Δευτέρα, Δεκεμβρίου 30, 2013

Γιάννα

Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη
Γιάννα
Λιβάνης, 2012
Όταν, ενώ ακόμα διάβαζα το βιβλίο, το ανέφερα σε φίλους, γοητευμένη και από τον τρόπο της αφήγησης αλλά και από τη σχεδόν μυθιστορηματική πορεία αυτής της γυναίκας, η αντίδραση ήταν συνήθως η εξής: "Ε, καλά, βρήκε τα λεφτά του ανδρός της κι έκανε τους Ολυμπιακούς". Ή, ακόμα, "τι άλλο είναι από μια τρομερά φιλόδοξη γυναίκα;"
Πάντα μ' ενοχλεί ν' αντιπαρατίθεμαι  σχετικά μ' ένα βιβλίο, όταν ο συνομιλητής δεν το έχει διαβάσει, αλλά στηρίζεται σε κάποιες γενικές απόψεις που έχει ακούσει ή, όπως στην περίπτωση αυτή, όταν επαναλαμβάνει στερεότυπα που έχουν εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη δεν ήταν φιλόδοξη ούτε ότι η οικογενειακή περιουσία δεν έπαιξε ρόλο στις επιτυχίες της, πράγμα άλλωστε που δεν αποκρύβει. Αλλά σίγουρα δεν ήταν οι μόνοι λόγοι των επιτευγμάτων της. Ακόμα κι αν η ζωή και η όλη πορεία της παρουσιάζεται στο βιβλίο "ρετουσαρισμένη" (όπως συνήθως συμβαίνει στις αυτοβιογραφίες) ακόμα κι αν τα πράγματα δίνονται από τη δική της μόνο πλευρά χωρίς αντίλογο, αναμφισβήτητα παραμένουν τα γεγονότα: ένα κορίτσι από μια συνηθισμένη οικογένεια της Κρήτης σπουδάζει νομικά στη Θεσσαλονίκη, κάνει την άσκησή της στην Αθήνα, αναμιγνύεται στα κοινά, εκλέγεται δημοτική σύμβουλος, προχωρεί ως βουλευτής  και μετά από όλα αυτά παντρεύεται τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, μέλος μιας πλούσιας, πανίσχυρης οικογένειας επιχειρηματιών.
Πάνω από το μισό βιβλίο είναι αφιερωμένο στη διεκδίκηση και στη συνέχεια στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Αυτός άλλωστε, σύμφωνα με την ίδια, είναι και ο λόγος συγγραφής του βιβλίου. Γράφει στον πρόλογό της: "Τα τελευταία χρόνια, όσο ταξίδευα σε διάφορα μέρη του κόσμου και συναντιόμουν με διάφορους ανθρώπους, ανθρώπους με ποικιλία ενδιαφερόντων και προσεγγίσεων στα πράγματα, δεν έπαυε να επανέρχεται ένα ερώτημα: "Μα τι συνέβη στην Ελλάδα;" Ή πάλι, "Μα τι πάθατε εσείς οι Έλληνες;" Γράφει λοιπόν, όπως λέει, για να δείξει πώς από μια Ελλάδα που δούλεψε με ομαδικό πνεύμα, με αφοσίωση, με όρεξη και πέτυχε το θαύμα των Ολυμπιακών, προέκυψε η σημερινή, εξαθλιωμένη χώρα.
Μέσα από το βιβλίο προβάλλει η εικόνα μιας γυναίκας έξυπνης, δυναμικής, γυναίκας που βάζει στόχους και δίνεται ολόψυχα στην επίτευξή τους. Κι ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο δίδαγμα που παίρνει κανείς από το βιβλίο. Έχουν γραφτεί κι έχουν λεχθεί τόσα γι' αυτή τη γυναίκα που ίσως νομίζουμε πως δεν έχουμε να μάθουμε τίποτε περισσότερο διαβάζοντας το βιβλίο της. Κι όμως η αφήγηση των γεγονότων από τη δική της σκοπιά, μέσα από τις σκέψεις και τα συναισθήματά της έχει πολλά να προσφέρει. Δεν ωραιοποιεί τον εαυτό της, δεν διστάζει να καταγράψει τους χαρακτηρισμούς που της απέδιδαν τότε, όπως "σκύλα" ή "αυτοκράτειρα" ή ακόμα και να παραθέσει τις γελοιογραφίες με τις οποίες τη σατίριζαν. Όπως επίσης δεν παραλείπει να αναφερθεί στην εμφάνισή της, στο πόσο επεδίωκε να είναι πάντα περιποιημένη και καλοβαλμένη. Η περιγραφή του τι φορούσε σε διάφορες περιπτώσεις είναι συχνή στο βιβλίο, ούτε αισθάνεται ότι πρέπει να αποκρύψει τις γόβες Manolo, τη τσάντα Hermes ή την τουαλέτα Yves Saint Laurent!
Είναι μια γυναίκα που ποτέ δεν δέχτηκε το δεύτερο ρόλο. Όταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης της πρότεινε να ενταχθεί στην ομάδα διεκδίκησης των Ολυμπιακών, εκείνη αρνήθηκε αν δεν θα ήταν επικεφαλής, αν δεν θα ήταν πρόεδρος της ομάδας. Το βιβλίο είναι πραγματικά πολύ χρήσιμο και διαφωτιστικό για το παρασκήνιο της διεκδίκησης που αρχίζει χρόνια πριν από τη διεξαγωγή των Αγώνων και η πόλη όπου θα διεξαχθούν επιλέγεται επτά χρόνια προηγουμένως. Η Ελλάδα είχε διεκδικήσει τους Αγώνες και για το 1996, πιστεύοντας ότι δικαιωματικά της ανήκαν, καθώς τότε έκλεινε μια εκατονταετία από την επαναφορά των Αγώνων στη σύγχρονη εποχή (1896). Όμως "Η καμπάνια της Ελλάδας για τους Αγώνες του 1996 είχε ουσιαστικά απαιτήσει τους αγώνες ως κάτι που της ανήκε δικαιωματικά, ως αναπόδραστη επιταγή της ιστορίας. Όταν διαφώνησε μ' αυτήν την προσέγγιση η ΔΟΕ, έδειξε πόσο περιορισμένο ήταν το ενδιαφέρον της για τις κληρονομιές. Τις παλιές κληρονομιές τις είχαν προσπεράσει οι καινούργιες-τα αεροδρόμια, οι αυτοκινητόδρομοι, τα τραίνα, τα ειδικά χτισμένα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στάδια-, καθώς και οι νέες οικονιμικές συνέπειες των διοργανώσεων".
Η Γιάννα με ευγνωμοσύνη μνημονεύει όσους τη βοήθησαν αλλά δεν διστάζει να αναφερθεί ονομαστικά σ' όσους παρενέβαλαν εμπόδια. Τα βάζει ειδικά με τη γραφειοκρατία και τους πολιτικούς, που πάνω απ' όλα σκέφτονται το δικό τους συμφέρον και όχι το κοινό καλό. Γράφει για παράδειγμα για τον Αβραμόπουλο, που προσπάθησε να την αποτρέψει από την ανάληψη της προεδρίας: "Ίσως θα ήταν σωστό να τον είχα φοβηθεί περισσότερο: ήταν ο κλασικός πολιτικός που δεν κάνει καμιά ουσιαστική δουλειά, αλλά σπεύδει πάντα να τραβήξει επάνω του τον έπαινο για ό, τι πετυχαίνουν οι άλλοι. Ανάλογα προβλήματα μου έτυχε να έχω και με την επόμενη Δήμαρχο Αθηναίων-την Ντόρα Μπακογιάννη-αλλά αυτό κατά τη διάρκεια των Αγώνων του 2004. Οι πολιτικοί πάντα μου δυσκόλευαν τη δουλειά (...)"
Κι όταν, το 1997, μετά από επίπονη, εξαντλητική προσπάθεια μηνών, μέσα σε ξέφρενους πανηγυρισμούς χαράς ανακοινώνεται στη Λωζάνη η απόφαση της διοργάνωσης της Ολυμπιάδας του 2004 στην Αθήνα, η Γιάννα αποσύρεται στο Λονδίνο, στην οικογένειά της (είχε μια κόρη από τον πρώτο της γάμο και δυο αγόρια από τον Αγγελόπουλο). Περνούν τρία χρόνια και η Ελλάδα φαινόταν τόσο ανέτοιμη για τους Αγώνες, ώστε η ΔΟΕ που πάντα επιβλέπει τις προετοιμασίες σκόπευε να πάρει από την Ελλάδα τους Ολυμπιακούς. Και τότε ξαναφωνάζουν τη Γιάννα.
Ένα βιβλίο γραμμένο με πάθος, ξέχειλο από συναισθήματα, συχνά με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, που αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο ως γνώση της ζωής μιας δυναμικής γυναίκας, αλλά και ως μάθημα βίου. Πιστεύω πως προπάντων πρέπει να διαβαστεί από όσους θέλουν να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο, ειδικά τους πολιτικούς, αν βέβαια μπορούν  ποτέ αυτοί να ξεφύγουν από το στερεότυπο του "πολιτικού κόστους".


Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2013

Υπόθεση Jacob

William Landay
Υπόθεση Jacob
Διόπτρα, 2012
Μετ. Μαρία Κωνσταντούρου
Όλοι εμείς που αγαπάμε την αστυνομική λογοτεχνία και συχνά εντρυφούμε σ' αυτήν, ξέρουμε πως λίγο μετά την ανάγνωση θα έχουμε ξεχάσει τις λεπτομέρειες, πολύ αδρομερώς θα θυμόμαστε την υπόθεση και ίσως ακόμα και η εικόνα του τελικού ενόχου να ξεθωριάσει μέσα μας. Κάποτε είχα παραλληλίσει την ανάγνωση ενός αστυνομικού μυθιστορήματος με τη στιγμιαία απόλαυση που μας χαρίζει ένα γλυκό που τρώμε, αλλά που σε λίγο αρχίζουν οι τύψεις για...τις θερμίδες.
Νομίζω πως αυτό δεν θα συμβεί με το μυθιστόρημα "Υπόθεση Jacob". Δεν είναι κάτι που ξεχνιέται εύκολα. Ίσως να το θυμόμαστε ακόμα και μετά από χρόνια. Ποια είναι η ιδιαιτερότητα αυτού του βιβλίου; Εν πρώτοις δεν θα το χαρακτήριζα αστυνομικό με τη συνήθη έννοια, φόνος-έρευνα-ένοχος. Είναι πέρα από αστυνομικό κυρίως δικαστικό θρίλερ, αλλά είναι και κοινωνικό και ψυχολογικό και πολλά άλλα.
Το έργο τοποθετείται το 2007 στο Νιούτον, προάστειο της Βοστώνης. Πρόκειται για μια ήσυχη, μικρή πόλη, με ευκατάστατους κατοίκους, έναν ιδανικό τόπο για να μεγαλώνει κανείς παιδιά, μακριά από το απρόσωπο και τους κινδύνους των μεγαλουπόλεων. Κι όμως, σ' αυτό το σχεδόν ειδυλλιακό περιβάλλον, σ' ένα πάρκο όπου πολλοί  κάτοικοι κάθε πρωί κάνουν τζόκιγκ, ένα πάρκο που με ασφάλεια διασχίζουν τα παιδιά για να πάνε στο σχολείο τους, ένα πρωινό βρίσκεται δολοφονημένο με τρεις μαχαιριές στο στήθος ένα δεκατετράχρονο αγόρι. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο βοηθός εισαγγελέα Άντριου (Άντι) Μπάρμπερ και από τη δική του πρωτοπρόσωπη αφήγηση, καιρό μετά τα γεγονότα, μαθαίνουμε την όλη υπόθεση. Ο Άντι πολύ γρήγορα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ρόλο του εισαγγελέα και να ταχθεί με το μέρος της υπεράσπισης, όταν ύποπτος για το φόνο θα θεωρηθεί ο γιος του και συμμαθητής του δολοφονημένου αγοριού, ο Τζέικομπ, ο οποίος και περνά από δίκη.
Οι συνέπειες είναι αλυσιδωτές και συγκλονιστικές. Ο ως τότε αρμονικός κοινωνικός ιστός διαταράσσεται. Το Νιούτον παύει να είναι  για τους κατοίκους ο ασφαλής χώρος που νόμιζαν. Η καχυποψία, ενισχυμένη ως συνήθως και από τα δημοσιογραφικά μέσα, απομονώνει την οικογένεια Μπάρμπερ. Οι σχέσεις μεταξύ των γονιών του νεαρού Τζέικομπ περνούν κρίση. Όσο και να πιστεύουν στην αθωότητα του γιου τους μαι σκιά αμφιβολίας  δεν παύει να υπάρχει. Κι αν είναι ένοχος; Πόσο καλά ξέρουμε τα παιδιά μας; Ο Άντι μένει έκπληκτος όταν μπαίνει στη σελίδα του γιου του στο Facebook και βλέπει να μηνύματα που ανταλλάσσει ο γιος του ή του γράφουν οι συμμαθητές του. Λέει: "Επίσης ένιωσα σαν ηλίθιος ειλικρινά. Θα έπρεπε να τα γνώριζα όλα αυτά. Κι οι δυο μας είχαμε μιλήσει με τον Τζέικομπ για το τι έκανε στο διαδίκτυο αλλά σε γενικές γραμμές. Το ξέραμε πως τα βράδια που κλεινόταν στο δωμάτιό του έμπαινε, αν ήθελε, στο ίντερνετ. Όμως είχαμε εγκαταστήσει κάποια λογισμικά στο κομπιούτερ του που τον εμπόδιζαν να παρακολουθεί συγκεκριμένες ιστοσελίδες, κυρίως πορνό, και πιστεύαμε πως αυτό ήταν αρκετό. Σίγουρα το Facebook δεν μας είχε φανεί ιδιαίτερα επικίνδυνο. Επίσης κανείς μας δεν ήθελε να τον κατασκοπεύει. Ως αντρόγυνο πιστεύαμε πως αν μεγαλώσεις το παιδί σου με σωστές αξίες κι έπειτα του αφήσεις το χώρο του, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα συμπεριφερθεί υπεύθυνα, τουλάχιστον μέχρι να σου δώσει κάποιο λόγο για να αμφιβάλλεις".
Ένα ακόμα καινούριο στοιχείο έρχεται να περιπλέξει τα πράγματα, αλλά και να προβληματίσει. Το παρελθόν του πατέρα που ως τώρα απέκρυβε από τη σύζυγό του, αλλά και που ο ίδιος είχε απωθήσει, προβάλλει εφιαλτικό σαν ένας επιβαρυντικός παράγοντας. Από τις έρευνες της γενετικής έχει εντοπιστεί ένα γονίδιο που σύμφωνα με τους ψυχολόγους ευθύνεται για την προδιάθεση στο έγκλημα. Ισχύει αυτή η θεωρία; Το ζεύγος Μπάρμπερ καταφεύγει στην ψυχολόγο Βόγκελ. Εκείνη τους καθησυχάζει. Ακόμα κι αν επιβεβαιωθεί η ύπαρξη του γονιδίου, αυτό δεν είναι αρκετό για να καταφύγει κάποιος στο έγκλημα. Τους λέει: "Δεν είμαστε μόνο προϊόντα των γονιδίων μας. Όλοι μας είμαστε προϊόντα πάρα πολλών παραγόντων: γονιδίων, περιβάλλοντος, φύσης και ανατροφής. Το γεγονός πως είσαι αυτός που είσαι, είναι το καλύτερο παράδειγμα που ξέρω για τη δύναμη της ελεύθερης βούλησης του ατόμου. Οτιδήποτε κι αν βρούμε κωδικωποιημένο στα γονίδιά σου, δεν θα μας πει τίποτα για το ποιος είσαι. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι πολύ πιο περίπλοκη. Η ίδια γενετική αλληλουχία σ' ένα άτομο μπορεί να επιφέρει εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα σε διαφορετικά άτομα και διαφορετικό περιβάλλον. Αυτό που συζητάμε εδώ είναι απλώς για τη γενετική προδιάθεση. Προδιάθεση δεν σημαίνει πεπρωμένο. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε κάτι πολύ περισσότερο από το DNA μας".
Στο βιβλίο παρακολουθούμε όχι μόνο τις συνέπειες της πιθανής ενοχής του Τζέικομπ στους γονείς και το περιβάλλον του αλλά και την εξέλιξη της δίκης σαν να διαβάζουμε τα πρακτικά της. Αυτές οι μακρές περιγραφές των δικαστικών διαλόγων νομίζω είναι ένα αδύνατο σημείο του βιβλίου, γιατί ενίοτε καταντούν κουραστικές.
Κι ένα τελευταίο σημείο που θα 'θελα να θίξω. Θαύμασα την τέχνη του συγγραφέα να μπορεί να δημιουργεί μια αναμονή, μια προσδοκία για τον αναγνώστη, αντίθετη από εκείνη που φαινομενικά υπάρχει. Ενώ, για παράδειγμα, περιγράφει μια ευχάριστη εικόνα, μια σκηνή όπου τα πρόσωπα του έργου αισθάνονται ήρεμα κι ευτυχισμένα, ο αναγνώστης αισθάνεται κάτι κακό, κάτι δυσοίωνο να υποβόσκει. Δεν ξέρω με ποια τεχνική το πετυχαίνει αυτό, είναι όμως  κάτι που ένιωσα.
Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί ακόμα κι απ' αυτούς που αποστρέφονται την αστυνομική λογοτεχνία. Γιατί είναι κάτι πολύ περισσότερο.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 09, 2013

