Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 24, 2020

Η απατηλή ζωή των ενηλίκων


ΕΛΕΝΑ ΦΕΡΡΑΝΤΕ
Η απατηλή ζωή των ενηλίκων
Πατάκης, 2020
Μετ. Κατερίνα Δότση 
 Η Νάπολη, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γειτονιές της, οικογενειακοί δεσμοί αγάπης και μίσους, κορίτσια στην αρχή της εφηβείας και αγόρια, βεβαίως, αλλά σε δεύτερη μοίρα. Τα ίδια υλικά  αναμειγνύονται ξανά και ξανά σ' όλα τα βιβλία της παράξενης, αγνώστων λοιπών στοιχείων, Ιταλίδας συγγραφέως  Έλενα Φερράντε. Βιβλία μεταφρασμένα σε 45 γλώσσες, με πωλήσεις εκατομμυρίων, με μεταφορά τους στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Πώς τα καταφέρνει; Ποιο είναι το μυστικό της όταν, χρησιμοποιώντας τα ίδια σχεδόν υλικά από βιβλίο σε βιβλίο κατορθώνει να γίνονται ανάρπαστα;
Από την παράξενη σαγήνη που ασκεί η γραφή της δεν έχω ξεφύγει ούτε εγώ. Από το πρώτο της βιβλίο που διάβασα ("Μέρες εγκατάλειψης") την ακολουθώ βήμα-βήμα σ' όλες τις συγγραφικές της δημιουργίες: Την περίφημη "Τετραλογία της Νάπολης", τη "Βάναυση αγάπη" και τώρα το "Η απατηλή ζωή των ενηλίκων". Πρωταγωνίστρια σ' αυτό το τελευταίο (τι άλλο;) ένα δεκατριάχρονο κορίτσι, η Τζοβάνα ή Τζανίνα που αφηγείται την όλη ιστορία. "Δυο χρόνια πριν φύγει από το σπίτι ο πατέρας μου είπε στη μητέρα μου ότι ήμουν πολύ άσχημη. Τη φράση αυτή την είπε ψιθυριστά, στο διαμέρισμα που είχαν αγοράσει οι γονείς μου, νιόπαντροι ακόμα, στο Ριόνε Άλτο της οδού Σαν Τζιάκομο ντέι Κάπρι. Τα πάντα-η Νάπολη, το μπλε φως ενός ψυχρού Φεβρουαρίου, τα λόγια εκείνα-πάγωσαν". Και κάποια άλλη στιγμή θα τον ακούσει να λέει: "Η φάτσα της έχει αρχίσει να γίνεται ίδια με της Βιττόρια". Η εισαγωγική πρώτη παράγραφος του βιβλίου μας βάζει αμέσως στο κλίμα της ιστορίας. Ο πατέρας έχει φύγει, η φράση του πατέρα της θα γίνει πληγή, θα προστεθεί στην αβεβαιότητα και στη συναισθηματική αστάθεια της προεφηβικής ηλικίας. Αχώριστη φίλη η Τζοβάνα με δυο άλλα συνομίληκα περίπου κορίτσια, την Άντζελα και την Ίντα περνούν μαζί την τόσο δύσκολη ηλικία της εφηβείας. Λένε τα μυστικά τους, ανταλλάσσουν εμπειρίε, εξερευνούν το σώμα τους, μιλάνε για αγόρια. 
Μα ποια είναι επιτέλους αυτή η θεία Βιττόρια, αδελφή του πατέρα της Τζοβάνα, για την οποία εκφράστηκε τόσο απαξιωτικά ο πατέρας; Θα τη γνωρίσει κάποτε η Τζοβάνα κι ένας άλλος κόσμος θα της αποκαλυφθεί. Είναι οι "πάνω" και οι "κάτω", οι καλές γειτονιές της Νάπολης και οι φτωχογειτονιές της. Ο παθιασμένος έρωτας της θείας Βιττόρια για έναν ήδη παντρεμένο με τρία παιδιά που είχε γίνει χρόνια πριν, εισάγει στην ιστορία καινούρια πρόσωπα. Η επίδραση της παράξενης, φιλελεύθερης, τόσο διαφορετικής από τον καθωσπρεπισμό των γονιών της Τζοβάνας θείας, θα είναι καθοριστική για την Τζοβάνα. Ένα οικογενειακό κειμήλιο, ένα βραχιόλι, πηγαινοέρχεται ανάμεσα στους ήρωες του βιβλίου.
Καθώς ο χρόνος προχωρεί, τα κορίτσια γνωρίζουν και την ανατομική  κατασκευή των αγοριών, έχουν τις πρώτες επαφές, τα πρώτα φιλιά, που καθόλου δεν τις ενθουσιάζουν. Οι προβληματισμοί της Τζοβάνα δεν αφορούν μονάχα το σώμα της ή τα αγόρια. Η απόρριψη των γονιών και η σύγκρουση μαζί τους, προπάντων όταν διαπιστώνεται η "απατηλή"  τους ζωή, διαβάσματα άσχετα με τα μαθήματα, οι αμφιθυμίες και η συναισθηματική αστάθεια της εφηβείας, σκέψεις, αμφιταλαντεύσεις, πονηριές, ψέματα, ακαταμάχητη έλξη από κάποιο πρόσωπο, τα παρακολουθούμε όλα με λεπτομέρειες, σαν να βρισκόμαστε στο μυαλό της εφήβου.
Το βιβλίο τελειώνει με τη λεπτομερή περιγραφή της σεξουαλικής μύησης κι επομένως του τέλους της εφηβείας για τη νεαρή Τζοβάνα. Μια σκηνή που δεν κλείνει τίποτα οριστικά. Σαν να μένουν όλα μετέωρα. Άραγε αυτό είναι μια ένδειξη ότι το βιβλίο μπορεί να έχει συνέχεια; Ποιος ξέρει...
Κλείνουμε το βιβλίο με την ίδια πάντα απορία: Γιατί μας άρεσε;

