Τετάρτη, Μαΐου 21, 2014

Και τα βουνά μίλησαν

Καλέντ Χοσεϊνί
Και τα βουνά μίλησαν
Ψυχογιός, 2014
Μετ. Αργυρώ Μαντόγλου.
"Δημιουργία σημαίνει βανδαλισμός της ζωής των άλλων ανθρώπων, τη μετατροπή τους σε συμμέτοχους χωρίς τη θέλησή τους. Κλέβεις τις επιθυμίες τους, τα όνειρά τους, υφαρπάζεις τα ψεγάδια τους, τα βάσανά τους. Παίρνεις κάτι που δεν σου ανήκει. Και το κάνεις συνειδητά".
Λόγια της Νίλα, μιας από τις βασικές ηρωίδες του Αφγανού συγγραφέα Καλέντ Χοσεϊνί στο μυθιστόρημά του "Και τα βουνά μίλησαν". Κι αυτό ακριβώς κάνει ο Χοσεϊνί στο τρίτο αυτό βιβλίο του (Τα άλλα δυο είναι το "Χαρταετοί πάνω από την πόλη" και "Στη χώρα των χρυσών ήλιων").
Γεννημένος το 1965 στην Καμπούλ ο Χοσεϊνί είναι γιατρός και από το 1980 ζει στην Καλιφόρνια. Είναι βέβαιο πως ξέρει να αφηγείται. Τα βιβλία του έχουν κάτι από τη γοητεία των ανατολίτικων παραμυθιών κι ας αποτυπώνουν όλη τη σκληρότητα της φτώχειας και των πολέμων που καταδυναστεύουν τη βασανισμένη αυτή χώρα.
Σ' ένα μικρό, φτωχικό χωριό του Αφγανιστάν ζει η οικογένεια του Σαμπούρ. Το βιβλίο αρχίζει μ' ένα μύθο που αφηγείται ο Σαμπούρ στα δυο παιδιά του, τον Αμπντουλάχ και την Παρί. Είναι ένας μύθος που στη συνέχεια του βιβλίου θα καταλάβουμε πως προοικονομεί και προοιωνίζεται την υπόθεση του μυθιστορήματος. Τουλάχιστον τον κεντρικό άξονα, γιατί το βιβλίο έχει μια περίεργη δομή. Όχι μόνο γιατί πηγαινοέρχεται στο χρόνο, αλλά και γιατί σ' αυτό ακούγονται πολλές αφηγηματικές φωνές. Άλλοτε ακολουθείται τριτοπρόσωπη γραφή, άλλοτε πρωτοπρόσωπη, πράγμα που ενίοτε δυσκολεύει τον αναγνώστη, όταν για παράδειγμα ένα κεφάλαιο αρχίζει με πρωτοπρόσωπη γραφή χωρίς να ξέρουμε ποιος μιλά.
Πλήθος πρόσωπα, ατομικά και συλλογικά πάθη και ιστορίες διαπλέκονται στο μυθιστόρημα. Μερικά γεγονότα και ιστορίες  συνδέονται πολύ χαλαρά με την βασική υπόθεση. Για παράδειγμα, τέτοια είναι η περίπτωση του Έλληνα γιατρού Μάρκου από την Τήνο, που για χρόνια εργάζεται ως εθελοντής στο Αφγανιστάν. Ή, η πολύ τραγική ιστορία της μικρής Ρόσι που είδε την οικογένειά της να κατακρεουργείται μπροστά στα μάτια της. Βεβαίως