Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

Έλλη Λαμπέτη-μια ζωή

Σπάνια βρίσκω βιβλίο που να με καθηλώσει, να με απορροφήσει πλήρως σε βαθμό που να εγκαταλείψω τα πάντα, να βυθιστώ με απόλαυση στο διάβασμά του και να μη σηκώσω κεφάλι μέχρι να το τελειώσω. Το παθαίνω (αραιά και πού) κυρίως με αληθινές ιστορίες, προπάντων όταν αφορούν γνωστά πρόσωπα. Ένα τέτοιο βιβλίο υπήρξε από την πρόσφατη εσοδεία η βιογραφία της Έλλης Λαμπέτη του Φρέντυ Γερμανού (Καστανιώτης, επανέκδοση, 2006). Δεν σχολιάζω τη λογοτεχνική γραφή του Φρέντυ, γνωστότατη και οικειότατη σε όλους όσοι διαβάζουν. Μιλάω για τη ζωή ενός ανθρώπου, μιας ηθοποιού που τη λατρέψαμε στις ταινίες της, που κάποιοι τυχεροί ανάμεσά μας πρόλαβαν να τη δουν στη σκηνή.
Ολόκληρη εποχή ζωντανεύει με το χαρακτηριστικό λόγο του Γερμανού, αλλά και με τις δεκάδες μονόχρωμες, καλλιτεχνικές φωτογραφίες και σκίτσα που συνοδεύουν σχεδόν κάθε σελίδα του βιβλίου. Απεικονίσεις όχι μόνο της ίδιας της μεγάλης ηθοποιού, αλλά και πολλών άλλων προσώπων που άγγιξαν τη ζωή της.
Η γέννησή της στο χωριό Βίλλια, η οικογένεια, η θεατρική και κινηματογραφική της πορεία, ο ερωτισμός, οι δεσμοί και οι γάμοι της, το πάθος για το θέατρο, οι θάνατοι στην οικογένεια, η πολύκροτη υπόθεση με τη μικρή Ελίζα και η δίκη, η ανάμιξη του ονόματός της με το "σκάνδαλο της βίλας", η δική της επώδυνη αρρώστια και η πορεία προς το τέλος στα 57 μόλις χρόνια της, και πάνω απ' όλα οι θεατρικοί ρόλοι τους οποίους ερμήνευσε, ζωντανεύουν με τρόπο μοναδικό. Δεν διαβάζουμε πια, συνεπαρμένοι θεατές παρακολουθούμε με κρατημένη την ανάσα την παράσταση μιας ζωής και μιας εποχής. Η "Πεγκ, καρδούλα μου", η "Αντιγόνη" του Ανούιγ, ο "Ματωμένος γάμος", ο "Γυάλινος κόσμος, το "Νυφικό κρεβάτι", η "Δεσποινίς Μαργαρίτα" και τέλος η κωφάλαλη Σάρα των "Παιδιών ενός κατώτερου Θεού", πόσοι και πόσοι ρόλοι, πόσες θεατρικές ηρωίδες! Τανίες αγαπημένες όσες φορές κι αν τις δούμε: Το κορίτσι με τα μαύρα, Το κυριακάτικο ξύπνημα, Η κάλπικη λίρα, το τελευταίο ψέμα...
Μια γλυκόπικρη γεύση μου έμεινε κλείνοντας το βιβλίο. Ξανάζησα ωραίες στιγμές του θεάτρου και του κινημτογράφου, αλλά και τις δραματικές στιγμές μιας πολύπλαγκτης ζωής κι ενός οδυνηρού θανάτου.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Ο Γαλάζιος Δράκοντας


Η Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου, με αρκετά πλούσιο λογοτεχνικό έργο στο ενεργητικό της, μυθιστορήματα εκδομένα από την «ΑΓΚΥΡΑ» (Ο ψίθυρος του δάσους, Το ταξίδι της καρδιάς μας, Το πεπρωμένο μιας ζωής), τη συλλογή διηγημάτων Όλου του κόσμου τα παιδιά από τον Πατάκη και άλλα ακόμα έργα, μας έδωσε πρόσφατα το μυθιστόρημα νεανικής λογοτεχνίας Ο Γαλάζιος Δράκοντας, αυτή τη φορά εκδομένο στην Κύπρο από τις εκδόσεις «Εν τύποις».
Στηριγμένη σε στοιχεία και πληροφορίες που αντλούσε από εφημερίδες της Σρι-Λάνκα και που της μετέφραζε η Σριλανκέζα Μανόρη, αλλά και μέσα από αφηγήσεις της ίδιας κοπέλας, μας έδωσε ένα μυθιστόρημα που όχι μόνο απεικονίζει τη φοβερή θεομηνία που έπληξε τη χώρα αυτή το 2004, το τσουνάμι, αλλά μας μεταφέρει και τον τρόπο ζωής, το χαρακτήρα, τις συνήθειες, γενικά τη φυσιογνωμία αυτού του φτωχού, αλλά αισιόδοξου και αξιοπρεπούς λαού.
Κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος μια οικογένεια: πατέρας, μητέρα, γιαγιά και τρία παιδιά. Η μέρα της φοβερής καταστροφής, 26 Δεκεμβρίου 2004, βρίσκει την οικογένεια χωρισμένη. Ο πατέρας, όπως κάθε μέρα, από νωρίς στο ψάρεμα, η μητέρα σε κάποια άλλη δουλειά, ενώ τα δυο μικρότερα αδέλφια πάνε για να αποχαιρετήσουν κάποιους φίλους τους που ξεκινάνε για μια εκδρομή. Έτσι, η συγγραφέας δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ετοιμάζει το σκηνικό, για να μας περιγράψει μέσα από διάφορες οπτικές την αναπάντεχη, πρωτοφανή τραγωδία της χώρας, την οποία έντεχνα έχει προοικονομήσει. Σκηνές που όλοι είδαμε ξανά και ξανά να προβάλλονται στην τηλεόραση, παίρνουν με τη λογοτεχνική τους αποτύπωση τη μονιμότητα και τη διαχρονικότητα του γραπτού λόγου: Παιδιά που ενώ έπαιζαν ξέγνοιαστα στην ακρογιαλιά, τώρα τρέχουν έντρομα να σωθούν. Παιγνιδιάρικα κύματα μετατρέπονται στον γαλάζιο δράκοντα που ξεβράζει στην ακτή τα πάντα και απειλεί να καταπιεί τα πάντα. Τρόμος, αγωνία, αλλά και θάρρος, ψυχραιμία, αλτρουισμός, αλληλοβοήθεια χαρακτηρίζουν τα παιδιά-ήρωες της Γιόλας. Κάποια θα χαθούν, τα περισσότερα θα επιζήσουν και μαζί με τις οικογένειές τους θα προσπαθήσουν να ξαναφτιάξουν από την αρχή τη ζωή τους.
Διάσπαρτες στο βιβλίο βρίσκουμε πολλές πληροφορίες για τη χώρα. Για τα επαγγέλματα, τις ασχολίες των παιδιών, τα έθιμα, τη θρησκεία. Χριστιανοί και βουδιστές συμβιώνουν ειρηνικά, πάνε στα ίδια σχολεία, πλήττονται εξίσου από τη συμφορά και κοινός γίνεται ο αγώνας για την επιβίωση. Έμμεσα το βιβλίο δίνει στα παιδιά το καλύτερο μάθημα ανεξιθρησκίας, ανοχής του διαφορετικού και πανανθρώπινης αγάπης.
Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται ως « Σύγχρονη νεανική λογοτεχνία». Πιστεύω ότι ο ηλικιακός διαχωρισμός «παιδική» ή «νεανική» λογοτεχνία είναι κάπως συμβατικός. Ένα καλογραμμένο βιβλίο δεν γνωρίζει ηλικιακούς χαρακτηρισμούς, άνετα μπορεί να διαβαστεί από όποιον αγαπά το διάβασμα και τη λογοτεχνία. Και τέτοιο είναι το βιβλίο «Ο γαλάζιος δράκοντας».

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Μια συλλογή διηγημάτων από την Κύπρο

Κώστα Λυμπουρή, «Προσωρινά κλειστό», διηγήματα, εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 2006

Παρόλο ότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται από ένα αγχώδη, βιαστικό ρυθμό ζωής,
προσιδιάζοντα σ’ ένα εξίσου βιαστικό και με προτίμηση στα σύντομα κείμενα αναγνωστικό ρυθμό, εντούτοις η συνοπτικότητα του διηγήματος, σε αντίθεση με το απαιτητικό, πολύωρο, συνεχές διάβασμα του μυθιστορήματος δεν ασκεί, όπως θα περίμενε κανείς, ιδιαίτερη έλξη στο αναγνωστικό κοινό. Κι όμως, ένα ωραίο διήγημα δεν παύει πέρα από γοητευτικό και απολαυστικό, να είναι και χρηστικά πρακτικό, καθώς μπορεί να διαβάζεται μέσα σε λίγο χρόνο. Μια συλλογή διηγημάτων μπορεί να διαβάζεται διακεκομμένα, όποτε έχουμε καιρό. Αν και, μια αξιόλογη συλλογή, όπως αυτή του Κώστα Λυμπουρή, σε παρασύρει να τη διαβάσεις χωρίς διακοπή, σαν να διάβαζες ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα.
Δεκαέξι διηγήματα την αποτελούν. Αντλημένα όλα από την πρόσφατη, επώδυνη ιστορία του τόπου μας, γέννημα μιας βαθιάς και γνήσιας αγάπης για τον τόπο, για την παράδοση, για τους ανθρώπους αυτής της γης, έκφραση ευαισθησίας και πίστης στην ειρηνική συμβίωση, φαίνεται (παρόλο ότι είναι η πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του γνωστού από άλλες εργασίες του συγγραφέα), να κυοφορούνταν και να ωρίμαζαν καιρό πολύ μέσα του, πριν βγουν στο φως.
Οι ήρωές του, ατόφιο γέννημα της κυπριακής γης, διακρίνονται για την άκρα αθωότητά τους, που συχνά τους καθιστά «σαλούς», διακατεχόμενους από την ιερή τρέλα. Θύματα των περιπετειών της ζωής, παράξενοι κι απροσάρμοστοι, κυκλοφορούν πράοι και άκακοι ανάμεσά μας. Ο Μάριος, με σαλεμένο το μυαλό από τραυματικές εμπειρίες της εισβολής του 1974, φτιάχνει ροδόσταγμα και με τις «μερρέχες» του ραντίζει όποιον συναντά. Ο Αντρίκκος αγωνίζεται όλη νύχτα να στυλώσει τους «αόρατους», τα πολύκλαδα, χαμηλά κυπαρίσσια που σχημάτιζαν αψίδα στο δρόμο προς τον Απόστολο Ανδρέα, για να μην περάσουν από κάτω θριαμβευτές οι Τούρκοι. Ο γερο-Ηλίας, που κουβεντιάζει με τον αγνοούμενο γιο του σαν να είναι ακόμα ζωντανός, καίει την έκθεση των επιστημόνων που πιθανόν να επιβεβαίωνε το θάνατο του γιου του. Τρεις μάνες κάνουν οι ίδιες εκταφή λειψάνων, για να ευαισθητοποιήσουν τους αρμοδίους. Πολλοί άλλοι τύποι, ένας παράξενος δάσκαλος, που σαν μπήκαν οι Τούρκοι αγωνίστηκε μόνος να σώσει το Καράβι της Κερύνειας και ζει τώρα με τις αναμνήσεις της ομορφιάς της πόλης, ο χορευτής του πηλού, η τρελο-Άρτεμη, ο γερο-Χριστόδουλος με το γαϊδούρι του, όλοι χαρακτήρες ολοζώντανοι, περιδιαβάζουν στη σκέψη μας ώρες και μέρες αφότου κλείσουμε το βιβλίο.
Ιδιαίτερα αξίζει να σχολιαστεί η τεχνική των διηγημάτων του Λυμπουρή. Διατηρούν την κλασική φόρμα του διηγήματος, πολύ συχνά όμως χρησιμοποιείται το flash-back, η αναδρομή στο παρελθόν, είτε ως τριτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα είτε ως ενδόμυχες σκέψεις του ήρωα. Ιδιαιτερότητα διακρίνει και τους επιλόγους, πολλούς από τους οποίους χαρακτηρίζει το εξωλογικό στοιχείο. Για παράδειγμα, από τον τάφο της «αρχόντισσας» ακούγονται τα βράδια μικρασιάτικα τραγούδια. Εκεί που θάφτηκαν τα κόκαλα του αγνοούμενου αθλητή, οι τριανταφυλλιές παίρνουν ένα υπερφυσικό ύψος. Η μαύρη μαντίλα της μάνας λύνεται ξαφνικά και ανεξήγητα την ώρα που πεθαίνει ο γιος της.
Από τα διηγήματα δεν λείπει ούτε η λεπτή ειρωνεία. Στο διήγημα «Το φεστιβάλ» σατιρίζεται η προσποιητή, επιφανειακή, τεχνητή συντήρηση της παράδοσης, καθώς και η υποκρισία και ο καιροσκοπισμός των πολιτικών, σε αντιδιαστολή με τη γνησιότητα που ενσαρκώνει ο γερο-Χριστόδουλος. Η ειρωνεία, μαζί με τη διακωμώδηση του παραλογισμού των πολέμων, των στρατών και του διαχωρισμού των ανθρώπων, συνδυασμένα με τον έρωτα, την ευαισθησία, την αγνότητα των νέων, δίνεται σ’ ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής, το «Στην πράσινη γραμμή». Εξίσου ψηλά στην προτίμησή μου στέκεται και το διήγημα «Οι φοινικιές». Μέσα σε λίγες σελίδες απεικονίζεται μια χαρακτηριστική γειτονιά της Λευκωσίας, αναβιώνουν παιδικές μνήμες, αναπολείται μια άλλη, ειρηνική ζωή, παρεμβαίνει το φυλετικό μίσος, αλλά επιλογικά και συμβολικά σμίγουν « η ψαλμωδία από τη διπλανή εκκλησιά και η φωνή του χότζα από τον απέναντι μιναρέ».

Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006

Ο μωβ μαέστρος

Τη Σοφία Νικολαΐδου την ήξερα μόνο από τη θαυμάσια διαδικτυακή πύλη που διατηρεί μαζί με την Τερέζα Γιακουμάτου (www.netschoolbook.gr)καθώς και το ομότιτλο (Διαδίκτυο και διδασκαλία) βιβλίο (Κέδρος,2001). Όμως λογοτεχνικά πρώτη φορά τη συναντώ τώρα, στον "Μωβ μαέστρο". Και δεν μου άρεσε. Δεν ξέρω γιατί το έγραψε. Τι ήθελε να δείξει; Τον κόσμο της νύχτας στη Θεσσαλονίκη; Ένα κόσμο που λίγο πολύ είναι ίδιος παντού. Τις χαλασμένες οικογενειακές σχέσεις; Καμιά πρωτοτυπία. Την άφιξη μεταναστών στην Ελλάδα; Πάλι κοινότοπο θέμα. Ένας ιδιοκτήτης δυο νυχτερινών κέντρων πεθαίνει. Tα δυο κέντρα τα αφήνει κληρονομιά στην κόρη του, που ούτε στα τελευταία του δεν πήγε να τον δει. Τον λόγο της μεταξύ τους έχθρας δεν κατάλαβα, ίσως να αφαιρούμουν πότε-πότε καθώς διάβαζα. Η μάνα είχε πεθάνει πριν, βυθισμένη στην κατάθλιψη. Η κόρη, η Λίζα, τριαντατετράχρονη μαθηματικός, αποφασίζει να κρατήσει τα μαγαζιά, με τη βοήθεια ενός παλιού φίλου του πατέρα, του δικηγόρου Σουγλέ, ενός Ρώσου που τους προμήθευε ουίσκι και όπλα, και του μπάρμαν, του επιλεγόμενου Μωβ, επειδή κάποτε από το πολύ όπιο που είχε πιει μια φορά, τα έβλεπε όλα μωβ. Δυο άλλες γυναικείες μορφές, η Μπίλλυ, κάτι σαν οικονόμος του σπιτιού και η Ταμάρα, οικιακή βοηθός και πρώην γυναίκα του Ρώσου, συμπληρώνουν τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας. Α, ναι και ο Ψυ, ο ψυχίατρος τον οποίο η Λίζα συναντά δυο φορές τη βδομάδα για δύο χρόνια. Η Λίζα ερωτεύεται τον Μωβ, κάνει όμως ένα γρήγορο σεξ με τον Ρώσο! Και η ιστορία τελειώνει αισιόδοξα, με τη Λίζα στο Παρίσι. Αν έχει κάποια αξία το βιβλίο της Νικολαΐδου, αυτό πιστεύω είναι η γλώσσα και το ύφος. Γλώσσα (ιδίως στους διαλόγους)-αποτύπωμα του σύγχρονου ιδιόλεκτου του κόσμου τον οποίο περιγράφει, φράση σύντομη, κοφτή, λαχανιαστή, κι ίσως ήταν αυτό που μ' έκανε να φτάσω το βιβλίο ως το τέλος.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2006