Το δαχτυλίδι




Γιώργος Παπαδόπουλος-Κυπραίος
Το δαχτυλίδι
Διόπτρα, 2013
«Λίγο πριν συνταξιοδοτηθώ, στα 70 μου χρόνια, διάφορα περιστατικά που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τυχαία ή συμπτώσεις με οδήγησαν στο να αποφασίσω να γράψω ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ. Θεώρησα πως έπρεπε να δοθεί μια απάντηση σε εκείνους που με ρωτούσαν συχνά: «Και τι έκαναν οι Κύπριοι για την Ελλάδα;», αλλά και για τις αξίες μας που θυσιάσαμε στο βωμό της εύκολης ζωής και της καλοπέρασης».
Έτσι μου απάντησε ο Γιώργος Παπαδόπουλος, όταν, πριν από λίγο καιρό, είχε την καλοσύνη να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις που του υπέβαλα, με σκοπό να τον γνωρίσω καλύτερα τόσο εγώ όσο και οι επισκέπτες του blog μου. Ήταν η απάντηση στην ερώτηση τι τον έκανε από επιτυχημένος εκδότης (Διόπτρα) να στραφεί τώρα στη συγγραφή.
Ανήκω (όπως και ο Γιώργος Παπαδόπουλος) σε μια γενιά που μεγάλωσε με το όραμα της Ένωσης, που για την επίτευξή της δεν θεωρούσαμε καμιά θυσία μεγάλη, κανένα τίμημα πολύ ακριβό. Τούτο το όραμα, η συνείδηση πως αποτελούμε αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού Έθνους και πως αναφαίρετο δικαίωμα και προορισμός μας ήταν φυσιολογικά και η ενσωμάτωσή μας σ’ αυτό το Έθνος, δεν είναι κάτι που μας καλλιεργήθηκε, δεν ήταν κάτι που μας επιβλήθηκε από εθνικιστικούς κύκλους ή την εκκλησία ή την αποικιοκρατική κυβέρνηση, όπως υποστηρίζει ο Νιαζί Κιζιλγιουρέκ στο βιβλίο του «Ολική Κύπρος».
Από την παρουσίαση του βιβλίου στη Νήσου
Το όμαιμον, το ομόθρησκον, το ομόγλωσσον ξεκινάει από την εποχή του Ομήρου, όταν ο βασιλιάς Κινύρας έστειλε στον Αγαμέμνονα που ετοιμαζόταν για τον Τρωικό πόλεμο τον περίφημο θώρακα, όταν ο Ονήσιλος επαναστατούσε εναντίον των Περσών, όταν ο Κίμωνας πέθαινε έξω από τη Λάρνακα.
Ο Γιώργος Παπαδόπουλος δεν χρειάζεται να κάνει καμιά προσπάθεια ν’ αποδείξει την ενότητα αυτή Κύπρου-Ελλάδας. Δεν προβάλλει επιχειρήματα, δεν αντικρούει τις διαφορετικές απόψεις. Φυσικά κι αβίαστα, σαν κάτι που βγαίνει από την κυπριακή ψυχή, χωρίς καμιά έξωθεν επιβολή, καταγράφει, μυθιστορηματικά βέβαια, τη συμμετοχή των Κυπρίων σ’ όλους τους αγώνες του Έθνους, ξεκινώντας από το 1821 και φτάνοντας ως το 1959, αλλά και με μια αναδρομική αφήγηση πηγαίνοντας προς τα πίσω ως το 1773.
Η αφήγηση αρχίζει την παραμονή της μεγάλης γιορτής του δεκαπενταύγουστου, το 1821. Δυο ξαδέρφια, ο Χριστόδουλος και ο Γιάννης φεύγουν κρυφά και μαζί με άλλους Κυπρίους επιβιβάζονται στο πλοίο που θα τους μεταφέρει στην επαναστατημένη Ελλάδα, να συμμετάσχουν κι αυτοί στην Ελληνική Επανάσταση. Αφού πολέμησαν στο πλάι του Νικηταρά του Τουρκοφάγου, ο Γιάννης παντρεύεται και μένει μόνιμα στην Ελλάδα, ο Χριστόδουλος επιστρέφει. Τον περιμένει η αρραβωνιαστικιά του, η Ζηνοβία.
Ο συγγραφέας συνομιλεί με το κοινό
Παρακολουθώντας το ζευγάρι Χριστόδουλου-Ζηνοβίας διασχίζουμε μαζί με τις γενιές που ακολουθούν τους κυριότερους σταθμούς της ιστορίας της Κύπρου, άρρηκτα συνδεδεμένους με την ιστορία της Ελλάδας. Γεννήσεις, θάνατοι, γάμοι, αγροτικές δουλειές, γιορτές και πανηγύρια, ό, τι συνθέτουν τη ζωή των ανθρώπων και την καθημερινότητά τους σε εποχές περασμένες, βρίσκουν τη θέση τους στην αφήγηση, παρασύροντάς μας σ’ ένα παρελθόν που μοιάζει μυθικό, αφηγημένο όμως με κάθε πειστικότητα. (Άλλωστε, ο συγγραφέας σαφώς  δηλώνει για το βιβλίο του: «Βασισμένο σε αληθινά περιστατικά»). Κάθε γενιά συμμετέχει με το δικό της τρόπο στους εθνικούς αγώνες. Επισημαίνω κάποια από τα ιστορικά γεγονότα που διαπερνούν την αφήγηση, έντεχνα συνυφασμένα με τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων του έργου. Σε πολλά απ’ αυτά ο συγγραφέας φωτίζει όχι και τόσο γνωστές πτυχές της ιστορίας, άλλοτε ερμηνεύει ή δικαιολογεί. Το τραγικό τέλος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ και  γιατί είχε αφορίσει τον Υψηλάντη, γιατί ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός ζήτησε παράδοση των όπλων και υπακοή στο σουλτάνο, πληροφορίες για τη ζωή  και τον απαγχονισμό του, η άφιξη  των Άγγλων και οι ελπίδες των Κυπρίων ότι οι Άγγλοι θα ελευθέρωναν το νησί χωρίς να χυθεί αίμα, όπως είχαν κάνει λίγα χρόνια πριν με τα Επτάνησα, οι αγώνες της Κρήτης, πώς αποτράπηκε ο εβραϊκός εποικισμός της Κύπρου, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι στους οποίους 2.000 Κύπριοι πήραν μέρος, είναι μερικά από τα γεγονότα αυτά. Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η περιγραφή της συμμετοχής του Χριστόδουλου Σώζου στον Α΄ Βαλκανικό και ο ηρωικός του θάνατος. Αναφέρεται ακόμα σ’ένα δημοψήφισμα που προηγήθηκε του μεγάλου δημοψηφίσματος του 1950 και που  έγινε στις 25/3/1921. Σ’ αυτό υπέγραψαν οι ιερείς, οι μουχτάρηδες (κοινοτάρχες), οι δήμαρχοι και οι δάσκαλοι. Μα ούτε κι από τη Μικρασιατική εκστρατεία απουσίασαν οι Κύπριοι. Και μετά την καταστροφή «η Κύπρος έγινε κιβωτός σωτηρίας για τους πρόσφυγες», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας.
Από το 1930 ο αγώνας των Κυπρίων για την Ένωση εντείνεται. Ιδρύεται η ΕΡΕΚ, Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση Κυπρίων, ακολουθούν τα γνωστά Οκτωβριανά και τα σκληρά μέτρα που επιβλήθηκαν από τους Άγγλους.
Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κάπου 27.000 Κύπριοι πήραν μέρος με την ελπίδα ότι οι σύμμαχοι, στο πλευρό των οποίων πολέμησαν, θα τους απέδιδαν την ελευθερία, όπως είχαν υποσχεθεί.
