Ο τίτλος του βιβλίου του Μιλτιάδη Χατζόπουλου "Ο Περατικός" (Εστία 2010) συνδέει και γλωσσικά το μυθιστόρημα με το πρώτο βιβλίο ("Εν μέρει ελληνίζων", Εστία), του οποίου τόπος δράσης είναι η Κύπρος. Δεν ξέρω αν η λέξη "περατικός" χρησιμοποείται και σε άλλα μέρη του ελληνισμού για να δηλώσει τον "προερχόμενον εκ του πέραν... τον εκ ξένου μέρους". Η ανάγκη όμως να ερμηνευθεί ο τίτλος στο οπισθόφυλλο, οδηγεί στην υποψία ότι δεν χρησιμοποιείται αλλού. Ακόμα και στην Κύπρο είναι μια παλαιότερη λέξη, που οι νεότεροι δεν νομίζω ότι ξέρουν ή χρησιμοποιούν.
Κατά κάποιο τρόπο το μυθιστόρημα αποτελεί συνέχεια του πρώτου μυθυιστορήματος, ενώ έχει ήδη εξαγγελθεί και τρίτο μέρος. Μπορεί βεβαίως να διαβαστεί και αυτόνομα, ο συγγραφέας όμως φροντίζει με συχνές αναφορές να συνδέει τα δυο μέρη.
Κεντρικός ήρωας είναι το ίδιο πρόσωπο, ο νεαρός Δημήτρης Δωρίδης, που αφού έζησε ως μαθητής στην Κύπρο τα χρόνια του απελευθερωτικού της αγώνα, καταζητούμενος από τους Άγγλους όχι για τη συμμετοχή του στον αγώνα αλλά για άσχετους λόγους, φυγαδεύεται πρώτα σε συγγενείς του στην Αθήνα και μετά στη Γαλλία. Εκεί, αφού τελειώσει το Λύκειο, θα εγγραφεί κατ' απαίτηση του πατέρα του στη Νομική Σχολή αλλά, αφού την τελειώσει, θα ακολουθήσει τη δική του κλίση, εγγραφόμενος στη Σχολή Κλασικών Γραμμάτων της Σορβόνης.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον ήρωά του στα επόμενα δώδεκα χρόνια. Τις καινούριες γνωριμίες, τις φιλίες, την επαφή με τον γαλλικό τρόπο ζωής. Μαζί του περιδιαβάζουμε κι εμείς σε χώρους του Παρισιού και γενικότερα της Γαλλίας. Τον πρώτο καιρό εξακολουθεί να τον στοιχειώνει η ανάμνηση του νεανικού του έρωτα στην Κύπρο για μια κοπέλα, την Άννα. Σιγά-σιγά όμως, με τις καινούριες γνωριμίες και ειδικά με τον δεσμό του με τη Μονίκ, αδελφή του φίλου του Ρενώ, η ανάμνηση της Άννας ξεθωριάζει.
Στα δέκα χρόνια παραμονής του στη Γαλλία την έχει αγαπήσει, τη θεωρεί δεύτερη πατρίδα του και αποφασίζει να πάρει τη γαλλική υπηκοότητα. Αναγνωρίζοντας τις οφειλές του στην καινούρια του πατρίδα κατατάσσεται στο στρατό και μάλιστα στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Η στρατιωτική εκπαίδευση και ζωή καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του βιβλίου, δυσανάλογα μεγάλο μέρος, θα έλεγα, ενώ παράλληλα συνεχίζεται και η ζωή του ανάμεσα στην οικογένεια του φίλου του Ρενώ, της οποίας έχει γίνει σχεδόν μέλος.
Απόηχοι τόσο της Κυπριακή ιστορίας της εποχής όσο και ιστορικών γεγονότων της Γαλλίας περνούν στην αφήγηση, αλλά πάρα πολύ σύντομα, τόσο που για τον μη ενήμερο αναγνώστη να είναι σχεδόν χωρίς σημασία. Αναφέρεται για παράδειγμα η ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960, η άνοδος του Ντε Γκωλ στην εξουσία, το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, ο Μάης του '68 στο Παρίσι κ. ά. Το μυθιστόρημα, πιστεύω, θα αποκτούσε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν οι ιστορικοί αυτοί σταθμοί δεν δίνονταν τόσο συνοπτικά και αν ο συγγραφέας δεν επικεντρωνόταν κυρίως στην προσωπική ιστορία του ήρωά του. Ακόμη βρήκα κουραστική και ενοχλητική την πληθώρα των γαλλικών ονομάτων και όρων, για τα οποία ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογηθεί στο τέλος.
Ως προς το ύφος και τη γλώσσα ο Χατζόπουλος διατηρεί την ιδιομορφία του πρώτου βιβλίου. Έχει κάτι το "παλιομοδίτικο", το "καθαρευουσιάνικο". Όχι μόνο η χρήση του πολυτονικού (αυτό άλλωστε ακολουθείται και από πολλούς άλλους λογοτέχνες) αλλά και άλλα γλωσσικά στοιχεία ξενίζουν. Για παράδειγμα διατηρείται σε πολλά ρήματα η άτονη αύξηση, χαρακτηριστικό του κυπριακού ιδιώματος, π.χ. εξύπνησε αντί ξύπνησε, επήραν αντί πήραν, εχώρισε αντί χώρισε κ.ο.κ. Επίσης κάποτε χρησιμοποεί την κτητική αντωνυμία "των" αντί "τους", π.χ." τα βιβλία των" αντί "τα βιβλία τους" κ.λπ.
Το αρχαιοπρεπές ύφος ενισχύεται με τη χρήση σπάνιων λέξεων, όπως "ενθυλάκωσε" αντί "έβαλε στην τσέπη" ή "ασχάλλοντας" για το οποίο ομολογώ ότι άνοιξα λεξικό για να μάθω ότι σημαίνει "δυσαρεστούμαι", "δυσανασχτώ"!
Γενικά το βιβλίο, αν και διαδραματίζεται στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δεκαετία του '60, δεν κατορθώνει να προκαλέσει το ανάλογο ενδιαφέρον.