Αστυνομικό μυθιστόρημα, μαθηματικά και λογοτεχνία

Αν και στο σχολείο δεν ήμουν ξεφτέρι στα μαθηματικά, πάντα ασκούσαν σε μένα μια γοητεία. Που στις μέρες μας, με την εμπλοκή τους στη λογοτεχνία, αύξησαν ακόμα περισσότερο την έλξη που μου ασκούσαν. Εκτός από το "Θεώρημα του παπαγάλου" του Ντενί Γκετζ, είχα πέρσι απολαύσει και τα "Μαθηματικά επίκαιρα" του Τεύκρου Μιχαηλίδη. Έτσι, με πολλή χαρά είδα την έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του, "Πυθαγόρεια εγκλήματα" (Πόλις, 2006). Το διάβασα μέσα σε δυο μέρες. Γραφή απλή, ξεκάθαρη, διαυγής, ακόμα κι όταν διατυπώνει μαθηματικά προβλήματα (πώς αλλιώς θα μπορούσε να γράψει ένας μαθηματικός;) Οι δυο λογοτεχνικοί του ήρωες, ο Μιχαήλ Ιγερινός και ο Στέφανος Κανταρτζής, δυο μαθηματικοί, κινούνται σ' ένα απόλυτα τεκμηριωμένο ιστορικά, υπαρκτό πλαίσιο. Στην αρχή κάπως μπορεί να συγχιστεί ο αναγνώστης. Αρχίζει με ένα σύντομο "πρελούδιο", χρονικά τοποθετημένο στη σχολή του Πυθαγόρα, ακολουθεί ένα επίσης σύντομο κεφάλαιο στο οποίο πληροφορούμαστε τον αιφνίδιο θάνατο του Στέφανου και στη συνέχεια βρισκόμαστε στο Παρίσι του 1900. Τότε, παρακολουθώντας τις εργασίες ενός διεθνούς συνεδρίου μαθηματικών, είχαν γνωριστεί και είχαν γίνει φίλοι οι δυο νέοι. Από κει και πέρα ξεχνάμε και τους Πυθαγόρειους και το θάνατο του Κανταρτζή. Θα περιπλανηθούμε στο Παρίσι, θα τριγυρίσουμε στα μπιστρό, στο Μουλέν Ρουζ και στην Μονμάρτρη, θ' ακούσουμε μαθηματικές συζητήσεις και προβλήματα, θα γνωρίσουμε μαθηματικούς όπως τον Χίλμπερτ, τον Πουανκαρέ και τον Πεάνο, θα δούμε τον Τουλούζ Λωτρέκ και τον Πικάσο. Με απαράμιλλη τέχνη, χωρίς λογοτεχνικές περικοκλάδες, ο Τεύκρος Μιχαηλίδης μας μεταφέρει όλη τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, τις πνευματικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις των αρχών του νέου αιώνα. Με την ίδια μαθηματική συντομία και σαφήνεια θα παρακολουθήσουμε τον ήρωά του στο γυρισμό στην Ελλάδα και τη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Τα "ευαγγελικά", οι Βαλκανικοί πόλεμοι, οι Βενιζελικοί και οι Βασιλόφρονες, η καταστροφή της Σμύρνης, δίνονται σύντομα και λιτά, καθορίζοντας το χρονικό πλαίσιο της ζωής των ηρώων του. Θα φτάσουμε στη σ. 212, λίγο πριν το τέλος του μυθιστορήματος, για να ξανασυνδεθούμε με την αρχή, με το θάνατο του Κανταρτζή, που θα αποδειχτεί ότι ήταν δολοφονία. Και τα μαθηματικά; Τα άφησα τελευταία να τα σχολιάσω. Με συγγραφική πονηριά ο Μιχαηλίδης μας εισάγει στον κόσμο των μαθηματικών, μας πληροφορεί για στοιχεία της ιστορίας των μαθηματικών, κατορθώνει να μας προκαλέσει το ενδιαφέρον γι' αυτή την "επιστήμη των επιστημών". Αλγόριθμος, απειροστικός λογισμός, πολυωνυμικές εξισώσεις, αξιωματικό σύστημα και άλλα παρόμοια, μπορεί να μην είναι...και το καλύτερό μου, αλλά συνέλαβα τον εαυτό μου να γοητεύεται από τις μαθηματικές συζητήσεις. Για παράδειγμα, ένα απλό πρόβλημα που τίθεται στη συντροφιά:"Με ποια κανονικά πολύγωνα μπορούμε να γεμίσουμε το επίπεδο;" Τα μαθηματικά στάθηκαν η αιτία μιας δολοφονίας στην αρχαιότητα, τα μαθηματικά θα οδηγήσουν στο έγκλημα και στο μυθιστόρημα του Μιχαηλίδη. Ένα βιβλίο-ιδανικό δώρο σε μαθηματικούς που διαβάζουν λογοτεχνία και όχι μόνο βέβαια.

Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2006

Το "Σουέλ" της Ιωάννας Καρυστιάνη

Αν και ο παράξενος, ακατανόητος (πριν διαβάσω το βιβλίο) τίτλος δεν με ενέπνεε καθόλου, το όνομα της συγγραφέως ήταν αρκετό για να αγοράσω το βιβλίο. Έχοντας διαβάσει και τα τρία προηγούμενα μυθιστορήματά της ήμουν σίγουρη ότι δεν θα με απογοήτευε. Και δεν με απογοήτευσε. Βέβαια, ψηλά στην προτίμησή μου εξακολουθεί να παραμένει το "Κουστούμι στο χώμα", αλλά και το "Σουέλ" έχει πολλές λογοτεχνικές αρετές. Έχω διαβάσει δυο κριτικές ήδη, μια στα "Νέα" (27/10/2006), που δεν του βρίσκει κανένα ψεγάδι (εκτός ίσως τη θέση των γυναικών στο έργο) και στην "Καθημερινή" (21/11/2006), που του βρίσκει πολλά τρωτά. Η δική μου άποψη είναι κάπου ανάμεσα. Το "Σουέλ" (που σημαίνει βουβό κύμα) είναι ένα αφιέρωμα, θα έλεγα, στους Έλληνες ναυτικούς, στον αγώνα με τη θάλασσα, στην αγάπη της θάλασσας, στοιχείο σύμφυτο με τον Ελληνισμό. Για μήνες ταξιδεύουμε στο φορτηγό ATHOSIII με καπετάνιο τον Μήτσο Αυγουστή, έναν 75χρονο θαλασσόλυκο, που έχει 12 χρόνια να πατήσει στεριά. Από λιμάνι σε λιμάνι της Άπω Ανατολής κυρίως, φορτώνουμε και ξεφορτώνουμε εμπορεύματα, ακούμε τις κουβέντες των ναυτικών, ζούμε με τον γέρο καπετάνιο, την αχώριστη γάτα του και τον πιστό, αφοσιωμένο μάγειρα, ένα γεροντοπαλίκαρο που μαγειρεύει λες για πρώτης τάξεως εστιατόριο. Η εταιρεία ζητάει επίμονα από τον Αυγουστή να γυρίσει, να αφυπηρετήσει επιτέλους, το ίδιο ζητάει και η γυναίκα του (με την οποία είχε φτάσει στα πρόθυρα διαζυγίου και παρά τα τρία παιδιά τους δεν τους ενώνει τίποτα) που καταφθάνει μια μέρα ξαφνικά στην Ιαπωνία για να τον μεταπείσει. Μάταια όμως. Το μόνο που ανακαλύπτει η Φλώρα είναι ότι ο καπετάνιος είναι πια τυφλός. Κανένας δεν το έχει πάρει είδηση. Δεν ξέρω πόσο πειστικό ακούγεται, αφού συνεχίζει για μήνες να κυβερνάει το καράβι, καταφέρνει ακόμα και να το οδηγήσει με την όπισθεν, όταν η προπέλα παθαίνει βλάβη! Ας μην αποκαλύψω και το άλλο μυστικό που κρύβει η επιβίβαση στο πλοίο ενός νέου ναυτικού και που θα συμβάλει στην απόφαση του καπετάνιου να "αποστρατευτεί" επιτέλους. Η ζωή των ναυτικών απασχόλησε την Καρυστιάνη και στην "Μικρά Αγγλία", αλλά εκεί υπήρχε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και η στεριά. Εδώ η στεριά είναι μόνο στις αναμνήσεις και στις κουβέντες των ναυτικών. Είναι σελίδες που μοιάζουν με "προσκλητήριο" ναυτικών (π.χ. σ.141) και καταγραφή της πορείας της ζωής ή του θανάτου τους. Άλλες σελίδες (238-39) μας αραδιάζουν λιμάνια και εμπορεύματα, ενώ ο εξωσυζυγικός δεσμός του με μια κοπέλα από την Ελευσίνα που κρατάει εδώ και σαράντα χρόνια, διανθίζουν το βιβλίο με λυρικά κομμάτια- επιστολές που απευθύνονται στο γιο του (στο βιβλίο με κυρτά γράμματα και πρωτοπρόσωπη γραφή), πράγμα που ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει αμέσως. Είναι η εξιστόρηση ενός έρωτα, είναι η έκφραση των συναισθημάτων της γυναίκας που αγαπά και περιμένει, στο περιθώριο της επίσημης συζυγικής και οικογενειακής ζωής. Κάπως απίθανο, βέβαια, μια αμόρφωτη κοπέλα να εκφράζεται όπως την παρουσιάζει η Καρυστιάνη, αλλά "λογοτεχνική αδεία" ας το δεχτούμε. Η ένστασή μου είναι κυρίως για το τέλος του μυθιστορήματος, που καταντάει μελό. Θα προτιμούσα να αφήσει τον γέρο καπετάνιο, που τόσο ωραία ζωγράφισε, αν όχι στο καράβι του, τουλάχιστον στο αεροπλάνο που τον γύριζε στην πατρίδα. Από κει και πέρα το μυθιστόρημα νομίζω χάνει, στην προσπάθεια της συγγραφέως να δώσει ένα happy end.
Το ύφος της Καρυστιάνη, γοητευτικό όπως πάντα, δεν σηκώνει επιπόλαιο διάβασμα, απαιτεί την προσοχή του αναγνώστη. Η αοριστία του προσώπου που μιλά διαπλέκεται με εσωτερικό μονόλογο, με διάλογο, με ανάμνηση, το πρώτο με το τρίτο πρόσωπο. Ένα δείγμα:"Στην τραπεζαρία των αξιωματικών δεν άγγιξε το πιάτο του και ο Σιακαντάρης που παραφύλαγε τα βλέμματα και τα επιφωνήματα επιδοκιμασίας των αντρών για το χταπόδι με το κοφτό μακαρονάκι, κάθισε κοντά του, βαρέθηκε την ερμητική σιωπή του, πέταξε κάτι για τη δική του μαμά, μ' αρέσει να κόβω το κρέας μερίδες, έλεγε η κυρά-Δέσποινα, θεός σχωρέσ' την και, το δεξί χεράκι του αρνιού έχει πιο νόστιμο ψαχνό, καμία αντίδραση από τον άλλο, πού να βρω τώρα φράουλες κι αυτά τα κοριτσίστικα φρούτα που σ΄αρέσουνε, απολογήθηκε, στείλε μου αργότερα κάτι, τον καταδέχτηκε επιτέλους ο Αυγουστής με τον καινούργιο, το τόνισε αυτό και σηκώθηκε".

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006

Η καλοσύνη των ξένων

Γύρισα απ' την Αθήνα έχοντας διαπιστώσει (όχι για πρώτη φορά) ότι πια δεν είμαι 18 χρονών, αλίμονο, ούτε 28, με μια ελαφριά "τενοντίτιδα" και με διαβασμένο το τελευταίο βιβλίο του Τατσόπουλου "Η καλοσύνη των ξένων" (Μεταίχμιο, 2006). Εκτός από την "Καρδιά του κτήνους", δεν είχα διαβάσει άλλο βιβλίο του. Μου άρεσε η "Καλοσύνη". Μου αρέσουν οι αληθινές ιστορίες και "μια αληθινή ιστορία" είναι ο υπότιτλος του βιβλίου. Θα έλεγα ότι αποτελεί την αυτοβιογραφία του Τατσόπουλου, αν δεν ήταν τόσο νέος (47 χρονών) και αν το βιβλίο δεν ήταν γεμάτο με χίλια δυο άλλα στοιχεία πέραν των αυτοβιογραφικών. Βέβαια, το κύριο θέμα είναι η αποκάλυψη τόσο για τον ίδιο όσο και για μας, του γεγονότος ότι ήταν υιοθετημένο παιδί. Το όλο θέμα αντικρίζεται ανάλαφρα, εύθυμα, με χιούμορ θα έλεγα. Δεν μας το παρουσιάζει σαν ένα συγκλονιστικό γεγονός που αναστάτωσε τη ζωή του, έστω κι αν θέλησε, όπως όλοι οι υιοθετημένοι, να βρει τη φυσική του μητέρα, όχι και τον πατέρα, μια και ήταν εξώγαμο παιδί και θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Ίσως, επειδή τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε σε ίδρυμα και αργότερα σε ανάδοχη οικογένεια, κατά βάθος να υποψιαζόταν την αλήθεια, που επιβεβαιώθηκε στα 19 του χρόνια. Όμως, το βιβλίο δεν περιορίζεται στο θέμα της υιοθεσίας, παρόλο που διαρκώς επανέρχεται σ' αυτό. Γράφει για τις σπουδές του, για τα πρώτα του κείμενα, για τη συνάντησή του με τον Σαμαράκη, για λογοτεχνία και για ταινίες, για αναμνήσεις και διαβάσματα, για φιλίες, για πρόσωπα και γεγονότα των τελευταίων 40 χρόνων, για τα ετεροθαλή του αδέλφια και τη ζωή τους στα ιδρύματα, για το παιδομάζωμα και τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, για τη λογοτεχνική του πορεία και τους φίλους του, ακόμα και για ένα ταξίδι στην Ονδούρα. Ειρωνικός, ενίοτε αυτοσαρκαστικός, αλλά εν γένει απολαυστικός, δίνει ένα καινούργιο λογοτεχνικό είδος, μια γραφή που μοιάζει να την τραβά συνειρμικά η μνήμη από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, μια γραφή που σφύζει από ζωή αληθινή.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Αθήνα, έρχομαι!

Αύριο πάω στην Αθήνα. Πόσες φορές έχω πάει ως τώρα; Δεκάδες. Κι όμως, η ανάμνηση εκείνων των έντονων συναισθημάτων της πρώτης φοράς, όταν, δεκαοχτάχρονοι έφηβοι, πηγαίνοντας για να σπουδάσουμε, την αντικρίζαμε για πρώτη φορά απ' το κατάστρωμα ενός πλοίου (ουσιαστικά βέβαια τον Πειραιά) δεν λέει να φύγει. Σαν μυρωδιά από ένα παλιό άρωμα στο ντουλάπι μας που κρατάει ακόμα, κάθε φορά οι αναμνήσεις και η συγκίνηση ζωντανεύουν. Για μας, την "παλιά φρουρά", όπως λέει και ο Καίσλερ, για μας που μεγαλώσαμε με το όραμα της Ένωσης, που ο Εθνικός Ύμνος και η γαλανόλευκη μας φέρνουν ακόμα δάκρυα στα μάτια, για μας που ζήσαμε αντί της πραγματοποίησης του ονείρου την ίδρυση ενός "ανεξάρτητου" κράτους, η Αθήνα εξακολουθεί να είναι η ανέφικτη ουτοπία. Κι ας έχουν αλλάξει τόσα πράγματα από τότε. Η Αθήνα δεν είναι ό, τι ήταν τότε. Τις ζούμε, τις ξέρουμε τις αλλαγές, μια και τώρα έχουμε πολύ πιο συχνή επαφή. Για μας όμως η Αθήνα διατηρεί ακόμα κάτι απ' το ιδανικό που ονειρευτήκαμε, στην ατμόσφαιρά της πλανιέται ακόμα κάτι απ' την ανεμελιά και την αισιοδοξία της νιότης μας, συναισθήματα που δεν μπορούν να νιώσουν ούτε όσοι γεννήθηκαν και ζουν εκεί, ούτε και η νεότερη γενιά των παιδιών μας. Θα πάω, λοιπόν, αύριο στην Αθήνα. Θα τριγυρίσω στους δρόμους της (μερικοί δεν άλλαξαν καθόλου), θα περάσω ώρες στα βιβλιοπωλεία, θα δω θέατρο, θα συναντηθώ με φίλους. Για άλλη μια φορά μέσα από το παρόν θ' αναζητήσω και θα ξαναζήσω το παρελθόν, αυτό το παρελθόν που μας έχει σημαδέψει για πάντα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

Ξαναδιαβάζοντας ένα παλιό βιβλίο

Τι αναγνωστική ευδαιμονία, τι ξέπλυμα της ψυχής από την ανία και την κενότητα των prada, versace και λοιπών ανάλογων συνομοταξιών, τι ευφροσύνη να βυθίζεσαι στην ανάγνωση ενός βιβλίου όπως "Το μηδέν και το άπειρο" του Άρθουρ Καίσλερ! Δεν ξέρω γιατί επίμονα μου είχε κολλήσει εδώ και μέρες η ιδέα να ξαναδιαβάσω αυτό το βιβλίο. Την πρώτη φορά που το διάβασα (εδώ και ...μερικές δεκαετίες) το είχα δανειστεί, δεν ήταν δικό μου. Δεν ήξερα καν αν κυκλοφορεί. Κι όμως το βρήκα. Και το ξαναδιάβασα, όχι μόνο πιο ώριμη, αλλά και με εντελώς διαφορετικές συνθήκες, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, Κι όμως, αυτό το βιβλίο, γραμμένο το 1949 και αναφερόμενο στις δίκες της Μόσχας της δεκαετίας του '30, εξακολουθεί να προκαλεί το ίδιο ενδιαφέρον στον αναγνώστη, κι ας έχουν αλλάξει τόσα πράγματα από τότε. Όπως κάθε μορφή αληθινής τέχνης, αγγίζει ερωτήματα και θέτει προβληματισμούς που ανάγονται στη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου. Το έργο τοποθετείται χρονικά στα 1938. Αρχίζει με τη σύλληψη του Ρουμπασόφ, ενός αγωνιστή της "παλιάς φρουράς", απ' αυτούς που έφαγαν τη ζωή τους στους αγώνες, στις φυλακίσεις, στα βασανιστήρια, μιας θρυλικής μορφής της ρωσικής επανάστασης. Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από την επανάσταση. Η χώρα δεν αναφέρεται ποτέ με το όνομά της, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι πρόκειται για τη Ρωσία. Το ίδιο και ο Πρώτος, που ολοφάνερα υποδηλοί τον Στάλιν. Ο Ρουμπασόφ κατηγορείται για αντιπολιτευτική και αντεπαναστατική δραστηριότητα. Πριν από τη δημόσια δίκη του, γίνεται η ανάκριση, με σκοπό να τον κάνουν να ομολογήσει. Αναμνήσεις από το παρελθόν, όταν ο ίδιος συμπεριφερόταν σε συντρόφους του όπως τώρα συμπεριφέρονται σ' αυτόν, τύψεις, αμφιβολίες και προπάντων οι διανοητικοί διαξιφισμοί με τον ανακριτή παρασύρουν τον αναγνώστη. Ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος σε μια επανάσταση; Ήταν αναγκαίες οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για να μπορέσει να επιβληθεί; Ποιο προέχει, το άτομο, ή το σύνολο; Μήπως κάποτε χρειάζεται η θυσία του ατόμου για να προχωρήσει το σύνολο; Δεν ξέρω τι προβληματισμούς θα είχε σήμερα ο Καίσλερ αν ζούσε (αυτοκτόνησε το 1983 μαζί με την τρίτη σύζυγό του). Το βέβαιο είναι ότι το μυθιστόρημα αυτό δεν θα πάψει ποτέ να είναι επίκαιρο, όσο κι αν έχει αλλάξει η ιστορική πραγματικότητα. Θα αναζητήσω και την "Ισπανική διαθήκη", που επίσης είχα διαβάσει πριν από χρόνια. Κάποτε αξίζει νομίζω να ξαναδιαβάζουμε τα παλιά, καλά βιβλία αντί να πειραματιζόμαστε με αμφίβολα καινούργια.