Αναφορά γίνεται και στη Διασκεπτική του 1947, ενώ τελευταίος ιστορικός σταθμός βέβαια ο αγώνας της ΕΟΚΑ, με αφήγηση κορυφαίων στιγμών αυτού του αγώνα, όπως η θυσία του Αυξεντίου.
Απομόνωσα τα ιστορικά γεγονότα που αναφέρονται στο βιβλίο, αλλά φυσικά το βιβλίο είναι μυθιστόρημα, όχι ιστορία. Τα πρόσωπα του έργου συμμετέχουν ενεργά, κάθε γενιά έχει τη δική της προσφορά, συχνά προσφορά αίματος, ενώ η ζωή δεν παύει να κυλά με τους δικούς της ρυθμούς.
Η Κρίστια με τη γλυκειά φωνή της ερμηνεύει δική της σύνθεση εμπνευσμένη από το βιβλίο
Τα ιστορικά γεγονότα, έντεχνα συνυφασμένα με τις προσωπικές ιστορίες των μυθιστορηματικών προσώπων αφορούν όλη την Κύπρο. Όμως κεντρικός χώρος δράσης δεν παύει να είναι η Λεμεσός, η πόλη του συγγραφέα. Στους δρόμους της, στις εκκλησίες της, στο λιμάνι, στις γειτονιές της κυκλοφορούν τα πρόσωπα του έργου: Στον Πεντάδρομο, στην οδό Αγίου Ανδρέα ή τη Γλάδστωνος, στην Αγία Ζώνη, στην Αγία Νάπα, στην Πλατεία Ηρώων (τότε Κεσουγλούδκια!), στο σινεμά Παλλάς και Γιορδαμλή, στο ξενοδοχείο «Κούριον»…
Η κυπριακή ατμόσφαιρα κυριαρχεί. Με τις αγροτικές εργασίες όπως το μάζεμα των τερατσιών (χαρουπιών), με τα φαγητά (το χαλούμι, τη λούντζα, τα πουρέκια, τις κολοκωτές, τα ξεροτήγανα, το μαχαλεπί με τριαντάφυλλο, κ.λπ.), την περιγραφή του κυπριακού σπιτιού κ.ά.. Πολύ λίγες οι κυπριακές λέξεις που χρησιμοποιούνται κι αυτές ερμηνεύονται στο τέλος.
Πρωτογνωρίσαμε τον εκδοτικό οίκο Διόπτρα, ιδρυτής του οποίου είναι ο Γιώργος Παπαδόπουλος, ως τον εκδοτικό οίκο βιβλίων εναλλακτικής ιατρικής, ψυχολογίας, φιλοσοφίας, πνευματικών αναζητήσεων. Η ακράδαντη πίστη του Γιώργου Παπαδόπουλου για την ύπαρξη ενός κόσμου πέραν της ύλης, που εν πολλοίς καθορίζει τη ζωή μας ακόμα και εν αγνοία μας, συχνά εμφανίζεται στο βιβλίο του. Υπάρχουν πρόσωπα που διαισθάνονται πράγματα που πρόκειται να συμβούν, υπάρχουν προφητικά όνειρα που επαληθεύονται, υπάρχουν οι αλαφροΐσκιωτοι, που οραματίζονται τα μέλλοντα. «Λένε κάποιοι πως, όταν θέλει η τύχη, παίζει πολλά παιχνίδια. Μα είναι κι άλλοι, που λένε πως τίποτε δεν είναι τυχαίο, αλλά αποτελεί μέρος ενός γενικότερου σχεδίου, που κάποια ανώτερη δύναμη καταστρώνει».
Αλλού πάλι λέει ένας από τους ήρωές του: «Δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Ό, τι μας συμβαίνει έχει τη σημασία του. Άλλο αν εμείς δεν το καταλαβαίνουμε. Αν συμβούν πολλές «συμπτώσεις» σε μικρό διάστημα, πρέπει να τους δώσεις προσοχή. Κάτι σημαντικό έχουν να σου πουν».
Ο συγγραφέας και οι συντελεστές της παρουσίασης
Και το δαχτυλίδι; Γιατί αυτός ο τίτλος; Πώς συνδέεται με το όλο έργο;
Η πρώτη εμφάνιση του δαχτυλιδιού γίνεται στη σελίδα 115 του βιβλίου. Ένα από τα πρόσωπα του έργου, ο Αντωνής, πολεμά στην Κρήτη, σε μια από τις αμέτρητες εξεγέρσεις του μαρτυρικού νησιού, αυτήν του 1897. Οι σύμμαχοι, βοηθώντας στην κατάπνιξη της εξέγερσης, βομβάρδισαν το Ακρωτήρι, λίγο έξω από τα Χανιά. Τότε έγινε το γνωστό επεισόδιο με τον Κρητικό Καγιαλέ, που όταν μια βόμβα έκοψε τον ιστό της σημαίας, έκανε ο ίδιος το σώμα του ιστό. Ο Γιώργος Παπαδόπουλος τοποθετεί πλάι του τον Κύπριο Αντωνή,  που έτρεξε πρώτος να σηκώσει τη σημαία αλλά τον πρόλαβε ο Καγιαλές. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν εκεί, θέλησε να τον γνωρίσει. Τον ρώτησε από πού είναι κι αν έχει οικογένεια. Στις σελίδες αυτές εκτυλίσσεται μια από τις συγκινητικότερες σκηνές του βιβλίου: « Είμαι από την Κύπρο και διπλοπαντρεμένος», απάντησε ο Αντωνής στον καπετάν Λευτέρη. Κι αμέσως έβγαλε από το δάχτυλό του τη βέρα και του την έδωσε. Ο Βενιζέλος την πήρε και κοίταξε στο πρόσωπο τον Αντωνή, που στεκόταν μπροστά του. Γεμάτος περιέργεια τον ρώτησε: «Γιατί μου το δίνεις;» Προτού εκείνος ανοίξει το στόμα του για να του εξηγήσει, ο καπετάν Λευτέρης που όλη αυτή την ώρα παρατηρούσε το δαχτυλίδι, ακούστηκε να ψιθυρίζει έκπληκτος: «ΖΗΝΟΒΙΑ-ΕΛΛΑΣ».
 «Ναι, καπετάνιε, είμαι παντρεμένος με τη Ζηνοβία, που την αγαπώ απ’ όταν ήμασταν και οι δυο παιδιά», είπε ο Αντωνής στον Βενιζέλο. «Αλλά είμαι παντρεμένος και με την Ελλάδα, μ’ ένα δεσμό που άρχισε  από τότε που οι πρώτοι Έλληνες πάτησαν το πόδι τους στο νησί μου. Το δαχτυλίδι μου, καπετάνιε», του είπε τονίζοντας την κάθε του λέξη, «συμβολίζει την ΕΝΩΣΗ μου και με τις δύο, τη Ζηνοβία και την Ελλάδα, μ’ ένα δεσμό αέναης και αιώνιας αγάπης, πίστης και αφοσίωσης. Γι’ αυτό σου είπα πως είμαι διπλοπαντρεμένος».
Θα ξανασυναντήσουμε το δαχτυλίδι στο τέλος του βιβλίου. Πώς και γιατί δεν θα αποκαλύψω. Είναι άραγε μια σύμπτωση, όπως πιστεύουν οι ορθολογιστές ή αποτέλεσμα ενός γενικότερου σχεδίου που κάποια ανώτερη δύναμη καταστρώνει, όπως ο συγγραφέας φαίνεται να πιστεύει; Θα ήθελα να κλείσω την παρουσίαση του τόσο ενδιαφέροντος βιβλίου «Το δαχτυλίδι» με μια προσωπική εμπειρία. Η μητέρα μου φορούσε ως το θάνατό της αντί χρυσή βέρα, ένα ευτελές δαχτυλίδι. Μας έλεγε, όταν τη ρωτούσαμε, ότι τη βέρα της την είχε δώσει για τον αγώνα της Ελλάδας το 1940. Κι αυτό που φορούσε ήταν το ευτελές αντάλλαγμα που τους έδιναν στη θέση της χρυσής βέρας. Το έχω φυλαγμένο αυτό το δαχτυλίδι. Είναι η πιο μεγάλη απόδειξη των ακατάλυτων δεσμών μας με τη μάνα Ελλάδα. Να είναι άραγε η συνάντησή μου με «Το δαχτυλίδι» του Γιώργου Παπαδόπουλου μια ακόμα σύμπτωση ή κάτι που μια ανώτερη δύναμη σχεδίασε; Δεν ξέρω, το μόνο που ξέρω είναι το ότι νιώθω πολύ ευτυχής γι’ αυτή τη συνάντηση.
Σημ. Η παρουσίαση έγινε στην Ελληνική Σχολή Φόρουμ από το βιβλιοπωλείο Βεργίνα, στη Νήσου, στις 5/12/2013