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 14, 2020

Γεώργιος Βιζυηνός


 Δημήτρης Παπαχρήστος

Γεώργιος Βιζυηνός (Ο τρυφερόκαρδος κύριος Γ.Β.)
Σειρά: "Βίοι Αγίων-Υπόγειες διαδρομές.
Εκδ. Ηλέκτρα, 2005

 Όταν στο δημοτικό σχολείο απαγγέλλαμε

"Στου σπιτιού μας την αυλή
γάβου γάβου το σκυλί..."
 
ή διαβάζαμε  εκείνον τον τόσο συγκινητικό διάλογο του ναυτόπουλου με τη μάνα του, όπου εκείνη του 'λεγε "παιδί μου ώρα σου καλή" κι εκείνο τη διαβεβαίωνε "μάνα μην κλαις θα ξαναρθώ", ή όταν με βουρκωμένα μάτια διαβάζαμε τον "Παλαιολόγο" που, μαρμαρωμένος, δεν πέθανε αλλά κοιμάται, μαθαίναμε πως όλ' αυτά τα είχε γράψει κάποιος ποιητής με το παράξενο όνομα Βιζυηνός. Έπρεπε να μεγαλώσουμε, να διαβάσουμε ξανά και ξανά τα υπέροχα διηγήματά του, να συγκινηθούμε με τις περιπέτειες του βίου του, για να εκτιμήσουμε όσο έπρεπε τον Γεώργιο Βιζυηνό. Έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από τον θάνατό του (1896). Κι όμως εξακολουθούν ακόμα να εκδίδονται τα έργα του, να γράφονται μελέτες γι' αυτά, να παρατίθενται καινούρια στοιχεία στη βιογραφία του.
Το βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου στη σειρά των εκδόσεων "Ηλέκτρα" που τιτλοφορείται "Βίοι Αγίων", έρχεται να ρίξει μια ακόμα ματιά στη ζωή και το έργο του Βιζυηνού. Δύσκολο να ενταχθεί σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. Δεν είναι βιογραφία, δεν είναι κριτική μελέτη. Είναι ένας συνδυασμός βιογραφικών στοιχείων, αποσπασμάτων από έργα του, αναφορά σε κρίσεις γι' αυτόν, αλλά προπάντων είναι μια έκφραση αγάπης του συγγραφέα για τον ιδιόρρυθμο Γεώργιο Βιζυηνό, στον οποίο αναφέρεται ως τον "Τρυφερόκαρδο κύριο Γ.Β."
Γεννημένος στο μικρό, τουρκοκρατούμενο χωριό Βιζύη της Θράκης, ο Βιζυηνός γνώρισε από μικρός τον θάνατο. Του πατέρα του πρώτα, μετά ενός αδερφού του, μιας αδερφής σε βρεφική ηλικία ("Το αμάρτημα της μητρός μου"), αργότερα μιας υιοθετημένης αδερφής. Η φτώχεια τον φέρνει στην Κωσταντινούπολη ως μαθητευόμενο ραφτάκι. Η γνωριμία μ' έναν πλούσιο έμπορο από την Κύπρο, τον Γιάγκο Τσελεπή, οδηγεί τα βήματά του στο νησί, υπό την προστασία του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου. (Πού να το 'ξερα όταν μικρή έπαιζα στη γειτονιά του Τρυπιώτη, όπου και μεγάλωσα, ότι τους ίδιους δρόμους περπάτησε ο Βιζυηνός, εκεί έζησε για τέσσερα χρόνια, εκεί ερωτεύτηκε ένα νέο κορίτσι, την  Ελένη Φυσεντζίδου, γεγονός που οδήγησε το διώξιμό του από την Κύπρο!)