Σάββατο, Νοεμβρίου 04, 2006

Ο διάβολος φοράει prada

Έχω ένα νεαρό φίλο, συγγραφέα αλλά και φανατικό αναγνώστη, που αρνήθηκε να διαβάσει τον "Κώδικα ντα Βίντσι", όταν (και επειδή) τον διάβαζαν στις παραλίες, ακόμα και άνθρωποι που μπορεί να μην είχαν πιάσει στα χέρια τους άλλο βιβλίο. Το ίδιο, είμαι σίγουρη, θα κάνει και με τον "Διάβολο (που) φοράει prada". Ως τώρα είχα άλλη θεωρία. Πάντα ήθελα να έχω προσωπική άποψη για πολυσυζητημένα βιβλία. Η ανάγνωση όμως του prada με έκανε να αρχίσω να αναθεωρώ (λέω να αρχίσω, γιατί δεν ξέρω αν δεν θα ξαναϋποκύψω στον πειρασμό!) Πέστε μου, όμως, ένα βιβλίο που μεταφράζεται σε 27(!) γλώσσες, που γίνεται ταινία, που για 6 μήνες βρίσκεται στην κορυφή των ευπώλητων στην Αμερική, που κάνει πασίγνωστη τη νεαρή, μόλις 23 χρονών συγγραφέα του, την Lauren Weisberger, δεν θα σας κινούσε την περιέργεια; Μια περιέργεια που έγινε ακόμα μεγαλύτερη, μετά που με κόπο και μόχθο τελείωσα το βιβλίο. Τι του βρήκαν; Και καλά η Αμερική, μια και σ' αυτό είναι ο δικός της κόσμος (μια τουλάχιστον πτυχή του) που περιγράφεται. Ο άλλος κόσμος όμως; Τι ενδιαφέρει τους Κινέζους, τους Αλβανούς, τους Ρουμάνους και όλους τους άλλους λαούς στη γλώσσα των οποίων μεταφράστηκε, αυτός ο γκλαμουράτος κόσμος της μόδας, οι Prada, Armani, Versace και όλοι οι άλλοι οίκοι μόδας που συνεχώς αναφέρει η συγγραφέας, τα λιμοκτονούντα μοντέλα, οι γόβες στιλέτο που προκαλούν αφόρητους πόνους στα πόδια, οι τσάντες των πέντε χιλιάδων δολαρίων ή οι τουαλέτες των σαράντα χιλιάδων, οι επιδείξεις μόδας που για τον κόσμο αυτό είναι κοσμοϊστορικά γεγονότα; Αυτά όλα περιγράφονται ξανά και ξανά στις 557 σελίδες του βιβλίου, σε πρώτο πρόσωπο, από την κεντρική ηρωίδα, την Άντρεα Ζαξ, που, έχοντας μόλις τελειώσει το κολλέγιο, προσλαμβάνεται ως βοηθός της παντοδύναμης, φοβερής, διαβολικής αρχισυντάκτριας του περιοδικού μόδας Runway. Ουσιαστικά γίνεται σκλάβα της αλαζονικής, υπεροπτικής, σαδιστικής, ιδιότροπης Μιράντα Πρίστλι, προσπαθώντας ν' αντέξει ένα χρόνο, για να μπορέσει μετά να πρσληφθεί ως δημοσιογράφος στο New Yorker. Το βιβλίο είναι επίπεδο, χωρίς κορυφώσεις ή ανατροπές, μια ανιαρή περιγραφή φορεμάτων, παπουτσιών, τσαντών και ιδιοτροπιών της Μιράντα Πρίστλι. Να είναι άραγε το βιβλίο αυτό η έμπρακτη απόδειξη της δύναμης της δαφήμισης, του marketing, της ικανότητας προώθησης προϊόντων, ή μήπως ο πολύς κόσμος αρέσκεται σε τέτοιου είδους αναγνώσματα, που απλώς αναπαράγουν μια πραγματικότητα;

Τρίτη, Οκτωβρίου 24, 2006

Ένα καλό κυπριακό βιβλίο

Καιρό είχα να διαβάσω ένα καλό κυπριακό βιβλίο, όπως αυτό της Χρυστάλλας Κουλέρμου που κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε μια ωραία (δική της) έκδοση από τυπογραφείο στη Λάρνακα. Τίτλος του, "Οι κληρονόμοι των ανέμων". Κρίμα που αυτό το βιβλίο δεν εκδόθηκε από κάποιο γνωστό εκδοτικό οίκο, που θα του εξασφάλιζε έτσι τουλάχιστον μεγαλύτερη προβολή. Δεν ξέρω αν η συγγραφέας αποτάθηκε και δεν βρήκε ανταπόκριση ή αν το θεώρησε εξαρχής αδύνατο να ενδιαφερθεί κάποιος. Κι όμως είναι ένα βιβλίο που αξίζει και δεν ξέρω αν θα το διαβάσει κανείς έξω από τα στενά όρια του νησιού μας. Το θέμα δεν είναι πρωτότυπο (παρόμοιο είναι και το θέμα ενός άλλου βιβλίου για το οποίο έγραψα στο μπλογκ, το "Όταν θα πέσουν τα μαύρα", αλλά τι διαφορά!) Είναι η ζωή της Αμμοχώστου τα τελευταία πριν από την εισβολή χρόνια, με αναδρομές σε μακρινότερες εποχές. Εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, όπως φαίνεται, διακινεί πλήθος πρόσωπα και ιστορίες. Τόσα, που νομίζω ότι χρειάζονταν πολύ περισσότερες σελίδες από τις 138 του μυθιστορήματος. Στο κέντρο μια οικογένεια, παππούς, γιαγιά, παιδιά κι εγγόνια που ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Δυο νέα κορίτσια, ξαδέλφες, ξεκινούν με όνειρα τη ζωή τους, μια καθηγήτρια που γίνεται πρότυπό τους, αλαφροϊσκιωτες γυναίκες, που θυμίζουν πρόσωπα του Βενέζη, προξενιά, έρωτας κι εγκατάλειψη, ο γλεντζές, επαναστάτης θείος, ο άλλος θείος που "πάλευε με τις λέξεις" (σαφής αναφορά σε γνωστό, Κύπριο ποιητή, στίχοι του οποίου αποτελούν μότο του βιβλίου) και πλήθος άλλα πρόσωπα γεμίζουν με τις πράξεις, τις σκέψεις και τα βάσανά τους το βιβλίο. Και πάνω απ' όλα η τραγωδία του τόπου και της πόλης, μια τραγωδία που συμβολικά δίνεται με το χωρισμό των κεφαλαίων του βιβλίου σε Πρόλογο, Πάροδο, Πρώτο επεισόδιο κλπ. Αρχίζει στα 1973, αλλά ανατρέχει και στο παρελθόν. Η Αμμόχωστος-το Βαρώσι της δεκαετίας του '40 και του '50 ζωντανεύει, αλλά και οι απόηχοι της εξέγερσης του '31 και ξανά ο αδελφοκτόνος σπαραγμός του 70-73, προάγγελος της μεγάλης τραγωδίας. Παρ' όλο ότι δεν λείπουν από το βιβλίο θέσεις αμφιλεγόμενες, όπως για παράδειγμα οι δολοφονίες από την ΕΟΚΑ για πολιτικά φρονήματα ή για προσωπικούς λόγους, εντούτοις δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου.

Με ξεγέλασε το όνομα του συγγραφέα

Έχοντας διαβάσει την "Εξιλέωση", πιο πρόσφατα το "Σάββατο" που μου άρεσαν και τα δυο, αναζήτησα και το βραβευμένο με Booker βιβλίο του Μακ Γιούαν, "Άμστερνταμ" (Νεφέλη,1999). Ω, της απογοήτευσης! Με κόπο και μόχθο το τελείωσα, ελπίζοντας ότι για να πάρει αυτό το βραβείο κάτι θα είχε να πει. Τίποτα. Βαρετό, ανούσιο, σκέτη "πατάτα". Δυο φίλοι και πρώην εραστές της Μόλλυ, ο Κλάιβ, διάσημος συνθέτης και ο Βέρνον, επιτυχημένος δημοσιογράφος, συναντώνται στην κηδεία της Μόλλυ. Επηρεασμένοι από τον απρόοπτο θάνατό της και από τη νοητική της έκπτωση πριν απ' αυτόν, συμφωνούν ότι ο ένας θα δώσει την ευθανασία στον άλλο, αν τον δει κάποτε να βρίσκεται σε παρόμοια θέση. Στην υπόθεση εμπλέκεται και ένας πολιτικός, υπουργός εξωτερικών, του οποίου κάποιες σκανδαλώδεις φωτογραφίες πρόκειται να δημοσιεύσει ο Βέρνον. Το Άμστερνταμ του τίτλου, για το οποίο ο αναγνώστης συνεχώς αναρωτιέται τι σχέση έχει αφού η υπόθεση τοποθετείται στην Αγγλία, εμφανίζεται μόνο στο τέλος, όπου οι δυο ήρωες συναντώνται και σ' ένα τέλος που λίγο απέχει από το κωμικό, οι δυο ήρωες...αλληλοευθανατίζονται. Δεν θέλω να σπαταλήσω άλλο χρόνο μιλώντας για ένα βιβλίο που δεν μου άρεσε. Επιμύθιο: Και οι καλύτεροι συγγραφείς έχουν τις αδύνατές τους στιγμές.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 16, 2006

Εσωτερικός τουρισμός

Ένας εντελώς συμβατικός τίτλος που καθόλου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ουσιαστικά ήταν ένα τριήμερο αναβάπτισης στην όμορφη, φθινοπωρινή κυπριακή φύση, που την έκανε ακόμα ωραιότερη η άφθονη βροχή πού ευεργετικά πότισε τη γη μας, κι ένα βύθισμα στην πρόσφατη αλλά και παλιότερη ιστορία του τόπου μας. Με οδηγούς φίλους από την περιοχή διασχίζουμε την ημιορεινή ύπαιθρο της Πάφου: Μεσόγη, Τσάδα, Στρουμπί, Θελέτρα, Γιόλου, Γουδί, Περιστερώνα, περνάμε χωριά που ονομαστικά μόνο τα ξέρουμε. Στην Περιστερώνα σταματάμε στο καινούργιο οίκημα της χωρεπισκοπής. Ο χωρεπίσκοπος Αρσινόης (πόσους αιώνες πίσω μας πάει αυτό το όνομα!), χημικός πριν γίνει θεολόγος, πρώην συνάδελφος εκπαιδευτικός, μας δέχεται εγκάρδια στο γραφείο του. Πίνουμε καφέ, μιλάμε για τις εν εξελίξει αρχιεπισκοπικές εκλογές, για τα προβλήματα της περιφέρειάς του και ξεναγούμαστε στο βυζαντινό μουσείο. Εικόνες αιώνων, συγκεντρωμένες από τη γύρω περιοχή, μαυρισμένες απ' τον καιρό, παλαίτυπα ευαγγέλια, ιερατικές στολές και μίτρες, ένα εξαιρετικό τέμπλο...όλη η γοητεία της θρησκευτικής πατριδογνωσίας. Ανηφορίζουμε προς τη Στενή, τη Λυσό και λίγα χιλιόμετρα έξω απ' το χωριό σταματάμε. Το μνημείο του νεαρότερου μάρτυρα της αγχόνης, το άγαλμα του Ευαγόρα, του ωραίου έφηβου, του χαρισματικού ποιητή που θυσιάστηκε στα 18 του χρόνια, υψώνεται στο σημείο που συνελήφθη, το Δεκέμβρη του 1956. Λίγοι δικοί του στίχοι χαραγμένοι στο μάρμαρο, φρέσκα κλωνιά βασιλικός, τριγύρω χαμηλές βουνοκορφές κι απέραντη σιωπή. Δεν χωράνε λόγια. Μόνο η σκέψη, ανυπότακτη, πετάει στο πριν και στο τώρα, στα όνειρα με τα οποία μεγαλώσαμε και στη θλιβερή πραγματικότητα που ζούμε...
Γευματίζουμε στο Πολέμι, σ' ένα παλιό οίκημα, μετόχι μοναστηριού, που έχει μετατραπεί σε παραδοσιακό εστιατόριο. Κι εκεί δοκίμασα μια απ' τις εντονότερες συγκινήσεις που ένιωσα ποτέ. Ο ιδιοκτήτης (Τηλέμαχος, η οδύσσεια επιβιώνει ακόμα στην Κύπρο), πρώην αστυνομικός, κάθεται στο τραπέζι μας. Ο αφηγηματικός του λόγος έχει κάτι το συναρπαστικό. Παλιός αγωνιστής, θυμάται ανάμεσα σ' άλλα τις θλιβερές μέρες του εμφυλίου στην Κύπρο, που βέβαια ποτέ δεν αναγνωρίστηκε ως τέτοιος. Αυτός ήταν με το μέρος των αντιφρονούντων, με το μέρος αυτών που μεγάλωσαν με το ιδανικό της Ένωσης και δεν μπορούσαν να δεχτούν τη λύση της ανεξαρτησίας του '60. Στις συγκρούσεις με τους Τούρκους το 1963-64 ο δεκαεξάχρονος αδελφός του σκοτώνεται. Ο ίδιος, με τρύπιο κορμί από σφαίρες, μεταφέρεται στην Ελλάδα για περίθαλψη. Στην Ελλάδα, στην οποία δεν είχε πάει ποτέ ως τότε, στην Ελλάδα που ήταν μόνο ένα όνειρο, ένα ιδανικό για το οποίο εκείνη τη στιγμή έρρεε το αίμα του. Ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο τον παραλαμβάνει στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Ξαπλωμένος στο φορείο, καθώς το αυτοκίνητο τρέχει, ψιθυρίζει στην αδελφή:"Ανασήκωσέ με, αδελφή, να δω τι πράμα είναι αυτή η Ελλάδα". Τα μάτια μου θολώνουν κι αυτή τη στιγμή που αναθυμούμαι την αφήγηση. Δεν μπορώ να πω τίποτε άλλο.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Το λαϊκό διάταγμα της αγάπης

Αρχίζοντας το μυθιστόρημα αυτό του Τζέιμς Μίικ (Εληνικά Γράμματα, 2005), διερωτήθηκα γιατί τόσος ενθουσιασμός από τον αγαπητό Librofilo (www.librofilo.blogspot.com), του οποίου, ομολογώ, το εγκωμιαστικό ποστ για το εν λόγω βιβλίο με είχε οδηγήσει στην αγορά του. Άργησα κάπως να μπω στο πνεύμα, στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Σύγχιζα τα πρόσωπα, ο Σαμάριν, ο Μουτς, ο Μπαλασόφ, ο Μάτουλα, ο Μοϊκανός, ο Κλίμεντ, ο Νέκοβαρ, ο Μπρούτσεκ, και πλήθος άλλοι, άργησαν να πάρουν μέσα μου στέρεη μορφή, χαρακτήρα που να τους ξεχωρίζω. Η όλη ατμόσφαιρα του βιβλίου μου φαινόταν θολή και αδιευκρίνιστη ως προς το τι σκόπευε ο συγγραφέας. Από ένα σημείο όμως και πέρα το βιβλίο με συνεπήρε, τόσο που αισθάνομαι την ανάγκη να το ξαναπάρω από την αρχή για να απολαύσω και όσο μου ξέφυγε. Νόμιζα πως ζούσα πραγματικά στην ταραγμένη Ρωσία του 1919, στη Ρωσία της ρευστής κατάστασης, της μετάβασης από μια εποχή σε μια άλλη, με τους ανθρώπους αθύρματα, πιόνια που αγωνίζονται για την επιβίωση, που αγωνίζονται για ένα καλύτερο ατομικό και συλλογικό αύριο, μα των οποίων ο προσωπικός αγώνας υποκύπτει συχνά σε μια μοίρα έξω και πέρα απ' αυτούς. Αποκορύφωμα λογοτεχνικής γραφής υπήρξε για μένα το κεφάλαιο "Στην εκτέλεση του Μουτς" προς το τέλος του βιβλίου. Ο Μουτς, υπολοχαγός της τσέχικης λεγεώνας (μιας λεγεώνας που είχε σταλεί για να βοηθήσει τους Λευκούς να πολεμήσουν τους Κόκκινους, αλλά ξέμεινε αποδεκατισμένη σε μια απομακρυσμένη πόλη), συλλαμβάνεται μαζί με ένα σύντροφό του και πρόκειται να εκτελεστεί. Μια νύχτα γεμάτη αγωνία, με σκέψεις για το θάνατο, με συζητήσεις για την επανάσταση, με την αναμονή μιας απάντησης που θα ακύρωνε το θάνατο...Είναι ένα βιβλίο ανατριχιαστικά σκληρό. Όχι μόνο για τις σκηνές του κανιβαλισμού, της ανθρωποφαγίας που επανέρχονται στο βιβλίο, αλλά και για άλλες, όπως για παράδειγμα η περιγραφή του αποκεφαλισμού του Μάτουλα. Αλλά ακόμα πιο ανατριχιαστική είναι η σκηνή του εκούσιου ευνουχισμού, στον οποίο υποβάλλονταν οι λεγόμενοι "καστράτοι", μια αίρεση ευνούχων που επέζησε μέχρι τα μέσα του 20ου αι. Μια γυνακεία παρουσία, η Άννα Πέτροβνα, γλυκαίνει κάπως με τον ερωτισμό και τη μητρική αγάπη αυτή τη ζοφερή ατμόσφαιρα. Ένα βιβλίο που μπορεί να σου ανακατεύει το στομάχι, αλλά που είναι λογοτεχνία.

