Άρχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα της Τζόις Κάρολ Όουτς (Μεταίχμιο, 2004) με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για δυο κυρίως λόγους: πρώτα, γιατί μ' αρέσει η γραφή της, οι παράξενοι χαρακτήρες της, κυρίως οι γυνακείοι, η ψυχολογική ανάλυση και εμβάθυνση των ηρώων της. Και δεύτερο, γιατί είχα πολύ νωπή, από ένα ταξίδι του καλοκαιριού, την εικόνα των Καταρρακτών του Νιαγάρα, που ουσιαστικά πρωταγωνιστούν στο βίβλίο (διερωτώμαι, γιατί στην ελληνική μετάφραση ο τίτλος του πρωτοτύπου "The Falls" αποδόθηκε ως "Πίσω από τους Καταρράκτες". Θεωρήθηκε άραγε πιο εμπορικός;) Και είναι, πράγματι πολύ χαρακτηριστική μια φράση που διάβασα σε μια κριτική για το βιβλίο, που όχι χωρίς κάποια λανθάνουσα ειρωνεία, μας παροτρύνει:"Διαβάστε το φορώντας το αδιάβροχό σας". Νομίζεις πως τους βλέπεις, πως ακούς αυτό το αδιάκοπο βουητό, πως βλέπεις το λευκό πέπλο της ομίχλης που δεν είναι τίποτε άλλο από τα σταγονίδια που πετιούνται από τα εκατομμύρια τους τόνους του νερού. Οι καταράκτες είναι το κομβικό σημείο και τοπικά αλλά και θεματικά, γύρω από το οποίο όλα διαδραματίζονται.
Όμως το ενδιαφέρον με το οποίο είχα αρχίσει την ανάγνωση του βιβλίου σταδιακά μειωνόταν, για να φτάσω τελικά στο τέλος των 609 σελίδων με πολύ κόπο. Προσπαθώ να εξηγήσω το γιατί. Νομίζω πως η Όουτς έγραψε περισσότερα απ' όσα χρειάζονταν. Μου φαίνεται πως σκόπιμα είχε αποφασίσει να γράψει ένα ογκώδες μυθιστόρημα και όχι γιατί το απαιτούσε το θέμα της. Πολλές άχρηστες λεπτομέρειες, για παράδειγμα η λεπτομερής αναφορά στην ενδυματολογία των ηρώων της, πολλές επαναλήψεις, πολλά γεγονότα που δεν συνδέονται άμεσα με το θέμα της, που μοιάζουν σαν τυφλές πάροδοι στο κύριο ρεύμα της αφήγησης και που δεν οδηγούν πουθενά.
Αρχίζει προϊδεάζοντάς μας με το να παραθέσει ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο ενός γιατρού, που γύρω στο τέλος του 19ου αι. μιλούσε για τη νοσηρή επίδραση που ασκούν οι καταρράκτες, μια επίδραση που λέγεται "υδροψυχισμός", που αφαιρεί τη βούληση και οδηγεί στην αυτοκτονία.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με μια αυτοκτονία. Ένας νέος άντρας, ο Γκιλ Έρσκιν, Πρεσβυτεριανός ιερέας, το πρωί μετά την πρώτη νύχα του γάμου του, ρίχνεται στους Καταρράκτες και αυτοκτονεί. Βέβαια, δεν τον οδήγησε σ' αυτό το σημείο μόνο η νοσηρή σαγήνη του νερού. Την πρώτη γαμήλια νύχτα (η περιγραφή της και η ψυχολογία των ηρώων θυμίζει έντονα το "Στην Ακτή" του ΜακΓιούαν) διαπιστώνει την απέχθειά του στο γυναικείο σώμα και τις ομοφυλοφυλικές του τάσεις. Η νεαρή γυναίκα του, η Αρία, κόρη και αυτή μιας