίας, γνωστού της από τα φοιτητικά χρόνια.
Κι ενώ όλα είναι έτοιμα, με λεπτολόγο υπολογισμό διευθετημένα, οι καλεσμένοι καταφθάνουν και είναι έτοιμοι να καθίσουν στο τραπέζι, με τρόμο διαπιστώνουν ότι είναι δεκατρείς στο τραπέζι. Μεγάλη γρουσουζιά. Την κατάσταση σώζει ο επίτιμος ξένος που εισηγείται να καθίσει στο τραπέζι ως δέκατη τέταρτη η οικιακή βοηθός και, φυσικά, παρά την έκπληξή τους δεν μπορούν να μην ικανοποιήσουν την επιθυμία του.
Ενώ οι συζητήσεις, μέσα από τις οποίες ο Ασσουλίν έντεχνα αναδεικνύει ποικίλα θέματα, συνεχίζονται, η υποτίμηση, η περιφρόνηση, η υποτιμητική ματιά προς την υπηρέτρια-συνδαιτημόνα, της οποίας το πραγματικό όνομα Ουμελκχεΐρ κοροϊδεύουν, είναι σχεδόν προκλητική. Όμως, οποία έκπληξη όταν εμβρόντητοι ανακαλύπτουν ότι η Σόνια σπουδάζει στη Σορβόνη και ότι εργάζεται ως οικιακή βοηθός για να μπορέσει να ολοκληρώσει τη διδακτορική της διατριβή στην Ιστορία της Τέχνης!
Ο Πιέρ Ασσουλίν, που είχαμε γνωρίσει στο επίσης εξαιρετικό Ξενοδοχείο Lutetia, μας δίνει με τους "Προσκεκλημένους" του ένα σύγχρονο, πολύ "Γαλλικό" μυθιστόρημα, αλλά όπως κάθε αυθεντικά εθνικό είναι ταυτόχρονα και οικουμενικό. Τηρουμένων των αναλογιών παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται σ' όλες τις κοινωνίες. Η ψευδο-αριστοκρατία του χρήματος, το "φαίνεσθαι" ως αξία, η διαπλοκή, ο ρατσισμός, η κοινωνική διείσδυση των μεταναστών. Λίγοι όμως θα μπορούσαν να αποδώσουν όλα αυτά με τη λεπτή τέχνη της ειρωνείας, την επιμελημένη γλώσσα (που φαίνεται να διατηρείται και στη μετάφραση), τις αιφνιδιαστικές ανατροπές, την εν γένει συγγραφική ικανότητα του Ασσουλίν.

Δευτέρα, Ιουλίου 23, 2012

Ρουμανία: Η αποκάλυψη μιας χώρας


Ρουμανία. Τι ξέραμε γι’ αυτή τη χώρα πριν από την ολιγοήμερη επίσκεψή μας εκεί; Σχεδόν τίποτα. Κάπου σ’ εκείνη την περιοχή των Βαλκανίων που καταλαμβάνει σήμερα η Ρουμανία, τοποθετούσαμε στο μάθημα της Ιστορίας τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τη Μολδοβλαχία, ξέραμε το Ιάσιο, κι αυτό από την Ιστορία, τους Φαναριώτες Ηγεμόνες, τον Υψηλάντη και τον Ιερό Λόχο που ξεκίνησαν εδώ την Επανάσταση. Α, ναι, ασφαλώς και τον Κόμη Δράκουλα!

 Η φετινή καλοκαιρινή μας εξόρμηση μας γνώρισε μια όμορφη, καταπράσινη χώρα, την ιστορία της, τον πολιτισμό της, τη φύση, είδαμε πόλεις και μικρά χωριά, απολαύσαμε τη δροσιά των βουνών της, θαυμάσαμε τα καταπληκτικά, μοναδικά ζωγραφισμένα μοναστήρια, χαρήκαμε το πανέμορφο Βουκουρέστι. 

 Αρχίσαμε τη γνωριμία μας με τη Ρουμανία από τη μικρή, πανέμορφη πόλη Σινάια, σπουδαίο χιονοδρομικό κέντρο, που δίκαια αποκαλείται «μαργαριτάρι των Καρπαθίων», καθώς κρύβεται ανάμεσα σε καταπράσινα, δροσερά βουνά, 120 χμ. από το Βουκουρέστι. Επιφωνήματα θαυμασμού αυθόρμητα συνοδεύουν το θέαμα που αντικρίζουμε μόλις ανοίγουμε την μπαλκονόπορτα του δωματίου μας. Μια καταπράσινη κοιλάδα, δροσιά, λουλουδισμένα σπίτια, η απίστευτη ηρεμία του τοπίου μας καθηλώνει.

Καταπράσινο τοπίο, από τα πολλά της Ρουμανίας
 Στις τρεις μέρες που μείναμε εδώ, που αποτέλεσε και τη βάση μας για εξερεύνηση της γύρω περιοχής, δεν παραλείψαμε πρωί ή βράδυ να απολαμβάνουμε τον περίπατο στους ήσυχους δρόμους της μικρής πόλης με τα ξενοδοχεία, τις καφετέριες, το μεγάλο πάρκο, το πράσινο και τα λουλούδια.
Άποψη του παλατιού Πέλες
 Ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Σινάια είναι το μοναστήρι, κτίσμα του Μιχαήλ Καντακουζηνού. Δυο εκκλησίες το αποτελούν. Η μικρή, παλιά, γεμάτη τοιχογραφίες εκκλησία του 1695 και η μεγάλη, νεότερη εκκλησία του 1846. Μετά από ένα σύντομο, πρωινό προσκύνημα κι έναν ύμνο που με την καθοδήγηση του εγκυκλοπαιδικότατου Παύλου ψάλλουμε σε όποιο μοναστήρι κι αν βρεθήκαμε, συνεχίζουμε για να επισκεφθούμε το παλάτι Πέλες. 