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Λουκάς Χατζηιωάννου, Ο βασιλιάς των τάνκερ

Δεν είναι ακριβώς λογοτεχνία. Δεν ξέρω πού ακριβώς να κατατάξω αυτό το βιβλίο. Είναι μια βιογραφία, γραμμένη κατά παραγγελία της οικογένειας του μεγαλοεφοπλιστή Λουκά Χατζηιωάννου. Ο Παύλος Ιωαννίδης (παλιός, καταξιωμένος εκπαιδευτικός), που ανέλαβε τη συγγραφή, συγκεντρώνοντας υλικό από συνεντεύξεις, έγγραφα, στοιχεία δοσμένα από συγγενείς, συνεργάτες, γνωστούς κλπ. έδωσε ένα έργο ευκολοδιάβαστο, με στοχεία κάπου κάπου μυθιστορηματικά. Το βιβλίο είναι ενδιαφέρον, γιατί τρομερά ενδιαφέρουσα είναι η ίδια ζωή του βιογραφομένου που στο απόγειο της ακμής του (δεκαετία του '80) συγκέντρωσε πλούτο που ξεπερνούσε και αυτόν του Ωνάση, αλλά που πάντα παρέμεινε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Φτωχό παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας (12 παιδιά !! ) από τον Πεδουλά, ένα ορεινό χωριό της Κύπρου, κατάφερε να γίνει "Ο βασιλιάς των τάνκερ", όπως τον αποκαλούσαν. Στο βιβλίο εξιστορείται η καταπληκτική αυτή διαδρομή. Διορατικός, ριψοκίνδυνος, τολμηρός, εργασιομανής, τελειομανής, από την Κύπρο στη Σαουδική Αραβία, από εκεί στην Αγγλία, στον Πειραιά, στο Μονακό, σ' όλο τον κόσμο. Σπίτια και γραφεία παντού, δυο θαλαμηγοί, δωρεές κι ευεργεσίες στη γενέτειρά του και αλλού. Παντρεμένος από το 1958, χωρίς σκάνδαλα στη ζωή του, πώς να γίνει τόσο γνωστός όσο άλλοι; Κάποια στιγμή χωρίζει την περιουσία του στα τρία παιδιά του. Ο μεγάλος, ο Πόλυς, συνεχίζει με τα πλοία και τις μετοχές. Ο δεύτερος, ο Στέλιος δραστηριοποιείται σε άλλες επιχειρήσεις. Είναι ο γνωστός ως κ. Easy, με τα Easy-zet, Easy- internet cafe, easy-hotels κλπ. Η κόρη, η Κλέλια, έχει αραγμένη την ομώνυμη θαλαμηγό της στο Μονακό (τα κουτσομπολίστικα περιοδικά λένε ότι είναι ερωτευμένη με τον πρίγκιπα Αλβέρτο και προσπαθεί να τον κατακτήσει-αυτό βέβαια δεν γράφεται στο βιβλίο!). Είναι μια ωραία έκδοση, διανθισμένη με πλήθος φωτογραφίες, που δεν θα πωλείται, αλλά που θα δίνεται δωρεάν σε όποιον το ζητήσει. Ο Λουκάς Χατζηιωάννου, 79 χρόνων σήμερα, με κλονισμένη την υγεία του, ζει τον περισσότερο χρόνο στην Αθήνα, σ' ένα από τα τέσσερα σπίτια που έχει εκεί. Ανάμεσά τους κι ένα ανάκτορο στο Ψυχικό, εκεί όπου οι πρώην βασιλιάδες έδιναν δεξιώσεις. Το βιβλίο είναι φυσικό να παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας τους Κυπρίους, αλλά, υποθέτω, και για όποιον ενδιαφέρεται να γίνει...πολυεκατομμυριούχος.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

Το πρώτο φθινοπωρινό Σαββατοκύριακο και η Ναντίν Γκόρντιμερ

Το χθεσινό ήταν το πρώτο Σαββατοκύριακο που το Φθινόπωρο μας μήνυσε την παρουσία του. Όχι, δεν έβρεξε, αλλά η θάλασσα πήρε ένα κάπως πιο σκούρο χρώμα, η θερμοκρασία έπεσε κάπως, ο ήλιος διανύει μια σαφώς χαμηλότερη τροχιά, καθώς τον βλέπω κοιτάζοντας στο νότο να ανατέλλει ολοένα δεξιότερα και να δύει λίγο αριστερότερα. Ίσως δεν ήταν η καλύτερη επιλογή να πάρω μαζί μου το τελευταίο βιβλίο της Ναντίν Γκόρντιμερ, που το διάβασμά του επέτεινε την αναπόφευκτη φθινοπωρινή μελαγχολία. Όχι πως δεν μου αρέσει το Φθινόπωρο. Μου αρέσει και πολύ μάλιστα. Αλλά η κάθε αλλαγή εποχής αναπόδραστα με κάνει να συνειδητοποιώ εντονότερα το πέρασμα του χρόνου, τη φυσική πορεία προς το τέλος. Και η Γκόρντιμερ μου αύξησε τη μελαγχολία.Το τελευταίο της βιβλίο "Ξύπνα" (Καστανιώτης, 2006) μου άρεσε. Πολύ. Το ύφος, οι σκέψεις, η ανάλυση των χαρακτήρων, η ατμόσφαιρα της Νοτίου Αφρικής. Λες όμως και βάλθηκε να συγκεντρώσει σ' αυτό όλα τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Με συντομία ο μύθος: Αρχίζει με ένα από τους βασικούς χαρακτήρες, τον Πολ Μπάνερμαν να βγαίνει από το νοσοκομείο όπου έχει υποβληθεί σε εγχείριση καρκινώματος στο θυρεοειδή και ο οποίος έχοντας υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία, πρέπει να μείνει σε απομόνωση για αρκετό διάστημα, γιατί "ακτινοβολεί αθέατο κίνδυνο για τους άλλους". Ο Πολ είναι οικολόγος, εργάζεται σ' ένα ίδρυμα για τον έλεγχο και την προστασία του περιβάλλοντος, μεγάλα διαστήματα λείπει από το σπίτι του γυρίζοντας μέσα στη φύση της χώρας του που αγωνίζεται να προστατέψει. Η γυναίκα του, η Μπένι, είναι μια δραστήρια επαγγελματίας, κειμενογράφος σε μια διαφημιστική εταιρία και έχουν ένα μικρό αγοράκι. Για τις μέρες της απομόνωσης αποφασίζεται να μείνει στο σπίτι των γονιών του, που κι αυτοί είναι επιτυχημένοι εργαζόμενοι, αν και στα πρόθυρα της αφυπηρέτησης. Γύρω από αυτά τα βασικά πρόσωπα η συγγραφέας μπλέκει με μαεστρία το μυθιστόρημά της. Η αρρώστια, η ζωή και ο θάνατος, ο έρωτας, οι σχέσεις γονιών-παιδιών, η αποξένωση, η απιστία, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες της νιότης που γυρεύουν να ικανοποιηθούν έστω και αργά, η επαπειλούμενη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, η πυρηνική καταστροφή που απειλεί ολόκληρο τον πλανήτη, οι τωρινές σχέσεις μαύρων και λευκών και η ανάμνηση του πρόσφατου ακόμα απαρχάιντ, όλα προβάλλονται στο μυθιστόρημα της Γκόρντιμερ. Φαίνεται πως η ηλικία (είναι τώρα 83) δεν την άφησε ανεπηρέαστη. Παρόλο ότι μια αχτίδα αισιοδοξίας τρεμοπαίζει στο τέλος, νομίζω γενικά είναι ένα μελαγχολικό βιβλίο. Ωραίο, πολύ ωραίο, αλλά μελαγχολικό. Ή μήπως είναι η δική μου διάθεση που το χρωμάτισε έτσι;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2006

Μια μικρή περιπέτεια κι ένα ακόμη βιβλίο

"Πόσο παράξενο πράγμα, φίλοι μου, φαίνεται πως είναι αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν ευχάριστο. Τι περίεργη σχέση έχει από τη φύση του με κείνο που θεωρείται αντίθετό του, δηλαδή με το δυσάρεστο. Και τα δύο ποτέ δεν θέλουν να έρχονται ταυτόχρονα στον άνθρωπο. Όταν όμως κανείς επιδιώκει το ένα και το αποκτά, σχεδόν αμέσως είναι αναγκασμένος να αποκτά και το άλλο, σαν να είναι αυτά τα δύο αντίθετα πράγματα δεμένα από μία και την ίδια κορυφή".
Τα λόγια τούτα του Σωκράτη, καθώς υποδεχόμενος τους μαθητές του στη φυλακή, την τελευταία μέρα της ζωής του, αισθάνεται την ανακούφιση στο πόδι του που μόλις λύθηκε από τα δεσμά που του προκαλούσαν πόνο, μου ξανάρχονται στο νου, καθώς συνειδητοποιώ την ευχαρίστηση του να ξαναβρίσκομαι στο σπίτι μου, στο γνώριμο περιβάλλον, στη συντροφιά των βιβλίων και στην επικοινωνία του υπολογιστή, μετά από μια σύντομη παραμονή στο νοσοκομείο (δυο μέρες και μια νύχτα) για κάποιες εξετάσεις. Μια ευχαρίστηση που όσο την έχουμε δεν την εκτιμούμε όσο πρέπει.
Κρίμα που δεν μπορώ να πω το ίδιο για το βιβλίο που έτυχε να διαβάσω αυτές τις μέρες. Τίτλος "Σαν γυναίκα στο φιδάκι", συγγραφέας Μαργαρίτα Παπ (ψευδώνυμο) και είναι αυτοέκδοση που έγινε στην Κύπρο. Κρίμα να σπαταλιέται κάποιος που αποδεδειγμένα μπορεί να γράψει, στο να εκδώσει υπό τύπο μυθιστορήματος τα απωθημένα του, ένα είδος ψυχοθεραπείας διά της συγγραφής. Το βιβλίο εξιστορεί την προσπάθεια της συγγραφέως, μετά την επάνοδο από τις σπουδές της στην Ελλάδα, να βρει εργασία και να εγκλιματιστεί στο κυπριακό περιβάλλον. Είναι ένα δριμύ κατηγορώ για τα "μέσα", την καταπίεση των γονιών, του συζύγου, των εργοδοτών και όλων γενικά προς τη γυναίκα. Εξού και ο τίτλος που υπονοεί το γνωστό επιτραπέζιο παιγνίδι "Φίδια και σκάλες" που το ρίξιμο του ζαριού σε ανεβάζει ή σε κατεβάζει. Ζώντας κι εγώ στην κυπριακή κοινωνία, έχοντας κι εγώ σπουδάσει στην Ελλάδα, έχοντας συναντήσει κι εγώ δυσκολίες ως γυναίκα (και μάλιστα σε εποχές παλαιότερες από της συγγραφέως που τα πράγματα ήταν ακόμα δυσκολότερα για τη γυναίκα), βρίσκω το βιβλίο υπερβολικό και άδικο για την κοινωνία μας. Είμαστε βέβαια επαρχία, δεν μπορούμε να συγκριθούμε με την Αθήνα, όπως ούτε κι η Αθήνα με το Παρίσι. Αλλά από το σημείο αυτό ως το να μιλάμε για "αναχρονιστική κοινωνία", για "αρρωστημένη κοινωνία", για "μεσαίωνα", για "την πικρή πραγματικότητα της κυπριακής κοινωνίας", για κουτσομπολιό, ζήλεια και δουλοπρέπεια και δεν ξέρω τι άλλο που μας χαρακτηρίζει, είναι εντελώς απαράδεχτο. Άλλωστε, η ίδια πουθενά δεν φαίνεται ευχαριστημένη, την βάζουν να δουλέψει στο ταμείο δεν της αρέσει, την βάζουν σε άλλη υπηρεσία, πάλι ζητά να φύγει. Κι ενώ καταφέρεται τόσο εναντίον των "μέσων", η ίδια τα χρησιμοποιεί κατά κόρον. Δεν θέλω ν' ασχοληθώ περισσότερο μ' ένα βιβλίο που αντί να εκδοθεί θα 'πρεπε να αποτελέσει το περιεχόμενο συναντήσεων ψυχοθεραπείας. Και για να τελειώσω και πάλι με τον Σωκράτη. Στον "Κρίτωνα", όταν του προτείνουν να δραπετεύσει, αρνείται, παρουσιάζοντας τους προσωποποιημένους Νόμους να του λένε πως ποτέ δεν απαγόρευσαν σ' όποιον δεν του άρεσαν οι ίδιοι και η κατάσταση της πολιτείας, "να πάρει τα πράγματά του και να φύγει". Άραγε, το σκέφτηκε αυτό ποτέ η άγνωστη συγγραφέας, η φορτωμένη παράπονα με την κυπριακή κοινωνία;

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Ένα μικρό διαμάντι

"Το χάρτινο σπίτι" του Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες (Πατάκης, 2006) είναι πραγματικά ένα μικρό διαμαντάκι ανάγνωσης. Νομίζω πως σ' όλους τους βιβλιόφιλους αρέσει να διαβάζουν βιβλία που αναφέρονται σε...άλλα βιβλία. "Το χάρτινο σπίτι" είναι ένα σπίτι κτισμένο με βιβλία αντί με τούβλα! Είναι η σύντομη ιστορία ενός παθιασμένου βιβλιόφιλου, που όταν μια πυρκαγιά, που προκάλεσαν κεριά με τα οποία συνόδευε το διάβασμα βιβλίων του 19ου αι., έκαψε το αρχείο της ταξινόμησης των βιβλίων του, ήταν τόσο απελπισμένος, γιατί πια ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσει την τεράστια βιβλιοθήκη του, ώστε τα μάζεψε όλα, πήγε σε μια ερημική παραλία σε μια πόλη της Ουρουγουάης, κι έβαλε να του χτίσουν ένα σπίτι από βιβλία! Είναι η βιβλιοφιλία στην άκρα υπερβολή, που περιγράφεται από τον Αργεντινό συγγραφέα Ντομίνγκες με αγάπη και χιούμορ. Υπάρχουν αναφορές σε πλήθος άλλα βιβλία και συγγραφείς, κυρίως της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, υπάρχουν συνήθειες βιβλιόφιλων στις οποίες πολλοί από εμάς θα αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, υπάρχει πληθώρα αποσπασμάτων στο διάβασμα των οποίων χαμογελάμε με κατανόηση.
"Τα βιβλία αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων"
"Τα βιβλία στο σπίτι μου προελαύνουν σιωπηλά, αθώα. Δεν μπορώ να τα αναχαιτίσω"
"Συχνά είναι πιο δύσκολο να ξεφορτωθείς ένα βιβλίο παρά να το αποκτήσεις. Κολλάνε πάνω μας με ένα συμφωνητικό ανάγκης και λησμονιάς, σαν να ήταν μάρτυρες κάποιας στιγμής της ζωής μας που δεν θα ξαναζήσουμε".
"Υπάρχουν δύο ειδών βιβλιόφιλοι: Οι βιβλιοσυλλέκτες και οι βιβλιοφάγοι"
Ας σταματήσω όμως, γιατί κινδυνεύω να αντιγράψω ολόκληρο το βιβλίο.