η χαλαρή σύνδεση με τον κύριο κορμό της ιστορίας δεν κάνει τα επεισόδια αυτά λιγότερο ενδιαφέροντα. Εκείνο όμως που δεσπόζει στο βιβλίο, η κεντρική ιδέα γύρω από την οποία κινούνται όλες οι σχέσεις και τα επεισόδια  είναι η αγάπη των δυο μικρών αδελφιών, του Αμπντουλάχ και της Παρί, που μεγαλώνουν στο φτωχικό χωριό με τον πατέρα, τη μητριά και τον ετεροθαλή αδελφό τους. Το ότι η μητέρα τους πέθανε στη γέννα της Παρί, έδωσε στην αδελφική αγάπη μια ιδιαίτερη χροιά. Ο Αμπντουλάχ, αρκετά μεγαλύτερος από την Παρί, τη φροντίζει, παίρνει τη θέση της μάνας γι' αυτήν. Μπορούμε να φανταστούμε (μπορούμε άραγε;) τον πόνο, την πληγή, το μέγεθος της απώλειας, όταν ο φτωχός Σαμπούρ αναγκάζεται να πουλήσει την Παρί σε μια πλούσια, άκληρη οικογένεια στην Καμπούλ. Η Παρί είναι μικρή, θα ξεχάσει. Προπάντων όταν η γαλλικής καταγωγής μητέρα της, η Νίλα, μια ευαίσθητη αλλά προβληματική ποιήτρια, φεύγει από την Καμπούλ μαζί με την Παρί και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Μόνο αόριστα, σαν ένα φευγαλέο deja-vu η Παρί θυμάται πότε-πότε ένα σκυλί, ένα δέντρο, ένα τραγούδι...Μεγάλη πια κι όταν η Νίλα θα έχει πεθάνει, θα μάθει η Παρί την καταγωγή της και θα ψάξει να βρει τον αγαπημένο αδελφό. Ο Αμπντουλάχ από χρόνια ζούσε στην Αμερική, έχοντας δημιουργήσει εκεί τη δική του οικογένεια. Όμως το παρελθόν δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Η συνάντηση των δυο αγαπημένων αδελφιών δεν σημαίνει τίποτα πια, όχι μόνο γιατί τους χωρίζουν δεκαετίες διαφορετικής ζωής, αλλά και γιατί εκείνος πάσχει από γεροντική άνοια.
Παρ' όλη τη μελαγχολία που προκαλεί στον αναγνώστη η φτώχεια και η δυστυχία, οι αφάνταστα δύσκολες συνθήκες ζωής, οι πόλεμοι που βασάνισαν αυτή τη χώρα, η σκληρότητα κάποιων σκηνών, εντούτοις τα τρυφερά συναισθήματα της αγάπης, της στοργής, της προσφοράς, ο αγώνας για τη δημιουργία καλύτερων συνθηκών ζωής, αφήνουν να εισχωρήσει ένα μήνυμα αισιοδοξίας και να επιβεβαιωθεί ο στίχος του ποιητή: "Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ' την καθημερινή την έγνοια του". (Ρίτσος, Ο αποχαιρετισμός)