Το κάστρο του Δράκουλα
Εντυπωσιακό στο εξωτερικό του το παλάτι είναι εξίσου αξιοθαύμαστο και στο εσωτερικό. Η εξαιρετική τοποθεσία στους δυτικούς λόφους της Σινάια λέγεται ότι ενθουσίασε τον πρώτο βασιλιά της χώρας, τον Κάρολο Α΄ , που διέταξε την κατασκευή του. Κράτησε από το 1873-1883. Φυσικά δεν επισκεπτόμαστε και τα …160 δωμάτιά του. Ποικίλοι ρυθμοί, πλούσια, θα ‘λεγα υπερβολική διακόσμηση, τοιχογραφίες, πίνακες, συλλογές όπλων, κρύσταλλα, πορσελάνες, διακοσμητικά τζάκια (μια και ήταν το πρώτο κτήριο στην Ευρώπη που διέθετε ηλεκτρισμό και κεντρική θέρμανση) συνθέτουν το εσωτερικό του. Ένα καλοκαιρινό παλάτι, αντάξιο της βασιλικής οικογένειας, που από το 1948, με την επικράτηση του κομμουνιστικού κόμματος, πέρασε στην ιδιοκτησία του κράτους κι εκεί έκαναν πια τις διακοπές τους όχι οι βασιλιάδες αλλά τα στελέχη του κόμματος (ποια η διαφορά άραγε;). Εκεί φιλοξενήθηκαν πολλές διασημότητες, ο πρόεδρος Νίξον, ο Αράφατ και βέβαια και ο Καντάφι. Πρόσφατα το παλάτι παραχωρήθηκε στον  τελευταίο βασιλιά της Ρουμανίας, τον Μιχαήλ, πολύ δημοφιλή στη χώρα, που αφού διώχτηκε για ένα διάστημα, του επετράπη να επιστρέψει. Δεν ξέρω με ποιο αντάλλαγμα ο 92χρονος σήμερα Μιχαήλ δέχτηκε την παραχώρηση του παλατιού για να λειτουργεί ως μουσείο.
Μέσα από μια πανέμορφη διαδρομή, διασχίζοντας τα πυκνά δάση των Καρπαθίων, συναντώντας μικρά χωριά και εξοχικές κατοικίες, κυριολεκτικά χωμένες στο πράσινο, φτάνουμε στο Μπραν, όπου βρίσκεται το «Κάστρο του Δράκουλα». Σε κανένα άλλο μέρος της Ρουμανίας δεν είδαμε τόσο μεγάλη τουριστική κίνηση. Είναι αλήθεια πως συχνά οι μύθοι γοητεύουν περισσότερο από την Ιστορία.
Πλήθος τα μαγαζάκια με αναμνηστικά του Δράκουλα
 Ο περίφημος Δράκουλας είναι ένα μείγμα Ιστορίας, μύθου, λογοτεχνίας και… τουριστικής εκμετάλλευσης. Ως ιστορικό πρόσωπο ο Κόμης Βλαντ Ντράκουλα ή Τσέπες (1431-1476) υπήρξε ηγεμόνας της Βλαχίας που εξόντωνε τους αντιπάλους κυρίως με τη μέθοδο του ανασκολοπισμού (παλουκώματος). Χρησιμοποιήθηκε ως αιμοδιψής πρίγκιπας από τον Ιρλανδό συγγραφέα Στόκερ στο μυθιστόρημά του που κυκλοφόρησε το 1897, από εκεί τον ανακάλυψε ο κινηματογράφος και ο μύθος ήταν πια γεγονός. 
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Δράκουλας, στη Σιγκισοάρα
 Πιο ταιριαστή φανταστική κατοικία για το Δράκουλα δεν μπορούσε να βρεθεί από αυτό το κάστρο, πρωταρχικό κτίσμα του 1212. Από μακριά το βλέπουμε να υψώνεται σκυθρωπό, σκοτεινό, ενώ ο ξεναγός μας προειδοποιεί ότι όσοι δεν αντέχουν τις πολλές σκάλες, ή όσοι πάσχουν από κλειστοφοβία, καλύτερα να μη μπουν. Φυσικά κανένας μας δεν πτοείται και για αρκετή ώρα τριγυρίζουμε στα μικρά, σκοτεινά δωμάτια, ενώ πιο πολύ μας συναρπάζει η θέα που απολαμβάνουμε από τα παράθυρά του. Διερωτώμαι γιατί να είναι προσφιλές θέρετρο από το 1920 της βασίλισσας Μαίρης αυτό το άχαρο στο εσωτερικό του κάστρο. Ίσως να μην είναι χωρίς βάση τα κουτσομπολιά που τη θέλουν να συναντά εκεί τους εραστές της! Από το 1957 το κάστρο λειτουργεί ως μουσείο, αλλά το 2006 επεστράφη στον εγγονό της Μαίρης, έναν αρχιτέκτονα που ζει στις Η.Π.Α., ο οποίος όμως δήλωσε πως το κάστρο θα παραμείνει μουσείο.
Τριγύρω πλήθος υπαίθρια μαγαζάκια γίνονται πόλος έλξης για τους τουρίστες που σπεύδουν να αγοράσουν κάποιο αναμνηστικό του Δράκουλα, ενώ συμπαθητικά εστιατόρια περιμένουν να μας ξεκουράσουν μετά από την κοπιαστική επίσκεψη στο κάστρο.
Ο Πύργος του Ρολογιού στη Σιγκισοάρα
 Το κάστρο του Μπραν δεν είναι ο μόνος τόπος που συνδέεται με τον Δράκουλα. Η γενέτειρά του, η πόλη Σιγκισοάρα, είναι μια παλιά, μεσαιωνική πόλη, ιδρυμένη από Σάξονες το 12ο αι. Θεωρείται σημαντική για το διατηρημένο παλιό της κέντρο με τα μεσαιωνικά κτίσματα και τους λιθόστρωτους δρόμους, γι’ αυτό και περιλαμβάνεται στα «Μνημεία της Παγκόσμιας Κληρονομιάς» της Ουνέσκο. Δεν ξέρω αν η υπερβολική ζέστη εκείνης της ημέρας ή η τρίωρη διαδρομή που χρειαστήκαμε για να φτάσουμε εκεί από τη Σινάια, είναι αυτό που με έκανε να πιστεύω πως κι αν παραλείπαμε τη Σιγκισοάρα δεν θα ήταν άσχημα. Βέβαια, δεν θα συμφωνούσαν μαζί μου οι παθιασμένοι με το μύθο του Δράκουλα, που όχι μόνο μπορούν να δουν εδώ το σπίτι που γεννήθηκε, αλλά και να γευματίσουν σ’ αυτό, μια και σήμερα το σπίτι αυτό λειτουργεί ως εστιατόριο.