Η ανεξήγητη γοητεία του "Κουρδιστού πουλιού"

Είναι από τις πολύ σπάνιες φορές που μ' αρέσει ένα βιβλίο και δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί μου άρεσε. "Το κουρδιστό πουλί" του Χαρούκι Μουρακάμι (Ωκεανίδα, 2005) είναι ένας ογκωδέστατος τόμος 862 σελίδων που ομολογώ ότι (έτσι όπως συνήθως διαβάζω, στο κρεβάτι ή μισοξαπλωμένη στον καναπέ ή στο θαλασσινό μπαλκόνι κι όχι σκυμμένη πάνω από ένα γραφείο) μου έκοψε τα χέρια με το βάρος του. Το άφηνα για λίγο να ξεκουραστώ και πάλι το ξανάπιανα, περίεργη να συνεχίσω να ταξιδεύω σ' αυτό τον παράξενα γοητευτικό κόσμο του Μουρακάμι. Ιστορίες φαινομενικά ασύνδετες ή πολύ χαλαρά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ένας άνδρας, ο Τόρου Οκάντα (που πολύ απέχει από τα δικά μας ανατολίτικα πρότυπα), που μένει αυτός στο σπίτι και κάνει τις δουλειές ενώ η γυναίκα του εργάζεται, ξεκινάει μια μέρα να βρει το γάτο τους που χάθηκε. Κι από κει ξεκινούν οι περιπέτειές του που θα 'λεγε κανείς πως θυμίζουν τις περιπέτειες της "Αλίκης στη Χώρα των θαυμάτων", όταν εκείνη ακολούθησε το κουνέλι. Δεν είναι απλώς δύσκολο να αφηγηθεί κάποιος το περιεχόμενο του βιβλίου, είναι εντελώς αδύνατο, εκτός αν γράψει κι ο ίδιος ένα άλλο βιβλίο. Συνδετικός κρίκος όλων των γεγονότων παραμένει ο Τόρου Οκάντα. Γνωρίζει μια δεκαεξάχρονη γειτόνισσά του, τη Μαγιού Κασαχάρα, μαθαίνει για ένα γειτονικό σπίτι που το συνοδεύει μια κατάρα, βλέπει στην αυλή του ένα αποξηραμένο πηγάδι στο οποίο κάποια μέρα θα κατεβεί για να συλλογιστεί, πολλές γυναίκες τον τριγυρίζουν, κάθε μια με τη δική της ιστορία, η γυναίκα του τον εγκταλείπει μια μέρα ξαφνικά για έναν άλλο άντρα και η ομολογία της σ΄ένα γράμμα για το τι ένιωσε για τον άλλο θα σόκαρε την ανδροκρατούμενη (ακόμα) κοινωνία μας, ακούμε για τον μάντη κύριο Χόντα, μέσω του πάμε στον υπολοχαγό Μαμίγια και στις φρικτές ιστορίες του από τον πόλεμο στη Μαντζουρία, ξαναγυρνάμε στη σύγχρονη Ιαπωνία και παρακολουθούμε μια συνομιλία μέσω κομπιούτερ, ακούμε σεξουαλικά τηλεφωνήματα, κυκλοφορούμε στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους του Τόκιο, ξαναπάμε πίσω στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφηγήσεις που δεν τελειώνουν. Υπάρχουν στο βιβλίο σκέψεις που θέλεις να υπογραμμίσεις, να ξαναγυρίσεις σ' αυτές και να συλλογιστείς, κάποτε υπάρχει μια απλοϊκότητα στην αφήγηση που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ο Μουρακάμι μας κοροϊδεύει προσποιούμενος ότι λέει σπουδαία πράγματα και υπάρχουν σκηνές που σου ανακατεύουν το στομάχι και που χαράζονται βαθιά στη σκέψη. Η σκηνή της περιγραφής του γδαρσίματος ενός ανθρώπου ζωντανού δεν μπορεί να ξεχαστεί ποτέ. Αλλά και η σκηνή της θανάτωσης ζώων στο ζωολογικό κήπο, όταν η Ιαπωνία ηττήθηκε και θα εγκατέλειπε τη Μαντζουρία καθώς και η εκτέλεση Κινέζων αιχμαλώτων με τη ξιφολόχχη είναι πολύ πιο φριχτές από τους σύγχρονους αποκεφαλισμούς αιχμαλώτων που παρακολουθήσαμε. Με εντυπωσίασε η περιγραφή αυτών των εγκλημάτων, όχι μόνο για τη δύναμη των εικόνων, αλλά και γιατί ένας Ιάπωνας δεν διστάζει να περιγράψει εγκλήματα Ιαπώνων. Αναρωτιέμαι πόσες επιθέσεις θα δεχόταν ένας Έλληνας συγγραφέας αν έκανε κάτι τέτοιο. (Ξέχασα, εμείς δεν κάνουμε εγκλήματα!!). Ο αναγνώστης ας μην περιμένει τη συνήθη λογική των βιβλίων. Όπως λέει κάπου και η Μαγιού Κασαχάρα "Πού υπάρχει λογική συνέπεια στον κόσμο;"

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2006

Writersland, Το νησί των συγγραφέων

Φαίνεται ότι είχα υπερεκτιμήσει το χρόνο που θα είχα το Σαββατοκύριακο παίρνοντας μαζί μου στο Ζύγι και τον Βλαντή και τον Μουρακάμι. Αλλά η θάλασσα ήταν τόσο προκλητικά ήρεμη και ζεστή και το φεγγάρι τόσο μαγευτικό καθώς ανέτελλε από το θαλασσινό ορίζοντα, που τελικά μόνο τον Βλαντή τελείωσα.
Πάντα μου άρεσαν τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας, καθώς και τα βιβλία που μιλούν για...άλλα βιβλία. Έτσι, μόλις διάβασα στο μπλογκ του Readers diggest για το Writersland του Νίκου Βλαντή (Κέδρος 2006), που συνδυάζει και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά, έσπευσα να το προμηθευτώ. Δεν θα γράψω εκτενώς για το περιεχόμενο του βιβλίου, μια και ο Readers του κάνει μια εγκωμιαστική και λεπτομερή παρουσίαση στο post της 31ης Ιουλίου 2006 www.diavazo.blogspot.com Λίγα μόνο επιπλέον δικά μου σχόλια. Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η γνώση του νεαρού συγγραφέα γύρω όχι μόνο από το έργο αλλά και τη ζωή παλιότερων και πιο σύγχρονων ομοτέχνων του. Πολλές φορές χαμογέλασα με την τόσο χαρακτηριστική περιγραφή προσώπων, από την οποία δεν λείπει η λεπτή, τρυφερή θα έλεγα, σάτιρα. Γράφει για παράδειγμα για τον Κάφκα:"Μόλις άδειασε το αμφιθέατρο, τελευταίος βγήκε ο Κάφκα, κουκουλωμένος στο κακοραμμένο και χοντροκομμένο παλτό του. Κοίταξε δεξιά και αριστερά. Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε ψυχή, κίνησε με γοργό βήμα προς το σπίτι του, τη μοναξιά και την απελπισία του, για να ξαναχαθεί σ' ένα λαβυρινθώδες κείμενο που δεν έβγαζε πουθενά και σίγουρα δεν θα βοηθούσε κανέναν αν το διάβαζε, γιατί δεν κατάφερνε να σώσει τον ίδιο από τον πνιγηρό του εαυτό, ούτε να τον κάνει να αισθανθεί λιγότερο μόνος, κάτι νύχτες σαν αυτή". Ο Πόε, ο Χέμινγουαιη, η Ντυράς, ο Δουμάς, η Λέσινγκ, ο Ευγενίδης (προπάντων αυτός), ο Μπωντλαίρ, ο Κόναν Ντόυλ, ο Ρεμπώ, η Αλιέντε, ο Στήβεν Κίνγκ και πλήθος άλλοι είναι οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Πρωτότυπο και διασκεδαστικό. Με πιο μετριασμένο όμως ενθουσιασμό από τον Readers έχω δύο ενστάσεις. Πρώτον, ότι επινοεί υπερβολικά πολλούς όρους για τη ζωή της φανταστικής εποχής του 22ου αι. Όταν για παράδειγμα, διαβάζουμε το 1984 του Όργουελ, δεν έχουμε ανάγκη από ερμηνεία όρων για να μεταφερθούμε και να κατανοήσουμε τη μελλοντική εποχή που περιγράφει. Το ίδιο και με τα έργα του Ισαάκ Ασίμωφ, για να αναφέρω δυο μόνο συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Γι' αυτό, πιστεύω, αν ο Βλαντής χρησιμοποιούσε λιγότερο τη φαντασία του θα ήταν καλύτερα. Η δεύτερή μου επιφύλαξη αφορά τις πληροφορίες που μας δίνει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου για τους αναφερόμενους συγγραφείς. Ίσως, κοντά στα βιογραφικά των φανταστικών του ηρώων θα έπρεπε να προσθέτει και τα αυθεντικά χαρακτηριστικά των συγγραφέων τους οποίους μιμούνται. Για να γίνω πιο κατανοητή. Όταν γράφει για την Έμιλυ Μπροντέ ότι γεννήθηκε το 2047 και έργον της είναι τα Ψηφιοδαρμένα Ύψη, ή για τον Μπωντλαίρ ότι έζησε το 2100-2129 και έργο του είναι Τα bytes του κακού και για όλους τους άλλους ανάλογα, είναι φανερό ότι το βιβλίο του Βλαντή μπορεί να εκτιμηθεί και να αρέσει μόνο σε κοινό που διαθέτει ανάλογες με του συγγραφέα αναγνωστικές εμπειρίες, για να μπορέσει να απολαύσει τη φαντασία και το χιούμορ του χωρίς να συγχιστεί.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 08, 2006

Το κορίτσι με το τατουάζ

Πρώτη φορά καθυστερώ τόσο να ενημερώσω το μπλογκ μου. Ο λόγος; Διάβαζα τρία βιβλία ταυτόχρονα (πράγμα όχι ασυνήθιστο). Μόλις χτες τέλειωσα το ένα, "Το κορίτσι με το τατουάζ" της Τζέις Κάρολ Όουτς (Καστανιώτης, 2006). Τα άλλα δυο, "Το κουρδιστό πουλί" του Μουρακάμι και το "Writersland" του Νίκου Βλαντή, τα παίρνω μαζί μου για παραθαλάσσιο τελείωμα. Δεν είχα ξαναδιαβάσει Όουτς. Δεν έτυχε. Ειδικά "Το κορίτσι με το τατουάζ" που το έβλεπα διαρκώς στους πάγκους των βιβλιοπωλείων μου θύμιζε κάτι από "ροζ λογοτεχνία" και το απέφευγα. Όμως δεν είχα δίκαιο. Είναι καλή η Όουτς. Αφιερωμένο στον Φίλιπ Ροθ, δικαιολογημένα μια και το θέμα του αντισημιτισμού κατέχει κυρίαρχη θέση, θίγει ταυτόχρονα και άλλα θέματα: κοινωνικές τάξεις, ανισότητα ευκαιριών, πλούτος και φτώχεια, μόρφωση και αγραμματοσύνη, εκπροσωπούμενα από τους δυο κεντρικούς ήρωες, τον εργένη, πλούσιο, Εβραίο συγγραφέα Τζόσουα Ζιγκλ και την περιθωριοποιημένη, φτωχή, αγράμματη, σημαδεμένη Άλμα Μπους. Τι θα συμβεί όταν η συμπάθεια (ο οίκτος;), η προσφορά από τον υπερέχοντα δεν καταφέρνει να διαπεράσει το σκληρό κέλυφος που οι συνθήκες δημιούργησαν στη φτωχή Άλμα και η ανταπόδοση είναι το μίσος; Βέβαια, πριν από το τραγικό τέλος γίνεται η ανατροπή, η σκληρότητα σπάει, η Άλμα επιτέλους αγαπά τον εργοδότη της, αλλά μου φαίνεται πως αυτή η μεταστρφή γίνεται κάπως βεβιασμένα, δεν δικαιολογείται επαρκώς. Ωραία, ελκυστική γραφή και πολύ ωραία μετάφραση του Βασίλη Αμανατίδη. Μου άρεσε όπως η Όουτς χρησιμοποιεί τον αφηγημένο εσωτερικό μονόλογο, πιο πολύ για την Άλμα, φανερώνοντας έτσι την εσωστρέφεια, το κλειστό του χαρακτήρα της. Ένα ενδιαφέρον βιβλίο, γι' αυτό φαίνεται στην κούρσα των τριών βιβλίων που διάβαζα ήρθε πρώτο. (Να μην ξεχνάμε όμως ότι ο Μουρακάμι είναι πάνω από 800 σελίδες και τον Βλαντή χτες τον άρχισα. Για να μην τους αδικώ, βέβαια).

Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ- Έζησα έρημος και ισχυρός

Το φαινόμενο του θανάτου με απασχόλησε από τα νεανικά μου χρόνια. Το μελέτησα στη θρησκεία, στην πλατωνική φιλοσοφία, στην ίδια τη ζωή. Αυτός ήταν ο λόγος που η περίπτωση του Δημήτρη Λιαντίνη, η δική του μελέτη θανάτου και η δική του "αυτοθέλητη" έξοδος από τη ζωή (περίεργο, όταν πρόκειται για τον Λιαντίνη κατά κανόνα αποφεύγεται η λέξη "αυτοκτονία") μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Δεν είχα παρακολουθήσει στις λεπτομέρειές της στον ελλαδικό τύπο την εξαφάνισή του το 1998, ούτε την ανεύρεση των οστών του το 2005. Είχα μόνο διαβάσει το τελευταίο βιβλίο του "Γκέμμα", δώρο μιας φίλης, όταν ακόμα δεν ήξερα σχεδόν τίποτα περί Λιαντίνη. Με είχαν εντυπωσιάσει, θυμάμαι, οι πρωτότυπες ιδέες και η ωραία, τελείως προσωπική έκφραση. Γι' αυτό τώρα, μόλις είδα την έκδοση του δημοσιογράφου Δημήτρη Αλικάκου για τον Λιαντίνη (Λιβάνης, 2006), δεν έχασα καιρό. Διάβασα το βιβλίο (374 σελίδες) μέσα σε δυο μέρες. Ο Αλικάκος πιστεύω έκανε καλή δουλειά. Οι δικές του παρεμβάσεις ελάχιστες. Μιλά ο Λιαντίνης μέσα από δεκάδες επιστολές του και αποσπάσματα από το έργο του, μιλούν γι' αυτόν συγγενείς, φίλοι, μαθητές του. Δεν κρίνω το βιβλίο λογοτεχνικά. Το συστήνω όμως για όποιον ενδιαφέρεται για την ξεχωριστή αυτή περίπτωση ανθρώπου, πανεπιστημιακού δασκάλου, στοχαστή, συγγραφέα, παρά την αντίδραση της συζύγου του για το βιβλίο. Κι ακόμα, όποιος ενδιαφέρεται για συζητήσεις τόσο για το βιβλίο όσο και γενικότερα για τον Λιαντίνη μπορεί να ανατρέξει στο www.Liantinis.gr

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΛΛΙ (Η συνέχεια)


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΛΛΙ (Η συνέχεια)
Μετά από ένα δροσιστικό, απολαυστικό τριήμερο στη θάλασσα του Ζυγιού, επανέρχομαι με ανανεωμένες τις δυνάμεις και ξεπληρώνω το χρέος της περασμένης εβδομάδας.Δεν είχα ως τώρα διαβάσει Χωμενίδη, λόγω μιας προκατάληψης, ομολογώ, εξαιτίας της προβολής της οποίας έτυχε από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, αλλά και γιατί ο λόγος του σε μια ραδιοφωνική εκπομπή στην Κύπρο μου φάνηκε υπεροπτικός. Τώρα, όμως, μετά από τόσα βιβλία, δεν γίνεται, είπα, να μην τον ξέρω. Έτσι διάβασα "Το σπίτι και το κελλί". Ναι, ο Χωμενίδης είναι ένας παραμυθάς, δηλ. ξέρει να αφηγείται και να κρατά τον αναγνώστη. Από κει και πέρα όμως το βιβλίο του "μπάζει" από πολλές πλευρές. Λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του (εφημ. Φιλελεύθερος, 9/7/2006):" Είναι σαν μια τοιχογραφία εποχής. Παρελαύνουν πάρα πολλά πρόσωπα, τα οποία πλάθουν όλα μαζί την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας". Λυπάμαι, αλλά αρνούμαι να δεχτώ ότι η μεταπολεμική Ελλάδα είναι μόνο αυτοί οι δολοφόνοι, οι τρομοκράτες, οι ομοφυλόφιλοι, οι βασανισμένοι μικροαστοί, όλοι έτοιμοι να δωροδοκηθούν, ή οι κενόδοξοι πλούσιοι των δεξιώσεων. Αρνούμαι να δεχτώ πως το αναγνωστικό κοινό θέλει οπωσδήποτε ισχυρές δόσεις...σεξ. Δεν είμαι καθόλου σεμνότυφη, αλλά ποια η ανάγκη να μας παρουσιάζει τον ήρωά του, τον Δημήτρη Γκίκα, ενώ βρίσκεται σε μια πολυπληθή δεξίωση, να κλείνεται σ' ένα δωμάτιο και να παρακολουθεί στην τηλεόραση σκληρό πορνό, το οποίο ο Χωμενίδης περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια; (Κι αυτό ένα παράδειγμα είναι μόνο). Ως προς το γενικότερο όμως θέμα του βιβλίου, με ενοχλεί αυτή η ανάμειξη πραγματικότητας και φαντασίας. Γιατί αυτή η γελοιοποίηση των μελών της "17 Νοέμβρη"; Γιατί μια παρωδία της δίκης τους; Θα μπορούσε να είχε γράψει ένα θαυμάσιο ρεαλιστικό μυθιστόρημα με αναπάρασταση των πραγματικών γεγονότων, με εμβάθυνση στους χαρακτήρες, με διερεύνηση των αιτίων. Αυτό όμως θα απαιτούσε μακροχρόνια έρευνα, στοιχεία και ντοκουμέντα και όχι μόνο φαντασία θρεμμένη από δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. Ή θα μπορούσε, αν ήθελε, να γράψει ένα καθαρό μυθιστόρημα, χωρίς να "φωτογραφίζει" πρόσωπα παρωδώντας τα. Πολλά άλλα είναι τα κενά που παρουσιάζει το μυθιστόρημα του Χωμενίδη. Για παράδειγμα δεν λειτουργούν όλα "κατά το εικός και αναγκαίον". Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτουν οι αποκαλύψεις του Σαντορίνη προς τον Γκίκα για τη δράση της "Εταιρείας". Όμως η προθυμία του Γκίκα να πληρώσει ένα τεράστιο ποσό για να αγοράσει αυτές τις πληροφορίες ελάχιστα δικαιολογείται. Κι εκείνο το μοναστήρι, κι εκείνοι οι παπάδες που χρηματοδοτούσαν στην αρχή την "Εταιρεία" (άραγε επίδραση του Νταν Μπράουν και του "Κώδικα";) στη συνέχεια ξεχνιούνται εντελώς. Και ποιος μπορεί να φανταστεί τον πρόεδρο μιας μεγάλης επιχείρησης να πηγαίνει ο ίδιος στο Μπραχάμι για να εισπράξει το ενοίκιο ενός διαμερίσματος;(!!!) Και τι σχέση έχει το επεισόδιο αυτό με το όλο έργο; Μόνο και μόνο για να του θυμίσει η ενοικιάστρια τη Μάγδα; Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ, αλλά φοβάμαι ότι ένα εκτενές μπλογκ θα αποθαρρύνει τους πιθανούς αναγνώστες. Συνοψίζοντας: Ο Χωμενίδης σίγουρα είναι "διαβαστερός". Σίγουρα διαθέτει μεγάλη συγγραφική ικανότητα. Δυστυχώς δεν την αξιοποιεί όπως και όσο θα μπορούσε.
posted by anagnostria at 12:41 PM 0 comments

Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2006

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΛΛΙ

Μέσα στο λευκωσιάτικο καύσωνα των 40 βαθμών κράτησε για δυο μέρες τη σκέψη μου απασχολημένη το τελευταίο βιβλίο του Χωμενίδη "Το σπίτι και το κελλί", αλλά δεν αντέχω να γράψω τις σκέψεις μου. Φεύγω, δραπετεύω στη δροσιά της θάλασσας. Θα σας τα πω, Θεού θέλοντος, τη Δευτέρα.

Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

Ian Mc Ewan, Σάββατο

Τι ευτυχία, να κάθεσαι στο μπαλκόνι σου που κρέμεται πάνω από τη θάλασσα και να διαβάζεις ένα καλό βιβλίο! Το προηγούμενο Σαββατοκυρίακο με τις "Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου", προχθές με το "Σάββατο" του Ian Mc Ewan (2005, στα Ελληνικά, Νεφέλη, 2006). Το πήρα γιατί μου είχε αρέσει και "Η εξιλέωση" και πραγματικά δεν με απογοήτευσε. Ένα Σάββατο στο Λονδίνο με κεντρικό ήρωα ένα νευροχειρουργό, τον Χένρυ Περόουν. Βαδίζοντας στ' αχνάρια του Τζόυς που ο ογκωδέστατος "Οδυσσέας" του είναι η περιγραφή μιας μέρας μόνο του μίστερ Μπλουμ, το οποίο μιμήθηκαν ουκ ολίγοι (θυμάμαι τώρα τον Σολζενίτσιν, νομίζω πιο πρόσφατα και ο Ντε Λίλο), ο Μακ Γιούαν σε κάπου 400 σελίδες παρακολουθεί τον ήρωά του. Ο Περόουν είναι 48 χρονών, παντρεμένος με μια επιτυχημένη δικηγόρο, σφοδρά ερωτευμένος με τη γυναίκα του και έχει δύο μεγάλα παιδιά, το ένα ευαίσθητος μουσικός και το άλλο αξιόλογη ποιήτρια. Αυτό το Σάββατο η γυναίκα του έχει μια σημαντική επαγγελαμτική συνάντηση κι εκείνος θα το περάσει μόνος. Θα παίξει σκουός μ' ένα συνάδελφο, θα ψωνίσει ψάρια για το βράδυ που θα έχουν ένα οικογενειακό δείπνο, θα πάει να δει τη μητέρα του σ' ένα ίδρυμα, θα παρακολουθήσει μια πρόβα με το συγκρότημα του γιου του και τέλος θα φτιάξει τη ψαρόσουπα για το βράδυ. Αυτές είναι οι ενέργειές του αυτή τη μέρα. Όμως οι σελίδες του βιβλίου γεμίζουν με τις σκέψεις του για τις εχειρίσεις της προηγούμενης μέρας, για τον έρωτα που έκανε το πρωί με τη γυναίκα του, για το πώς την είχε γνωρίσει, για ένα αεροπλάνο που βλέπει να πέφτει, για μια διαδήλωση εναντίον του πολέμου στο Ιράκ, με ένα επεισόδιο στο δρόμο καθώς πάει για το σκουός, επεισόδιο που θα έχει καταλυτικές συνέπειες στο τέλος της μέρας και που παρ' όλίγο να εξελιχθεί σε τραγωδία. Οικογενειακές σχέσεις, πολιτικές απόψεις (εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η συζήτηση που έχει με την κόρη του σχετικά με την επικείμενη εισβολή στο Ιράκ), σκέψεις για τη ζωή αλλά και τη λογοτεχνία, περιγραφή των δρόμων του Λονδίνου τους οποίους διασχίζει καθώς και της γειτονιάς του, αλλά προπάντων η τέχνη του συγγραφέα στην αφήγηση αποδεικνύονται δελεαστικά για τον αναγνώστη. Τα τρωτά του βιβλίου κατά την άποψή μου είναι οι πολλές λεπτομερέστατες περιγραφές των εγχειρίσεων εγκεφάλου. Όχι μόνο γιατί περιέχουν άγνωστη ορολογία, αλλά γιατί καταντούν κουραστικές με την επανάληψή τους. Μια θα ήταν αρκετή, νομίζω. (Μπράβο όμως στον συγγραφέα. Όπως λέει ο ίδιος, για δύο χρόνια παρακολουθούσε ένα διάσημο χειρουργό να χειρουργεί). Κουραστική βρήκα επίσης τη λεπτομερέστατη περιγραφή του αγώνα του σκουός, ίσως γιατί και εκεί αγνοώ το παιγνίδι και την ορολογία του. Γενικά όμως είναι ένα βιβλίο γραμμένο από ένα τεχνίτη του λόγου, ένα βιβλίο το οποίο δεν μπορείς να αφήσεις πριν το τελειώσεις και για το οποίο δεν νιώθεις ότι έχασες την ώρα σου.
Υ.Γ. Δεν ξέρω αν έγινε κάπως βιαστικά η ελληνική έκδοση. Η "Νεφέλη" όμως δεν μας είχε συνηθίσει σε τόσα τυπογραφιά λάθη. Νομίζω και η μετάφραση ήθελε πιο πολλή προσοχή. Όχι λίγες φορές ξαναδιάβαζα μια πρόταση για να καταλάβω το νόημα.

Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΑΥΤΟΣΗΜΟΥ

Είχα πριν από καιρό διαβάσει ένα άλλο βιβλίο της Εύας Ομηρόλη (τη "Σεισάχθεια") από το οποίο δεν θυμόμουν τίποτα. Και δεν επρόκειτο βέβαια να διαβάσω άλλο δικό της, αν δεν με έπειθε ο ενθουσιασμός του αδελφού μου γι' αυτό. Κι αν πίεσα τον εαυτό μου κι έφτασα ως το τέλος (προδιαγεγραμμένο και γνωστό εξ αρχής) είναι για να είμαι δίκαιη στην κριτική μου. Εν πρώτοις η λογοτεχνία δεν κάνει κήρυγμα, δεν είναι κατηχητικό να μας διδάσκει τι πρέπει να κάνουμε και ότι πρέπει να ενδιαφερόμαστε για το διπλανό μας, όπως κάνει η συγγραφέας. Κι έπειτα, το ενδιαφέρον αυτό μπορεί να εξικνείται ως το σημείο να κλέβουμε ξένα κλειδιά, να παραβιάζουμε ξένα διαμερίσματα για να ενδιαφερθούμε για τις φωνές που ακούγονται; Και τι αστυνομική πλοκή μπορεί να έχει ένα έργο που το...μυστήριο των φωνών αποκαλύπτεται στη σ. 170, ενώ το έργο συνεχίζεται ως την 425; Και πολλά άλλα απίθανα συμβαίνουν ως προς την υπόθεση, π.χ. ο νεαρός πρωταγωνιστής, που παρακολουθεί εντατικά μαθήματα για να πάρει μέρος σ' ένα διαγωνισμό, του οποίου οι νικητές θα κερδίσουν μια υποτροφία για την Αμερική, κινδυνεύει, όταν καθυστερεί μια μέρα να πάει στο μάθημα, να χάσει το δικαίωμα συμμετοχής, πώς ύστερα απουσιάζει τρεις μέρες και δεν τρέχει τίποτα; Και άλλα βέβαια αδικαιολόγητα που δεν αξίζει τον κόπο να αναφέρω. Το χειρότερο όμως για μένα είναι το πατερναλιστικό και αφ' υψηλού ύφος της συγγραφέως ως προς τη γλώσσα. Δηλαδή με θεωρεί ως αναγνώστη ανίδεο να ξέρω τι σημαίνει "πελιδνός" και μου το εξηγεί σε γλωσσάριο στο τέλος!!!Από την άλλη όμως, όποιος από σας λέει "Θα κάνω ένα καταιονισμό" αντί "θα κάνω ένα ντους", ή "τον κοίταξε σκαρδαμύσσοντας" αντί "ανοιγοκλείνοντας τα μάτια", ή "λειτούργησε ως αυτεπίστροφο" αντί "μπούμερανγκ", ας διαβάσει την κ. Ομηρόλη, γιατί δεν θα χρειάζεται να γυρίζει κάθε λίγο πίσω στο γλωσσάριό της.
Πολύ συχνά ο αναγνώστης σκοντάφτει σε εξυπνακίστικες σκέψεις όπως "Όταν είμαι στενοχωρημένη, δε φοβάμαι, γιατί ό,τι κι αν συμβεί έχω στενοχωρηθεί κιόλας...", ή αυτονόητα, "χωρίς δίδακτρα, δηλαδή δωρεάν", κλπ. Και τι να πω για τους υποτιθέμενους γρίφους με τους οποίους διανθίζει το βιβλίο; Κάτι που "είπε ένας σοφός" είναι μια γνωστή ιστορία του ...Χότζα, ένα δε αίνιγμά της μου το υπέβαλε πριν από λίγες μέρες για να το απαντήσω η εγγονή μου, ηλικίας έξι χρονών!! Δεν θεωρώ σκόπιμο να συνεχίσω, αλλά όποιος βρει τη σημασία της έκφρασης "διέκδυσις μυών", χωρίς να χρησιμοποιήσει λεξικό, θα πάρει από μένα δωρεάν την "Αρχή του ταυτόσημου".

Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2006

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

"Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου" του Ευγένιου Αρανίτση (Νεφέλη, 1993). Ένα βιβλιό ηλικίας 13 χρόνων που μόλις τώρα περιέπεσε στην αντίληψή μου, μετά από σύσταση ενός νεαρού φίλου συγγραφέα και του ιδίου. Πολύ θα ήθελα να είχα την πολυτέλεια του χρόνου να το ξαναδιαβάσω, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον πολλά αποσπάσματά του. Η πρώτη ανάγνωση είναι πάντα κάπως βιαστική, γιατί θέλεις να δεις την εξέλιξη του μύθου, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν νομίζω ότι έχει τόση μεγάλη σημασία (ο μύθος) (το βάζω αυτό στην παρένθεση μιμούμενη τον Αρανίτση που συνεχώς τη χρησιμοποιεί (την παρένθεση) σαν να μας βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα, σαν να μας λέει «το διευκρινίζω γιατί μπορεί να το παίρνατε κι αλλιώς). Ένα βιβλίο 552 σελίδων. Θα μπορούσε να είχε σταματήσει και στην 400η σελίδα, όπως και θα μπορούσε να το συνεχίσει άλλες 500. Πρωταγωνιστής εδώ, πιστεύω, δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά το ύφος. Τα πρόσωπα, παρόλο που και αυτά έχουν σημασία, είναι καρικατούρες. Όπως ο γελοιογράφος απεικονίζει ένα πρόσωπο που αμέσως αναγνωρίζουμε, αλλά με όλα τα χαρακτηριστικά τραβηγμένα στην υπερβολή, το ίδιο κάνει και ο Αρανίτσης με το λόγο. Με βασικούς ήρωες μια αθηναϊκή οικογένεια που απλώνεται σε τρεις γενιές, επικεντρωμένος κυρίως στην τριακονταετία 1960-1993, αλλά και με αναδρομές σε προηγούμενες εποχές, σατιρίζει τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του που τον παρουσιάζει σαν ένα απλώς εξωτερικό παρατηρητή όλων όσων περιγράφει λέγοντας συχνά «δεν μπορώ να πω», «δεν έχω ιδέα», «ούτε κι εγώ ξέρω» και άλλα παρόμοια. Το σκωπτικό του ύφος δεν χαρίζεται σε κανένα, σατιρίζει με αυτό τα πάντα, τις οικογενειακές σχέσεις, τις νεανικές φιλίες, τις εξωσυζυγικές σχέσεις, το επάγγελμα, την ψυχαγωγία, την τέχνη, την εργατική αλλά και τη μεγαλοαστική τάξη, τη μόδα, την πολιτική, ακόμα και τον ίδιο το θάνατο. Αρκεί να δούμε, για παράδειγμα, πώς περιγράφει το θάνατο του Κιντή (σ. 19) την ώρα που έπαιζε μπριτζ, ή το θάνατο από ατύχημα της μικρής Θεοδώρας (σ.37). Ή να συγκρίνουμε το θάνατο ενός άλλου μικρού κοριτσιού, όπως τον περιγράφει η Ζυράνα Ζατέλλη (στο «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθυς Ερέβους»). Και η Ζατέλλη με λεπτομέρειες, αλλά εκεί είναι με όλη την τραγικότητα, εδώ σου έρχεται να χαμογελάσεις. Τα πολιτικά γεγονότα μιας περίπου πεντηκονταετίας περνάνε οιονεί παρεμπιπτόντως. Από τους γάμους του Παύλου με την Φρειδερίκη, ως το Πολυτεχνείο και τη χούντα κι ως τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου και τις εκλογές είναι σαν άτακτα ριγμένες πινελιές αλλά τα καρφιά του τα μπήγει ο Αρανίτσης. Καταπληκτική η σκηνή με τον Παπανδρέου (τον Ανδρέα) όταν σε μια δεξίωση τον συναντά η Αμαλία, από τα βασικά πρόσωπα του βιβλίου (σ.210-212). Δεν αντέχω να μην υποκύψω στον πειρασμό να αντιγράψω μια σκέψη του συγγραφέα: « Επειδή τους συλλογισμούς του Παπανδρέου δεν τους καταλάβαινε κανείς, δεδομένου ότι τους διατύπωνε με λέξεις που είχε επινοήσει ο ίδιος, περιβάλλονταν (αυτοί οι συλλογισμοί), στην εκφορά τους, από ένα φωτοστέφανο εγκυρότητας, την οποία η Αμαλία εισέπραξε στο ακέραιο». Και οι λεπτομέρειες, α, οι λεπτομέρειες. Εκεί είναι που δικαιώνεται πλήρως και ο τίτλος αλλά και η πρωτοτυπία του βιβλίου. Αναφέρω μόνο μια σκηνή. Οι δυο νεαρές φίλες, η Δανάη και η Μαριλένα έχουν βγει από το σινεμά, στο δρόμο αγόρασαν ένα πακέτο τσιγάρα και αποφασίζουν να καπνίσουν ένα μισο-μισό, όταν βλέπουν να έρχεται ένα καθηγητής τους. Ε, λοιπόν, η περιγραφή της κίνησης που κάνει το χέρι της Μαριλένας, που εκείνη τη στιγμή κρατούσε το τσιγάρο, παίρνει σχεδόν μια σελίδα!
Ένα άλλο σημείο της γοητείας του Αρανίτση είναι ο φόρος τιμής που αποτίνει σε λογοτέχνες μιμούμενος το ύφος ή παραφράζοντάς τους, αν και δεν είμαι σίγουρη αν τους κοροϊδεύει και λιγάκι.. Για παράδειγμα στη σ. 211 υπάρχει ολοφάνερη παράφραση του Καβάφη (Ο ύπατος τους έβαλε κοντά του να καθίσουν. Ευγενικά τους μίλησε κλπ.), με βεβαιότατη τη σάτιρα για τον Παπανδρέου. Στη σ. 410 υπάρχει σαφέστατη αναφορά στο ποίημα του Εγγονόπουλου «Πρωινό τραγούδι», αλλά νομίζω με ειρωνική διάθεση, ενώ στη σ. 499 έχουν την τιμητική τους ο Ελύτης και τα νησιά. Ας περιοριστώ σ’ αυτές μόνο τις αναφορές, αν και πολύ θα ήθελα να εξακριβώσω αν το καθαρευουσιάνικο απόσπασμα της σ. 247 (« Η νεαρά γυνή εφαίνετο ζώσα ονειρώδη ζωήν…») είναι από τον Ροΐδη, που όπως φαίνεται στάθηκε μεγάλος δάσκαλος για τον Αρανίτση. Προπάντων όσον αφορά τις παρομοιώσεις οι οποίες βρίθουν σε βαθμό πληθωρισμού μέσα στο έργο και στις οποίες στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό η γοητεία της σάτιράς του. Και τι γνώσεις νομικής (εκτός αν όλα εκείνα τα άρθρα των νόμων που αναφέρει είναι πλασματικά, μέρος κι αυτό της σάτιράς του) και τι γνώσεις μουσικής (εδώ όμως είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για ουσιαστικές γνώσεις) και τι γνώσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας!
Το βιβλίο του Αρανίτση δεν είναι εύκολο. Είναι όμως γοητευτικότατο.

Τρίτη, Αυγούστου 08, 2006

ΝΑΝΤΙΑ

Υπάρχουν βιβλία για τα οποία διερωτάσαι γιατί γράφτηκαν και προπάντων γιατί εκδόθηκαν. Ένα απ' αυτά το "Νάντια" της Λένας Διβάνη, εκδ. Μελάνι, 2006, νουβέλα. Το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί πολύ επιτυχημένο μόνο αν στόχος της συγγραφέως ήταν η διαφήμιση του Hondos της Ερμού!

