Δεν ξέρω ποια βιβλία ήταν υποψήφια για το βραβείο Booker το 2005, ούτε αν υπήρχαν καλύτερα από το "Η θάλασσα' του Τζων Μπάνβιλ (Καστανιώτης 2005, μετ. Τόνια Κοβαλένκο) που τελικά το πήρε. Μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα ότι το άξιζε. Και είναι από τις λίγες φορές που ένιωσα ότι θα ήθελα να το διαβάσω στο πρωτότυπο. Όχι γιατί υστερεί η μετάφραση της Κοβαλένκο, ίσα-ίσα πιστεύω πως καθόλου δεν προδίδει την ατμόσφαιρα και την ποιητικότητα του βιβλίου. Όμως, θα ήθελα να το διάβαζα στα Αγγλικά, παρ' όλες τις δυσκολίες που μια τέτοια ποιητική χρήση της γλώσσας θα μου δημιουργούσε, ακριβώς γιατί μεγάλο μέρος της γοητείας του βιβλίου έγκειται στη γλώσσα.
Ο αναγνώστης δεν πρέπει να αναμένει μια ενδιαφέρουσα ιστορία που η σημασία της έγκειται στην πλοκή και την εξέλιξη του μύθου. Υπάρχουν βέβαια κι αυτά. Υπάρχουν πρόσωπα και χαρακτήρες, υπάρχει υπόθεση, υπάρχει στο τέλος και μια ανατροπή που καθόλου δεν προαναγγέλλεται. Όμως, η μεγαλύτερη έμφαση μέσα από το μονόλογο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή δίνεται στην ενδοσκόπηση και τη μνήμη. Στις σκέψεις και τις αναμνήσεις του Μαξ Μέρντεν, που ηλικιωμένος πια, επιστρέφει σ΄ ένα παραθαλάσσιο χωριό, όπου περνούσε τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων, πενήντα χρόνια πριν. Όμως η μνήμη του λειτουργεί και για το πιο πρόσφατο παρελθόν, καθώς θυμάται τον πρόσφατο θάνατο της γυναίκας του μετά από αρρώστια ενός χρόνου.
"Δεν επρόκειτο να κολυμπήσω ξανά, ύστερα από εκείνη την ημέρα", μας λέει κιόλας στην πρώτη σελίδα. Ποια ήταν εκείνη η μέρα; Τι συνέβη; Θα το μάθουμε πολύ αργότερα, προς το τέλος του βιβλίου, όταν σχεδόν θα έχουμε ξεχάσει αυτή τη δήλωση. Οι σκέψεις του περιστρέφονται γύρω από ένα θερινό εξοχικό σπίτι που ονομαζόταν Κέδροι και που το νοίκιαζε η οικογένεια Γκρέις. Την οικογένεια αποτελούσαν οι γονείς και τα δυο παιδιά, οι δίδυμοι Μάιλς και Χλόη, με τα οποία ο αφηγητής αρχίζει να κάνει παρέα, παρ' όλη τη διαφορά της κοινωνικής τους τάξης. Καθώς θυμάται εκείνα τα καλοκαίρια, η σκέψη του σταματά σε σκηνές, σε λεπτομέρειες, σε συναισθήματα εκείνης της μακρινής εποχής. Στην έλξη που του ασκούσε η μητέρα Γκρέις αλλά και στη σχέση που ανέπτυξε -πρώτη νεανική αγάπη-με την κόρη, τη Χλόη. Μα πάνω απ' όλα, επιμένει στη λεπτομέρεια. "Δεν είναι περίεργο πώς γίνονται μόνιμοι κάτοικοι της μνήμης μας τα πιο φαινομενικά ανούσια πράγματα;", θα πει κάποια στιγμή. Και με άπειρες λεπτομέρειες θα μας περιγράψει μια εκδρομή στην ακρογιαλιά, ένα γαλατά και το αγρόκτημα στο οποίο πήγαινε ως παιδί, ένα όνειρο, το δάγκωμα στο χέρι από ένα σκυλί, ένα νεροβάρελο, το κήρυγμα πριν από την πρώτη του κοινωνία, ένα περίπατο στο πάρκο, τη δεξίωση του γάμου του, την επίσκεψη μαζί με τη γυναίκα του στο γιατρό και τη διάγνωση της μοιραίας της αρρώστιας.
Αλλού μιλάει για τα σημάδια της ηλικίας κι αλλού με μια διάθεση αυτογνωσίας προβαίνει σε μια ενδοσκόπηση γύρω από τον εαυτό του. "Η μνήμη απεχθάνεται την κίνηση, προτιμά να διατηρεί τα πράγματα σε ακινησία κι όπως τόσες άλλες αναμνήσεις μου, έτσι κι αυτή τη βλέπω σαν αποκρυσταλλωμένο στιγμιότυπο", θα πει πριν από μια άλλη του ανάμνηση.
Έτσι κυλάει όλο το βιβλίο. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι μόνο η αφορμή για να συλλογιστεί, και μαζί του κι εμείς, πάνω στους μηχανισμούς της μνήμης. Ακόμα και η "αθανασία" μας είναι θέμα μνήμης. "Κουβαλάμε τους νεκρούς μαζί μας μόνο μέχρι να πεθάνουμε κι εμείς κι έπειτα είμαστε εμείς που μεταφερόμαστε για λίγο νοερά κι ύστερα οι μεταφορείς μας πέφτουν κι αυτοί με τη σειρά τους κι έτσι συνεχίζονται οι γενιές μέχρι εκεί που δεν χωράει ο νους. Θυμάμαι την Άννα, η κόρη μας, η Κλερ, θα θυμάται την Άννα κι εμένα, ύστερα η Κλερ θα αποχωρήσει και θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θυμούνται εκείνη, μα όχι εμάς, κι αυτή θα είναι η ύστατή μας διάλυση. Πράγματι, κάτι δικό μας θα απομένει, μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, μια μπούκλα μαλλιών, μερικά αποτυπώματα, κάποια δικά μας μόρια στον αέρα του δωματίου όπου αφήσαμε την τελευταία μας πνοή, κι όμως, τίποτε από αυτά δεν θα είμαστε εμείς, αυτό που είμαστε κι αυτό που υπήρξαμε, παρά μόνο των νεκρών οι στάχτες"