Παρασκευή, Μαΐου 09, 2014

Γράμματα στην κόρη μου

Θοδωρής Καλλιφατίδης
Γράμματα στην κόρη μου
Γαβριηλίδης, 2013
Το όνομα του Θοδωρή Καλλιφατίδη το είχα συναντήσει πολλές φορές στις αναγνωστικές μου αναζητήσεις και περιπλανήσεις. Ήξερα ότι ήταν μετανάστης, μόνιμος πια κάτοικος Σουηδίας, ήξερα τίτλους έργων του κι όμως πρώτη φορά διαβάζω δικό του βιβλίο. Καιρός ήταν.
Ακόμα κι αν δεν ξέρει ο αναγνώστης πως ο συγγραφέας είναι μετανάστης, χρόνια μακριά από τη γενέθλια γη, διαβάζοντας τα "Γράμματα στην κόρη μου" καταλαβαίνει πως μόνο κάποιος με ανάλογες προσωπικές εμπειρίες θα μπορούσε να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο. Κι ας χωρίζουν κάπου είκοσι αιώνες το μυθιστορηματικό πρόσωπο από την πρωτοπρόσωπη γραφή του συγγραφέα. Ο συγγραφέας υποδύεται τον Οβίδιο, τον γνωστό Ρωμαίο ποιητή (43 π.Χ-17 μ.Χ.) που εξόριστος, πολύ μακριά από τη Ρώμη που αγαπά και νοσταλγεί, απευθύνει απελπισμένα γράμματα στην κόρη του (ουσιαστικά κόρη της τρίτης του γυναίκας).
Στα γράμματα αυτά αναπολεί όλη την περασμένη του ζωή, τον πρώτο του έρωτα που δεν είχε ευτυχή κατάληξη, άλλους δεσμούς, μιλά για τον τρόπο ζωής στη Ρώμη, για την ποίησή του. Δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους ο Αύγουστος τον εξόρισε, μια και τα ποιήματά του, με αφορμή τα οποία εξορίστηκε, κυκλοφορούσαν χρόνια πριν.
Περιγράφει τον ξένο τόπο όπου υποχρεώθηκε να ζει, τους Τόμους (πιθανότατα τη σημερινή Κωστάντζα της Ρουμανίας), χωρίς την οικογένεια, τους φίλους του και τη ζωή όπως την ήξερε, με μόνο δεσμό από την πατρίδα τον μαύρο υπηρέτη του. Από τις κλιματολογικές συνθήκες, μέχρι τα φαγητά, τη γλώσσα, τις γιορτές ή το πένθος, όλα είναι διαφορετικά απ' αυτά που ήξερε. Σιγά-σιγά όμως αρχίζει να προσαρμόζεται. Non sum ego qui fueram, είναι το μότο του βιβλίου. Δεν είμαι πια αυτός που υπήρξα. Η εξορία και η ξενιτιά τον έχουν κάνει έναν άλλο άνθρωπο. Αλλά η νοσταλγία δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Παραπονείται γιατί φαίνεται όλοι να τον έχουν ξεχάσει. Παρακαλεί να μεσιτεύσουν στον Αύγουστο να ανακαλέσει την απόφασή του και την ίδια στιγμη μετανιώνει γιατί θεωρεί τα παρακάλια ξεπεσμό.
Πιστεύω όμως πως η μεγαλύτερη απόλαυση που μπορεί να προσφέρει ένα τέτοιο βιβλίο (ίσως και ο λόγος για τον οποίο γράφτηκε) δεν είναι ούτε η υπόθεση (ποια υπόθεση άλλωστε;), ούτε οι πληροφορίες για την εποχή και τον τόπο. Η μεγαλύτερη αξία του βιβλίου έγκειται νομίζω στις σκέψεις, στον προβληματισμό, στη φιλοσοφική αντίκρυση των γεγονότων. Λέει για την Ελλάδα, όταν αναπολεί τα χρόνια που πέρασε εκεί σπουδάζοντας: "Ήταν εύκολο να κάνεις όνειρα στην Ελλάδα. Το γελαστό φως, ο ουρανός, τα βουνά, η θάλασσα, όλα είχαν μια ελαφρότητα που έκανε και τη ζωή ελαφριά. Περπατούσα μόνος με τις ώρες βυθισμένος σε ευχάριστες σκέψεις για το μέλλον". Γράφει για τον έρωτα, τη φιλία, την ελευθερία και συχνά ξαναγυρίζει στην  τέχνη της γραφής. "Μπορεί μεν να βρεις τον έρωτα τυχαία, όμως για να γίνει μια ιστορία αγάπης, πρέπει να τη γράψεις. Το ίδιο και με την ευτυχία. Με τη δουλειά την κερδίζεις. Και με την τέχνη έτσι είναι". Και πάνω απ' όλα η αγιάτρευτη νοσταλγία. "Η νοσταλγία δεν έχει τέλος", γράφει κάπου. Και μια φράση που με σταμάτησε ιδιαίτερα:"Η επιστροφή είναι η μεγαλύτερη χαρά κάθε ταξιδιού".