Τετάρτη, Αυγούστου 02, 2006

ΠΟΛΥ ΒΟΥΤΥΡΟ ΣΤΟ ΤΟΜΑΡΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ

Μόλις τέλειωσα το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη "Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου" (Κέδρος,2006). Δεν ξέρω τι να πω. Είμαι ακόμα βυθισμένη σε κείνη τη μακρινή (;) εποχή του 1963, περπατώ στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ακούω τις ζητωκραυγές του πλήθους που συγκεντρώθηκε να υποδεχτεί τον Ντε Γκωλ, θυμάμαι πρόσωπα και γεγονότα. Όμως ταυτόχρονα νιώθω πως βγήκα από ένα κόσμο εντελώς άγνωστό μου, τον κόσμο του παρακράτους, του περιθωρίου, χαρτοπαίκτες, χασικλήδες, φονιάδες, βασανιστές, ομοφυλόφιλους, "κολλητήρια", απατεώνες, διπλούς πράκτορες, πατριδοκάπηλους, φτωχούς και βασανισμένους που επινοούν το κάθε τι για να επιβιώσουν (ακόμα και νομίσματα καταπίνει κάποιος που του πετούν άλλοι για χάζι, τα οποία ύστερα, στο σπίτι του αφοδεύει, πλένει και ...βγάζει έτσι το μεροκάματο!). Πρόσωπα που και μόνο το παρωνύμιο με το οποίο είναι κυρίως γνωστοί, Εικοσιδυός ή Κινητό Κρεοπωλείο, Αφρός, Βεδουίνος, Σιδεροφάγος, ο Καίσαρας, ο Μπέμπαρος, ο Σφυριχτός και πλήθος άλλοι, τόσοι που δεν τους συγκρατείς εύκολα, είναι χαρακτηριστικά της παρανομίας στην οποία κινούνται και δρουν. Σκηνές του εμφυλίου, σκληρές σκηνές όπως "Το κατσαβίδιασμα" ή η περιγραφή της κομμένης κεφαλής του Άρη (τι να πρωτοθυμηθώ απ' αυτό το μυθιστόρημα), που όμως εναλλάσσονται με σκηνές γεμάτες χιούμορ, ένα χιούμορ ειρωνικό, ανατρεπτικό. Οι ήρωές του, όλοι οι φτωχοδιάβολοι της τότε Θεσσαλονίκης, φαίνονται να τη γλεντάνε τη φτώχια και την περιθωριοποίησή τους. Γλώσσα σε πλήρη εναρμόνιση με τα πρόσωπα, με λεξιλόγιο που καθόλου δεν προβληματίζεται για την κοσμιότητά του. Λέξεις όπως γαμ.. ή σκ...ή άλλες ανάλογες είναι μόνιμες στους διαλόγους του και σκηνές όπως μια πεταμένη ροχάλα όχι λίγες φορές προκαλούν την αηδία. Ένας λογοτεχνικός νατουραλισμός που ορισμένες στιγμές δύσκολα αντέχεται. Διερωτώμαι αν ήταν τόσο απαραίτητος. Το παρομοίασαν με το "Ζ", αλλά ούτε κατά διάνοια, νομίζω, εκτός ίσως το ίδιο χρονικό διάστημα στο οποίο διαδραματίζεται (17-19 Μαΐου 1963) αν και σταματά εκεί που αρχίζει το "Ζ". Βρίσκομαι σε μια αμφιθυμία. Από τη μια αναγνωρίζω το δυνατό γράψιμο, από την άλλη σκέφτομαι πως οι δύσοσμες αυτές αναθυμιάσεις χρειάζονται ένα πολύ γερό λογοτεχνικό στομάχι, που δεν ξέρω πόσοι διαθέτουν. Κι ακόμα προβληματίζομαι για την ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου είδους λογοτεχνίας.

Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2006

Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ

Θεέ μου, τι βιβλίο! Νομίζω δεν μου έχει ξανασυμβεί να διαβάσω για δεύτερη φορά ένα βιβλίο μέσα σε τρία χρόνια, όχι απλώς με το ίδιο, αλλά πιο έντονο ενδιαφέρον και να το βρω ακόμα πιο συναρπαστικό από την πρώτη φορά. Μου συμβαίνει τώρα με τη "Δασκάλα των γαλλικών" του Πολωνού Άντονι Λιμπέρα (τίτλος πρωτοτύπου "Madame"1998, στα ελληνικά στις εκδόσεις Πατάκη, 2002). Πόσο θα 'θελα να το είχα ξαναδιαβάσει πριν πάω στην Πολωνία. Θα' ψαχνα τότε ίσως να βρω το πάρκο Ζερόμσκι, απ' όπου ο ήρωας τόσες φορές περνά, την οδό Κρακοβίας, τη γαλλική πρεσβεία, το σινεμά όπου παρακολούθησε το "Ένας άντρας μια γυναίκα", το θέατρο όπου είδε την Κομεντί Φρανσέζ να παίζει τη Φαίδρα του Ρακίνα...Ένα βιβλίο για ένα έφηβο που γίνεται άντρας (μου θύμισε λίγο τον Κάστορπ του Τόμας Μαν στο "Μαγικό Βουνό"), τη δεκαετία του '60, στην κομμουνιστική Πολωνία. Μαθητής, στην τελευταία τάξη του σχολείου, με πάθος για την ποίηση και τη λογοτεχνία γενικά, με γνώσεις που ξεπερνούν την ηλικία του, κυριεύεται από ένα πάθος για την καινούργια διευθύντρια του σχολείου, που είναι ταυτόχρονα και η δασκάλα των γαλλικών της τάξης του. Εκείνη ωραία, απόμακρη, ψυχρή, ικανότατη στη δουλειά της, δεν αφήνει τίποτα από τα προσωπικά της να φανούν. Ο νεαρός, του οποίου το όνομα δεν ξέρουμε, μια και μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, ρίχνεται σ' ένα αγώνα όχι μόνο να μάθει όσο πιο πολλά μπορεί γι' αυτή τη μυστηριώδη γυνακεία μορφή, αλλά και να της προσελκύσει το ενδιαφέρον. Σ' αυτή την προσπάθεια, σ' αυτό το ψάξιμο, ο ίδιος ωριμάζει ως άτομο, περνά από την εφηβεία στην ωριμότητα. Τι πλούτος λογοτεχνικών αναφορών, τι συγγραφείς περνούν μέσα από την αφήγηση! Από τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς, στον Κόνραντ, του οποίου το μυθιστόρημα "Νίκη" διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο, στον Μπέκετ, στον Σαίξπηρ, στον Χέντερλιν, στον Σοπενάουερ και άλλους ακόμα. Αναφορές στη ζωγραφική (Πικάσο), στη μουσική, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, αλλά και στον Ισπανικό εμφύλιο και διάχυτη μέσα στο μυθιστόρημα περνά η ατμόσφαιρα του βαριού πέλματος του κομμουνιστικού καθεστώτος πάνω στην Πολωνία. Ένα μυθιστόρημα "χορταστικό", ένα μυθιστόρημα που σου ανανεώνει σε κάθε κεφάλαιο το ενδιαφέρον, βιάζεσαι να δεις πού θα καταλήξει, γι' αυτό ίσως τη δεύτερη φορά διαβάζεται καλύτερα, γιατί τώρα ξέρεις και δεν βιάζεσαι, απολαμβάνεις τις λεπτομέρειες, τους έξυπνους διαλόγους, τις λογοτεχνικές αναφορές. Τα μόνα αρνητικά σχόλια που έχω διαβάσει για τη "Δασκάλα" είναι ότι πολλά θέματα (όπως ο Ισπανικός εμφύλιος για παράδειγμα) πολύ χαλαρά συνδέονται με το κυρίως θέμα. Ομολογώ όμως ότι προσωπικά δεν με ενόχλησε, όπως δεν με ενόχλησε και το ότι όλες αυτές οι γνώσεις δεν προσιδιάζουν σ΄ενα έφηβο. Είδα σ' αυτά τη συμβατικότητα της λογοτεχνίας που όταν είναι υψηλή, μας κάνει να δεχόμαστε τα πάντα.

Κυριακή, Ιουλίου 23, 2006

ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΘΕΛΟΜΕΝ..."

Νομίζω πως, όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι τιμώρησαν τον Φρύνιχο με πρόστιμο γιατί με το έργο του ¨Μιλήτου άλωσις" τους θύμισε "οικεία κακά", έτσι θα 'πρεπε να τιμωρηθεί και ο Άντης Ροδίτης για το βιβλίο του "Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες" (εκδ. Εστία, 2006). Με υπότιτλο "Ύλη Ιστορίας για μιαν αγγλική αποικία της Ελλάδος", μας γύρισε χρόνια πίσω. Δεν ξέρω τι θα έχει να πει αυτό το βιβλίο για όσους δεν έζησαν τα γεγονότα, για τους νεότερους ή τους εκτός Κύπρου Έλληνες. Για όλους εμάς όμως, που μπορούμε να έχουμε μνήμες βιωμάτων αρκετών δεκαετιών, είναι ένα βιβλίο πικρό. Το διάβασα με πόνο ψυχής, σε πολλά κομμάτια του θέλω να ξαναγυρίσω, έτσι όπως σκαλίζουμε ξανά και ξανά ένα πονεμένο δόντι. Μας φέρνει στο νου την έλλειψη δημοκρατίας, την υποκρισία, τη λογοκρισία, την έλλειψη πολιτικής διορατικότητας, την εγκατάλειψη του ονείρου της Ένωσης. Πολλά πρόσωπα της κυπριακής κοινωνίας που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις αναφέρονται με το όνομά τους ή σαφώς υπονοούνται. Ιστορία και αυτοβιογραφία, δοκίμιο και λογοτεχνία, με αναδημοσιευμένα πολλά παλαιότερα κείμενα του συγγραφέα, αλλού μελαχγολικό, αλλού ειρωνικό και σατιρικό, το βιβλίο διαβάζεται απνευστί. Θα προτιμούσα λιγότερες αναφορές σε προσωπικές αδικίες και παράπονα, που πιθανόν να δώσουν αφορμή σε κάποιους να αμφισβητήσουν την αντικειμενικότητα του βιβλίου.

Πέμπτη, Ιουλίου 20, 2006

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ

Χτες γύρισα από την Πολωνία, το καθιερωμένο εδώ και 15 χρόνια καλοκαιρινό ταξίδι με τον Σύνδεσμο Φιλολόγων, που μας έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, αλλά και κάποιους μακρινότερους προορισμούς. Οι εντυπώσεις πολλές και ποικίλες, θέλουν το χρόνο τους να κατασταλάξουν, να αφομοιωθούν, να επιλεγούν από τη μνήμη ποιες θα μείνουν, ποιες θα καταποντιστούν στο πέλαγος της ανυπαρξίας. Πρώτο συναίσθημα βέβαια η κούραση, σωματική και ψυχική, που σου παίρνει κάπου δυο μέρες για να σε ξαναβάλει στη ρουτίνα της εντόπιας καθημερινότητας. Και μια ελαφριά μελαγχολία που αναπόφευκτα συνοδεύει την εκπλήρωση κάθε προσδοκίας. Όσο περιμένεις, σχεδιάζεις, ονειρεύεσαι, είσαι γεμάτος απ' τη λαχτάρα της προσμονής του καινούργιου, της φυγής, της χαράς της περιπλάνησης. Όταν όμως επανακάμπτεις, σε κυριεύει η μελαγχολία του τέλους, ώσπου ν' αρχίσεις (αν αρχίσεις) να ονειρεύεσαι και πάλι. Πολωνία. Μια χώρα που ως πριν από λίγα χρόνια την ξέραμε λίγο από την ιστορία και το μοίρασμά της μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, από τον Λεχ Βαλέσα, τον προηγούμενο Πάπα και την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ταυτόχρονα με μας. Η επισκεψή μας μάς γνώρισε μια όμορφη χώρα με ευγενικούς κατοίκους, με πολιτισμό που φαίνεται να κρατάει από τους παλιούς ευγενείς της, αλλά και με βάσανα που την έχουν κάνει "πρωταθλήτρια στη δυστυχία". Θα γράψω πολύ εκτενέστερα τις εντυπώσεις μου, ελπίζω σύντομα.

Σάββατο, Ιουλίου 08, 2006

ΜΑΜΑΔΕΣ ΒΟΡΕΙΩΝ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ

Ειλικρινά δεν θυμάμαι τι με έκανε να αγοράσω το βιβλίο αυτό. Διάβασα άραγε κάποια κριτική που το σύστηνε; Με τράβηξε ο τίτλος; Δεν ξέρω. Σημασία έχει ότι το αγόρασα, το διάβασα και πέρασα λίγες ώρες "φυγής". Θα έλεγα ότι ανήκει στην "escape literature", στην οποία, σύμφωνα με ένα ορισμό που βρήκα σε άρθρο του reader's diggest, "ανήκουν βιβλία με ανάλαφρη πλοκή και δράση, που επιτρέπουν στον αναγνώστη να ξεφεύγει χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό" (αν και ο όρος σήμερα έχει διαφορετική σημασία). Πρώτο μυθιστόρημα της Παυλίνας Νάσιουτζικ (εκδ. Μελάνι 2006) σε διασκεδάζει, σε παρασύρει στον νεόπλουτο κόσμο της Αθήνας, τον σατιρίζει τραβώντας στην υπερβολή τη σάτιρά της, αλλά σαν να μην ξέρει ποιος είναι ο στόχος της. Ενώ ξεκινά με την ομάδα των αργόσχολων φίλων της που απαραίτητα έμεναν στο Ψυχικό (Παλαιό, όχι Νέο), Φιλοθέη, (όχι Νέα Φιλοθέη), Εκάλη, Κηφισιά (όχι Κάτω Κηφισιά), που αν δεν έκαναν μπότοξ και λιποαναρρόφηση καθίσταντο ύποπτες, που η μεγαλύτερη δυστυχία ήταν να μην έχεις πισίνα και play room, που οι συζητήσεις τους αφορούσαν τα βάσανα από την υπηρεσία τους, που τα συγκλονιστικότερά τους διλήμματα ήταν "σε ποιο κομμωτήριο κουρεύουν καλύτερα, στο Freestyle ή στο Jonny, πού θα πάμε για μπότες, Character ή Καλογήρου" και άλλα παρόμοια, μπλέκει διάφορες πολύ χαλαρά σχετιζόμενες μεταξύ τους ιστορίες, ενώ κάποια στιγμή το μυθιστόρημα το γυρίζει στο αστυνομικό, με δολοφονημένο τον γκόμενο της αφηγήτριας, ο οποίος σχετιζόταν και με αρκετές άλλες από τις φίλες της. Η γλώσσα της συγγραφέως διανθίζεται με πλήθος αγγλικές φράσεις (έμπρακτο χαρακτηριστικό του νεοπλουτισμού), κάποτε και γαλλικές ή γερμανικές, αλλά και με φράσεις της νεοελληνικής αργκό: Την έκανε, της την πέφτανε, ήρθε καπάκι κ.λπ. Τέλος, θα προτιμούσα λιγότερη επίδειξη γνώσεων , όχι μόνο στα μότο των κεφαλαίων της αλλά και μέσα στο κείμενο. Τι Χένρι Τζέιμς, τι Φλωμπέρ, Σοπενάουερ, Γκόγκολ, Σύλβια Πλαθ, Όσκαρ Ουάϊλντ, Τζέιν Όστεν, Αλαίν Ντε Μποτόν, αλλά και Βιζυηνός και πλήθος άλλοι πετάγονται στη μέση! Σκέφτομια ποιους θα αναφέρει σε επόμενο βιβλίο. Δεν έκανε λίγη οικονομία η ευλογημένη...Οπωσδήποτε, νομίζω έδωσα μια αντικειμενική εικόνα του βιβλίου. Όσοι αρέσκονται σ΄αυτό το είδος δεν έχουν παρά να το δοκιμάσουν.

Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2006

Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

Μ' έπιασε σήμερα μια ανεξήγητη νοσταλγία για τα διαβάσματα των παιδικών και νεανικών μου χρόνων, διαβάσματα που μοιράστηκα με φίλες πολλές και σ' όλες αυτές αφιερώνω το σημερινό post και τούτες τις αναμνήσεις.
Πόσες όμορφες ώρες, αλήθεια, περάσαμε τα χειμωνιάτικα δειλινά μ΄ένα βιβλίο που μας ζέσταινε πιο πολύ αυτό παρά το μαγκάλι που πλάι του καθόμαστε! Πόσες άπειρες φορές η βροχή που μας κρατούσε στο σπίτι συνόδευσε με τον απαλό της ήχο τα διαβάσματά μας, νανούρισε τη σκέψη που αφηνόταν ελεύθερη να διαπεράσει το χώρο, να σπάσει το χρόνο, να ξεχυθεί και ν' αγκαλιάσει τον κόσμο! Πόσες φορές μας άφησαν άγρυπνους εκείνοι οι παράτολμοι και ριψοκίνδυνοι ήρωες του Ιουλίου Βερν, γιατί θέλαμε να φτάσουμε όσο το δυνατό πιο γρήγορα στο τέλος της περιπέτειας, ταξιδεύοντας μαζί τους πότε "Από τη γη στη σελήνη", πότε "Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα", πότε κάνοντας το γύρο του κόσμου σε ογδόντα μέρες". Ριχτήκαμε στην περιπέτεια του διαστήματος πολύ πριν από τους αστροναύτες, εξερευνήσαμε τους βυθούς των θαλασσών, γνωρίσαμε χώρες, λαούς και συνήθειες χωρίς να κουνηθούμε από το σπίτι μας.
Και πόσες άλλες φορές νιώσαμε καυτά τα δάκρυα να βρέχουν το παιδικό μας πρόσωπο σαν παρακολουθούσαμε τον ηρωικό κι απελπισμένο αγώνα των ηρώων της Πηνελόπης Δέλτα, πότε "Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου", πότε "Στα μυστικά του βάλτου" μα πάντα "Για την πατρίδα".
Είναι κάποια βιβλία που ξανανοίγοντάς τα γινόμαστε και πάλι οι ανήσυχοι έφηβοι, ψάχνουμε στις σελίδες τους που πρωτοδιαβάσαμε πριν από τόσα χρόνια να ξαναβρούμε τον εαυτό μας εκείνο. Δεν γίνεται, κάτι πρέπει να σώζεται πάνω στις σελίδες εκείνες, κάτι απ' τα όνειρα και τις προσδοκίες της νιότης μας. Είχαμε δοθεί τόσο πολύ τότε σ' αυτές τις σελίδες που δεν μπορεί, κάτι θα κράτησαν από μας, απ' τη λαχτάρα και την ακαταμάχητη επιθυμία να ζήσουμε, να δημιουργήσουμε κι εμείς κάτι μεγάλο σαν αυτό των αγαπημένων μας ηρώων.
Πόσο τη ζηλέψαμε την ηρωίδα της Σαγκάν στο "Καλημέρα θλίψη" με την αχαλίνωτη ελευθερία της, τότε, στην αυστηρή μας εφηβεία, πώς ταυτίσαμε τον εαυτό μας με τη Σκάρλετ Ο'Χάρα στο "Όσα παίρνει ο άνεμος" λαχταρώντας να βρεθεί και για μας ένας Ρεντ Μπάτλερ, πόσο ζωντανή κρατάμε μέσα μας την εικόνα της "Ρεβέκκας" να κατεβαίνει πανέμορφη, μέσα στην άσπρη της τουαλέτα, τη σκάλα του πύργου της τη βραδιά του χορού! Πόσο τη δειλή πρωταγωνίστρια του "Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα" τη νιώσαμε και την αγαπήσαμε! Κι η Φράνσι Νόλαν, "Το δέντρο που μεγάλωσε στο Μπρούκλιν" ήτανε φίλη παιδική μας. Ήταν η ίδια η νιότη μας που ασφυκτιούσε κι αγωνιζόταν ν' ανοίξει ένα παράθυρο στον κόσμο. Ήταν όλα τα συναισθήματα, οι αμφιβολίες, η χαρά κι η λύπη των δεκαέξι μας χρόνων. Κλάψαμε μαζί της στην πρώτη της ερωτική απογοήτευση κι επιθυμήσαμε μ' όλη τη δύναμη της νεανικής μας καρδιάς να 'χαμε κι εμείς μια μητέρα γεμάτη στοργή και κατανόηση που θα μας ψιθύριζε όπως η μητέρα εκείνης "Θα ξαναείσαι ευτυχισμένη, δε θα ξεχάσεις όμως ποτέ"!
Κι εκείνοι οι Κινέζοι της Περλ Μπακ-αχ, εκείνη η Μάνα- κι εκείνοι οι γιατροί του Κρόνιν, πόσες ώρες μας κράτησαν συντροφιά, πόσο τους νιώθαμε σαν ανθρώπους της γειτονιάς μας!
Κι ήρθαν ύστερα τα βιβλία της ωριμότητας, τα βιβλία των μεγάλων οραματισμών, της βαθιάς ενδοσκόπησης του εαυτού μας μέσω των άλλων. Ήταν ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι, ο Ουγκό και ο Σόμερσετ Μομ, ήταν οι πολύ δικοί μας, ο Βενέζης κι ο Καζαντζάκης, ο Μυριβήλης, ο Καραγάτσης...Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Τόσες σελίδες, τόσα ονόματα, τόσα αγαπημένα πρόσωπα. Ξεφυλλίζουμε ένα παλίο βιβλίο, βυθιζόμαστε στο μαγικό του κόσμο, μας συναεπαίρνει η ατμόσφαιρά του κι εκεί, σε κάποιο περιθώριο, ανακαλύπτουμε ξαφνικά μια σημείωση, διαβάζουμε πιο προσεκτικά μια υπογραμμισμένη φράση και ξαναβρίσκουμε αμέσως τον εαυτό μας των δέκα, των δεκαπέντε, των είκοσι χρόνων. Ξαναθυμόμαστε τους φίλους που διάβαζαν τα ίδια βιβλία, τις ατέλειωτες συζητήσεις μας γι' αυτά που διαβάζαμε, ξαναφέρνουμε στο νου τα είδωλά μας με νοσταλγία, κάποτε μ' απογοήτευση για τη διάψευση που μας επιφύλαξε ο χρόνος.
Από τότε ως σήμερα εκατοντάδες βιβλία, χιλιάδες σελίδες προστέθηκαν και προστίθενται στα αναγνώσματά μας. Νομίζω όμως πως εκείνη τη γοητεία, εκείνη τη μαγευτική εμπειρία των πρώτων νεανικών διαβασμάτων δεν θα τη ξαναβρούμε ποτέ πια.