Παρασκευή, Δεκεμβρίου 06, 2013

Αυτό το σπίτι είσαι εσύ

Ζοέλ Λοπινό
Αυτό το σπίτι είσαι εσύ
Καστανιώτης 2012
Ούτε το όνομα Ζοέλ Λοπινό είχα ακούσει ούτε κάποιο βιβλίο της είχα διαβάσει. Η αναζήτηση και η ανάγνωση του μυθιστορήματός της "Αυτό το σπίτι είσαι εσύ" προέκυψε από την αναφορά του σε μια συνέντευξη πολιτικού προσώπου, σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου πολιτικό πρόσωπο δηλώνει ότι στον ελεύθερό του χρόνο, μεταξύ άλλων ασχολιών, ασχολείται και με το διάβασμα. Το συμπέρασμά μου από την ανάγνωση του βιβλίου είναι ότι τα πολιτικά πρόσωπα (στον τόπο μας τουλάχιστον) κατά κανόνα δεν διαβάζουν λογοτεχνία.
Το "Αυτό το σπίτι είσαι εσύ" είναι ένα μείγμα λαϊκής φιλοσοφίας και ροζ λογοτεχνίας. Είναι ένα από τα βιβλία που θα λέγαμε βιβλία "πρακτικής φιλοσοφίας", "αυτογνωσίας", "αυτοβοήθειας", "ενδοσκόπησης", αλλά λογοτεχνία δεν είναι. Αχ, αυτός ο Κοέλιο! Πόσο κακό έκανε με το σύμπαν που συνωμοτεί υπέρ μας όταν κάτι το θέλουμε πολύ!
Ηρωίδα του βιβλίου είναι η Στέλλα. Έχει σπουδάσει αρχαιολογία, παρ' όλο που η κλίση και η επιθυμία της ήταν η ζωγραφική. Μεγάλωσε σ' ένα σπίτι όπου ο αυταρχικός πατέρας κακοποιούσε τη μητέρα, που πέθανε νωρίς. Η Στέλλα παντρεύτηκε έναν άντρα που προερχόταν επίσης από μια παρόμοια οικογένεια και η ίδια  υφίσταται από το σύζυγό της πέρα από ψυχολογική και σωματική βία. Μια μέρα αποφασίζει να αποτραβηχτεί για λίγο σ' ένα μικρό εξοχικό που είχε στη Ναύπακτο κι εκεί γνωρίζει ένα γέροντα που της άλλαξε τη ζωή.
Μακροσκελείς διάλογοι με τον γέροντα που είχε θητεύσει στην Ινδία και στο Θιβέτ, ανιαρή επανάληψη όλων των συμβουλών που διαβάζουμε στα βιβλία αυτοβοήθειας: θετική σκέψη, αυτοπεποίθηση, να μη λαμβάνουμε υπόψη την αρνητική κριτική, διαλογισμός κ.λπ. κ.λπ. Μεταξύ άλλων οδηγιών και συμβουλών, ο γέροντας της προσφέρει κάποιους κρυστάλλους, καθένας από τους οποίους συμβάλλει σε κάτι. Π.χ. ο ροζ κρύσταλλος καθαρίζει την καρδιά, ο αμέθυστος μετατρέπει την αρνητική ενέργεια σε θετική, ο τιρκουάζ προστατεύει από σκοτεινές σκέψεις κ.ο.κ. (αν είναι δυνατό!).
Με αυτή τη βοήθεια η Στέλλα αλλάζει ζωή. Βρίσκει τη δύναμη να διώξει το βασανιστή σύζυγο, δημιουργεί μια δεύτερη σχέση, αλλά κι αυτή είναι παρόμοια με την πρώτη.  Ίσως γιατί τα μαθήματα του γέροντα δεν ήταν αρκετά ή γιατί η συγγραφέας χρειαζόταν κι άλλες σελίδες για να τελειώσει το μυθιστόρημα! Τέλος, στην τρίτη σχέση βρήκε τον ιδανικό σύντροφο που της ετοιμάζει το πρόγευμα και την ταΐζει τη φέτα που της άλειψε με βούτυρο και μαρμελάδα!
Η Ζοέλ Λοπινό, Γαλλίδα με ελληνικές ρίζεις από την πλευρά της μητέρας της, σπούδασε γαλλική φιλολογία και ζει μόνιμα στην ελλάδα. Γράφει επομένως σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική της, γι' αυτό ίσως και η απλοϊκότητα που τη χαρακτηρίζει βρίσκει ανταπόκριση στο αναγνωστικό κοινό. Από τους πολιτικούς όμως θα περιμέναμε να έχουν άλλες, σοβαρότεερες λογτεχνικές επιλογές.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 01, 2013

Οι αισιόδοξοι

Βαγγέλης Μπέκας
Οι αισιόδοξοι
 Εκδ. Γαβριηλίδης, 2013

Το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα είναι γνωστό πως δεν είναι σήμερα αυτό που υπήρξε παλαιότερα. Δεν είναι πια ο τύπος των μυθιστορημάτων της Άγκαθα Κρίστι, του Σέρλοκ Χολμς ή του Ζορζ Σιμενόν. Τώρα το αστυνομικό μυθιστόρημα εμπλουτίζεται με στοιχεία κοινωνικά, ψυχολογικά, πολιτικά, ιστορικά κ.ά. Ίσως είναι κι αυτός ένας λόγος που βρίσκει τόση απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, αν και ποτέ δεν έπαψε να είναι ένα προσφιλές είδος ανάγνωσης. Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μια ιδιαίτερη, εθνική σχολή του αστυνομικού μυθιστορήματος, μέσα από την οποία προβάλλει κάθε λαός με τις ιδιαιτερότητές του. Έτσι έχουμε την «ιταλική σχολή» (Καμιλιέρι), την «αγγλική» (Π. Ντ. Τζέημς), την «αμερικανική» (Τζίλιαν Φλιν), τη «σουηδική» (Καμίλλα Λάγκμπεργκ), τη «νορβηγική» (Τζο Νέσμπο) κ.λπ., για να περιοριστώ σε ελάχιστα παραδείγματα.
