Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη
Γιάννα
Λιβάνης, 2012
Γιάννα
Λιβάνης, 2012
Όταν, ενώ ακόμα διάβαζα το βιβλίο, το ανέφερα σε φίλους, γοητευμένη και από τον τρόπο της αφήγησης αλλά και από τη σχεδόν μυθιστορηματική πορεία αυτής της γυναίκας, η αντίδραση ήταν συνήθως η εξής: "Ε, καλά, βρήκε τα λεφτά του ανδρός της κι έκανε τους Ολυμπιακούς". Ή, ακόμα, "τι άλλο είναι από μια τρομερά φιλόδοξη γυναίκα;"
Πάντα μ' ενοχλεί ν' αντιπαρατίθεμαι σχετικά μ' ένα βιβλίο, όταν ο συνομιλητής δεν το έχει διαβάσει, αλλά στηρίζεται σε κάποιες γενικές απόψεις που έχει ακούσει ή, όπως στην περίπτωση αυτή, όταν επαναλαμβάνει στερεότυπα που έχουν εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη δεν ήταν φιλόδοξη ούτε ότι η οικογενειακή περιουσία δεν έπαιξε ρόλο στις επιτυχίες της, πράγμα άλλωστε που δεν αποκρύβει. Αλλά σίγουρα δεν ήταν οι μόνοι λόγοι των επιτευγμάτων της. Ακόμα κι αν η ζωή και η όλη πορεία της παρουσιάζεται στο βιβλίο "ρετουσαρισμένη" (όπως συνήθως συμβαίνει στις αυτοβιογραφίες) ακόμα κι αν τα πράγματα δίνονται από τη δική της μόνο πλευρά χωρίς αντίλογο, αναμφισβήτητα παραμένουν τα γεγονότα: ένα κορίτσι από μια συνηθισμένη οικογένεια της Κρήτης σπουδάζει νομικά στη Θεσσαλονίκη, κάνει την άσκησή της στην Αθήνα, αναμιγνύεται στα κοινά, εκλέγεται δημοτική σύμβουλος, προχωρεί ως βουλευτής και μετά από όλα αυτά παντρεύεται τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, μέλος μιας πλούσιας, πανίσχυρης οικογένειας επιχειρηματιών.
Πάνω από το μισό βιβλίο είναι αφιερωμένο στη διεκδίκηση και στη συνέχεια στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Αυτός άλλωστε, σύμφωνα με την ίδια, είναι και ο λόγος συγγραφής του βιβλίου. Γράφει στον πρόλογό της: "Τα τελευταία χρόνια, όσο ταξίδευα σε διάφορα μέρη του κόσμου και συναντιόμουν με διάφορους ανθρώπους, ανθρώπους με ποικιλία ενδιαφερόντων και προσεγγίσεων στα πράγματα, δεν έπαυε να επανέρχεται ένα ερώτημα: "Μα τι συνέβη στην Ελλάδα;" Ή πάλι, "Μα τι πάθατε εσείς οι Έλληνες;" Γράφει λοιπόν, όπως λέει, για να δείξει πώς από μια Ελλάδα που δούλεψε με ομαδικό πνεύμα, με αφοσίωση, με όρεξη και πέτυχε το θαύμα των Ολυμπιακών, προέκυψε η σημερινή, εξαθλιωμένη χώρα.
Μέσα από το βιβλίο προβάλλει η εικόνα μιας γυναίκας έξυπνης, δυναμικής, γυναίκας που βάζει στόχους και δίνεται ολόψυχα στην επίτευξή τους. Κι ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο δίδαγμα που παίρνει κανείς από το βιβλίο. Έχουν γραφτεί κι έχουν λεχθεί τόσα γι' αυτή τη γυναίκα που ίσως νομίζουμε πως δεν έχουμε να μάθουμε τίποτε περισσότερο διαβάζοντας το βιβλίο της. Κι όμως η αφήγηση των γεγονότων από τη δική της σκοπιά, μέσα από τις σκέψεις και τα συναισθήματά της έχει πολλά να προσφέρει. Δεν ωραιοποιεί τον εαυτό της, δεν διστάζει να καταγράψει τους χαρακτηρισμούς που της απέδιδαν τότε, όπως "σκύλα" ή "αυτοκράτειρα" ή ακόμα και να παραθέσει τις γελοιογραφίες με τις οποίες τη σατίριζαν. Όπως επίσης δεν παραλείπει να αναφερθεί στην εμφάνισή της, στο πόσο επεδίωκε να είναι πάντα περιποιημένη και καλοβαλμένη. Η περιγραφή του τι φορούσε σε διάφορες περιπτώσεις είναι συχνή στο βιβλίο, ούτε αισθάνεται ότι πρέπει να αποκρύψει τις γόβες Manolo, τη τσάντα Hermes ή την τουαλέτα Yves Saint Laurent!