Το καμπαναριό της μαύρης εκκλησίας στο Μπρασόφ
 Αν τη Σιγκισοάρα μπορούσαμε να την παραλείψουμε, στο Μπρασόφ θα θέλαμε να μείνουμε όσο το δυνατό περισσότερο. Αν μας έκλειναν τα μάτια και μας έλεγαν να τα ανοίξουμε μπροστά από την πλατεία του, ή τον λουλουδισμένο του τεράστιο πεζόδρομο ή ακόμα μπροστά από ένα ανθοστολισμένο σπίτι, θα λέγαμε πως ξαφνικά βρεθήκαμε στη Γερμανία ή την Αυστρία. Τίποτα δεν θυμίζει Βαλκανική πόλη. Πλούσια, εμπορικό πέρασμα των Τευτόνων στην επαρχία της Τρανσυλβανίας που δεσπόζει στο κέντρο της Ρουμανίας, φαίνεται να διατηρεί την τευτονική της παράδοση. Σήμα κατατεθέν της πόλης είναι η λεγόμενη Μαύρη Εκκλησία, του 1477, από τους μεγαλύτερους καθολικούς ναούς, σε γοτθικό στιλ,. Η ονομασία οφείλεται στο σκούρο χρώμα των τοίχων, αποτέλεσμα μιας πυρκαγιάς του 1689. Στην επίσκεψή μας εκεί έχουμε την τύχη να παρακολουθήσουμε ένα ημίωρο κονσέρτο μουσικής με εκκλησιαστικό όργανο. Ασυνήθιστα ακούσματα για μας, δεν νομίζω ότι το εκτιμήσαμε όσο του άξιζε. Ήταν όμως ένα ημίωρο δροσιάς, ξεκούρασης και ευκαιρία να θαυμάσουμε την εξαιρετική συλλογή χειροποίητων χαλιών που υπάρχουν εκεί, δώρο των εμπόρων από τα ταξίδια τους.
Η τεράστια, πανέμορφη πλατεία του Μπρασόφ
 Η Σινάια απέχει 360 χμ. από τη μικρή πόλη Γκούρα Χουμόρολουι στα βόρεια της χώρας, προς την οποία οδεύουμε, για να μπορέσουμε να επισκεφθούμε τα περίφημα ζωγραφισμένα μοναστήρια της Μπουκοβίνα. Βέβαια, 360 χμ. δεν είναι πολλά για μια άλλη ευρωπαϊκή ή αμερικανική πόλη. Όμως στη Ρουμανία δεν είναι το ίδιο. Στενοί δρόμοι, ο μόνος υπεραστικός δρόμος, κι αυτός με τρεις και όχι τέσσερις λωρίδες, ο δρόμος που ενώνει το Ιάσιο με το Βουκουρέστι. Χρειαζόμαστε 7 περίπου ώρες για τα 360 χμ., με σταθμούς βέβαια, αλλά και γιατί καθυστερούμε καθώς συναντούμε αμάξια που μεταφέρουν γεωργικά προϊόντα. Γραφικά ασφαλώς, αλλά όχι και πολύ βοηθητικά για τη διακίνηση. 
Γραφικά αμαξάκια χρησιμοποιούνται στην ύπαιθρο
 Μας αποζημιώνουν όμως τα υπέροχα δάση κι οι απέραντες πεδιάδες με το καταπράσινο καλαμπόκι ή τα υπέροχα κατακίτρινα χαλιά των ηλιοτροπίων, που θα συναντήσουμε ακόμα περισσότερα στη διαδρομή Ιάσιο-Βουκουρέστι. Γεωργική, ως επί το πλείστον χώρα η Ρουμανία, με το 40% του πληθυσμού της να κατοικεί στην ύπαιθρο. Πανέμορφα σπίτια, γεμάτα λουλούδια, καλαίσθητα, με στέγες σε διαφορετικά χρώματα, με προσεγμένες λεπτομέρειες, καθαρά, συνοδεύουν τη διαδρομή μας και η υπόνοια πως αυτή ειδικά η περιοχή της Ρουμανίας, λόγω γεωργικής παραγωγής αλλά και λόγω τουρισμού, αποπνέει ευημερία επιβεβαιώνεται από τον ξεναγό μας. 
Η είσοδος της Μονής Σέκου
 Μια παράκαμψη πριν από το Χουμόρολουι μας φέρνει στη μονή Σέκου. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι το όνομα αυτό, συνδεδεμένο ιστορικά με την αποτυχία της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την ηρωική ανατίναξη του Γιωργάκη Ολύμπιου στις 8-9 Σεπτεμβρίου 1821, θα αφορούσε αυτό το μεγάλο, εντυπωσιακό, πεντακάθαρο μοναστήρι. Το φανταζόμουν σαν ένα μικρό, ίσως μισοερειπωμένο κτίσμα. Συχνά η διάψευση της φαντασίας μας είναι προτιμότερη από την επαλήθευσή της. 
Το σεμνό μνημείο για τον Γιωργάκη Ολύμπιο
Κτισμένο μέσα σε μια όμορφη κοιλάδα, περιτοιχισμένο σαν φρούριο, με πρώτο κτίσμα το 1602, ανδρικό μοναστήρι σήμερα, είναι αφιερωμένο στον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ιδιαίτερης σημασίας για μας η ωραία εικόνα της Παναγίας «Κυπριώτας», όπως είναι γνωστή, που δωρίθηκε από την Κύπρο το 1647. Με την ίδια σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια στεκόμαστε για λίγο μπροστά στο λιτό μνημείο, το αφιερωμένο στη θυσία του Γιωργάκη Ολύμπιου κι αφήνουμε τη σκέψη να σεργιανίσει στους περασμένους, ματωμένους και ηρωικούς εκείνους χρόνους.
Άποψη της Μονής Σέκου
 Διστάζω ν’ αρχίσω να γράφω για τα ζωγραφισμένα μοναστήρια της Ρουμανίας που ήταν ό, τι σημαντικότερο και ωραιότερο συναντήσαμε σ’ αυτό το ταξίδι. Φοβάμαι πως δεν θα μπορέσω να αποδώσω όπως τους αξίζει  τη θρησκευτικότητα, την ομορφιά, και την υψηλή τέχνη που τα διακρίνει.  Είναι πραγματικά ένα «αρχιπέλαγος μοναστηριών», όπως τιτλοφορείται ένας σύντομος οδηγός που αγοράζω απ’ εκεί.. Από το πλήθος των μοναστηριών επισκεπτόμαστε τα σημαντικότερα πέντε, όλα γυναικεία μοναστήρια: Το Χούμορ, το Βορονέτς, το Μολτοβίτσα, το Σουτσεβίτσα και το Πούτνα.