Τρίτη, Ιουλίου 04, 2006

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

Είχα πολλές επιφυλάξεις για το καινούργιο μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου "Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές", γιατί το πρώτο του, "Ο καιρός των χρυσανθέμων" αν και βραβευμένο, στέκεται ακόμα μισοδιαβασμένο στη βιβλιοθήκη μου και δεν νομίζω ότι θα το τελειώσω ποτέ. Οι φόβοι μου επαληθεύθηκαν. Παρά την τεράστια προβολή, τη διαφήμιση, την αποδοχή της επίσημης κριτικής, "Η γυναίκα..." είναι κουραστικό, συγχιστικό, ανιαρό, μια ακατανόητη ανάμειξη πραγματικότητας και φαντασίας, με ασαφείς τις προθέσεις του συγγραφέα. Αν ήθελε να αποκαταστήσει την ηρωίδα του, την ηθοποιό Ελένη Παπαδάκη, που εκτελέστηκε από το ΕΑΜ, γιατί δεν την αναφέρει με το όνομά της; Τι εξυπηρετεί το να αλλοιώσει την πραγματικότητα και να τη βάλει να μην πεθαίνει από τις σφαίρες, αλλά σε βαθιά γεράματα; Αν τουλάχιστον μας έδινε την προσωπικότητά της, την ιστορία της ως ηθοποιού, αν μας μιλούσε για τους ρόλους που ερμήνευσε...Μήπως πάλι ήθελε ο συγγραφέας να ζωντανέψει μια εποχή, αυτή τη φρικτή εποχή του εμφυλίου; Υπάρχουν πολύ καλύτερες περιγραφές σε πλήθος άλλα λογοτεχνικά έργα γι' αυτή την περίοδο και μάλιστα όχι τόσο μονόπλευρα ιδωμένη. Και γιατί δηλώνει ότι "τα πρόσωπα και τα γεγονότα του μυθιστορήματος είναι φανταστικά"; Είναι φανταστικά οι Κοτοπούλη, Κυβέλη, Παξινού, Ηλίας Βενέζης, Λιλίκα Νάκου, Βεάκης, Αιμίλιος Χουρμούζιος και δεκάδες άλλα; Αν θεωρήσουμε και τα γεγονότα φανταστικά, τότε τι ρόλο παίζουν τα πρακτικά της δίκης, οι καταθέσεις κ.λπ; Όσο δε για τις καταθέσεις των μαρτύρων, είναι πανομοιότυπες, κουραστικές, ανιαρές. Και γιατί πρέπει ο αναγνώστης να κουράζεται τόσο για να καταλαβαίνει κάθε φορά ποιος μιλά; Όχι γιατί δεν πρέπει να καταβάλλει κόπο ο αναγνώστης, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν βρίσκω να εξυπηρετεί καμιά σκοπιμότητα. Πολλές φορές χρειάστηκε να γυρίσω πίσω και να ξαναδιαβάσω σελίδες, όχι γιατί με δυσκόλευε το νόημα, αλλά απλώς γιατί δεν διευκρινιζόταν το πρόσωπο που μιλούσε. Διερωτώμαι αν το συγκεκριμένο βιβλίο θα είχε την απήχηση και την κυκλοφορία που έχει αν δεν προβαλλόταν και αν δεν διαφημιζόταν σε τόσο υπερβολικό βαθμό. Πολύ θα ήθελα να ακούσω σχόλια από άλλους που θα είχαν το θάρρος να διαφωνήσουν με την επίσημη κριτική.

Πέμπτη, Ιουνίου 29, 2006

ΜΙΑ ΕΚΠΟΜΠΗ

Χτες βράδυ συντόνισα μια εκπομπή στο ραδιόφωνο. Πολύ μου αρέσει το ραδιόφωνο, μου αρέσει και να ακούω εκπομπές αλλά και να...εκπέμπω. Μου αρέσουν προπάντων οι ζωντανές εκπομπές. Μιλάς, ξέρεις ότι κάποιοι σε ακούνε εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρεις όμως ποιοι. Νιώθω κάπως σαν τους παλιούς ναυαγούς που έριχναν "μποτίλια στο πέλαγος" που λέει και ο Σεφέρης. Η χθεσινοβραδινή εκπομπή είχε τίτλο "Βιβλία για το καλοκαίρι". Αστείος τίτλος, βέβαια, για όποιον αγαπά το διάβασμα δεν υπάρχουν διαφορετικά βιβλία για κάθε εποχή, αλλά οι εμπορικοί λόγοι που τον επιβάλλουν στα έντυπα μας παρέσυραν κι εμάς στο ραδιόφωνο. Κουβεντιάσαμε ελεύθερα για ποικίλα βιβλία, πρόσφατα και παλιότερα, με την κ. Γαβριέλλα Ψωμά, φανατική αναγνώστρια, και τον κ. Δημήτρη Μπαλαούρα, διευθυντή των εκδόσεων "Πάργα". Δεν ξέρω πόσους ακροατές είχαμε, σίγουρα κάποιους που διακινούνταν στα αυτοκίνητά τους εκείνη την ώρα (7.15΄-8.30΄μ.μ.), αλλά είχαμε ΤΡΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑΤΑ από ακροατές που μας άκουγαν από το σπίτι τους!! Δεν είναι και λίγο, αν σκεφτεί κανείς τα σίριαλ που προβάλλονται εκείνη την ώρα στην τηλεόραση. Ίσως να είχαμε και περισσότερους, αν οι εφημερίδες και τα άλλα έντυπα που γράφουν λεπτομερώς τα προγράμματα της τηλεόρασης, καταδέχονταν να γράψουν κάτι και για τα προγράμματα του ραδιοφώνου.

Τρίτη, Ιουνίου 27, 2006

ΜΑΡΙΑ ΚΙΟΥΡΙ

Είμαι συγκλονισμένη! Μόλις τέλειωσα το βιβλίο της Εύας Κιουρί "Μαρία Κιουρί" (Ωκεανίδα, 2005). Το διάβασα μέσα σε τρεις μέρες (555 σελίδες), δεν μπορούσα να το αφήσω. Καλύτερο από μυθιστόρημα γιατί αναφέρεται σε μια πραγματική ζωή κι όμως ενδιαφέρον σαν μυθιστόρημα. Η ζωή μιας γυναίκας γραμμένη από μια αφοσιωμένη κόρη, στηριγμένο όχι μόνο στις προσωπικές εμπειρίες της κόρης που κάποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη γνησιότητά τους, αλλά σε πλήθος επιστολές, αδιάψευστους μάρτυρες της εξαιρετικής αυτής φυσιογνωμίας. Για τρεις μέρες ταξίδευα στο παρελθόν, ζούσα στο τέλος του 19ου αι. και τις αρχές του 2οου αι., περνούσα από την κατεχόμενη από τους Ρώσους Πολωνία στο Παρίσι παρακολουθώντας τη θαυμαστή πορεία μιας κοπέλας φτωχής αλλά μεγαλωμένης σ' ένα πνευματικό περιβάλλον, της Μαρίας Κλοντόφσκα, που δέχτηκε να εργάζεται ως γκουβερνάντα για να μπορέσει να σπουδάσει πρώτα η μεγαλύτερη αδελφή κι ύστερα αυτή με τη σειρά της να βοηθήσει τη μικρότερη, που ξεκινάει να σπουδάσει στη Σορβόνη στα 24 της χρόνια (στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας δεν γίνονταν δεχτές γυναίκες στα 1890). Ζώντας σε μια κρύα, φτωχική σοφίτα, υποσιτιζόμενη, με χίλιες στερήσεις βαδίζει προς τ' όνειρό της. Πτυχίο φυσικής, πτυχίο μαθηματικών, η γνωριμία με ένα άλλο εξαιρετικό πνεύμα, τον Πιέρ Κιουρί, ο γάμος τους, τα κοινά όνειρα, η κοινή επιστημονική έρευνα, η χαρά της ανακάλυψης του πολωνίου και του ραδίου, το βραβείο Νόμπελ το 1903, ο απροσδόκητος θάνατος εκείνου από δυστύχημα, η άφατη θλίψη της, η συνέχιση του επιστημονικού της έργου, ακόμα ένα νόμπελ (χημείας), τι να πρωτοθαυμάσει κανείς. Ένα βιβλίο και μια ζωή που κανένα δεν μπορεί νομίζω να αφήσει ασυγκίνητο και ανεπηρέαστο. Ένα βιβλίο που θ' άξιζε να διαβαστεί από τα παραχαΐδεμένα σημερινά παιδιά της "ήσσονος προσπάθειας", από εκπαιδευτικούς-φυσικούς, από τις γυναίκες που παραπονούνται για τη θέση τους στην κοινωνία, από καθένα που έμαθε να βρίσκει την απόλαυση στο διάβασμα ενός ωραίου βιβλίου. Ωραία η μετάφραση της Παναγιώτας Πανταζή από τα Γαλλικά. Παράλειψη όμως η μη αναφορά σε ένα έστω σύντομο βιογραφικό της συγγραφέως (Εύα Κιουρί) καθώς και στην πρώτη έκδοση. Ψάχνοντας βρήκα ότι η πρώτη έκδοση έγινε το 1937 (στα Ελληνικά δεν ξέρω αν ξαναεκδόθηκε) και ότι η Εύα Κιουρί το 2005 ζούσε . Ήταν 101 χρονών! Να ζει άραγε ακόμη;

Σάββατο, Ιουνίου 24, 2006

Όταν θα πέσουν τα μαύρα

Όταν θα πέσουν τα μαύρα", της Βίβιαν Αβρααμίδου Πλουμπή. εκδ. Επιφανίου, ΛευκωσίαΑν και βραβευμένο με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (Κύπρου) το βιβλίο της Πλουμπή δεν μου άρεσε. Προσχεδιασμένη κατασκευή, λες για να μάθει ο κόσμος το Βαρώσι, τους δρόμους του, τα κέντρα αναψυχής, τα έθιμά του κ.λπ. Ναι, σίγουρα υπάρχει αγάπη για τον γενέθλιο τόπο αλλά άλλο αυτό κι άλλο η λογοτεχνία και η μετουσίωση των βιωμάτων σε τέχνη. Ακόμη, πάρα πολλές οι υποσημειώσεις, αχρείαστες για μας τους Κυπρίους και ενοχλητικές, πιστεύω, για όλους τους άλλους. Οι πολιτικές θέσεις και η ερμηνεία μιας ταραγμένης για την Κύπρο εποχής μονόπλευρη, επιφανειακή.(Δες σε αντίθεση την ίδια εποχή πώς αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα της Ήβης Μελεάγρου "Προτελευταία εποχή").Το τέλος βεβιασμένο, αδικαιολόγητο, καθόλου δεν ικανοποιεί τον αναγνώστ.Ώσπου μένουμε κλεισμένοι στον εαυτό μας και η σύγκριση είναι μόνο με τους λογοτέχνες του τόπου μας θα νομίζουμε ότι γράφουμε αριστουργήματα, ενώ δεν είναι παρά πρωτόλειες δημιουργίες. Γιατί άραγε δεν τολμούμε να ανοίξουμε τα κρατικά μας βραβεία ώστε να μπορούν να συμμετέχουν δημιουργοί απ' όλο τον ελληνισμό;

Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2006

ΔΥΟ ΒΙΒΛΙΑ

Παρασκευή, 23 Ιουνίου 2006
Παρουσίασα σήμερα στο ραδιόφωνο το μυθιστόρημα "Στα ψέματα παίζαμε" του Δημήτρη Μίγγα (Μεταίχμιο,2005). Μου άρεσε. Πρωτότυπη ιδέα, αν και βέβαια το ποδόσφαιρο δεν είναι στις προτιμήσεις μου. Εμπλέκονται όμως τόσα άλλα θέματα, μια αναδρομή στις τελευταίες τρεις δεκαετίες που μας θυμίζουν τόσα και τόσα, τα χρόνια της δικής μας νιότης μ' αυτά των πέντε ηρώων του μυθιστορήματος. Οι πέντε φίλοι μαζεύονται κάθε τέσσερα χρόνια για να παρακολουθήσουν μαζί τον τελικό του μουντιάλ. Τα κεφάλαια του βιβλίου παίρνουν τον τίτλο τους από τη χρονολογία, ξεκινώντας από το 2002 και πηγαίνοντας πίσω ανά τετραετία φτάνουν στο 197ο, ενώ υπότιτλος είναι οι αντίπαλοι του τελικού και το σκορ. Αναπόληση, μελαγχολία, πίκρα, διαψευσμένα όνειρα, ζωές που δεν ολοκληρώθηκαν, ζωές που θα μπορούσαν να είχαν γίνει έτσι, γεγονότα που νομίζαμε συγκλονιστικά και τόσο σύντομα τα σκέπασε η λήθη...το διάβασα χωρίς διακοπή, θα ' θελα να το συζητήσω με κάποιον, αλλά ποιον; Ίσως βρω καμιά κριτική σε κανένα blog...

Πέμπτη, Ιουνίου 22, 2006

ΤΥΠΩΘΗΤΩ

Τι ωραία στιγμή όταν επιτέλους έχεις τελειώσει το γράψιμο, έχεις τελειώσει την έρευνα (αν είχες έρευνα), έχεις ελέγξει και ξαναελέγξει το κείμενο, έχεις προβληματιστεί για μια λέξη (άραγε να βάλω προσκομίζει ή προσπορίζει), για μια λεπτομέρεια της γραφής, εδώ άραγε θέλει κόμμα ή όχι, να γράψω με κεφαλαίο ή μικρό το "Τέχνη" και τελικά, αφού το δεις και το ξαναδείς, αφού κάτσεις δίπλα από το σελιδωτή για ώρες, τελικά το παίρνεις απόφαση και λες: Τυπωθήτω. Ό,τι έγινε έγινε, από σένα τελείωσε η δουλειά, τα υπόλοιπα είναι του τυπογραφείου, θα δεις πλέον το "πόνημά" σου τελειωμένο σαν ένα νεογέννητο παιδί. Θα χαρείς βέβαια, αλλά η χαρά εκείνη δεν συγκρίνεται με την ανακούφιση, το ξαλάφρωμα, τη χαρά της ώρας του "τυπωθήτω". Γυρίζεις στο σπίτι σαν το μαθητή που έδωσε το τελευταίο μάθημα των εξετάσεων και μπρος του ανοίγεται το καλοκαίρι, και μπρος του είναι όλα τα σχέδια που έκανε όσο διάβαζε και έλεγε"όταν τελειώσουν οι εξετάσεις..." και οι εξετάσεις τελείωσαν και τώρα δεν ξέρει τι να πρωτοκάνει απ' όσα σχεδίαζε και συχνά δεν κάνει τίποτα. Ξεκούραση. Θα το βγάλεις για λίγο απ' το μυαλό σου ως την ώρα που κάτι άλλο θ' αρχίσει να γεννιέται, στη σκέψη πρώτα, στο χαρτί (χαρτί;) μετά και το βάσανο θ' αρχίσει και πάλι. Για την ώρα όμως ας μείνω μόνο με τη σημερινή χαρά του "τυπωθήτω".