 Στην Ελλάδα ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτού του είδους είναι χωρίς αμφιβολία ο Πέτρος Μάρκαρης. Παρ’ όλο ότι ο Βαγγέλης Μπέκας ομολογεί την επιρροή που δέχτηκε από τον Μάρκαρη, εντούτοις πιστεύω ότι διαφοροποιείται, εκπροσωπώντας ένα καινούριο είδος που πλησιάζει ή ανήκει στο είδος λογοτεχνίας που θα ονομάζαμε «νουάρ». Περιπέτεια, πιστολίδι, κατασκοπεία, διαπλοκή, ανταγωνισμοί κρατών, μοιραίες γυναίκες, συνήθως κυνικός, αλλά και ευαίσθητος ντετέκτιβ κ.λπ.
Ο κεντρικός ήρωας του Μπέκα δεν είναι καν αστυνομικός. Είναι ένας δημοσιογράφος, ο Δημήτρης Δημόπουλος, ένας δημοσιογράφος που διαβάζει Καστοριάδη και παίζει πιάνο! Μετά το χωρισμό από τη γυναίκα του που τον εγκατέλειψε, και την οποία όμως δεν έπαψε να αγαπά, γυρίζει στο πατρικό του, στο λόφο του Στρέφη, όπου μένει με τον πατέρα του, την αδελφή του και τη μικρή του κόρη. Δίπλα τα Εξάρχεια. «Στενά σοκάκια, παλιές πολυκατοικίες κι από την πλατεία ακούγονται μουσικές και γέλια, μια γειτονιά που δεν κοιμάται ποτέ. Στους τοίχους συνθήματα και γκραφίτι, αφίσες που σε καλούν σε εξέγερση, πορείες και συναυλίες, τριγύρω ανέμελοι νέοι όλων των ηλικιών. Βλέπεις έξυπνα βλέμματα στα φτηνά στέκια της γειτονιάς και μια στο τόσο κουκουλοφόρους που κρατούν καδρόνια, πετούν μολότοφ και παίζουν κρυφτοκυνηγητό με τα ΜΑΤ. Ζούμε μες την περιπέτεια». Ο Δημόπουλος αναλαμβάνει για την εφημερίδα του να διερευνήσει τη δολοφονία ενός εξέχοντος πολιτικού, του οποίου τα χαρακτηριστικά ευθέως παραπέμπουν στον Τσοχατζόπουλο. Στην προσπάθειά του θα τον βοηθήσει ένας αστυνόμος, ένας φίλος του που γράφει ποίηση και ονειρεύεται τον Κόκκινο στρατό, ένας κουνιάδος του που έχει βγει από τη φυλακή. Η ομάδα δεν παύει να αγωνίζεται, παρ’ όλο ότι ο συγγραφέας γράφει: «Η αισιοδοξία ήταν σκέτη τρέλα στον τόπο μας, είχε κηρυχτεί εκτός νόμου. Κι όμως εμείς εκεί, να επιμένουμε, να ελπίζουμε. Στο τέλος όλα θα είχαν αίσια κατάληξη. Ήμασταν μια συμμορία λοξών, που τολμούσαμε να είμαστε αισιόδοξοι».  
Παράλληλα με τα οικογενειακά του προβλήματα ο δημοσιογράφος αντιμετωπίζει και απειλές από εθνικιστική οργάνωση εναντίον της οποίας είχε αρθρογραφήσει, ενώ ταυτόχρονα διεξάγει και τον προσωπικό του αγώνα απεξάρτησης από το αλκοόλ. Με τη μηχανή του διασχίζει τους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας. Η Πλάκα, τα Εξάρχεια, η Αθηνάς και η Σοφοκλέους, αλλά και το Κολωνάκι είναι χώροι στους οποίους εκτυλίσσεται η δράση.
Η μοιραία γυναίκα βέβαια παρούσα στο μυθιστόρημα. Είναι η ιδιαιτέρα του δολοφονημένου υπουργού και μεταξύ αυτής και του δημοσιογράφου παρακολουθούμε σκηνές άπληστου και βίαιου σεξ. Ομολογώ ότι βρίσκω αχρείαστες τέτοιες σκηνές, όχι για λόγους ηθικής, όσο για λόγους αισθητικής. Τι προσθέτουν άλλωστε στο μυθιστόρημα πέρα από το να προσελκύσουν το ενδιαφέρον κάποιων αναγνωστών, αυτών που ίσως να τους άρεσε και μια πορνοταινία;
Μπορεί τα στοιχεία που συνθέτουν το μυθιστόρημα του Μπέκα να μην είναι πολύ πρωτότυπα, μπορεί τα υλικά που χρησιμοποίησε για την κατασκευή του μύθου του να είναι συνηθισμένα, το αποτέλεσμα όμως είναι ένα πολύ ενδιαφέρον, σύγχρονο, αστυνομικό μυθιστόρημα.