Κυριακή, Μαΐου 04, 2014

Πάσχα στην καρδιά της Ελλάδας

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Να ‘ναι άραγε αντικειμενικά τόσο όμορφη αυτή η χώρα όσο τη βρίσκουμε κάθε φορά, κάνοντας εκεί Πάσχα για δέκατη τέταρτη χρονιά, ή μήπως το βαθιά καταχωνιασμένο μας απωθημένο, αυτή η λαχτάρα για την ένταξή μας στον εθνικό κορμό (αλίμονο, ανέφικτο όνειρο πια) που μας κάνει να τη βλέπουμε τόσο ωραία; Που μας κάνει να δακρύζουμε στο άκουσμα του Εθνικού Ύμνου ή στο αντίκρισμα της γαλανόλευκης; Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως απ’ όλες τις χώρες που έχω ταξιδέψει (κι έχω επισκεφθεί πολλές) πιο όμορφη, πιο μαγευτική, με την πιο μεγάλη ποικιλία φυσικού τοπίου, με την πιο μακρόχρονη ιστορία και πολιτισμό, βρίσκω την Ελλάδα. Ειδικά αυτή την εποχή, την εποχή της άνοιξης που όλα, φύση, άνθρωποι, γιορτές, έθιμα, είναι ένας ύμνος στη ζωή.
Μοναστήρια αιωρούμενα στις κορυφές των Μετεώρων

Κλείνω τα μάτια κι αναλογίζομαι όλα όσα και φέτος μας μάγεψαν. Τα καταπράσινα τοπία  διανθισμένα με το κίτρινο των ασπάλαθων, τις χιονισμένες κορυφογραμμές των Αγράφων, το απέραντο γαλάζιο της Λίμνης Πλαστήρα, τα μοναστήρια αιωρούμενα στην κορυφή των Μετεώρων, τα μικρά όμορφα χωριά γύρω από τη Λίμνη, το «Ω, γλυκύ μου έαρ» και το «Χριστός Ανέστη» να ψάλλεται εδώ, αλλά την ίδια στιγμή και σε χιλιάδες ναούς σε κάθε γωνιά της γης…
Οι χιονισμένες βουνοκορφές των Αγράφων
Το απέραντο γαλάζιο της Λίμνης Πλαστήρα
Και πάλι τα Μετέωρα


Βάση μας φέτος η Καρδίτσα. Μια ήσυχη, μικρή σχετικά πόλη κάπου εξήντα χιλιάδων κατοίκων, με ωραίους πεζόδρομους γεμάτους καφετέριες, με μια πλατεία από τις μεγαλύτερες που έχουμε δει σε ελληνική πόλη. Ένα χαρακτηριστικό που τόσο στερούμαστε στις κυπριακές πόλεις (θέμα, πιστεύω, για διερεύνηση). Ένας χώρος συγκέντρωσης, περιπάτου, χαλάρωσης, με τα παιδιά να συμβάλλουν στη ξένοιαστη, χαρούμενη ατμόσφαιρα τρέχοντας πάνω κάτω. Σε μια άκρη της πλατείας ένα ιδιόρρυθμο σιντριβάνι, ενώ τριγύρω σε ωραία γλυπτά οι Μούσες επιβλέπουν την όμορφη πλατεία.
Ακόμα μια άποψη της Λίμνης


Στην πλατεία της Καρδίτσας

 
Ωραίος πεζόδρομος στην Καρδίτσα
Πολλά αξιοθέατα δεν έχει η Καρδίτσα. Ξεχωρίζουμε το εντυπωσιακό κτήριο της Δημοτικής  Αγοράς (κλειστή δυστυχώς τις μέρες που ήμαστε εκεί) που λειτουργεί όχι μόνο ως εμπορικό κέντρο αλλά και ως χώρος πολιτισμού και ψυχαγωγίας και βεβαίως τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα. Αυτό όμως που θα σου υποδείξουν πρώτο οι Καρδιτσιώτες, αν τους ρωτήσεις για τα αξιοθέατα της πόλη τους, είναι το Παυσίλυπο. Ένα ωραίο πάρκο, μια όαση πρασίνου σε κεντρικό σημείο της πόλης που επιβεβαιώνει το όνομά του: παύση της λύπης. Ανάμεσα στο
Στο Παυσίλυπο