Ξανά στην Κωσταντινούπολη, από εκεί στη Χάλκη, αλλά η εκκλησιαστική ζωή δεν ήταν στη φύση του. Ένας άλλος πλούσιος ομογενής, ο Γεώργιος Ζαρίφης, θα γίνει ο μεγάλος προστάτης του, αυτός που θα χρηματοδοτήσει τις σπουδές που πάντα ονειρευόταν, στη Φιλοσοφική Αθηνών. "Η Αθήνα ήταν το κέντρο της ελεύθερης Ελλάδας, η απτή πραγματικότητά της: σπασμένα μάρμαρα, μεγαλειώδη ερείπια ενός ένδοξου παρελθόντος, να αιωρούνται μέσα στην πλημμυρίδα ενός υπέρλαμπρου ήλιου, αλλά και βρώμα και φτώχεια, και χαμόσπιτα, πενιχρή κληρονομιά τεσσάρων αιώνων ανατολίτικης παρουσίας. Εξήντα χιλιάδες ψυχές που ονειρεύονταν την Πόλη, τη βασιλεύουσα, το "μέγα μοναστήρι".
Από εκεί θα βρεθεί στη Γερμανία, στη Γοτίγγη πρώτα, στο Βερολίνο μετά, εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή. Στην Αθήνα όμως άδικα προσπαθεί να εξασφαλίσει την υφηγεσία στο Πανεπιστήμιο. "Οι νεωτερικές απόψεις του για τη φιλοσοφία και την ψυχολογία απορρίπτονται από το πνευματικό κατεστημένο, που έχει εδραιωθεί στο πανεπιστήμιο, τις εφημερίδες και τα περιοδικά".
Δημοσιεύει ποίηση, βραβεύεται σε σχετικούς διαγωνισμούς, προωθεί τη συλλογή λαογραφικών στοιχείων, προσπαθεί να βρει συνεταίρους και χρηματοδότες για εκμετάλλευση μεταλλείων χρυσού που βρίσκονται στη Θράκη, όχι μακριά από το χωριό του. Αλλά οι ενδείξεις για την επερχόμενη τρέλα είναι ήδη παρούσες: "Η κατασπατάληση των δυνάμεών του, η βαθιά απογοήτευση, η καθημερινή ένδεια, ο παραγκωνισμός της προσωπικότητας και του έργου του, λειτούργησαν σαν θερμοκήπιο μέσα του, ένα θερμοκήπιο που θα βοηθούσε να ξεδιπλωθεί σε όλη της τη φρίκη η ασθένειά του. Μίλησε στον γιατρό για αϋπνίες, νευρικότητα, αστάθεια, διαρκή κόπωση και τσιμπιές βαθιά στα κόκαλά του, όμως εκείνος δεν μπόρεσε να βρει τι έχει..."
Το 1892 οι φίλοι του διαπιστώνουν ότι πρέπει πια να τύχει θεραπείας στο Δρομοκαΐτειο. Εκεί θα παραμείνει για τέσσερα χρόνια, ενώ στα φωτεινά διαλείμματα της τρέλας του συζητά ή γράφει και πάλι ποίηση. Είναι πραγματικά εξαιρετικές οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου του Παπαχρήστου. Η αντίθεση ανάμεσα στην πανηγυρική ατμόσφαιρα της Αθήνας, που γιορτάζει την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, και του θανάτου του Βιζυηνού, καθιστά τον θάνατο ακόμα πιο τραγικό. Είναι η 16η Απριλίου 1896. Τον επικήδειο εκφωνεί ο Κωστής Παλαμάς. Τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και στον απέριττο τάφο του χαράκτηκαν οι στίχοι του:
Κι αντηχούνε στη μαύρη σιγή
τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια.