αυστηρά θρησκευόμενης οικογένειας, "η νεόνυμφη χήρα των Καταρρακτών", όπως την αποκάλεσε ο Τύπος, για μια βδομάδα δεν κάνει τίποτε άλλο παρά άγρυπνη, αμίλητη, να παρακολουθεί τις έρευνες για ανεύρεση του πτώματος, θα 'λεγε κανείς για να βεβαιωθεί για το θάνατο του συζύγου της. Όλο αυτό το διάστημα ένας δικηγόρος, ο Ντερκ Μπάρναμπι, επιτυχημένος στη δουλειά του, από γνωστή και πλούσια οικογένεια της περιοχής, γοητεύεται από την παράξενη, κοκκινομάλλα γυναίκα, την ακολουθεί στην πατρίδα της και μεταξύ τους αρχίζει μια έντονη ερωτική ζωή, που μέσα σε λίγες μέρες καταλήγει στο γάμο τους. Ένα παιδί, ο Τσάντλερ, γεννιέται μια-δυο βδομάδες πρόωρα και η Αρία δεν θα πάψει ποτέ να βασανίζεται από την αμφιβολία μήπως είναι παιδί της μοναδικής νύχτας που πέρασε με τον πρώτο σύζυγο (κάπως παράξενο μια και η σχέση δεν ολοκληρώθηκε...κανονικά!). Στη συνέχεια αποκτώνται δυο ακόμα παιδιά, ο Ρόγιαλ και η Τζούλιετ.
Η συγγραφική ματιά της Όουτς μετατοπίζεται τώρα σε άλλο θέμα. Στη χρησιμοποίηση των Καταρρακτών για παραγωγή ενέργειας, στη δημιουργία εργοστασίων και στα χημικά απόβλητα που μόλυναν την περιοχή με αποτέλεσμα αρρώστιες και θανάτους. Ο Ντερκ, επηρεασμένος από μια γυναίκα της οποίας ένα παιδί είχε πεθάνει και δυο άλλα είναι άρρωστα, αρχίζει μια δικαστική διαμάχη εναντίον ισχυρών παραγόντων της περιοχής. Αυτό όχι μόνο θα οδηγήσει στη διάλυση του γάμου του αλλά και στο θάνατό του.
Παρεμβάλλεται η εξέλιξη της ζωής των τριών παιδιών αλλά και της παράξενης, εκκεντρικής Αρίας, που παραμένει κεντρική ηρωίδα του βιβλίου. Η Αρία δεν είχε πάψει ποτέ να πιστεύει ότι "είναι καταραμένη". Κλειστή στον εαυτό της, νευρωτική, μεγαλώνει μόνη τα παιδιά της διδάσκοντας πιάνο. Διακατέχεται από φοβίες, δεν θέλει να έχει καμιά σχέση με την οικογένεια του συζύγου της και απαγορεύει κάθε μνεία του ονόματός του. Τα παιδιά μεγαλώνουν με προβληματικές σχέσεις μεταξύ τους και με τη μητέρα τους και μόνο στο τέλος, το 1978, αφού διανύθηκε ένα διάστημα 28 χρόνων από τότε που ξεκίνησε η ιστορία, επέρχεται ένα είδος κάθαρσης και δικαίωσης, όταν όλοι παρακολουθούν μια τελετή που γίνεται για να τιμηθεί η μνήμη του Ντερκ Μπάρναμπι, του οποίου ο αγώνας και ο άδικος χαμός δικαιώνεται τελικά.
Η περίπτωση της Όουτς είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Η γεννημένη το 1938 συγγραφέας, θεωρούμενη από τις πιο καταξιωμένες σύγχρονες λογοτεχνικές φωνές της Αμερικής, γράφει πάνω από ένα βιβλία το χρόνο, κατορθώνοντας να είναι σχεδόν όλα επιτυχίες. Ενδιαφέρον βιβλίο "Οι Καταρράκτες", πιστεύω όμως ότι θα μπορούσε να είναι πιο σφιχτοδεμένο, λιγότερο φλύαρο.