σημ. Ευχαριστώ πολύ τον κ. Μπέκα που είχε την καλοσύνη να μου στείλει το βιβλίο του.


Τετάρτη, Νοεμβρίου 20, 2013

Οι κληρονόμοι του Νίλσον

Ιωάννου Ιωάννης
Οι κληρονόμοι του Νίλσον
Bookstars, 2013
Πριν από καιρό (δε θυμάμαι με ποια ευκαιρία) είχα γράψει σε σχόλιό μου στο σεβαστό και αγαπητό Πατριάρχη Φώτιο: "Εσύ διαβάζεις βιβλία για να τα κρίνεις, εγώ για να τα ευχαριστηθώ", εννοώντας ότι για μένα το διάβασμα είναι προπάντων απόλαυση, γι' αυτό επιλέγω βιβλία είτε ανάλογα με το συγγραφέα, είτε με βάση κριτικές ή απόψεις φίλων, την κρίση των οποίων εμπιστεύομαι. (Εσχάτως προστέθηκε και το κατά πόσο βρίσκω ένα βιβλίο σε ebook). Γι' αυτό και μάλλον δεν θα είχα επιλέξει το βιβλίο του νέου συγγραφέα (γεν. 1984) Ιωάννη Ιωάννου, αν ο ίδιος δεν είχε την καλοσύνη να μου το στείλει σε ηλεκτρονική μορφή.
Πρόκειται για μια αστυνομική νουβέλα μόλις 144 σελίδων, που δεν είναι αμελητέο ως πρώτη συγγραφική απόπειρα, αλλά ο νέος συγγραφέας, πιστεύω, χρειάζεται ακόμα πολλή δουλειά για να μπορέσει να βρει το δρόμο του, να δημιουργήσει το προσωπικό του στυλ, να προσελκύσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο ίδιος, σε γραπτή επικοινωνία μας, μου έγραψε ότι η συγγραφή είναι το μεράκι του και δεν μπορεί να μπει στη λογική του "επιτυχημένου" βιβλίου. Θα διαφωνήσω μαζί του, Αν γράφουμε μόνο από μεράκι και δεν μας νοιάζει αν θα διαβαστούμε ή όχι, τότε ποιος ο λόγος να εκδίδουμε και δεν αφήνουμε τα γραπτά μας στα συρτάρια μας;
Ο Ιωάννου τοποθετεί τη νουβέλα του στο Λος Άντζελες. Τίποτε όμως από την ατμόσφαιρα και το χαρακτήρα της πόλης αυτής δεν αναφέρεται και ο αναγνώστης μένει με την απορία γιατί τοποθετήθηκε εκεί το έργο. Τίποτε δεν θα άλλαζε αν το τοποθετούσε στο Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη.
Μια δεύτερη παρατήρησή μου είναι ότι φαίνεται επηρεασμένος από την Αγκάθα Κρίστι. Έχουμε μια οικογένεια, μια κληρονομιά, δυο δολοφονίες και μια αυτοκτονία που τελικά θα αποδειχτεί ότι δεν ήταν τέτοια. Τέλος, ο ένοχος αποκαλύπτεται σε μια συγκέντρωση όλων των  υπόπτων. Ο Ιωάννου πρόσθεσε και ένα χαρακτηριστικό που συνανατάμε σε πολλά αστυνομικά, δηλ. τον ντετέκτιβ που υπήρξε αστυνομικός, άρα έχει ιδιαίτερες προσβάσεις στις αστυνομικές έρευνες.
Έχω την άποψη πως ο νέος αυτός συγγραφέας (μαθηματικός) έχει πολλές δυνατότητες, φτάνει να βρει την ταυτότητα, τον προσωπικό χαρακτήρα των έργων του. Είναι τόση η πληθώρα των αστυνομικών μυθιστορημάτων που κυκλοφορούν, ώστε αν ένα έργο δεν έχει μια ιδιαιτερότητα, δύσκολα θα βρει το δρόμο προς το αναγνωστικό κοινό.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 15, 2013

Το δαχτυλίδι







Πρόσφατα ο Γιώργος Παπαδόπουλος, ιδρυτής των εκδόσεων «Διόπτρα», εξέδωσε ένα δικό του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Το δαχτυλίδι», που θα παρουσιαστεί σε λίγες μέρες και στην Κύπρο. Με την ευκαιρία αυτή ο κ. Παπαδόπουλος είχε την καλοσύνη να απαντήσει σε μερικά ερωτήματα για το blog μου.