Η όμορφη, μικρή πόλη Γκούρα Χουμόρολουι
 Χτισμένα και ζωγραφισμένα όλα τον 15ο και 16ο αι., συχνά από ανώνυμους καλλιτέχνες, είχαν διπλό σκοπό. Αφενός να οπτικοποιήσουν την πίστη για τους αγράμματους πιστούς και αφετέρου να προστατέψουν την Ορθοδοξία από τις επιβουλές των καθολικών γειτόνων. Καμιά περιγραφή δεν νομίζω ότι μπορεί να ανταποκριθεί στο θέαμα που αντικρίσαμε. Σκηνές από τη ζωή του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων, καλύπτουν κάθε γωνιά του εξωτερικού των μοναστηριών. Δεν ξέρουμε τι να πρωτοθαυμάσουμε. Την πίστη, την καλλιτεχνική δύναμη, ή τα ζωηρά χρώματα που παραμένουν αναλλοίωτα τόσους αιώνες μετά; 
Το μοναστήρι Χούμορ
 Είναι αδύνατη βέβαια η περιγραφή όλων. Σταματώ μόνο στην εξαιρετική τοιχογραφία που απλώνεται σε ολόκληρο το δυτικό τοίχο του πιο διάσημου μοναστηριού, του Βορονέτς. Για ώρα πολλή στεκόμαστε έκθαμβοι ακούγοντας τη λεπτομερή ερμηνεία της απεικόνισης. Πρόκειται για τη Μέλλουσα Κρίση, με την Κόλαση και τον Παράδεισο, με τον Θεό-Κριτή, τις στρατιές των δικαίων και των αμαρτωλών, με πλήθος μορφές και σύμβολα. 
Τμήμα της Μέλλουσας Κρίσης (Από το Βορονέτς)
 Το μοναδικό μπλε χρώμα που χρησιμοποιήθηκε εδώ περιλαμβάνεται στους καταλόγους χρωμάτων ως «μπλε του Βορονέτς». Όχι άδικα το μοναστήρι αυτό αποκαλείται «Καπέλα Σιξτίνα της Ανατολής». Κι η σκέψη που κάνω είναι πως ακόμα και όσοι δεν πιστεύουν οφείλουν να παραδεχτούν πως η συμβολή της θρησκείας, ειδικά του Χριστιανισμού στην τέχνη,  υπήρξε ανεκτίμητη.
Ακόμα ένα ζωγραφισμένο μοναστήρι (εδώ ο Ακάθιστος Ύμνος)
 Τελευταίο μοναστήρι που επισκεπτόμαστε είναι το Πούτνα, το μόνο που δεν είναι ζωγραφισμένο εξωτερικά. Είναι όμως σημαντικό και για την αρχιτεκτονική του, αλλά και γιατί εκεί είναι θαμμένος ο ηγεμόνας Στέφαν ο Μέγας, το όνομα του οποίου συχνά ακούμε σ’ αυτή την περιδιάβαση. Υπήρξε μέγας πολέμιος των Οθωμανών, και ιδρυτής τόσο αυτού του μοναστηριού όσο και του Βορονέτς. Η κατανυκτική μελωδία του εσπερινού μας κρατάει για λίγο συγκινημένους στο οικείο άκουσμά της χαρίζοντας ένα ευλαβικό επίλογο στην επίσκεψή μας στα μοναστήρια της Μπουκοβίνα.
Στο Χουμόρολουι απολαύσαμε τοπικούς χορούς


Μαζί με τους Ρουμάνους χορευτές και οι δικοί μας
Λουλουδισμένο εστιατόριο κάπου στη Μπουκοβίνα
 Το Ιάσιο, η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Ρουμανίας, υπήρξε ένας σύντομος σταθμός μιας νύχτας, για να μοιράσουμε την απόσταση μεταξύ Χούμορολουι και Βουκουρεστίου. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος, ή πάλι γιατί σχεδόν όλοι οι δρόμοι και πολλά από τα κτήριά του ήταν υπό ανακαίνιση, που το εγκαταλείπουμε χωρίς να παίρνουμε μαζί μας μια καλή εικόνα απ’ αυτή την ιστορική πόλη. Θα πρέπει πολύ να δουλέψει η φαντασία μας για να το πλάσει όπως πρέπει να ήταν τότε, όταν ήταν πρωτεύουσα της Μολδοβλαχίας, όταν Φαναριώτες Ηγεμόνες διοικούσαν, όταν έμποροι έρχονταν για να πλουτίσουν, όταν λόγιοι κατέφευγαν εδώ από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές κι όταν απ’ εδώ διάλεξε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ν’ αρχίσει την Επανάσταση. Η αθάνατη ωδή που ο Κάλβος συνέθεσε για τους ηρωικούς Ιερολοχίτες, στριφογυρίζει στη σκέψη: Ας μη βρέξει ποτέ/ το σύννεφο κι ο άνεμος/ σκληρός ας μη σκορπίσει/το χώμα το μακάριον/που σας σκεπάζει.
Ξενοδοχείο στο χιονοδρομικό κέντρο Ποιάνα Μπρασόφ
 Ακόμα και η ωραία εκκλησία των Τριών Ιεραρχών που θέλουμε να επισκεφθούμε, είναι καλυμμένη ολόκληρη για ανακαίνιση. Προβάλλουν μόνο ψηλά οι κορυφές δυο κωδωνοστασίων από τα οποία μπορούμε να εικάσουμε πόσο όμορφη πρέπει να είναι αυτή η εκκλησία που μοιάζει σαν κέντημα στην πέτρα. Λέγεται πως αρχικά ήταν καλυμμένη με χρυσάφι και ασήμι που αφαίρεσαν οι Τούρκοι όταν κατέλαβαν την πόλη.