 
Η αγρότισσα
 πράσινο, τα πολύχρωμα λουλούδια και τα παγόνια που κυκλοφορούν ελεύθερα, περίλυπο και σκεφτικό, στέκεται ένα άγαλμα. Είναι το άγαλμα της αγρότισσας. Δεν συνάντησα πιο εκφραστική απεικόνιση της ταλαιπωρημένης, βασανισμένης, αλλά πάντα οπλισμένης με καρτερία και δύναμη, γυναίκας της υπαίθρου. Λίγο πιο πέρα υψώνεται το άγαλμα του μεγάλου τέκνου της περιοχής, δίκαιη πηγή περηφάνιας όχι μόνο για τον τόπο καταγωγής του, αλλά για όλο τον Ελληνισμό. Αυτού που υπήρξε ο πρώτος πολιτικός που κηδεύτηκε «δημοσία δαπάνη», καθώς μετά το θάνατό του δεν βρέθηκαν στην κατοχή του χρήματα που να του εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή κηδεία! (Χρειάζεται άραγε σύγκριση με τους συγχρόνους;) Είναι το άγαλμα του «Μαύρου Καβαλάρη», του Νικόλαου Πλαστήρα. Το όνομα και τη μορφή του γενναίου στρατηγού, του καινοτόμου πρωθυπουργού, του αδέκαστου πολιτικού, θα τα συναντήσουμε όπου πάμε στη γύρω περιοχή. Θα το βρούμε σε δρόμους, πλατείες, ταβέρνες, στο χωριό του, το Μορφοβούνι, θα το ακούσουμε προπάντων καθώς θα περιδιαβάζουμε τριγύρω στη Λίμνη που εκείνος είχε ονειρευτεί.
Τόσο προορατικός (εκτός από τα τόσα άλλα χαρίσματά του) ώστε στις αρχές ήδη του 20ου αι. να οραματιστεί ένα φράγμα που θα συγκέντρωνε τα νερά του ποταμού Ταυρωπού, με σκοπό την άρδευση και την ύδρευση του Θεσσαλικού κάμπου. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει την ολοκλήρωση του έργου που ονειρεύτηκε, καθώς πέθανε το 1953, ούτε και τη δημιουργία της Λίμνης που φέρει το όνομά του και ήταν αποτέλεσμα της δημιουργίας του φράγματος. Μιας λίμνης που αν δεν τη δει κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το μέγεθος, την ομορφιά, τη σημασία της. Με συνολική έκταση 25 τετραγωνικών χιλιομέτρων, αλλού στενότερη, αλλού πλατύτερη, αλλού να κρύβεται κι αλλού να προβάλλει ήρεμη ανάμεσα στις βουνοκορφές που την περιβάλλουν, παρέχει στους χιλιάδες επισκέπτες που την απολαμβάνουν κάθε χρόνο, ένα μοναδικό θέαμα. Περνάμε μέσα από μικρά χωριά με ποιητικά ονόματα, Μορφοβούνι, Μεσενικόλας, Μοσχάτο, Κρυονέρι…, χωμένα μέσα στο πράσινο, αμπέλια που μόλις πρωτοβγάζουν τα φύλλα τους, ξενοδοχεία, ξενώνες και χιονισμένες βουνοκορφές. Το μάτι δεν χορταίνει να βλέπει, η εκκλησιαστική φράση στριφογυρίζει στο μυαλό: «Ως θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε…».
Νικόλαος Πλαστήρας-Ο Μαύρος Καβαλάρης
Το φράγμα Ταυρωπού