 

 

 

 


 


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2020

Η αίθουσα του θρόνου

Τάσου Αθανασιάδη
Η αίθουσα του θρόνου
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
2008 (εικοστή έκδοση)
1969 (πρώτη έκδοση)
Ο Τάσος Αθανασιάδης, πιο γνωστός για τα βιβλία του τα μεταφερμένα σε σειρές στην τηλεόραση (Οι Πανθέοι, Οι φρουροί της Αχαΐας) παρά για το υπόλοιπο συγγραφικό του έργο, μπορούμε να πούμε πως ανήκει πια στους κλασικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Και είναι πραγματικά κρίμα που ακόμα και για βιβλιόφιλους της νεότερης γενιάς παραμένουν άγνωστοι ή σε ελάχιστο βαθμό γνωστοί παλαιότεροι συγγραφείς όπως ο Κοσμάς Πολίτης, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Κονδυλάκης, ο Καρκαβίτσας, ο Ξενόπουλος, ο Νιρβάνας, ο Χατζόπουλος και πλήθος άλλοι. (Δεν αναφέρω τον μοναδικό κι ανεπανάληπτο Παπαδιαμάντη ή τον Βιζυηνό, γιατί γι' αυτούς κάτι μπορεί να άκουσαν στο σχολείο!). Ενώ πολλοί (και ιδιως πολλές) σπαταλούν τον χρόνο τους διαβάζοντας "ευπώλητα" και "εύπεπτα" σύγχρονα βιβλία.
Αυτά σκεφτόμουν όσο διάβαζα ή μάλλον ξαναδιάβαζα, την "Αίθουσα του θρόνου". Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με έκανε να το αναζητήσω και να το  ξαναδιαβάσω ύστερα από τόσα χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση. Ίσως γιατί μου είχε μείνει στη μνήμη η εικόνα μιας χαρούμενης ατμόσφαιρας, έστω κι αν ο θάνατος και οι τραγικές στιγμές δεν λείπουν από το μυθιστόρημα, η εικόνα μιας νεολαίας γεμάτης αισιοδοξία και χαρά της ζωής, ένα ελληνικό νησί γεμάτο ήλιο και θάλασσα. Ή πάλι μπορεί ξαναδιαβάζοντάς το να αναζητούσα τον παλιό, νεανικό εαυτό μου του μακρινού εκείνου διαβάσματος...
Το νησί στο οποίο διαδραματίζεται το έργο δεν κατονομάζεται. Όμως πολλά εσωτερικά στοχεεία, όπως περιγραφή τοπίων ή το καθολικό στοιχείο του νησιού, οδηγούν τη σκέψη στη Σύρο. Θα μπορούσε όμως να είναι οποιοδήποτε νησί των Κυκλάδων. Εκεί συναντάμε μια συντροφιά νέων, αγοριών και κοριτσιών, που πλημμυρισμένοι από τη χαρά και την αισιοδοξία της νιότης διασκεδάζουν, οργανώνουν ολονύκτια πάρτυ, χορεύουν, μεθούν, συχνά πάνω στο πολυτελές γιωτ ενός μυστηριώδους, πάμπλουτου Σουηδού, του Γιαρλ Γιούναρσον.
Δεκάδες πρόσωπα διακινούνται στο μυθιστόρημα. Αδύνατο να γίνει αναφορά σε όλα. Κυρίαρχο ρόλο ανάμεσα στα πρόσωπα διαδραματίζουν οι παλιές οικογένειες του νησιού, όπως η οικογένεια του Δημάρχου και η αριστοκρατική οιογένεια των Δελόγγηδων, που οι ρίζες της βυθίζονται βαθιά στην ιστορία του νησιού. Γόνος της οικογένειας ο ξεχωριστός, σοβαρός, εσωστρεφής,  Λουκάς Δελόγγης, βασικό πρόσωπο του έργου. Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα και στο Παρίσι, κατέφυγε στο Άγιον Όρος όπου έμεινε για πέντε χρόνια, προς μεγάλη θλίψη και απογοήτευση της μητέρας του. Το βιβλίο αρχίζει με την επάνοδό του στο νησί, με την αποβολή του ράσου, αλλά και την ταυτόχρονη αυτοκτονία της μητέρας του, που δεν είχε αποδεχτεί ποτέ τον μοναχισμό του. Τύπος κλειστός, σοβαρός, με πνευματικές ανησυχίες, ψάχνει να βρεί τη θέση και τον ρόλο του στη ζωή.