Κύριε Παπαδόπουλε,
Ο εκδοτικός οίκος Διόπτρα είναι πολύ γνωστός, λίγοι όμως, φαντάζομαι, γνωρίζουν τον ιδρυτή του. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για τον εαυτό σας;

ΑΠ. Γεννήθηκα στην Κύπρο το 1941. Σε ηλικία 15 ετών ορκίστηκα στην ΕΟΚΑ, που πολεμούσε  εναντίον των Άγγλων, για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το 1959, με υποτροφία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας σπούδασα ηλεκτρονικά. Δούλεψα στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (CYTA), μέχρι το 1966, οπότε μετανάστευσα στον Καναδά. Δύο χρόνια αργότερα διορίστηκα καθηγητής ηλεκτρονικών στο Danforth Technical School του Τορόντο.
Τον Φεβρουάριο του 1974 επιστρέψαμε οικογενειακώς στην Αθήνα για να σπουδάσουν τα παιδιά μου σε ελληνικά σχολεία και να φοιτήσω κι εγώ στη Νομική Σχολή Αθηνών.
Σ’ αυτό το διάστημα της φοίτησής μου ξεκίνησα ως πλασιέ βιβλίων και το 1978, πριν από 35 χρόνια, ίδρυσα τις Εκδόσεις Διόπτρα, που –όπως λέτε κι εσείς– έχει καταξιωθεί και βρίσκεται μεταξύ των πρώτων εκδοτικών οίκων της Ελλάδας.

 «Το δαχτυλίδι» είναι το πρώτο σας βιβλίο. Τι σας έκανε να στραφείτε, πέρα από τις εκδόσεις, και στη συγγραφή;

ΑΠ. Η ζωή ενός ανθρώπου καθορίζεται από τις επιλογές που κάνει κάθε φορά, και το πώς αποφασίζει κανείς τι να επιλέξει και τι να κάνει. Κι αυτά εξαρτώνται από όσα έφερε μαζί του μέσω των γονιδίων και όχι μόνο, αλλά και όσα έζησε στη ζωή του, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τα πιστεύω και οι πεποιθήσεις μας, επομένως καθορίζουν τα βήματα της ζωής μας. Από όσα ανέφερα νωρίτερα, καταλαβαίνετε ότι έχω κάνει πολλές αλλαγές στη ζωή μου. Το ΤΕΛΟΣ του καθετί στη ζωή μας είναι η ΑΡΧΗ κάποιου άλλου.
Λίγο πριν συνταξιοδοτηθώ, στα 70 μου χρόνια, διάφορα περιστατικά που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τυχαία ή συμπτώσεις με οδήγησαν στο να αποφασίσω να γράψω ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ. Θεώρησα πως έπρεπε να δοθεί μια απάντηση σε εκείνους που με ρωτούσαν συχνά: «Και τι έκαναν οι Κύπριοι για την Ελλάδα;», αλλά και για τις αξίες μας που θυσιάσαμε στο βωμό της εύκολης ζωής και της καλοπέρασης.

Γιατί στο όνομά σας προσθέτετε δίπλα από το Γιώργος Παπαδόπουλος το «Κυπραίος»;

ΑΠ. Πολλοί με ρωτούν αν το «Κυπραίος» προστέθηκε για να μη με συνδέουν οι αναγνώστες με τον άλλο… Γεώργιο Παπαδόπουλο. Αντιλαμβάνεστε Ποιον εννοώ. Όχι δεν είναι αυτός ο λόγος. Από τις τελευταίες τάξεις του εξαταξίου Γυμνασίου έστελνα στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ της Λευκωσίας ανταποκρίσεις γύρω από διάφορα θέματα με το «ψευδώνυμο» Κυπραίος. Το χρησιμοποίησα και για κάποια ποιήματά μου που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Times of Cyprus.
Στο διάστημα που έζησα στον Καναδά είχα αρθρογραφήσει στις εφημερίδες ΑΤΛΑΝΤΙΣ και ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ και εξέδιδα την ολιγοσέλιδη εφημερίδα ΕΠΑΛΞΙΣ χρησιμοποιώντας αυτό το «δημοσιογραφικό ψευδώνυμο». Το ίδιο έκανα και στο Περιοδικό ΒΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ που εξέδιδαν οι Εκδόσεις Διόπτρα τα έτη 1984-1985. Θέλησα, λοιπόν, να διατηρήσω το ίδιο ψευδώνυμο και στο ΔΑXΤΥΛΙΔΙ. 

Διαβάζω τώρα το βιβλίο σας και το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Εγώ όμως είμαι Κυπρία. Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να ενδιαφέρει και το ευρύτερο ελλαδικό κοινό;

ΑΠ. Σκοπός της συγγραφής του βιβλίου μου ήταν να διαβαστεί όχι μόνο από τους Κυπρίους, αλλά, κυρίως θα έλεγα, από τους Ελλαδίτες, που δεν είχαν την ευκαιρία ούτε μέσα από τα σχολεία ούτε μέσα από τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά μέσα να πληροφορηθούν για τη συνεισφορά των Κυπρίων στους αγώνες του έθνους. Με πολλή ικανοποίηση μπορώ να σας πω σήμερα ότι σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα που βρίσκεται το βιβλίο στα βιβλιοπωλεία, τα 3.000 αντίτυπα που αρχικά εκδόθηκαν έχουν εξαντληθεί και προχωράμε ήδη στη 2η έκδοσή του. Είμαι λοιπόν σίγουρος ότι το βιβλίο θα διαβαστεί και στην Ελλάδα.   

Και μια τελευταία ερώτηση γενικότερης φύσης. Γιατί οι εκδοτικοί οίκοι είναι τόσο επιφυλακτικοί στην έκδοση των βιβλίων τους και σε ηλεκτρονική μορφή; Προσωπικά αγαπώ πολύ τα e-books, αλλά δύσκολα βρίσκω αξιόλογα ηλεκτρονικά βιβλία.

ΑΠ. Στην Ελλάδα η αγορά του ηλεκτρονικού βιβλίου βρίσκεται ακόμα στα σπάργανά της σε αντίθεση με την αμερικανική και τη βρετανική. Αυτό σημαίνει πως ο αριθμός των «αντιτύπων» που αναμένεται να αγοραστούν θα είναι μικρός.
Ένας άλλος λόγος είναι ότι απαιτείται μια ειδική επεξεργασία των ηλεκτρονικών αρχείων στην οποία πρέπει να προβεί ο εκδότης. Η διαδικασία αυτή, σε συνδυασμό και με τον αριθμό αντιτύπων που υπολογίζει ότι θα πωληθούν, ίσως αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ηλεκτρονική έκδοση.
Ένας τρίτος, σοβαρός λόγος είναι ότι για πολλούς τίτλους βιβλίων που εκδόθηκαν παλαιότερα ο εκδότης δεν διαθέτει ηλεκτρονικό αρχείο και κάνει τις ανατυπώσεις του με τα υπάρχοντα φιλμ των βιβλίων, είτε τα ηλεκτρονικά αρχεία που έχει είναι από προγράμματα που δεν συνεργάζονται με τα εξειδικευμένα προγράμματα για τα ηλεκτρονικά βιβλία.
Εμείς, στις εκδόσεις Διόπτρα φροντίζουμε ώστε οι νέοι μας τίτλοι να εκδίδονται και σε ηλεκτρονική μορφή, η οποία –να τονίσω– είναι πολύ πιο προσιτή, οικονομικά, για τον αναγνώστη. 

Σας ευχαριστώ πολύ κ. Παπαδόπουλε. Θα σας περιμένουμε στην Κύπρο.