Καλυμμένη η εκκλησία των Τριών Ιεραρχών (Ιάσιο)
Το σπίτι της Κουλτούρας (Ιάσιο)
 Είναι γνωστή η θρησκευτικότητα των ορθοδόξων της Ανατολικής Ευρώπης και έχουμε την ευκαιρία για άλλη μια φορά να το διαπιστώσουμε. Μητροπολιτικός ναός του Ιασίου είναι ο ναός της Αγίας Παρασκευής, πολιούχου της πόλης, που το σκήνωμά της φυλάσσεται εδώ. Την ώρα που φτάνουμε στο ναό μια ωραία ψαλμωδία απλώνεται ως έξω. Μαθαίνουμε πως γίνεται μια παράκληση για ασθενείς. Σε λίγο η ακολουθία τελειώνει. Μπαίνουμε στην εκκλησία. Πλήθος κόσμου υπομονετικά στέκεται στην ουρά για να προσκυνήσει το σκήνωμα της Αγίας, ενώ άλλοι με ευλάβεια προσκυνούν το ευαγγέλιο και παίρνουν από το χέρι του ιερέα ένα είδος ψωμιού, παρόμοιου με το δικό μας αντίδωρο ή πίτα.
Ο ωραίος μικρός ναός του Αγίου Νικολάου (Ιάσιο)
 Ο μόνος ωραίος δρόμος που είδαμε στο Ιάσιο ήταν ο δρόμος των Πανεπιστημίων, με πραγματικά ωραία νεοκλασικά και το Παλάτι της Κουλτούρας, κι αυτό υπό ανακαίνιση. Νομίζω η εικόνα που αποκομίζουμε φεύγοντας αδικεί τη φήμη της πόλης.
Απέραντες εκτάσεις με ηλιοτρόπια στη διαδρομή Ιάσιο-Βουκουρέστι
 Καθώς μπαίνουμε στο Βουκουρέστι η απογοήτευση μας κυριεύει. Αυτή λοιπόν είναι η πόλη που έχει ονομαστεί «Μικρό Παρίσι»; Τεράστιες, σκυθρωπές, ομοιόμορφες πολυκατοικίες, με διαμερίσματα σαν κουτιά χωρίς μπαλκόνια, παρόμοιες με όσες έχουμε δει σε άλλες πρώην κομμουνιστικές χώρες, μας υποδέχονται. Η πρώτη απογοητευτική εντύπωση σύντομα θα ανασκευαστεί. Προπάντων την επομένη, όταν θα ‘χουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα την πρωτεύουσα της Ρουμανίας.
Άνετες λεωφόροι, καταπράσινα πάρκα, παλιά αρχοντικά, εντυπωσιακά νεοκλασικά δημιουργούν ένα σύνολο που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από καμιά άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Η Αψίδα του Θριάμβου, πανομοιότυπη με την ομώνυμη Παρισινή Αψίδα, ασφαλώς δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο κάποτε το Βουκουρέστι ονομαζόταν «Παρίσι της Ανατολής». Λυπούμαστε που έχουμε τόσο λίγο χρόνο να του αφιερώσουμε και προσπαθούμε να τον αξιοποιήσουμε όσο το δυνατό καλύτερα.
Στο ιστορικό κέντρο βρίσκεται η Πλατεία της Επανάστασης, όπου δεσπόζει το κτήριο που στέγαζε άλλοτε την κεντρική επιτροπή του κομμουνιστικού κόμματος. 
Η πλατεία της Επανάστασης
 Βλέπουμε το μπαλκόνι από το οποίο στις 21 Δεκεμβρίου του 1989 ο Τσαουσέσκου εκφώνησε τον τελευταίο του λόγο. Η εξέγερση εναντίον του καταπιεστικού του καθεστώτος είχε αρχίσει μέρες πριν στην Τιμισοάρα. Εδώ ο δικτάτορας νόμιζε πως θα προσφωνούσε τους υποστηρικτές του, όμως η συγκέντρωση δεν άργησε να γίνει διαδήλωση εναντίον του. Η σύγκρουση γενικεύτηκε. Τα θύματα υπολογίζονται στις δύο χιλιάδες. Αλλά και ο ίδιος ο Τσαουσέσκου και η γυναίκα του η Ελένα σε τρεις μέρες δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Στη μέση της πλατείας τώρα υψώνεται μια άσπρη, πανύψηλη στήλη, όπου κάποιος πέταξε μια κόκκινη μπογιά, να θυμίζει το χυμένο αίμα. Πόσο αίμα σ’ όλο τον κόσμο για την Ελευθερία!
Ο Κάρολος Α΄
Απέναντι ακριβώς, σ’ ένα τμήμα του πρώην Βασιλικού Παλατιού, φιλοξενείται η Εθνική Πινακοθήκη, όπου βλέπουμε εντυπωσιακές συλλογές έργων Βυζαντινής Αγιογραφίας και έργων Μεσαιωνικής και σύγχρονης Ρουμανικής Τέχνης.
Ένα από τα ωραιότερα κτήρια της πόλης θεωρείται το νεοκλασικό Atheneum, κτίσμα του 1888, το οποίο δυστυχώς βλέπουμε μόνο εξωτερικά. Εξωτερικά βλέπουμε και το επίσης νεοκλασικό Μουσείο Ενέσκου, του σημαντικότερου συνθέτη καλσικής μουσικής της Ρουμανίας, καθώς και το Ιστορικό Μουσείο στην Πλατεία του Πανεπιστημίου.
Παλιό κτήριο στο Βουκουρέστι
 Από το πλήθος των εκκλησιών του Βουκουρεστίου σταματάμε στην παλιά, μικρή, όμορφη εκκλησία Σταυροπόλεως. Είναι τόσο συγκινητικό να σκέφτεσαι πως τούτο το κτίσμα βρίσκεται εδώ από το 1724, όταν ηγεμόνας ήταν ο Φαναριώτης Νικόλαος Μαυροκορδάτος.