Γυναικείο αντίστοιχο αποτελεί η Γλαύκη. Μια νέα Κυπρία που έρχεται στο νησί για να παραστεί στα εγκαίνια του μνημείου που στήθηκε για τους αγωνιστές της Αντίστασης, ανάμεσα στους οποίους υπήρξε και ο πατέρας της. Ποιήτρια, ευαίσθητη, αταίριαστη με την ελαφρότητα και τον ερωτισμό που συναντά στο νησί, είναι δοσμένη συνεχώς στη μνήμη του πατέρα της και στο μαρτύριό του.
Ωραίος τύπος του νησιού, φίλος του Λουκά, ο αρχαιολόγος Ανδρουλής που ανασκάπτει τη νησιώτικη γη, με συγκίνηση αναζητώντας το παρελθόν της.
Ξεχωριστή μορφή αποτελεί και ο Καθολικός ιερέας και καθηγητής, ο περ Γκρεκουάρ. Έτοιμος να συμβουλέψει, να καθοδηγήσει, να κατανοήσει τις ανθρώπινες αδυναμίες, να συγχωρέσει. Και θα χρειαστεί αυτή η συγχώρεση, όταν θα αποδειχτεί ότι ο πάμπλουτος Σουηδός που ήρθε με πρόθεση να ευεργετήσει το νησί υπήρξε ένας άλλος στο παρελθόν.
Στον αντίποδα του Λουκά Δελόγγη συναντούμε τον ξάδερφό του, τον Παντιά Φλέρη. Έναν χαρακτήρα αμοραλιστή, εγωιστή, κυνικό, δοσμένο στις ηδονές, που θα φτάσει στο σημείο να προκαλέσει ακόμα και τον θάνατο του πατέρα του.
Η αξία όμως του μυθιστορήματος δεν έγκειται μόνο στις θαυμάσιες περιγραφές, ούτε στους χαρακτήρες. Τα πρόσωπα είναι φορείς ιδεών. Συζητήσεις με  πνευματικό περιεχόμενο, το θέμα της αμαρτίας και της μετάνοιας, το θέμα του πεπρωμένου είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο. Χαρακτηριστικός είναι και ο τίτλος, παρμένος από μια ρήση του περ Γκρεκουάρ, φράση που επαναλαμβάνει και ο Λουκάς: "Έρχεται μια μέρα όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να περάσει στην αίθουσα του θρόνου με τους αυλικούς του, το νου και την καρδιά, για ν' αποφασίσει πάνω στον καταστατικό χάρτη της ζωής του, δηλαδή ν' ασχοληθεί με το μέλλον του..."
Ανάμεσα  στη δράση, τις συζητήσεις, τους προβληματισμούς, προβάλλουν συνεχώς εικόνες μοναδικής ομορφιάς του πανέμορφου νησιώτικου τοπίου."Η θάλασσα ούτε ακουότανε. Κάποιες άχνες σμίγανε να γίνουνε σύννεφα. Ένα σμάρι φιλαρίδες έφευγε για το Λιβυκό. Τα τζττζίκια στα γύρω φτενά λιόδεντρα είχανε γανιάσει να συρίζουν "καλοκαίρι...καλοκαίρι...καλοκαίρι...". Ξαφνικά, ένα άσπρο καράβι πρόβαλε ανάμεσα πελάγου κι ουρανού. Το συνοδέψανε με τις ματιές τους σα γλάροι".
 Οι χαρακτήρες, η δράση, οι συζητήσεις και οι προβληματισμοί μαζί με την πλούσια, ενίοτε ποιητική γλώσσα, συνδυασμένα με τη γοητεία του κυκλαδίτικου νησιού, καθιστούν το βιβλίο ένα ξεχωριστό ανάγνωσμα.