Μεγάλο Σάββατο πρωί, μετά την πρώτη Ανάσταση, οδεύουμε προς την Καλαμπάκα και το παράδοξο των Μετεώρων. Οι περισσότεροι τα ‘χουμε δει κι άλλες φορές, όμως κάθε φορά δεν μπορούμε να μην πλημμυρίσουμε με δέος και θαυμασμό γι’ αυτό το θαύμα της φύσης. Πώς μέσα στον κάμπο υψώνονται ξαφνικά αυτοί οι γκρίζοι ογκόλιθοι, για την ύπαρξη των οποίων πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί. Μα πέρα από το πώς δημιουργήθηκαν πιο πολύ μας εκπλήσσει το πώς πάνω σ’ αυτές τις αετοφωλιές, πάνω στις κορυφές των απότομων, απόκρημνων βράχων μπόρεσαν οι άνθρωποι σε καιρούς περασμένους να οικοδομήσουν τα θαυμαστά αυτά μοναστήρια. Εδώ αναζήτησαν άλλοτε οι μοναχοί που τα έκτισαν την απομόνωση, την απομάκρυνση από τον κόσμο, την περισυλλογή, την αφιέρωση και την επικοινωνία με το Θείο. Σήμερα, τόπος τουριστικών επισκέψεων και μερικά μάλιστα τουριστικής εκμετάλλευσης. Κάποτε οι πιστοί που ήθελαν να τα επισκεφθούν ανασύρονταν προς τα ύψη μέσα σε δίχτυ. Σήμερα, σκαλοπάτια κάνουν εύκολη την πρόσβαση, για όσους βέβαια αντέχουν την οπωσδήποτε επίπονη ανάβαση.
Η ομάδα στη Μονή Βαρλαάμ
 Τα μοναστήρια των Μετεώρων δεν είναι τα μοναδικά της περιοχής. Δύο άλλα με ιδιαίτερη φήμη είναι η Παναγία η Πελεκητή και η Μονή Κορώνης. Στο πρώτο, επισκεπτόμαστε ένα μικρό εκκλησάκι, σκαλισμένο ολόκληρο μέσα στο βράχο, δείγμα βαθιάς πίστης και υπομονής αυτών που όχι μόνο το λάξεψαν αλλά και το στόλισαν με ωραίες αγιογραφίες.
Ανηφορίζοντας για τη Μονή Παναγίας Πελεκητής
 Στη Μονή Κορώνης δεν μπήκα. Όσο θαυμάζω και σέβομαι την πίστη  των ανθρώπων, άλλο τόσο απεχθάνομαι το σκοταδισμό, τη στενοκεφαλιά και την υποκρισία. Στην είσοδο της Μονής υπάρχει…face control ή μάλλον dress control. Δηλαδή όσες γυναίκες φορούν πανταλόνι (και ποιες δεν φορούν σήμερα) απαγορεύεται να μπουν. Σ’ ένα δωμάτιο υπάρχουν κάποιες χιλιοφορεμένες, βρώμικες φούστες που πρέπει όλες οι γυναίκες να βάλουν πάνω από το πανταλόνι. Αντιδρώ (και είμαι η μόνη). Όχι τόσο για τη βρώμικη φούστα όσο για τη μεσαιωνική αντίληψη και την υποκρισία, όταν επιτρέπεται η είσοδος σε κάποιες που φορούν φούστα όσο κοντή και να ‘ναι, απαγορεύεται όμως το πανταλόνι! Μένω απ’ έξω να θαυμάζω και να φωτογραφίζω το υπέροχο πραγματικά τοπίο, περιμένοντας την υπόλοιπη ομάδα να τελειώσει την επίσκεψη. Είμαι όμως βέβαιη πως αν όλες οι γυναίκες αντιδρούσαν κι αν οι μονές στερούνταν τα εισοδήματα στα οποία κυρίως οι γυναίκες συμβάλλουν, οι θυρωροί των μονών θα αναθεωρούσαν τη στάση τους. Είναι αδιανόητο η πίστη να κρίνεται από τη φούστα ή το πανταλόνι.
Η Γέφυρα του Ληθαίου στα Τρίκαλα
Καταπράσινο, δροσερό τοπίο στις όχθες του Ληθαίου

