Παρασκευή, Μαΐου 28, 2021

Αύγουστος


 JOHN WILLIAMS
Αύγουστος
Gutenberg, 2017
Μετ. Μαρία Αγγελίδου
Διερωτώμαι γιατί ένα τόσο σπουδαίο βιβλίο, πρωτοδημοσιευμένο (στα Αγγλικά) το 1973, άργησε τόσο πολύ να κυκλοφορήσει στην ελληνική του μετάφραση. Ένα  βιβλίο τρομερά ενδιαφέρον, ένα βιβλίο που μιλά για το παρελθόν κι όμως είναι σαν να διαβάζουμε σύγχρονη ιστορία. Ο Καίσαρας, ο Αύγουστος, ο Βιργίλιος, ο Μάρκος Αντώνιος, η Κλεοπάτρα, ο Οράτιος, ο Βρούτος, ο Κάσσιος, ο Οβίδιος, ο Μαικήνας και πλήθος άλλοι, άνθρωποι που έζησαν είκοσι αιώνες πριν από την εποχή μας γίνονται πρόσωπα του παρόντος. Δραπετεύουν από τις ψυχρές σελίδες της Ιστορίας και γίνονται ,σύγχρονοι, άνθρωποι με συναισθήματα, σκέψεις, γίνονται πολιτικοί αντίπαλοι ή στοργικοί γονείς, ευαίσθητοι ή σκληροί, με πολιτικές επιδιώξεις και συνωμοσίες, αλλά και με απλά όνειρα, με την απόλαυση μιας συζήτησης, ενός γλεντιού ή τη χαρά από την ομορφιά της φύσης.
Πολύ διαφορετικό στην τεχνική από άλλα ιστορικά μυθιστορήματα, ακόμα και μυθιστορήματα που αντλούν από τη Ρωμαϊκή Ιστορία, το "Εγώ ο Καύδιος" του Ρόμπερτ Γκρέηβς ή το "Αδριανού απομνημονεύματα" της Γιουρσενάρ, ο "Αύγουστος" του Τζον Γουίλιαμς είναι γραμμένος με τρόπο που  του προσδίδει  διαχρονικότητα, το καθιστά σύγχρονο και οικείο, αν και απαιτεί κάποια προσπάθεια, κάποιο πνευματικό μόχθο από μέρους του αναγνώστη ωσότου κατανοήσει την τεχνική του και προσαρμοστεί στον ρυθμό του. Είναι η τεχνική της ποικίλης επιστολογραφίας, που δεν ακολουθεί όμως κατ' ανάγκη χρονολογική σειρά. Είναι καταγραφές συγχρόνων, άλλοτε επιστολές, άλλοτε αποσπάσματα απομνημονευμάτων ή ημερολογίων, κάποτε πρακτικά της Συγκλήτου. Μέσα από όλα αυτά τα ντοκουμέντα (φανταστικά να δεχτούμε την άποψη του συγγραφέα που μας προτρέπει: "Αν υπάρχουν αλήθειες σ' αυτό το έργο, είναι μάλλον οι αλήθειες της λογοτεχνίας παρά της ιστορίας. Θα είμαι ευγνώμων στους αναγνώστες που θα το διαβάσουν ακριβώς ως έργο φαντασίας") προβάλλει κυρίως η μορφή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου. Του χαρακτήρα του, των αγώνων του, της στερέωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της επικράτησης για δεκαετίες της περίφημης Pax Romana. Στα χρόνια του Αυγούστου (63 π.Χ.-14 μ.Χ.) οι εμφύλιες έριδες σταμάτησαν, οι βάρβαροι λαοί κρατήθηκαν μακριά από τα σύνορα της ρωμαϊκής επικράτειας, οι τέχνες και τα γράμματα άνθησαν.
Το έργο αρχίζει με μια επιστολή του Ιουλίου Καίσαρα προς την ανεψιά του Άτια, μητέρα του Οκτάβιου Αυγούστου, δίνοντας οδηγίες για την εκπαίδευση και τη μόρφωσή του. Ο Οκταβιανός είναι 18 χρονών, ένα παιδί, όπως συχνά τον αποκαλούν. Σ' αυτή την εκπαίδευση αχώριστοι φίλοι και σύντροφοι  ο Μαικήνας, ο Αγρίππας και ο Σαλβιδιηνός, που θα μείνουν φίλοι του ως το τέλος. Να ποια είναι η εντύπωση που έδινε όπως γράφει ο Μαικήνας, χρόνια αργότερα στον ιστορικό Τίτο Λίβιο: "Μου φάνηκε ευχάριστο και συμπαθητικό παιδί, τίποτα περισσότερο, με πρόσωπο λεπτεπίλεπτο, απ' αυτά που δείχνουν ανήμπορα ν' αντέξουν τα χτυπήματα της μοίρας. Με χαρακτήρα διστακτικό και ντροπαλό, σαν τους ανθρώπους που δεν  μπορούν να βάλουν στόχο και να τον φτάσουν. Με φωνή ευγενική, απ' αυτές που δεν μπορούν να ξεστομίσουν τα σκληρά λόγια τ' απαραίτητα σ' έναν ηγέτη. Σκέφτηκα πως θα γινόταν ίσως άνθρωπος των γραμμάτων, φυγόπονος φιλόσοφος, πως δεν είχε καν τη δύναμη ή την αποφασιστικότητα να γίνει συγκλητικός, όπως θα μπορούσε χάρη στο όνομα και στην περιουσία του". 