Είναι μια γυναίκα που ποτέ δεν δέχτηκε το δεύτερο ρόλο. Όταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης της πρότεινε να ενταχθεί στην ομάδα διεκδίκησης των Ολυμπιακών, εκείνη αρνήθηκε αν δεν θα ήταν επικεφαλής, αν δεν θα ήταν πρόεδρος της ομάδας. Το βιβλίο είναι πραγματικά πολύ χρήσιμο και διαφωτιστικό για το παρασκήνιο της διεκδίκησης που αρχίζει χρόνια πριν από τη διεξαγωγή των Αγώνων και η πόλη όπου θα διεξαχθούν επιλέγεται επτά χρόνια προηγουμένως. Η Ελλάδα είχε διεκδικήσει τους Αγώνες και για το 1996, πιστεύοντας ότι δικαιωματικά της ανήκαν, καθώς τότε έκλεινε μια εκατονταετία από την επαναφορά των Αγώνων στη σύγχρονη εποχή (1896). Όμως "Η καμπάνια της Ελλάδας για τους Αγώνες του 1996 είχε ουσιαστικά απαιτήσει τους αγώνες ως κάτι που της ανήκε δικαιωματικά, ως αναπόδραστη επιταγή της ιστορίας. Όταν διαφώνησε μ' αυτήν την προσέγγιση η ΔΟΕ, έδειξε πόσο περιορισμένο ήταν το ενδιαφέρον της για τις κληρονομιές. Τις παλιές κληρονομιές τις είχαν προσπεράσει οι καινούργιες-τα αεροδρόμια, οι αυτοκινητόδρομοι, τα τραίνα, τα ειδικά χτισμένα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στάδια-, καθώς και οι νέες οικονιμικές συνέπειες των διοργανώσεων".
Η Γιάννα με ευγνωμοσύνη μνημονεύει όσους τη βοήθησαν αλλά δεν διστάζει να αναφερθεί ονομαστικά σ' όσους παρενέβαλαν εμπόδια. Τα βάζει ειδικά με τη γραφειοκρατία και τους πολιτικούς, που πάνω απ' όλα σκέφτονται το δικό τους συμφέρον και όχι το κοινό καλό. Γράφει για παράδειγμα για τον Αβραμόπουλο, που προσπάθησε να την αποτρέψει από την ανάληψη της προεδρίας: "Ίσως θα ήταν σωστό να τον είχα φοβηθεί περισσότερο: ήταν ο κλασικός πολιτικός που δεν κάνει καμιά ουσιαστική δουλειά, αλλά σπεύδει πάντα να τραβήξει επάνω του τον έπαινο για ό, τι πετυχαίνουν οι άλλοι. Ανάλογα προβλήματα μου έτυχε να έχω και με την επόμενη Δήμαρχο Αθηναίων-την Ντόρα Μπακογιάννη-αλλά αυτό κατά τη διάρκεια των Αγώνων του 2004. Οι πολιτικοί πάντα μου δυσκόλευαν τη δουλειά (...)"
Κι όταν, το 1997, μετά από επίπονη, εξαντλητική προσπάθεια μηνών, μέσα σε ξέφρενους πανηγυρισμούς χαράς ανακοινώνεται στη Λωζάνη η απόφαση της διοργάνωσης της Ολυμπιάδας του 2004 στην Αθήνα, η Γιάννα αποσύρεται στο Λονδίνο, στην οικογένειά της (είχε μια κόρη από τον πρώτο της γάμο και δυο αγόρια από τον Αγγελόπουλο). Περνούν τρία χρόνια και η Ελλάδα φαινόταν τόσο ανέτοιμη για τους Αγώνες, ώστε η ΔΟΕ που πάντα επιβλέπει τις προετοιμασίες σκόπευε να πάρει από την Ελλάδα τους Ολυμπιακούς. Και τότε ξαναφωνάζουν τη Γιάννα.
Ένα βιβλίο γραμμένο με πάθος, ξέχειλο από συναισθήματα, συχνά με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, που αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο ως γνώση της ζωής μιας δυναμικής γυναίκας, αλλά και ως μάθημα βίου. Πιστεύω πως προπάντων πρέπει να διαβαστεί από όσους θέλουν να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο, ειδικά τους πολιτικούς, αν βέβαια μπορούν ποτέ αυτοί να ξεφύγουν από το στερεότυπο του "πολιτικού κόστους".