Η Μονή Σταυροπόλεως

Γραφικός πεζόδρομος στο Βουκουρέστι
 Στον ίδιο δρόμο, στην οδό Σταυροπόλεως, απολαύσαμε το βράδυ το δείπνο μας, στο  πιο παλιό και πιο γνωστό εστιατόριο-μπιραρία της πόλης, το Caru’ cu bere, που λειτουργεί από το 1879! Είναι τέτοια η διακόσμηση εσωτερικά, με ξύλινες επενδύσεις, βιτρό, τοιχογραφίες, θυρεούς, πολυελαίους, που νομίζουμε πως υπήρξε κάποτε μέρος κάποιου παλατιού. Όχι, μας λένε. Λειτούργησε από την αρχή ως εστιατόριο. Η μπίρα, ειδική σπεσιαλιτέ του εστιατορίου, οι άφθονοι μεζέδες, η μουσική και ο χορός συμπλήρωσαν την ωραία βραδιά. Χαρακτηριστικό του πόσο γνωστό είναι, κάτι σαν σήμα κατατεθέν της πόλης, είναι το ότι όταν την άλλη μέρα ζητήσαμε από τον ταξιτζή να μας πάει στη Μονή Σταυροπόλεως, μας κοιτούσε απορημένος. Μόλις του είπαμε Carucu bere κατάλαβε αμέσως. Η περιοχή, το παλιό ιστορικό κέντρο, πλημμυρίζει από πεζόδρομους, υπαίθρια καφέ και παλιά, όμορφα κτήρια, μια απόλαυση για τον επισκέπτη.
Σπίτι στο Μουσείο του Χωριού
 Ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα του Βουκουρεστίου είναι το πάρκο Χέρεστρεου που απλώνεται σε μια τεράστια έκταση στα βόρεια της πόλης. Εκεί, ανάμεσα στα δέντρα, στις λίμνες, στο όμορφο περιβάλλον έχει δημιουργηθεί το Μουσείο του Χωριού (Museul Satului). Είναι ένα υπαίθριο μουσείο, στο οποίο έχουν συγκεντρωθεί αυθεντικά σπίτια από όλη τη Ρουμανία. Ακόμα και μια ολόκληρη εκκλησία έχει μεταφερθεί εδώ. Στο ζεστό αυτό πρωινό του Βουκουρεστίου το όμορφο πάρκο μας χαρίζει λίγη δροσιά πριν συνεχίσουμε την περιδιάβασή μας στην πόλη.
Ανάπαυση στη σκιά
 Το ‘χουμε δει άπειρες φορές σε φωτογραφίες, έχουμε ακούσει άλλες τόσες να γίνεται λόγος γι’ αυτό, κι όμως μας εντυπωσιάζει μόλις το αντικρίζουμε. Πρόκειται για το μεγαλύτερο κτήριο όχι μόνο της Ρουμανίας αλλά και το δεύτερο σε μέγεθος κτήριο στον κόσμο, μετά το Πεντάγωνο των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι το περίφημο Σπίτι του Λαού, δημιούργημα της μεγαλομανίας του Τσαουσέσκου, που όμως δεν πρόλαβε να το χαρεί. Τέλειωσε, εσωτερικά τουλάχιστον,  μετά το θάνατό του.
Η Εθνική Πινακοθήκη
 Οι αριθμοί που σχετίζονται με την κατασκευή του είναι τρομακτικοί: εμβαδόν 330.000 τ.μ.,  700 αρχιτέκτονες, 20.000 εργάτες που εργάζονταν για πέντε χρόνια συνεχώς σε τρεις βάρδιες, 12 όροφοι, 1000 δωμάτια! Ο έλεγχος που γίνεται στους επισκέπτες είναι αυστηρότατος. Κανείς δεν μπαίνει χωρίς διαβατήριο ή ταυτότητα, τα οποία μάλιστα παραδίδει στην είσοδο και παραλαμβάνει κατά την έξοδο. Απαγορεύεται η φωτογράφιση, απαγορεύεται η χρήση ασανσέρ, απαγορεύεται να εγκαταλείψει κανείς το γκρουπ και να τριγυρίσει μόνος του…
Μικρό τμήμα από το Παλάτι του Λαού
 Πειθαρχικά ακολουθούμε τον ειδικό ξεναγό. Αφού μας ξενάγησε σε δέκα από τα χίλια δωμάτια, μας λέει ότι έχουμε διανύσει κάπου 2 χμ. κι έχουμε επισκεφθεί το 5% του κτηρίου! Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι αυτό το ογκώδες κατασκεύασμα διαθέτει ένα απροσδόκητα κομψό και καλαίσθητο εσωτερικό. Αν και χωρίς επίπλωση οι αίθουσες που επισκεπτόμαστε, αίθουσες συνεδρίων, αίθουσα τύπου, αίθουσα προβολών, δεξιώσεων κ.λπ. διαθέτουν εντυπωσιακό συνδυασμό υλικών. Μια αρμονία χρωμάτων, ωραία μάρμαρα, επίχρυσες διακοσμήσεις, καταπληκτικά φωτιστικά (ο πιο μεγάλος πολυέλαιος ζυγίζει 2 τόνους!), χαλιά τόσο μεγάλα που αναγκάστηκαν να τα συναρμολογήσουν επί τόπου, επειδή δεν μπορούσαν να τα μεταφέρουν.
Σήμερα το Σπίτι του Λαού αποτελεί την έδρα του Κοινοβουλίου και της Γερουσίας της Ρουμανίας. Θαυμάζουμε, ενώ ταυτόχρονα αναλογιζόμαστε μέχρι πού μπορεί να φτάσει η μεγαλομανία και η ματαιοδοξία του ανθρώπου, προπάντων σ’ ένα κομμουνιστικό σύστημα που υποτίθεται ότι υπηρετεί το λαό.
Το ξενοδοχείο Κάπσα. Στο ισόγειο το ομώνυμο λογοτεχνικό καφενείο
  Τη φιλολογική μας συντροφιά ελκύουν ακαταμάχητα τα παλιά λογοτεχνικά και γενικά τα ιστορικά καφενεία, που κάποτε έχουν ζωή αιώνων. Τ’ αναζητούμε σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα που επισκεπτόμαστε και περνώντας εκεί λίγη ώρα μ’ έναν καφέ ή γλυκό αναλογιζόμαστε τα πνεύματα που στοίχειωσαν αυτούς τους χώρους. Θυμάμαι τώρα το καφέ Graeco στη Ρώμη, στη Βιέννη το καφέ Landmann όπου σύχναζε ο Φρόιντ ή το περίφημο Sacher με την ομώνυμη σοκολατίνα, στο Όσλο το καφέ Central, όπου κάθε μεσημέρι, ακριβώς στις 12 έδινε το παρόν του ο Ίψεν.