Κι έτσι συνεζίζεται το μυθιστόρημα. Γράφει ο Κικέρωνας στον Βρούτο, ο Μάρκος Αντώνιος στον Λέπιδο ή στην Κλεοπάτρα, ο Οράτιος στον Βιργίλιο κ.ο.κ. Έτσι προχωρεί το πρώτο μέρος του βιβλίου και μέσα από όλη αυτή την επιστολογραφία, τα απομνημονεύματα, τα πρακτικά, ανασυνθέτουμε την Ιστορία: Τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (το 44 π.Χ,) τη διαδοχή του από τον Αύγουστο, όπως ο Καίσαρας είχε ορίσει, τη σύναψη της τριανδρίας Αυγούστου-Μάρκου Αντώνιου-Λέπιδου, την εξόντωση του Πομπηίου, την ήττα των δολοφόνων του Καίσαρα στους Φιλίππους (το 42 π.Χ.), τη διαμάχη Αυγούστου-Μάρκου Αντώνιου και την ήττα του δεύτερου (μαζί με την Κλεοπάτρα) στο Άκτιο (το 31 π.Χ.) και την πλήρη επικράτηση του "ενός και μόνου", του Οκταβιανού Αυγούστου.
Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος έχει ως επίκεντρο την Ιουλία, αγαπημένη κόρη του Αυγούστου, εξορισμένη όμως από τον ίδιό της τον πατέρα σ' ένα μικρό νησί, την Παντατερία. Εκεί αναλογίζεται τη ζωή της, τους τρεις γάμους που της επέβαλε ο πατέρας της, τους έρωτες, αλλά και την έκλυτη ζωή της, πράγμα που οδήγησε στην εξορία της. Μιλάει προπάντων για τον ξεχωριστό έρωτα της ζωής της, τον Ίουλο Αντώνιο, που αυτοκτόνησε όταν ανακαλύφθηκε η συνωμοσία που εξύφαινε εναντίον του Αυγούστου. Πόσες αυτοκτονίες, πόσες δολοφονίες, πόσος θάνατος σ' αυτό το βιβλίο...
Στο τρίτο μέρος ακούμε επιτέλους και τη φωνή του ίδιου του Αυγούστου. Γράφει στον φίλο του Νικόλαο Δαμασκηνό. Είναι πια 76 χρονών, άρρωστος, ξέρει ότι το τέλος του είναι κοντά. Αναμνήσεις από όλη τη ζωή του, οι στόχοι, οι επιτυχίες, η επιθυμία του ν' αλλάξει τον κόσμο. Αναρωτιέται για το νόημα της ζωής, για τις δυνάμεις που κινούν την πορεία μας στον κόσμο. Γράφει: "Μεγαλώνοντας, κι ενώ ο κόσμος συνεχώς λιγοστεύει γύεω μου, συλλογίζομαι όλο και πιο συχνά αυτές τις δυνάμεις που μας σπρώχνουν μέσα στο χρόνο. Οι θεοί δεν νοιάζονται για τον δύστυχο άνθρωπο, που παλεύοντας προχωράει το δρόμο του πεπρωμένου του. Και του μιλούν τόσο λοξά και μπερδεμένα, που τελικά αναγκάζεται να ορίσει μόνος του τα νοήματα και τα μηνύματά τους".
Ίσως αυτές τις τελευταίες ώρες να θυμάται την τελευταία ομιλία που είχε με την κόρη του, όπως εκείνη την αναφέρει. "Πατέρα", ρώτησα, "άξιζε τον κόπο; Η εξουσία σου, η Ρώμη αυτή που έχτισες; Άξιζε όλους τους κόπους και τις θυσίες που αναγκάστηκες να κάνεις;" Ο πατέρας μου με κοίταξε ώρα πολλή πριν απαντήσει. Τέλος, απόστρεψε το βλέμμα του. "Πρέπει να πιστεύω ότι άξιζε", είπε. "Πρέπει κι οι δυο μας να το πιστεύουμε αυτό".
Το βιβλίο του Τζον Γουίλιαμς δεν προσφέρει μόνο ιστορική γνώση. Γίνεται για τον καθένα μας αφορμή να αναλογιστούμε πάνω στο νόημα της ζωής, στον αγώνα για δύναμη και εξουσία, στο τι θα έχουμε να αφήσουμε στον κόσμο με τον τελευταίο μας απολογισμό. 