Στο γυρισμό από τα Μετέωρα κάνουμε μια σύντομη στάση για γεύμα στα Τρίκαλα. Είναι μια πόλη που σίγουρα αξίζει μια πιο πολύωρη επίσκεψη από τη σύντομη δική μας. Μια όμορφη, παλιά γειτονιά είναι τα Παλιά Μανάβικα, όπως επικράτησε να λέγεται. Σπίτια με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, παραδοσιακές ταβέρνες, εστιατόρια, μπαράκια, σφύζουν από κίνηση και ζωή. 
 
Στα Παλιά Μανάβικα
Με δυσκολία βρίσκουμε κάπου να καθίσουμε, κι ας είναι Μεγάλο Σάββατο. Στην ίδια περίπου περιοχή ένα ξεχωριστό έργο τέχνης μας σταματά. Είναι μια τεράστια τοιχογραφία (150τ.μ.) έργο ομάδας ζωγράφων που έκανε και σε άλλες πόλεις παρόμοια έργα. Στην Ελλάδα είναι η μοναδική. Στην τοιχογραφία, που δίνει την εντύπωση τρισδιάστατου έργου, παριστάνεται η καθημερινότητα: νοικοκυρές που ψωνίζουν, μπαλκόνια με τραγουδιστές, ταβέρνες έτοιμες να δεχτούν τους επισκέπτες, παιδιά που παίζουν κ.λπ.
Η περίφημη τρισδιάστατη τοιχογραφία στα Τρίκαλα
Φαινόμενο σπάνιο για ελληνική πόλη, ένας ποταμός διασχίζει τα Τρίκαλα, αποτελώντας μέρος της ιστορίας αλλά και της γοητείας της πόλης. Είναι ο ποταμός Ληθαίος, παραπόταμος του Πηνειού. Δέκα γέφυρες συνδέουν τα δυο μέρη της πόλης, με μεγαλύτερη και ωραιότερη την κεντρική, μεταλλική, τοξωτή πεζογέφυρα. Πυκνή βλάστηση, το νερό που κυλάει, ο μύθος που θέλει τον Ασκληπιό να έχει γεννηθεί εδώ, ο εμπορικός πεζόδρομος που αρχίζει απ’ εδώ, συνθέτουν ένα θαυμάσιο περιβάλλον. Έστω και για λίγο απολαμβάνουμε την ομορφιά ακόμα μιας ελληνικής πόλης.


Καταθέτοντας το στεφάνι της ευγνωμοσύνης μας

Η πιο συγκινητική στιγμή όμως του ταξιδιού μας υπήρξε η επίσκεψη, το προσκύνημα θα έλεγα καλύτερα, ενός μικρού, απέριττου μνημείου σε μια απόμερη πλατεία της Καρδίτσας. Το μνημείο στήθηκε για να θυμίζει και να τιμά δώδεκα νέους της πόλης που θυσιάστηκαν στην Κύπρο το 1974. Πέντε πεσόντες και επτά αγνοούμενοι. Το στεφάνι της ευγνωμοσύνης μας και λίγα λόγια είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτά τα νέα παιδιά. Αμίλητοι, με τη σκέψη στους ακατάλυτους δεσμούς μας και στους ποταμούς των αιμάτων που πότισαν την κοινή μας ιστορία, με βουρκωμένα μάτια αποχαιρετούμε την Καρδίτσα.
Οι πεσόντες στην Κύπρο Καρδιτσιώτες

Όπου και να ταξιδέψουμε η Ελλάδα μια ανοικτή πληγή.