Το καφέ Κάπσα
 Παρ’ όλο ότι η λογοτεχνική και γενικότερα η πνευματική δημιουργία της Ρουμανίας μας είναι ελάχιστα γνωστή, αναζητούμε κι εδώ το καφέ Capsa, που οι πληροφορίες μας λένε ότι στα χρόνια της Μπελ Επόκ υπήρξε διάσημο κέντρο συνάντησης της αριστοκρατίας και των πνευματικών και καλλιτεχνικών κύκλων. Ο νεαρός ξεναγός μας δεν μας ενθαρρύνει. «Δεν είναι πια αυτό που ήταν άλλοτε», μας λέει. Όμως εμείς επιμένουμε. Το βρίσκουμε. Είναι σε μια από τις πιο ιστορικές και ωραίες λεωφόρους του Βουκουρεστίου τη λεωφόρο Victoriei, στο ισόγειο του ομώνυμου ξενοδοχείου. Κάτι από την παλιά του αίγλη διατηρείται ακόμα. Μικρό, κομψό, με χρυσοποίκιλτους καθρέφτες και ωραία φωτιστικά, κάτι θυμίζει από το περασμένο του μεγαλείο, ενώ ένα σύντομο ενημερωτικό σημείωμα μας γνωστοποιεί το έτος της ίδρυσής του: 1891. Ο πρωινός μας καφές εκεί ήταν, νομίζω, ό,τι καλύτερο για να αποχαιρετήσουμε το Βουκουρέστι και τη Ρουμανία.
Ανθισμένη διακόσμηση, πολύ συχνή στη Ρουμανία
 Πηγαίνοντας στη Ρουμανία δεν ξέραμε σχεδόν τίποτα γι’ αυτή τη χώρα των 22 εκατομμυρίων. Φεύγοντας, παίρνουμε μαζί μας τη δροσιά των βουνών της, το πράσινο των δασών της, τα λουλουδισμένα σπίτια της υπαίθρου της, τα ζωγραφισμένα της μοναστήρια, τους ζωηρούς χορούς της, την ευλάβεια των κατοίκων της, την ιστορικότητα των μνημείων της, την ομορφιά των κοριτσιών της, όλη την πολυκύμαντη ιστορία της. Ήταν πραγματικά η αποκάλυψη μιας χώρας.

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2012

Το σπίτι της όχθης

Η Δάφνη ντι Μωριέ υπήρξε για μένα πάντοτε μια αγαπημένη συγγραφέας. Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει τόσο πολλές φορές ένα μυθιστόρημα, όσες έχω διαβάσει τη "Ρεβέκκα" της. Βέβαια, καμιά φορά δεν είχε τη μαγεία της πρώτης εκείνης ανάγνωσης στην εφηβεία μου. Μα ακόμα και τώρα που ξέρω όλα τα πρόσωπα, που θυμάμαι κάθε σκηνή, νομίζω πως ευχαρίστως θα το ξαναδιάβαζα.
Έχω διαβάσει αρκετά από τα έργα της. Μεγάλη όμως ήταν η χαρά μου όταν ανακάλυψα (και μάλιστα σε ηλεκτρονική μορφή στην τιμή των 2.90 ευρώ) κάποιο μυθιστόρημα της που δεν είχα διαβάσει. Είναι "Το σπίτι της όχθης", έργο του 1969 (Καστανιώτης 1999, ηλεκτρονική έκδοση 2011, μετ. Μπέσση Λιβανού, που γράφει και την κατατοπιστικότατη εισαγωγή).
Το παράδοξο, το εξωλογικό, κάποτε το τρομαχτικό, χαρακτηρίζουν πλείστα έργα της ντι Μωριέ. Είναι όμως τέτοια η τέχνη με την οποία γράφει, ώστε ο αναγνώστης παρασύρεται, σχεδόν δέχεται ως πιθανό και το πιο εξωπραγματικό γεγονός.
Αγαπημένη περιοχή της συγγραφέως η Κορνουάλη στη νοτιοδυτική Αγγλία, όπου η οικογένειά της είχε εξοχικό κι όπου η ίδια έζησε πολλά χρόνια, ως το θάνατό της το 1989. Άγρια και δυσπρόσιτη παραθαλάσσια περιοχή, υπήρξε το σκηνικό για πολλά από τα έργα της. Εκεί διαδραματίζεται και "Το σπίτι της όχθης".
Ο Ρίτσαρντ Γιανγκ φτάνει στην Κορνουάλη και μένει στο Κιλμάρθ, το σπίτι του παλιού συμφοιτητή και φίλου του Μάγκνους Λέιν, που του το δάνεισε για τις διακοπές του. Ο Λέιν είναι καθηγητής Βιοφυσικής και πειραματίζεται με μια ουσία που δημιούργησε και η οποία επιδρά στον εγκέφαλο, ούτως ώστε αυτός που την παίρνει να μεταφέρεται στο παρελθόν. Ο Γιανγκ, με δισταγμό στην αρχή, δέχεται να γίνει πειραματόζωο του φίλου του. Όταν παίρνει την ουσία, βρίσκεται ξαφνικά στην ίδια περιοχή, αλλά αρκετά αλλαγμένη, αφού έχει μεταφερθεί στον 14ο αι. Παρ' όλο που, όταν περνά η επίδραση της ουσίας αισθάνεται ναυτία και ζαλάδες, εντούτοις η μετάβασή του στο παρελθόν τον τραβάει ακαταμάχητα και το επιχειρεί ξανά και ξανά. Βλέπει μια μονή, την επίσκεψη ενός επισκόπου, ανθρώπους που γιορτάζουν μια τοπική γιορτή, τους άρχοντες της περιοχής, αντιζηλίες, συνωμοσίες, δολοφονίες, έναν παράνομο έρωτα. Γοητεύεται προπάντων από μια γυνακεία μορφή και προσπαθεί, μάταια βέβαια, να την προφυλάξει από κινδύνους. 
Η άφιξη της γυναίκας του και των δυο παιδιών της (από τον πρώτο της γάμο) δυσχεραίνει τα "ταξίδια" του στο παρελθόν. Η πραγματική ζωή εμπλέκεται με τη φανταστική. Καταφεύγει σε ψέματα, οι σχέσεις με τη γυναίκα του διασαλεύονται. Θα μεσολαβήσει ένα τραγικό περιστατιτκό, αλλά ούτε αυτό θα σταθεί ικανό να τον εμποδίσει να συνεχίσει να πειραματίζεται.