 

Τετάρτη, Μαΐου 12, 2021

Πύλη εισόδου


 Μάρω Δούκα
Πύλη εισόδου
Πατάκης, 2019
Η Μάρω Δούκα είναι γνωστή, καταξιωμένη, πολυβραβευμένη συγγραφέας, που εδώ και σαράντα χρόνια με επιτυχία υπηρετεί την τέχνη της λογοτεχνικής γραφής. Έργα της όπως "Η αρχαία σκουριά", "Αθώοι και φταίχτες" κ.ά. είναι βιβλία που ξεχωρίζουν στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. 
Σε αντίθεση με τα περισσότερα έργα της που έχουν ιστορικό υπόβαθρο, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά  της, η "Πύλη εισόδου", όχι μόνο διαδραματίζεται στο παρόν, αλλά έχει και άμεση σχέση με τη σύγχρονη τεχνολογία. "Πύλη εισόδου", ο τίτλος. Αμέσως μας εισάγει στη σύγχρονη εποχή, στην κυριαρχία του διαδικτύου. Πύλη εισόδου, με άλλα λόγια είτε ο browser, ο τρόπος εισόδου δηλαδή στον αχανή κόσμο του διαδικτύου, είτε η πύλη εισόδου στο πιο διαδεδομένο, εύχρηστο και δημοφιλές διαδικτυακό μέσο επικοινωνίας, το face book.
Ένας απέραντος μονόλογος είναι ολόκληρο το βιβλίο. Μονόλογος μιας ηλικιωμένης Αθηναίας, της Αφεντούλας Μπακάλογλου, που αρχίζοντας από τον Ιανουάριο (2017) και καταλήγοντας  στον Αύγουστο, καταγράφει τις σκέψεις της, όπως (υποτίθεται) τις γράφει στο fb. Ποια είναι όμως η Αφεντούλα; Πουθενά στις ημερολογιακές της καταγραφές δεν εμφανίζεται μ' αυτό το όνομα. Συνήθως γράφει ως Αίθρα Βλαντή, αλλού "κοινοποιεί" ως Σεβαστή Μαρίνου. Και η Καίτη Καλή; Και η Πελαγία; Μήπως η Αίθρα Βλαντή επινόησε την Αφεντούλα ή μήπως η Αφεντούλα γράφει ως Αίθρα Βλαντή; Ή μήπως όλες, και προπάντων η κεντρική ηρωίδα, είναι αποκυήματα της συγγραφικής φαντασίας κάποιου Λακάν Λακάν που γράφει την εισαγωγή και τον επίλογο του βιβλίου; Σαφώς, νομίζω, η συγγραφέας υποδηλοί τον ανώνυμο και ψευδώνυμο κόσμο του διαδικτύου. Μπορείς εκεί να δηλώσεις όποιο όνομα θέλεις, μπορείς να υποδυθείς όποιο ρόλο επιθυμείς. Ενδεικτικοί και οι σύχρονοι όροι: Λάπτοπ, προφίλ, λάικ, τοίχος, κοινοποίηση, ανάρτηση, ουάου, καρδούλες κ.λπ. που ενσπείρονται στο μυθιστόρημα.
Όμως το βασικό πρόσωπο παραμένει η Αφεντούλα. Μια ηλικιωμένη, μοναξιασμένη Αθηναία, που καταγράφει συνειρμικά τις σκέψεις της. Γράφει για τις καθημερινές της ασχολίες, τη βόλτα στη λαϊκή, τον περίπατο στη γειτονιά. Για τις τρεις κόρες της, τις σχέσεις της μαζί τους, τα προβλήματά τους, για τον πεθαμένο σύζυγό της, για φίλους από τα παλιά και καινούριες γνωριμίες. Άλλοτε θυμάται την παιδική ηλικία, τους γονείς, τον τυραννικό πατέρα, τα όνειρά της να σπουδάσει που έμειναν όνειρα, τις παλιές γειτονιές της Αθήνας, τις αλλαγές που έφερε ο χρόνος, πολιτικά γεγονότα, τους μετανάστες. "Πολύ συγκινήθηκα που ξανάδα έπειτα από τόσα χρόνια την παλιά μου γειτονιά. Μεσημεράκι. Άκουγα να λένε ότι αναβαθμίστηκε, κι όμως δεν είχα το κουράγιο, την όρεξη, πες, να περπατήσω ως εκεί, να εξακριβώσω ιδίοις όμμασι. Και τι είδα; Την πίκρα είδα, την απελπισία, την εγκατάλειψη. Καμία σχέση ο δρόμος που μεγάλωσα και τα γύρω στενά μ' αυτό που έβλεπα". (...)"Εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα, από δω ξεκινούσα κάθε πρωί τόσο δρόμο ως την Πλάκα με την Αίθρα για το σχολείο, μ' αρέσει ή όχι, στη θέση της υπομονετικά πάντα η παλιά μου γειτονιά, στη θέση τους και τα χαλάσματα, τα ξέσκεπα, το πατρικό μας που γκρεμίστηκε για να χτιστεί στη θέση του το μελαγχολικό ξενοδοχείο".
Η Αφεντούλα έρχεται να ενώσει τη φωνή της με τις φωνές της Εκάβης και της Νίνας του Ταχτσή. Εκείνες μίλησαν για τη ζωή και τα πάθη μιας περασμένης για μας εποχής. Η Αφεντούλα εκπροσωπεί τη σύγχρονη, μοναξιασμένη γυναίκα του 21ου αιώνα.