Το ξέρουμε ασφαλώς πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί. Όμως η ντι Μωριέ μας παρασύρει. Γιατί όχι; Σκεφτόμαστε. Είναι τόσο πειστικός ο καθηγητής Λέιν όταν εξηγεί: "Η χημεία των κυττάρων του εγκεφάλου που έχουν σχέση με την ανάμνηση όσων έχουμε κάνει από την παιδική μας ηλικία μέχρι σήμερα μπορεί να αναπαραχθεί, να γυρίσει πίσω δηλαδή στα ίδια κύτταρα, των οποίων το ακριβές περιεχόμενο εξαρτάται από την κληρονομική μας δομή, κληροδότημα των γονιών, των παππούδων, των πιο μακρινών προγόνων μας, ως τους πρωτόγονους χρόνους (...) τα κύτταρα δεν αποθηκεύουν μόνο τις δικές μας αναμνήσεις, αλλά και τις συνήθειες των εγκεφάλων και των τύπων που κληρονομήσαμε".
Το τέλος με απογοήτευσε κάπως. Δεν υπάρχει λύση, το θέμα μένει ανοιχτό. Ίσως να μη μπορούσε βέβαια να είναι διαφορετικό.

Κυριακή, Ιουλίου 01, 2012

Η καθημερινή μαγεία των ασήμαντων πραγμάτων

Δεν θυμάμαι να έχω αγοράσει άλλη φορά ένα βιβλίο απλώς και μόνο από τον τίτλο του. Κι όμως, σ' αυτή την περίπτωση ο τίτλος ήταν το μοναδικό κριτήριο αγοράς (για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, το πρώτο κριτήριο, γιατί το δεύτερο ήταν η ηλεκτρονική του πώληση). Τίτλος λοιπόν, "Η καθημερινή μαγεία των ασήμαντων πραγμάτων" και συγγραφέας ο Ισπανός Φράνσεσκ Μιράλες (Ψυχογιός, μετ. Θεοδώρα Δαρβίρη, πρώτη ηλεκτρονική έκδοση 2012).
Πολύ χαρακτηριστικό το motto του βιβλίου: "Απόλαυσε τα μικρά και ασήμαντα, διότι μπορεί μια μέρα να στρέψεις το βλέμμα στο παρελθόν και να συνειδητοποιήσεις ότι ήταν πράγματα μεγάλα και σημαντικά". Τελικά όμως νομίζω πως ο τίτλος δεν ανταποκρίνεται πλήρως στο βιβλίο. Νομίζω πως εκείνο που προέχει είναι το απρόβλεπτο αποτέλεσμα φαινομενικά ασήμαντων καθημερινών ενεργειών μας. Η αλληλουχία δηλαδή των γεγονότων που μας συμβαίνουν, πώς μια ενέργεια οδηγεί στην άλλη, πώς φτάνουμε κάπου από μια αρχικά ασήμαντη κίνηση.
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο Σαμουέλ δε Χουάν, ένας μοναχικός καθηγητής Γερμανικής Φιλολογίας στη Βαρκελώνη. Μια μέρα ένας γάτος γρατσουνάει την πόρτα του διαμερίσματός του. Θα τον περιμαζέψει. Ο γάτος θα τον οδηγήσει στη γνωριμία ενός ηλικιωμένου που ζει στην ίδια πολυκατοικία. Η προθυμία του Καθηγητή να εξυπηρετήσει τον ηλικιωμένο θα οδηγήσει στην τυχαία συνάντηση με τη Γκαμπριέλλα, έναν παιδικό έρωτά του κ.ο.κ. Τίποτα το ιδιαίτερα σημαντικό. Γεγονότα της καθημερινότητας, απ' αυτά που είναι γεμάτη η ζωή του καθενός μας. Όμως ο Μιράλιες κατορθώνει όχι μόνο να τα συνδέσει με τέτοιο τρόπο που να γίνονται ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, αλλά και να αναμίξει στο βιβλίο ποικίλα άλλα θέματα. Άλλοτε με αφορμή τα μαθήματα προς τους φοιτητές του, άλλοτε γιατί ο Σαμουέλ έχει αναλάβει να βοηθήσει τον ηλικιωμένο συγκάτοικο που αυτοπροσδιορίζεται ως επιμελητής κειμένων, αλλά που είναι μάλλον ανθολόγος, κι άλλοτε απλώς και μόνο λόγω συνειρμών, οι  αναφορές σε βιβλία, ταινίες, μουσική, αφθονούν στο βιβλίο. Αναφορές που ενίοτε γίνονται κριτική. "Ο Βέρθερος" του Γκαίτε, "Ο Πύργος" του Κάφκα, ο "Ντέμιαν" του Έσσε, "Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν" και ποιήματα του Μπρεχτ, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο Κέρουακ, ακόμα και "Το λάθος" του Σαμαράκη (του οποίου το τέλος ο αφηγητής λέει ότι διαβάζει με δάκρυα στα μάτια) είναι μερικές από τις λογοτεχνικές αναφορές του βιβλίου. Ταινίες όπως "Οι αταίριαστοι", τελευταία ταινία της Μέριλιν Μονρόε, βουδιστικά αποφθέγματα, η μουσική του Μέντελσον ακόμα και μια ιστορία του...Νασρεντίν Χότζα διανθίζουν την αφήγηση του Σαμουέλ.
Είναι πραγαμτικά αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνει ο συγγραφέας να εμπλέξει όλα αυτά στον βασικό μύθο, χωρίς να φαίνονται άσχετα και παρέμβλητα. Το χιούμορ, ο ανάλαφρος τρόπος αφήγησης είναι επιπλέον πλεονεκτήματα του βιβλίου.
Κρατάω την εξής συνήθεια του Σαμουέλ, την οποία νομίζω ότι θα υιοθετήσω:
"Όταν αγοράζω ένα μυθιστόρημα για μένα, έχω τη συνήθεια να το αφήνω με το περιτύλιγμά του ώσπου να νιώσω ότι μου αξίζει να το διαβάσω. Τότε μου χαρίζω το βιβλίο με μεγάλη ικανοποίηση"!!